Karl Schroeder:
THE DRAGON OF PRIPYAT
Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΟΥ ΠΡΙΠΥΑΤ

«Να η στροφή,» είπε ο οδηγός του Γκεννάντυ. Έδειξε ένα ξεθωριασμένο κρανίο και σταυρωτά κόκκαλα που έγερναν στην είσοδο προς ένα παράδρομο. Από το σχέδιο των δέντρων και των θάμνων ο Γκεννάντυ μπορούσε να δει ότι η γωνία ήταν κάποτε ένας πλήρης κόμβος της εθνικής, αλλά οι λωρίδες εξόδου είχαν φυτρώσει πριν πολύ καιρό. Μόνο η κύρια ασφαλτόστρωση ήταν ακόμα ακάλυπτη και το χόρτο είχε κάνει επιδρομές παντού σ' αυτήν.

Το φορτηγό σταμάτησε ακριβώς στην είσοδο. «Μέχρι εδώ πάω,» είπε ο οδηγός. Βγήκε από το σταματημένο όχημα και περπάτησε στο πίσω μέρος για να ξεφορτώσει. Ο Γκεννάντυ σταμάτησε για μια στιγμή για να κοιτάξει μέσα στην πράσινη σήραγγα πριν ακολουθήσει.

Κύλησαν έξω μερικά ατσάλινα βαρέλια που περιείχαν εφόδια και εξοπλισμό, μετά έβγαλαν τη μοτοσυκλέτα του Γκεννάντυ και το καλάθι της.

Ο οδηγός έδειξε το μετρητή Γκάιγκερ που ήταν πάνω στις σωρευμένες προμήθειες μέσα στο καλάθι. «Πιστεύεις ότι θα σε προστατέψει;»

«Όχι.» Ο Γκενάντι του χαμογέλασε. «Πριν έρθω έκανα ένα μικρό υπολογισμό του κινδύνου. Συνέκρινα τον κίνδυνο του καρκίνου από ραδιενέργεια με κείνον από κάπνισμα. Βλέπεις; Εδώ ο μετρητής Γκάιγκερ χτυπάει περίπου στο ένα πακέτο τη βδομάδα. Πιο κοντά, θα γίνει ένα πακέτο τη μέρα. Ε, λοιπόν, απλά θα αποφύγω τα σημεία του ενός πακέτου το λεπτό, αυτό είν' όλο. Πολύ απλό.»

Στον οδηγό, που κάπνιζε, δεν άρεσε αυτή η αναλογία. «Λοιπόν, χάρηκα για τη γνωριμία. Χρειάζεσαι τίποτε άλλο;»

«Εχμ...βοήθησέ με να κυλήσω τούτα 'δω εκεί πίσω από τους θάμνους.» Μετακίνησαν τα βαρέλια εκτός οπτικού πεδίου. «Όλα έτοιμα.»

Ο οδηγός ένευσε μια φορά και ο Γκεννάντυ ξεκίνησε τον εγκατελειμένο δρόμο προς το Πρίπυατ.

Η ένταση στους ώμους του άρχισε να χαλαρώνει καθώς οδηγούσε. Ο οδηγός ήταν αρκετά φιλικός, αλλά η ντροπαλοσύνη του Γκεννάντυ είχε κάνει το ταξίδι ως εδώ άβολο. Μπορούσε να υποκριθεί ότι είναι άνετος με ξένους· λίγοι ήξεραν ότι ήταν ντροπαλός. Εξακολουθούσε να του στοιχίζει να το κάνει.

Τα δέντρα ήταν ψηλά και πράσινα, τα χαμόδεντρα πλούσια. Μύριζε υπέροχα εδώ, καλύτερα από τη βιομηχανική περιοχή γύρω από το διαμέρισμα του Γκεννάντυ. Αγνά και καθαρά, χωρίς βιομηχανική οσμή.

