Ο Γουρουνοπόδαρος Δεξής και η Πουλχέρια

 gary kilworth: hogfoot right and bird-hands, 1987

  Ζούσε, ψηλά πάνω από τους άδειους δρόμους σε ένα ψηλό κτήριο, μια γριά, η αγαπημένη γάτα της οποίας είχε πεθάνει πρόσφατα. Κείνες τις μέρες οι γάτες ήταν σπάνιες και η γριά δεν είχε τα μέσα για να αγοράσει άλλη. Έτσι κάλεσε τη μηχανή που είχε αποστολή να φροντίζει για την ευημερία των χαμένων και μοναχικών ανθρώπων.
  Η μηχανή της πρόνοιας ήρθε στο διαμέρισμά της στη μέση της νύχτας και όταν της εξήγησε τη σοβαρή της κατάσταση, πρότεινε να αντικαταστήσει η γριά τη γάτα με ένα κατοικίδιο πλασμένο από ένα μέλος του σώματός της. Είπε ότι μπορούσε να αφαιρέσει και να μετατρέψει το κάτω μέρος ενός από τα πόδια της, ώστε να μοιάζει με χοιρίδιο και η γριά συμφώνησε με αυτό το σχέδιο. Μια και περνούσε όλο της το χρόνο στο κινητό κρεβάτι-καρέκλα που φρόντιζε όλες της τις ανάγκες, δε χρειαζόταν να χρησιμοποιεί τα πόδια της, ούτε άλλο μέλος του σώματός της άλλωστε, εκτός από τον εγκέφαλό της, στον οποίο το κρεβάτι-καρέκλα και άλλες συσκευές ήταν συνδεδεμένες. Η γριά δεν ήταν άρρωστη, εκτός κι αν η απάθεια και η αργία μπορούν να ειδωθούν σαν ασθένειες, αλλά δεν είχε καμία επιθυμία να λάβει μέρος σε οποιαδήποτε σωματική δραστηριότητα ο,τιδήποτε είδους. Απλά πήγαινε από τη μία γκρίζα μέρα στην επόμενη, κοιμώμενη, τρώγοντας και παρακολουθώντας μiα συσκευή που λεγόταν τοιχοθόνη, στην οποία μπορούσε να παρακολουθεί τις ζωές άλλων, νεκρών από πολύ καιρό, ξανά και ξανά.
  Έτσι, το δεξί της πόδι αφαιρέθηκε και πλάστηκε χοντρικά και του δώθηκε δική του ζωή. Αυτό το προσάρτημα το ονόμασε Γουρουνοπόδαρο Δεξή και της έδινε μεγάλη χαρά να βλέπει το πλάσμα να τρέχει γύρω- γύρω στο πάτωμα και να μυρίζει στις γωνίες των δωματίων, όπως κάνουν τέτοια πλάσματα. Ωστόσο, ο Γουρουνοπόδαρος Δεξής δεν ήταν από αυτά τα κατοικίδια που τους αρέσει να τα χαϊδεύουν και να τα πολυπεριποιούνται, όπως ήταν η γάτα της γριάς όταν ήταν ζωντανή, και τελικά βαρέθηκε την παρέα του, θέλοντας κάτι περισσότερο. Το να παρακολουθεί το πλάσμα να ψαχουλεύει και να μυρίζει τριγύρω στο χαλί ήταν αρκετά ενδιαφέρον στην αρχή, αλλά όταν το είχε ήδη δει μια- δυό φορές είχε αρχίσει να γίνεται βαρετό. Έτσι ξανακάλεσε τη μηχανή της πρόνοιάς της και έβαλε να της αφαιρεθεί το άλλο της πόδι. Τούτο εδώ το ονόμασε Βασίλη, με την ελπίδα ότι δίνοντάς του ένα σωστό όνομα θα το έκανε πιο στοργικό προς την κυρία του.
  Ο Βασίλης αποδείχτηκε ένα τέτοιο ακριβώς γλυκό πλάσμα. Καθότανε στα πόδια της γριάς και τη  άφηνε να τον χαϊδεύει με τις ώρες, με τη μικρή του γουρουνίσια μύτη να συσπάται από έκσταση καθώς πέρναγε τα χέρια της πάνω από την λαγοκοιμούμενη μορφή του.
  Ο Γουρουνοπόδαρος Δεξής, ωστόσο, ήτανε κατσούφης και ευέξαπτος και πήγαινε και λούφαζε στις σκοτεινότερες γωνιές του σπιτιού και ζάρωνε απομακρυνόμενος από τη γριά όταν τον πλησίαζε. Δεν της αγρίευε ακριβώς, ούτε την έφτυνε, αλλά η κακή του διάθεση ήταν εμφανής στην έκφραση του πεπλατυσμένου του προσώπου και στην ξυνή γραμμή από το τραχυφτιαγμένο του στόμα.
