Ένας τρομερός θόρυβος ξύπνησε
τη γριά. Ήταν ο ήχος από έπιπλα που γκρεμίζονται και από σώματα που παλεύουν.
Ένα γυάλινο διακοσμητικό έσπασε πάνω σ' ένα τοίχο, ραντίζοντας τα πόδια
της με θραύσματα. Γινόταν μία πάλη ζωής και θανάτου κάπου μέσα στο δωμάτιο.
Ένα λαμπατέρ έπεσε από ένα τραπέζι και θρυμματίστηκε το κεραμεικό του στέλεχος.
Η γριά παραήταν φοβισμένη ακόμα και για να ανάψει το φως. Ήταν σίγουρη
ότι κάποιο ανδροειδές είχε μπει στο διαμέρισμά της: κάποια μηχανή σε άγρια
κατάσταση που ο εγκέφαλός της είχε παθει βλάβη και είχε αφηνιάσει. Το μόνο
που μπορούσε να κάνει ήταν να οδηγήσει ήσυχα το κρεβάτι-καρέκλα στη γωνία
του δωματίου και να μείνει εκεί μέχρι να περάσει ο σαματάς.
Ο τσακωμός, ήταν σίγουρη,
γινόταν μεταξύ των κατοικιδίων της και του εισβολέα και μια και δε
μπορούσε να κάνει και πολλά, έπρεπε να περιμένει την έκβαση χωρίς να παρέμβει.
Τελικά, μετά από πολλή ώρα,
έγινε ησυχία και διάταξε το διακόπτη του φωτός να ανάψει. Η σκηνή που είδαν
τα μάτια της ήταν φρικιαστική.
Στο κέντρο του δωματίου ήταν
η Πουλχέρια και ο Γουρουνοπόδαρος Δεξής, που ολοφάνερα λογαριάζονταν αναμεταξύ
τους. Γύρω τους, αιμόφυρτα, τσακισμένα και μελανιασμένα ήταν τα άλλα κατοικίδια.
Η Πεταλουδαυτιά ήταν ξεσχισμένη και τσαλαπατημένη και ήταν εμφανώς νεκρή.
Ο Φιδοβραχίονας είχε σουβλιστεί από μια μακριά καραμεική σκλήθρα που προεξείχε
από το κεφάλι του. Και αυτός ήταν νεκρικά ακίνητος. Ο Βασίλης ήταν μαυρισμένος
από τις μελανιές, όντας δαρμένος, θανατηφόρα όπως φαινόταν.
Η γριά δεν είχε την παραμικρή
αμφιβολία ότι ο Γουρουνοπόδαρος Δεξής είχε τρελαθεί. Δεν υπήρχε κανένα
σημάδι από εισβολέα ανδροειδές και ο Γουρουνοπόδαρος Δεξής έδειχνε να είναι
έτοιμος να επιτεθεί στην Πουλχέρια.
Οι δύο μαχόμενοι έπεσαν ο
ένας πάνω στον άλλο. Έγινε μια φρενήρης συμπλοκή και έπεσαν πολλές νυχιές.
Η γριά έσκουζε σα τρελλή για την Πουλχέρια, λέγοντάς της να χώσει μέσα
τα νύχια της, ενώ το φαινομενικά τρελλό γουρουνάκι την κουτούλαγε γύρω-γύρω
στους τοίχους με το σκληρό από φτέρνα κεφάλι του.
Ήταν μια αισχρή μάχη.
Έπιπλα πετάχτηκαν από 'δω
κι από 'κει και δυο φορές η γριά υποχρεώθηκε να μετακινήσει το κρεβάτι-καρέκλα
για να βγει απ' το δρόμο τους καθώς κυλούσαν στο πάτωμα δεμένοι σε μια
σφιχτή μπάλλα. Μια φορά, νόμισε ότι ο Γουρουνοπόδαρος είχε βαρεθεί πια,
καθώς οπισθοχώρισε σε μια γωνία, αλλά πήγε ξανά μπροστά, καθώς η Πουλχέρια
προσπαθούσε να συνέλθει.
Τελικά, η Πουλχέρια τον άρπαξε
από τα πισινά του και τον πέταξε στο εκτεθειμένο άκρο του λαμπατέρ. Ήταν
γεμάτο ενεργούς αγωγούς. Με ένα αναπηδηχτό τόξο του σώματός του έστρεψε
από την αγωνία καθώς τον διαπερνούσε το σοκ. Έμεινε να κοίτεται σπασμένος
και ακίνητος, πάνω στα καλώδια που τσίριζαν.
Η Πουλχέρια φτερούγισε στη
μέση του δωματίου.
"Μπράβο", φώναξε η γριά,
"πάλεψες καλά."
Η Πουλχέρια απλά κάθισε εκεί,
το κεφάλι-αντίχειράς της στραμμένο προς το παράθυρο, μέσα από το οποίο
η αυγή μόλις άρχιζε να προβάλλει. Τότε ξάφνου το πλάσμα εκτοξεύτηκε στον
αέρα και άρχισε να πετάει το σώμα του στα τζάμια του παράθυρου σε μια κατά
τα φαινόμενα απέλπιδα απόπειρα να ανοίξει τσακίζοντας το δρόμο του, σαν
ένα άγριο πουλί που είναι παγιδευμένο σε ένα δωμάτιο.