Ένα ψέμα, φυσικά. Πριν απομακρυνθεί εκατό μέτρα, ο Γκεννάντυ επιβράδυνε, μετά σταμάτησε. Όλα έδειχναν γαλήνια και να ξεχειλίζουν από υγεία-- μια δελεαστική και επικίνδυνη αθωότητα. Έβγαλε μια μάσκα προσώπου με φίλτρο που είχε φορέσει τελευταία φορά σε βαρειά κυκλοφορία στην Αγία Πετρούπολη. Καλού- κακού τύλιξε τις μπότες του με πλαστικό, σφίγγοντας λαστιχάκια πάνω από τα μπατζάκια του παντελονιού του για να το κρατήσει. Μετά συνέχισε.

Η θέα μπροστά δεν ήταν αυτή μιας ίσιας μαύρης λουρίδας με ουρανό από πάνω, αλλά μιας πλατιάς πράσινης σήραγγας, που διασταυρωνόταν παντού με κλαριά και κλαδάκια. Περίμενε ότι ο δρόμος θα ήταν ραγισμένος και σκεβρωμένος από το κατακάθισμα του παγετού, αλλά δεν ήταν. Από την άλλη, η χαμηλή βλάστηση είχε σκεπάσει το γείσο και είχε εισβάλλει στο μπετόν, όπου μπαλώματα από χόρτο φύτρωναν σε ακανόνιστες μεριές. Χωρίς ιδιαίτερο λόγο, οδηγούσε γύρω από αυτά.

Κατά την επόμενη μισή ώρα συνάντησε όλο και περισσότερα ξέφωτα. Ψηλά χόρτα έγλειφαν σαν κύματα γύρω από τις πόρτες πασσαλένιων αποθηκών που σκούριαζαν, κάποτε χρησιμοποιούμενων για αποθήκευση γεωργικού εξοπλισμού. Ό,τι σπίτια είχαν φτιαχτεί από γύψο και σανιδάκια είχαν βουλιάξει ή καεί, αφήνοντας μόνο μονούς τοίχους με παράθυρα να κοιτάνε από αγρό σε αγρό. Όταν είδε τους γιγάντιους καφασωτούς πυλώνες του ηλεκτρικού να δεσπόζουν πάνω από τα δέντρα ήξερε ότι πλησίαζε. Λες και χρειαζόταν οπτική επιβεβαίωση-- το τακτικό τικ-τακ από το μετρητή στο καλάθι του είχε γίνει σιγά- σιγά ένα διαλείπον κροτάλισμα, σα βροχή.

Μετά χωρίς προειδοποίηση ο δρόμος άνοιξε σε μια προοπτική θέα από χορταριασμένες μπετονένιες μάντρες, σκουριασμένους φράχτες και καινούριο δάσος. Αγριολούλουδα και κριθάρι οργίαζαν στη λεωφόρο της τώρα πια διαχωρισμένης εθνικής, και παρακάτω, πάνω από μικρές σειρές δέντρων, Σοβιετικού τύπου πολυκατοικίες διαμερισμάτων με κούφια μάτια ατένιζαν τον πρώτο τους επισκέπτη εδώ και... χρόνια πιθανώς.

Έσβησε τη μηχανή και έβγαλε τον οδικό του χάρτη του Πρίπυατ. Ήταν τριάντα χρόνια παλιός, αλλά μια και είχε τυπωθεί ένα χρόνο πριν την καταστροφή, οι δρόμοι δε θα είχαν αλλάξει-- εκτός από την περιστασιακή βελανιδιά ή το πεσμένο κτήριο να του κόβει το δρόμο. Για λίγα λεπτά προσπαθούσε να καταλάβει πού βρισκόταν και όταν ήταν σίγουρος έβγαλε το τηλέφωνό του.

«Λίζα, εγώ είμαι. Είμαι εδώ.»

«Είσαι εντάξει;» Είχε απαντήσει αμέσως. Πρέπει να περίμενε. Οι ώμοι του χαλάρωσαν λιγάκι.

«Είμαι μια χαρά. Το μέρος δείχνει σα πάρκο. Ή κάτι τέτοιο. Πολύ δύσκολο να περιγραφεί.» Υπήρχαν πραγματικά δέντρα που φύτρωναν στις στέγες μερικών από τις πολυκατοικίες διαμερισμάτων. «Πολλά από τα κτίρια στέκονται ακόμα. Είμαι ακόμα στα περίχωρα.»