  Ωστόσο, ο Γουρουνοπόδαρος Δεξής ήταν η καλή παρέα του Βασίλη και από αυτή την άποψη η γριά δεν είχε κανένα παράπονο. Μεταχειριζόταν καλά τον αδελφό του, σφιχταγκαλιαζόταν μαζί του το βράδυ και πρόσεχε να μην εξάπτεται υπερβολικά όταν συνέβαινε κάτι που τον διασκέδαζε. Μερικές φορές ακόμα και ο Γουρουνοπόδαρος Δεξής λάβαινε μέρος στα παιχνιδίσματα του αδελφού του και οι δυό τους κουτούλαγαν ο ένας τα πισινά του άλλου και κυλιόντουσαν τριγύρω στο χαλί σαν εξαμηνίτικα γουρουνάκια. Μετά ξάφνου, ο Γουρουνοπόδαρος Δεξής πειραζόταν από κάτι και έφευγε λοξοπερπατώντας και προτιμούσε τις άκρες του δωματίου, αγριοκοιτάζοντας και τον αδελφό του και τη γριά αν προσπαθούσαν να τον παρασύρουν να παίξει ξανά. Η γριά απελπιζόταν με τούτο το ιδιότροπο κατοικίδιο και τελικά το ξέγραψε το ζωντανό.
  Ήταν εξαιτίας της μεγάλης της επιτυχίας με το Βασίλη που αποφάσισε να αυξήσει το θηριοτροφείο της. Η μηχανή της πρόνοιας κάλεσε μια μέρα για να δει πώς τα πέρναγε και αυτή ζήτησε κι άλλη χειρουργική. Της είπε ότι ήθελε να δώσει τα χέρια της και τα αυτιά της. Το κρεβάτι- καρέκλα ανταποκρινόταν σε εγκεφαλικούς παλμούς και η γριά είπε ότι ότι δε μπορούσε να καταλάβει για τί της ήταν χρήσιμα αυτά τα ζευγάρια εξογκωμάτων τώρα πια.
  Η μηχανή της πρόνοιας ήταν υπέρ της ιδέας. Τα αυτιά κολλήθηκαν μεταξύ τους για να φτιάξουν μια πεταλουδίτσα και τα χέρια έγιναν ένα όμορφο χλωμό πτηνοειδές πλάσμα που πέταγε ψηλά γεμάτο χάρη τριγύρω στο δωμάτιο και ήταν στην πραγματικότητα το πιο ευαίσθητο, γοητευτικό κατοικίδιο που είχε δει ποτέ η γριά. Το αγάπησε από την πρώτη στιγμή που το είδε. Κούρνιαζε στο πίσω μέρος του κρεβατιού-καρέκλας και χτυπούσε τις δαχτυλοφτερούγες του με περισσότερη αξιοπρέπεια κι από ένα περιστέρι με πλούσια ουρά και παρ' όλο που κρατιόταν σε απόσταση από τα άλλα πλάσματα στο δωμάτιο, συχνά καθόταν και παρακολουθούσε τα παιχνίδια τους από κάποιο κατάλληλο σημείο πάνω από τα κεφάλια τους.
  Η Πεταλουδαυτιά ήταν λίγο απογοητευτική. Φτεροκοπούσε εδώ κι εκεί πότε- πότε και έδειχνε καλύτερη όταν αιωρούταν μπροστά από το παράθυρο με το φως να περνάει μέσα από την ημιδιάφανη μορφή της, αλλά ως επί το πλείστον κρεμιόταν από το κολλάρο της γριάς με τα φτερά της κλειστά. Ήταν σχεδόν σα να προσπαθούσε να γυρίσει πίσω στις αρχικές της θέσεις στο κεφάλι της γριάς. Ήταν νευρική και ντροπαλή και είχε την τάση να τινάζεται με τους ξαφνικούς, δυνατούς θορύβους και ήταν στ' αλήθεια άχρηστο σαν κατοικίδιο.Κι όμως, η γριά χαιρόταν που το είχε, βλέποντάς το σα μια πλευρά της δικής της προσωπικότητας.