Τότε η γριά κατάλαβε. Δεν
ήταν ο Γουρουνοπόδαρος Δεξής, αλλά η Πουλχέρια. Είχε δει τα πετροχελίδονα
να σχίζουν το γαλάζιο ουρανό έξω και ήθελε να είναι κι αυτή ελεύθερη. Ήθελε
να είναι έξω ανάμεσα στα άλλα του είδους της. Ίσως είχε τρελλαθεί και στραφεί
κατά των άλλων επειδή αρνούνταν ή ήταν ανήμποροι να καταλάβουν την επιθυμία
της για αποδραση; Ίσως είχε προσπαθήσει να τους καταφέρει να ανοίξουν το
παράθυρο -- κάτι που μόνο η γριά μπορούσε να κάνει με μια εγκεφαλική εντολή
-- μόνο και μόνο για να ανακαλύψει ότι δε μπορούσαν να τη βοηθήσουν; Όπως
και να 'ταν τους είχε σκοτώσει όλους. Ακόμα και τη μικρή Πεταλουδαυτιά.
Και ο Γουρουνοπόδαρος Δεξής, ο κακοδιάθετος, είχε προβάλλει τη σθεναρότερη
αντίσταση από όλους.
Ο καϋμένος ο Γουρουνοπόδαρος,
παρεξηγημένος μέχρι το τέλος.
Τώρα η Πουλχέρια κάθισε στο
περβάζι, τα νύχια της να στάζουν αίμα. Έδειχνε να περιμένει για τη γριά
να ανοίξει το παράθυρο, πράγμα το οποίο μπορούσε να γίνει μόνο με άμεση
διαταγή. Ήρθε, στη σιωπή, ο ήχος από αληθινά πουλιά να τερετίζουν έξω και
η Πουλχέρια έδειξε μια ανησυχία. Η γριά, ακόμα σε κατάσταση σοκ, αρνήθηκε
να αποκριθεί.
Η Πουλχέρια προσεκτικά σφούγγισε
το πηχτό αίμα από τις δαχτυλοφτερούγες της σε μια από τις κουρτίνες. Τότε
πια η γριά είχε συνέλθει λίγο, αλλά είχε πολύ από το πείσμα του πρώην δεξιού
ποδιού της και έκανε φανερό ότι δεν επρόκειτο να συμμορφωθεί.
Τελικά, η Πουλχέρια πέταξε
από το περβάζι και κούρνιασε στο λαιμό της γριάς. Το πλάσμα άρχισε να χαϊδεύει
το μαραμένο λαιμό αισθησιακά, ελπίζοντας ίσως να πείσει την κυρία της να
κάνει αυτό που επιθυμούσε. Η γυναίκα έμενε άκαμπτα ακίνητη, με το πρόσωπο
βλοσυρό. Σταδιακά το χάϊδεμα έγινε πιο γερό. Στο τέλος, οι δαχτυλοφτερούγες
έσφιξαν και πίεσαν, αργά αλλά αποτελεσματικά. Πέρασαν μερικά λεπτά κατά
τα οποία η γριά συσπώταν. Ύστερα το σώμα χαλάρωσε.
Η Πουλχέρια, μετά από μακρύ
διάστημα, χαλάρωσε τη λαβή της και φτερούγισε κάτω στο πάτωμα. Πέρασε καβουριαστά
ανάμεσα από τα νεκρά πλάσματα, επιθεωρώντας τα για σημάδια ζωής. Μετά έφτασε
στο Γουρουνοπόδαρο Δεξή, που κειτόταν πάνω στα ηλεκτροφόρα νήματα της ηλεκτρικής
πρίζας. Η Πουλχέρια παρατήρησε το θύμα της με φαινομενική ψυχραιμία. Προχώρησε
σιγά- σιγά μπροστά, κοντά στο κεφάλι του χοιριδίου κοιτάζοντας κάτω.
Ξάφνου ήρθε ένα τίναγμα από
το Γουρουνοπόδαρο Δεξή, καθώς το κεφάλι του τινάχτηκε σαν αστραπή έξω και
τα σαγόνια του σφίχτηκαν σε ένα μικρό δάχτυλο. Μια εκτυφλωτική βροχή από
ασπρογάλαζες σπίθες έπεσε γύρω από το ζευγάρι και μετά η ησυχία στο δωμάτιο
ήταν πλήρης.
Αργότερα, η μηχανή της πρόνοιας
ήρθε για επίσκεψη και επιθεώρησε τη σκηνή με μηχανική έκπληξη. Κράτησε
προσεκτικές σημειώσεις όλων των ζημιών και κατέγραψε μια ετυμηγορία αυτοκτονίας.
Καθώς ήταν έτοιμη να φύγει, αισθάνθηκε κάποιες δονήσεις να έρχονται από
κάπου στο δωμάτιο. Κάποιο από τα πλάσματα είχε κινηθεί. Ξαφνικά κάτι δάγκωσε
το μεταλλικό της πόδι και μετά έφυγε ολοταχώς μέσα από την ανοιχτή πόρτα
και διέσχισε το διάδρομο . . .
(Για την Λίζα)