«Τί γίνεται με τη ραδιενέργεια;»

Έλεγξε το μετρητή Γκάιγκερ. «Δεν είναι ακόμα πάρα πολύ "καυτά". Σκέφτομαι να μείνω σε κανένα ψυγείο κρέατος. Κάπου με καλά τοιχώματα που δεν είχε κυκλοφορία αέρα μετά την Έκλυση.»

«Δεν είσαι κοντά στον αντιδραστήρα, εε;»

«Όχι. Είναι δίπλα στο ποτάμι, εγώ έρχομαι από τα βορειοδυτικά. Τα δέντρα κρύβουν πολλά.»

«Κανένα σημάδι από κανέναν άλλο;»

«Όχι ακόμα. Θα οδηγήσω ως το κέντρο της πόλης. Θα σε πάρω όταν θα έχω τη δορυφορική σύνδεση σε λειτουργία.»

«Τουλάχιστο κάποιος απ' τους δυό μας περνάει μια συναρπαστική μέρα.»

«Δε θα την έλεγα συναρπαστική ακριβώς. Τρομακτική, ίσως.»

«Μάλιστα.» Είπε μάλιστα με κείνο τον τόνο όταν χαιρόταν που αποδεικνυόταν σωστή για κάτι. Σχεδόν την έβλεπε. «Χαίρομαι που ανησυχείς,» του είπε τελικά. «Όταν μου είπες γι' αυτό το τμήμα της δουλειάς παρίστανες πως δεν ήταν τίποτα σπουδαίο.»

«Δεν το παρίστανα.» Καλά, ίσως το παρίστανε λίγο. Ο Γκεννάντυ έξυσε το πηγούνι του άβολα.

«Τηλεφώνησέ μου σύντομα,» είπε. «Και εε!-- να είσαι προσεκτικός.»

«Από τη φύση μου.»

Το κέντρο παραήταν καυτό. Το Πρίπυατ ήταν μια Σοβιετική σύγχρονη πόλη έτσι κι αλλιώς, και δεν είχε πραγματικό κέντρο εκτός από μερικά μονολιθικά κτίρια και αγροτικές αγορές. Ο πληθυσμός ήταν επαγγελματίες και μετακινούνταν πολύ· ήταν χτισμένο με πλατιούς δρόμους που συνέδεαν μεγάλα, μερικώς αυτόνομα συμπλέγματα διαμερισμάτων. Ο Γκεννάντυ διάβασε την πολιτιστική θνησιγονία του μέρους στην πλήρη ανωνυμία των κτηρίων. Όλα ήταν ξεθωριασμένα, τα περισσότερα σήματα χαμένα, η διακόσμηση είχε καλυφθεί από αναρριχητικά και σκουριά. Έτσι μπορούσε να αναγνωρίσει τις πολυκατοικίες διαμερισμάτων μόνο από τα πολλά μικρά τους μπαλκόνια, τα δημόσια κτήρια από την έλλειψή τους. Αυτή ήταν η αρχή και το τέλος του χαρακτήρα του Πρίπυατ.

Ο Γκεννάντυ σταματούσε συχνά για δει και να ακούσει, σε ετοιμότητα για σημάδια ανθρώπινης κατοίκησης. Δεν υπήρχαν ίχνη τροχών, ούτε στήλες καπνού. Δεν περνούσαν λεωφορεία, δεν έσκουζαν ραδιόφωνα από τις μεγάλες πολυκατοικίες.

Βρέθηκε στα περίχωρα ξανά καθώς το δειλινό κοκκίνιζε το φως. Δωδεκαόροφα κτίρια διαμερισμάτων σχημάτιζαν εδώ ένα εξάγωνο, τα απομεινάρια από ένα παρκάκι στο κέντρο του. Ο μετρητής Γκάιγκερ χτυπούσε λιγότερο επίμονα σε αυτή τη γειτονιά. Πάρκαρε τη μοτοσικλέτα στο μπροστινό φουαγιέ της ανατολικότερης πολυκατοικίας. Αυτό το κτίριο είχε ακόμα πολλά άθικτα παράθυρα. Αν είχε δίκιο, κάποια από τα εσωτερικά δωμάτια θα είχαν χαμηλές συγκεντρώσεις ισοτόπων. Μπορούσε να αναπαύεται εδώ, εφ' όσον άφηνε τα παπούτσια του έξω, και έτρωγε και έπινε μόνο τις προμήθειες που είχε φέρει μαζί του.