  Στην Πουλχέρια άρεσε να κουρνιάζει στα στηρίγματα των φωτιστικών ή να κάθεται στο περβάζι του παράθυρου με διπλωμένες τις φτερούγες της, να κοιτάζει τον ουρανό. Παρακολουθούσε τα πετροχελίδονα του σπιτιού - τον τρόπο που βούταγαν προτού καθίσουν στο εξωτερικό περβάζι και αντέγραφε τις φιγούρες τους. Μια και η γριά δε μπορούσε να χαϊδέψει τα κατοικίδιά της πια, την χάιδευε αυτήν η Πουλχέρια, περνώντας τις δαχτυλοφτερούγες της κατά μήκος των ώμων της γριάς και κάτω στο λαιμό της.Τη νύχτα κούρνιαζε στα ζεστά της γόνατα ενώ οι άλλοι κοιμούνταν. Η γριά την αγαπούσε πολύ.
  Η Πουλχέρια έδειχνε να είναι το πιο ευχαριστημένο από την ομάδα των πλασμάτων. Υπήρχε ένα μουσικό όργανο στο διαμέρισμα που μπορούσε να παιχτεί χειροκίνητα, αν το ήθελε κανείς και αυτό ακριβώς έκανε το πλάσμα, περνώντας τις δαχτυλοφτερούγες του πάνω από τα πλήκτρα και παράγοντας τις πιο απολαυστικές μελωδίες. Καμιά φορά γύριζε το όργανο στο αυτόματο και πέταγε στο ρυθμό της μελωδίας, προσθέτοντας εκείνη την επιπλέον διάσταση στο ξεδίπλωμα των νοτών με τη γεμάτη χάρη κίνησή της.
  Η ομάδα ευημερούσε. Ακόμα κι όταν παρουσιάστηκε ο Φιδοβραχίονας, παρέμεινε η αρμονία, παρ' όλο που κάποιες φορές οι στροφιστές κινήσεις φόβιζαν τη γριά όταν τις έβλεπε ξάφνου με την άκρη του ματιού της.
  Έτσι, όλοι ζούσαν μαζί σα μια αρμονική ομάδα, εκτός από τον ακοινώνητο Γουρουνοπόδαρο Δεξή. Η γριά δε μπορούσε να ευχαριστήσει αρκετά τη μηχανή της πρόνοιας, πνίγοντας στα παινέματα τα μεταλλικά της μέρη κάθε φορά που ερχόταν να δει πώς τα πήγαινε. Μερικές φορές η μηχανή καθόταν με την Πουλχέρια και της έκρωζε στην ψιλή της γλώσσα, πάντοτε τελειώνοντας με ένα κροταλιστό γέλιο. Μια φορά, έφερε ένα ζευγάρι σατέν γάντια, λευκά, με δαντέλλα γύρω από τους καρπούς, που η Πουλχέρια φόρεσε για να πετάει γύρω- γύρω στο δωμάτιο ενώ η γριά αναφωνούσε για την ομορφιά του πλάσματος.
  Μιαν άλλη φορά, η μηχανή της πρόνοιας έφερε μια παλιά δερμάτινη μπότα και υποχρέωσε τον Γουρουνοπόδαρο Δεξή να τη φορέσει, κάνοντας το πόδι να βαρυπερπατάει γύρω- γύρω στο δωμάτιο ενώ η γριά χαχάνιζε μπροστά σ' αυτό το αστείο θέαμα. Η μηχανή της πρόνοιας παρακολουθούσε προσεκτικά το καρδιογραφικό μηχάνημα κάτι τέτοιες φορές, έντονα παρατηρητική για κάθε μεταβολή στο ρυθμό και την ένταση.
  Ήταν πολύ ευτυχισμένοι καιροί για τη γριά.
  Μεχρι που, ένα βράδυ, όλα πήγαν στραβά.

  Ένας τρομερός θόρυβος ξύπνησε τη γριά. Ήταν ο ήχος από έπιπλα που γκρεμίζονται και από σώματα που παλεύουν. Ένα γυάλινο διακοσμητικό έσπασε πάνω σ' ένα τοίχο, ραντίζοντας τα πόδια της με θραύσματα. Γινόταν μία πάλη ζωής και θανάτου κάπου μέσα στο δωμάτιο. Ένα λαμπατέρ έπεσε από ένα τραπέζι και θρυμματίστηκε το κεραμεικό του στέλεχος. Η γριά παραήταν φοβισμένη ακόμα και για να ανάψει το φως. Ήταν σίγουρη ότι κάποιο ανδροειδές είχε μπει στο διαμέρισμά της: κάποια μηχανή σε άγρια κατάσταση που ο εγκέφαλός της είχε παθει βλάβη και είχε αφηνιάσει. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να οδηγήσει ήσυχα το κρεβάτι-καρέκλα στη γωνία του δωματίου και να μείνει εκεί μέχρι να περάσει ο σαματάς.
  Ο τσακωμός, ήταν σίγουρη, γινόταν μεταξύ των κατοικιδίων της και του εισβολέα και  μια και δε μπορούσε να κάνει και πολλά, έπρεπε να περιμένει την έκβαση χωρίς να παρέμβει.
  Τελικά, μετά από πολλή ώρα, έγινε ησυχία και διάταξε το διακόπτη του φωτός να ανάψει. Η σκηνή που είδαν τα μάτια της ήταν φρικιαστική.
  Στο κέντρο του δωματίου ήταν η Πουλχέρια και ο Γουρουνοπόδαρος Δεξής, που ολοφάνερα λογαριάζονταν αναμεταξύ τους. Γύρω τους, αιμόφυρτα, τσακισμένα και μελανιασμένα ήταν τα άλλα κατοικίδια. Η Πεταλουδαυτιά ήταν ξεσχισμένη και τσαλαπατημένη και ήταν εμφανώς νεκρή. Ο Φιδοβραχίονας είχε σουβλιστεί από μια μακριά καραμεική σκλήθρα που προεξείχε από το κεφάλι του. Και αυτός ήταν νεκρικά ακίνητος. Ο Βασίλης ήταν μαυρισμένος από τις μελανιές, όντας δαρμένος, θανατηφόρα όπως φαινόταν.
  Η γριά δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι ο Γουρουνοπόδαρος Δεξής είχε τρελαθεί. Δεν υπήρχε κανένα σημάδι από εισβολέα ανδροειδές και ο Γουρουνοπόδαρος Δεξής έδειχνε να είναι έτοιμος να επιτεθεί στην Πουλχέρια.
  Οι δύο μαχόμενοι έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλο. Έγινε μια φρενήρης συμπλοκή και έπεσαν πολλές νυχιές. Η γριά έσκουζε σα τρελλή για την Πουλχέρια, λέγοντάς της να χώσει μέσα τα νύχια της, ενώ το φαινομενικά τρελλό γουρουνάκι την κουτούλαγε γύρω-γύρω στους τοίχους με το σκληρό από φτέρνα κεφάλι του.
  Ήταν μια αισχρή μάχη.
  Έπιπλα πετάχτηκαν από 'δω κι από 'κει και δυο φορές η γριά υποχρεώθηκε να μετακινήσει το κρεβάτι-καρέκλα για να βγει απ' το δρόμο τους καθώς κυλούσαν στο πάτωμα δεμένοι σε μια σφιχτή μπάλλα. Μια φορά, νόμισε ότι ο Γουρουνοπόδαρος είχε βαρεθεί πια, καθώς οπισθοχώρισε σε μια γωνία, αλλά πήγε ξανά μπροστά, καθώς η Πουλχέρια προσπαθούσε να συνέλθει.
  Τελικά, η Πουλχέρια τον άρπαξε από τα πισινά του και τον πέταξε στο εκτεθειμένο άκρο του λαμπατέρ. Ήταν γεμάτο ενεργούς αγωγούς. Με ένα αναπηδηχτό τόξο του σώματός του έστρεψε από την αγωνία καθώς τον διαπερνούσε το σοκ. Έμεινε να κοίτεται σπασμένος και ακίνητος, πάνω στα καλώδια που τσίριζαν.
  Η Πουλχέρια φτερούγισε στη μέση του δωματίου.
  "Μπράβο", φώναξε η γριά, "πάλεψες καλά."
  Η Πουλχέρια απλά κάθισε εκεί, το κεφάλι-αντίχειράς της στραμμένο προς το παράθυρο, μέσα από το οποίο η αυγή μόλις άρχιζε να προβάλλει. Τότε ξάφνου το πλάσμα εκτοξεύτηκε στον αέρα και άρχισε να πετάει το σώμα του στα τζάμια του παράθυρου σε μια κατά τα φαινόμενα απέλπιδα απόπειρα να ανοίξει τσακίζοντας το δρόμο του, σαν ένα άγριο πουλί που είναι παγιδευμένο σε ένα δωμάτιο.