Η ηχώ της μπότας του καθώς βροντούσε πάνω σε μια πόρτα διαμερίσματος έμοιαζε να ηχεί ατέλειωτα, αλλά κανείς δεν ήρθε να ερευνήσει. Ο Γκεννάντυ κατάφερε να ανοίξει την πόρτα με την τρίτη προσπάθεια και μπήκε μέσα στις θλιβερές αποδείξεις μιας παρατημένης ζωής. Τρεις μέρες αφού ο Αντιδραστήρας 4 έπιασε φωτιά, οι ένοικοι είχαν εκκενώσει με ό,τι μπορούσαν να κουβαλήσουν-- αλλά είχαν υποχρεωθεί να αφήσουν ένα μαύρο όρθιο πιάνο που κάποτε ίσως να είχε παίξει για καλεσμένους που έπιναν κρασί εδώ, ή στο μπαλκόνι. Ίσως είχαν σταθεί κοιτώντας τη φωτιά εκείνη την πρώτη νύχτα, πίνοντας με νευρικότητα και κάνοντας υποθέσεις για το κατά πόσο μπορεί να σήμαινε περισσότερη δουλειά για τους ανακαινιστές και τους επιθεωρητές πυρκαϊάς.

Πολλές ξεθωριασμένες και ζαρωμένες φωτογραφίες ήταν καρφωμένες στα μπεζ ντουλάπια της κουζίνας· προσπάθησε να μην τις κοιτάζει. Η κρεβατοκάμαρα είχε ακόμα μια κουκέτα και έναν κομό με εικόνες πάνω του. Η ταπετσαρία εδώ είχε ξεκολλήσει σε τεράστια ρολλά, αφήνοντας πίσω μια διάστικτη κιτρινόλευκη επιφάνεια.

Ο αέρας ήταν απίστευτα μπαγιάτικος στο διαμέρισμα-- καλό σημάδι. Το κροτάλισμα του μετρητή Γκάιγκερ έπεσε αμέσως και σταθεροποιήθηκε σε ένα σχεδόν φυσιολογικό επίπεδο. Κανένα από τα παράθυρα δεν ήταν καν ραγισμένο, παρ' όλο που η μπαλκονόπορτα είχε κολλήσει από το σκεύρωμα στην κάσα. Ο Γκεννάντυ χρειάστηκε να βγάλει τους μεντεσέδες της, να βγάλει το πόμολο και να την ανοίξει με το ζόρι για να βγει έξω. Ακόμα και τότε αποτόλμησε να πάει μόνο αρκετά μακρυά για να τοποθετήσει το δορυφορικό του πιάτο, μετά υποχώρησε ξανά μέσα και σφράγισε τη σχισμένη κάσα με μονωτική ταινία που είχε φέρει για τέτοιου είδους σκοπούς. Το μπαλκόνι είχε ταλαντευθεί από το βάρος του καθώς πάτησε πάνω του.

Η Σαρκοφάγος ήταν ορατή από εδώ στον έκτο όροφο. Πριν είκοσι χρόνια αυτό το δωμάτιο πρέπει να έδειχνε αρκετά ίδιο, αλλά ο αντιδραστήρας του Τσερνομπίλ φορούσε ακόμα την κλωβωτή ασπροκόκκινη καπνοδόχο που φαινόταν σε όλες τις πρώιμες φωτογραφίες του μέρους. Η καπνοδόχος είχε πέσει στο δεύτερο ατύχημα, όταν χάλασε ο Αντιδραστήρας Δύο. Ο τύπος αναφερόταν στο πρώτο συμβάν σαν Η Καταστροφή· το δεύτερο το αποκαλούσαν Η Έκλυση.

Η νέα σαρκοφάγος ήταν σχεδιασμένη να κρατήσει δέκα χιλιάδες χρόνια. Οι χαμηλές επικλινείς πλευρές της έλαμπαν κόκκινα στο ηλιοβασίλεμα.

Ο Γκεννάντυ σφύριζε χωρίς σκοπό καθώς έστηνε τη φορητή γεννήτρια και συνέδεε τον υπολογιστή του, εξοπλισμό ανίχνευσης ΗΜ και το φορτιστή για το γουόκμαν του. Άπλωσε έναν υπνόσακκο καθώς το σύστημα φόρτωνε και το πιάτο έξω ανίχνευε. Καθώς ξετύλιγε κονσέρβες από τις πλαστικές τους θήκες, το σύστημα έκανε ένα μπιπ και είπε «Πλήρης σύνδεση δικτύου αποκαταστάθηκε. Γειά σου Γκεννάντυ.»

«Γειά. Κάλεσε τον Κο Μέρρικ και το Ίδρυμα Τσερνομπίλ, έτσι;»

«Προσπαθώ...»

Μπιπ. «Γκεννάντυ.» Η φωνή του Μέρρικ ακουγόταν τενεκεδένια όπως έβγαινε από το μεγάφωνο του υπολογιστή. «Άργησες. Τίποτα προβλήματα;»

«Όχι. Απλά χρειάστηκε λίγος χρόνος για να βρω ένα ασφαλές μέρος. Η ακτινοβολία, ξέρεις.»

«Ασφαλές;»

«Ναι.»

«Με την πόλη τί γίνεται; Σημάδια ζωής;»

«Όχι.»

«Η σαρκοφάγος;»

«Τη βλέπω από δω, στην πραγματικότητα.» Ενεργοποίησε την κάμερα του υπολογιστή και την έστρεψε προς το παράθυρο. «Καλά, εντάξει, τώρα είναι πολύ σκοτεινά εκεί έξω. Αλλά δεν υπάρχει τίποτα εμφανές έτσι κι αλλιώς. Δεν κάθονται πάνω της τίποτα βόμβες, καταλαβαίνεις;»

«Θα τις είχαμε εντοπίσει στις αναγνωριστικές φωτογραφίες.»

«Ίσως δεν υπάρχει τίποτε να δεις γιατί δεν υπάρχει τίποτε εκεί. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι μπορεί να μπλόφαραν.»

Ο Μέρρικ γρύλλισε. «Έγινε μια έκλυση. Χίλια κιουρί απ΄ ευθείας μέσα στον ποταμό Πρίπυατ. Παρακολουθήσαμε την τολύπα. Προήλθε από τη σαρκοφάγο. Είπαν ότι θα το έκαναν, και το έκαναν. Και εκτός κι αν εξακολουθήσουμε να τους πληρώνουμε, θα κάνουν κι άλλα.»

«Θα τους βρούμε. Είμαι εδώ τώρα.»

«Παρέμεινες αθέατος, πιστεύω.»

«Φυσικά. Παρ' όλο΄που, ξέρεις, οτιδήποτε κινείται εδώ ξεχωρίζει σα πουτάνα σε εκκλησία. Απλά σκοπεύω να κάθομαι στο μπαλκόνι και να παρακολουθώ τους δρόμους, νομίζω. Ίσως να τριγυρίζω τη νύχτα.»

«Μόνο να τηλεφωνάς κάθε λίγες ώρες στη διάρκεια της μέρας. Διαφορετικά θα υποθέσουμε το χειρότερο.»

Ο Γκεννάντυ αναστέναξε βαρειά. «Είναι μεγάλη πόλη. Θα έπρεπε να έχετε ολόκληρη ομάδα να ασχολείται.»

«Δεν υπάρχει περίπτωση. Όσο περισσότερο κόσμο μπλέκουμε, τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα να βγει προς τα έξω ότι κάποιος εκβιάζει το Ίδρυμα Τσερνομπίλ. Μόλις και μετά βίας κρατάμε τη χρηματοδότησή μας όπως είμαστε τώρα, Γκεννάντυ.»

«Εντάξει, εντάξει. Το ξέρω ότι κοστίζω φτηνά. Δε χρειάζεται να μου το κοπανάς.»

«Σε πληρώνουμε ένα σωρό γι' αυτό. Μη παραπονιέσαι.»

«Εύκολο να το λες εσύ. Δεν είσαι εδώ. Καληνύχτα, Μέρρικ.»