  Τότε η γριά κατάλαβε. Δεν ήταν ο Γουρουνοπόδαρος Δεξής, αλλά η Πουλχέρια. Είχε δει τα πετροχελίδονα να σχίζουν το γαλάζιο ουρανό έξω και ήθελε να είναι κι αυτή ελεύθερη. Ήθελε να είναι έξω ανάμεσα στα άλλα του είδους της. Ίσως είχε τρελλαθεί και στραφεί κατά των άλλων επειδή αρνούνταν ή ήταν ανήμποροι να καταλάβουν την επιθυμία της για αποδραση; Ίσως είχε προσπαθήσει να τους καταφέρει να ανοίξουν το παράθυρο -- κάτι που μόνο η γριά μπορούσε να κάνει με μια εγκεφαλική εντολή -- μόνο και μόνο για να ανακαλύψει ότι δε μπορούσαν να τη βοηθήσουν; Όπως και να 'ταν τους είχε σκοτώσει όλους. Ακόμα και τη μικρή Πεταλουδαυτιά. Και ο Γουρουνοπόδαρος Δεξής, ο κακοδιάθετος, είχε προβάλλει τη σθεναρότερη αντίσταση από όλους.
  Ο καϋμένος ο Γουρουνοπόδαρος, παρεξηγημένος μέχρι το τέλος.
  Τώρα η Πουλχέρια κάθισε στο περβάζι, τα νύχια της να στάζουν αίμα. Έδειχνε να περιμένει για τη γριά να ανοίξει το παράθυρο, πράγμα το οποίο μπορούσε να γίνει μόνο με άμεση διαταγή. Ήρθε, στη σιωπή, ο ήχος από αληθινά πουλιά να τερετίζουν έξω και η Πουλχέρια έδειξε μια ανησυχία. Η γριά, ακόμα σε κατάσταση σοκ, αρνήθηκε να αποκριθεί.
  Η Πουλχέρια προσεκτικά σφούγγισε το πηχτό αίμα από τις δαχτυλοφτερούγες της σε μια από τις κουρτίνες. Τότε πια η γριά είχε συνέλθει λίγο, αλλά είχε πολύ από το πείσμα του πρώην δεξιού ποδιού της και έκανε φανερό ότι δεν επρόκειτο να συμμορφωθεί.
  Τελικά, η Πουλχέρια πέταξε από το περβάζι και κούρνιασε στο λαιμό της γριάς. Το πλάσμα άρχισε να χαϊδεύει το μαραμένο λαιμό αισθησιακά, ελπίζοντας ίσως να πείσει την κυρία της να κάνει αυτό που επιθυμούσε. Η γυναίκα έμενε άκαμπτα ακίνητη, με το πρόσωπο βλοσυρό. Σταδιακά το χάϊδεμα έγινε πιο γερό. Στο τέλος, οι δαχτυλοφτερούγες έσφιξαν και πίεσαν, αργά αλλά αποτελεσματικά. Πέρασαν μερικά λεπτά κατά τα οποία η γριά συσπώταν. Ύστερα το σώμα χαλάρωσε.
  Η Πουλχέρια, μετά από μακρύ διάστημα, χαλάρωσε τη λαβή της και φτερούγισε κάτω στο πάτωμα. Πέρασε καβουριαστά ανάμεσα από τα νεκρά πλάσματα, επιθεωρώντας τα για σημάδια ζωής. Μετά έφτασε στο Γουρουνοπόδαρο Δεξή, που κειτόταν πάνω στα ηλεκτροφόρα νήματα της ηλεκτρικής πρίζας. Η Πουλχέρια παρατήρησε το θύμα της με φαινομενική ψυχραιμία. Προχώρησε σιγά- σιγά μπροστά, κοντά στο κεφάλι του χοιριδίου κοιτάζοντας κάτω.
  Ξάφνου ήρθε ένα τίναγμα από το Γουρουνοπόδαρο Δεξή, καθώς το κεφάλι του τινάχτηκε σαν αστραπή έξω και τα σαγόνια του σφίχτηκαν σε ένα μικρό δάχτυλο. Μια εκτυφλωτική βροχή από ασπρογάλαζες σπίθες έπεσε γύρω από το ζευγάρι και μετά η ησυχία στο δωμάτιο ήταν πλήρης.
  Αργότερα, η μηχανή της πρόνοιας ήρθε για επίσκεψη και επιθεώρησε τη σκηνή με μηχανική έκπληξη. Κράτησε προσεκτικές σημειώσεις όλων των ζημιών και κατέγραψε μια ετυμηγορία αυτοκτονίας. Καθώς ήταν έτοιμη να φύγει, αισθάνθηκε κάποιες δονήσεις να έρχονται από κάπου στο δωμάτιο. Κάποιο από τα πλάσματα είχε κινηθεί. Ξαφνικά κάτι δάγκωσε το μεταλλικό της πόδι και μετά έφυγε ολοταχώς μέσα από την ανοιχτή πόρτα και διέσχισε το διάδρομο . . .



(Για την Λίζα)