Τεντώθηκε για λίγο, νιώθοντας κάπως ενοχλημένος. Στο κάτω- κάτω το δικό του κεφάλι κινδύνευε. Ο Μέρρικ ήταν κόπανος και η Λίζα του είχε πει να μην έρθει. Λοιπόν, ήταν εδώ τώρα. Για δική του υπεράσπιση, θα έκανε καλή δουλειά.

Σκοτείνιασε γρήγορα και δεν τολμούσε να χρησιμοποιήσει πολύ φως, έτσι το διάβασμα αποκλειόταν. Η σιωπή έγινε πιεστική, έτσι τελικά γρύλλισε και σηκώθηκε να κάνει άλλο ένα τηλεφώνημα.

Αυτή τη φορά συνδέθηκε στο δίκτυο. Προτιμούσε τις πλήρεις αισθητηριακές διασυνδέσεις, τα παλλόμενα χρώματα και ήχους της κουλτούρας του δικτύου. Μέσα σε στιγμές είχε αρπαχτεί μέσα σε ένα στρόβιλλο από εικόνες που τρεμόσβηναν και ήχους, όλα τα νέα της ημέρας και γνώμες από όλο τον κόσμο που ξεχύνονταν από τη δορυφορική σύνδεση στο τερματικό του. Ο Γκεννάντυ διάβασε και απάντησε την αλληλογραφία του, ενημερώθηκε με τα νέα και έλεγξε την τοπική πρόβλεψη. Καλός καιρός για την επόμενη εβδομάδα, απ' ό,τι φαίνεται. Παρ' όλο που η βροχή θα είχε βοηθήσει να κρατηθούν τα ισότοπα εκτός του αέρα, ήταν ευτυχής που θα μπορούσε να λιαστεί λίγο και να εξερευνήσει χωρίς μπελάδες.

Με τις αγγαρείες να έχουν γίνει, πάλεψε κόντρα στο ρεύμα μέσα από το χείμαρρο τρέιλερ ταινιών, ψιθύρους από κουτσομπολιά για στάρλετ, καλλιτεχνο-σπαμ και διαφημήσεις υγιεινής μεταμφιεσμένες σε πραγματικούς ανθρώπους στις γραμμές συζήτησής του, μέχρι που έφτασε σε ένα ιδιωτικό δωμάτιο συζήτησης. Ο Γκεννάντυ έφτιαξε ένα σώμα για τον εαυτό του, μερικές καρέκλες και, για ποικιλία, μια πισίνα με μερικούς να κάνουν ηλιοθεραπεία, και μετά κάλεσε τη Λίζα.

Απάντησε σε παράθυρο, όπως συχνά έκανε. Μπορούσε να δει ότι ήταν στο διαμέρισμά της στο Λονδίνο, ντυμένη με ένα κολλεγιακό. «Γεια,» είπε. «Πώς ήταν η μέρα;»

«Εντάξει ήταν.»

«Κανένα στοιχείο για τους μυθικούς μας τρομοκράτες;» Η Λίζα ήταν ανεξάρτητη χάκερ του Δικτύου. Ήταν ευυπόληπτη και συχνά εργαζόταν για την Ιντερπόλ. Αυτή και ο Γκεννάντυ μίλαγαν σχεδόν κάθε μέρα, ένα αποτέλεσμα της ανεπίσημης εργασιακής τους σχέσης. Ή, υποπτευόταν μερικές φορές, ίσως το είχε καταλάβει ανάποδα.

Έδειχνε άβολα. «Δεν έχω βρει τίποτα. Πού ήσουνα; Νόμιζα ότι θα καλούσες μόλις έφτανες.»

«Σου είπα ότι θα τηλεφωνούσα. Τηλεφώνησα.»

«Ναι, αλλά δεν είσαι ακριβώς αξιόπιστος έτσι.»

«Δική μου ζωή είναι.» Αλλά ήταν η Λισαβέττα, όχι απλώς κάποια ανώνυμη συζήτηση στο Δίκτυο. Έτριξε τα δόντια του και είπε, «Συγνώμη. Έχεις δίκιο, γίνομαι δυσεύρευτος.»

«Απλά θέλω να ξέρω τί συμβαίνει.»

«Και το εκτιμώ. Μου πήρε κάποιο χρόνο να βρω ασφαλές μέρος.»

Η έκφρασή της μαλάκωσε. «Φαντάζομαι ότι θα 'παιρνε. Είναι όλα καυτά εκεί;»

«Τα περισσότερα. Δεν είναι προβλέψιμο. Αλλά ωραία.»

«Ωραία; Είσαι παλαβός.»

«Όχι. Πολύ πράσινο, πλούσια βλάστηση. Όχι όπως περίμενα.»

Κούνησε το κεφάλι της. «Πώς στην οργή έγινε και πήρες αυτή τη δουλειά; Εκείνη στο Μινσκ θα απέδιδε περισσότερα.»

«Δε μου αρέσει το Μινσκ.»

Τον κάρφωσε με τα μάτια. «Το Τσερνομπίλ είναι καλύτερο;»

«Άκου, ξέχνα το. Τώρα είμαι εδώ. Λες ότι δεν έχεις βρει τους τρομοκράτες μας;»

Δεν έδειχνε σα να ήθελε να αλλάξει το θέμα, αλλά μετά σήκωσε τους ώμους και είπε, «Ούτε ψίθυρος στο Δίκτυο. Εκτός κι αν είναι τεχνο-λουδίττες, δεν καταλαβαίνω πώς λειτουργούν. Ίσως είναι τοπικό, ή μια δουλειά από μέσα.»

Ο Γκεννάντυ ένευσε. «Δεν το είχα αποκλείσει. Δεν εμπιστεύομαι αυτό τον τύπο, το Μέρρικ. Μπορούμε να ελέγξουμε την πραγματική οικονομική κατάσταση του Ιδρύματος;»

«Και βέβαια. Θα το κάνω. Στο μεταξύ... πόσο θα μείνεις εκεί;»

Σήκωσε τους ώμους του. «Δεν ξέρω. Όχι πολύ.»

«Υποσχέσου μου ότι θα φύγεις πριν γεμίσει το δοσίμετρό σου, ακόμα κι αν δε βρεις τίποτα. Εντάξει;»

«Χμμ.»

«Υποσχέσου!»

Γέλασε. «Εντάξει, Λισαβέτα. Το υπόσχομαι.»

Αργότερα, καθώς ήταν ξαπλωμένος στον υπνόσακκο, ξανασκέφτηκε τη συζήτηση με τη Λίζα όπου προσπαθούσε να εξηγήσει την παράξενη ομορφιά του μέρους. Βρήκε διάφορες φράσεις και παραδείγματα, αλλά στο τέλος πάντα τη φανταζόταν να κουνάει το κεφάλι της χωρίς να καταλαβαίνει. Του πήρε πολλή ώρα να κοιμηθεί.

Δεν υπήρχε κανένα σημάδι ότι κάποια μεγάλη ομάδα ατόμων είχε μπει στο Πρίπυατ οποιαδήποτε στιγμή στο πρόσφατο παρελθόν. Όταν έρχονταν επιθεωρητές του Ιδρύματος συνήθως έφταναν με ελικόπτερο και έμεναν μόνο όσο χρειαζόταν για να αντικαταστήσουν τις μπαταρίες στους μετεωρολογικούς σταθμούς και στα σημεία παρακολούθησης ραδιενέργειας. Με τον τρόπο με τον οποίο αγριολούλουδα και βρύα είχαν αρχίσει να αποικίζουν το φερτό χώμα στους δρόμους, οποιαδήποτε ίχνη μεγάλου οχήματος θα ήταν εμφανή. Ο Γκεννάντυ δε βρήκε κανένα.

Ανεξάρτητα απ' αυτό ήταν πιο επιφυλακτικός την επόμενη μέρα. Ο Μέρρικ μπορεί να είχε δίκιο, μπορούσε κάλλιστα να είναι κάποιος εδώ. Ο Γκεννάντυ είχε φανταστεί το Πρίπυατ σε άσπρο και μαύρο, σαν ένα είδος βιομηχανικής χωματερής. Το μέρος ήταν στην πραγματικότητα σαν ένας άγριος κήπος-- αν και καθώς εξερευνούσε με τα πόδια, συχνά έστριβε μια γωνία ή έμπαινε σε μια ανοιχτή μάντρα και έπιανε το μετρητή Γκάιγκερ να έχει τρελαθεί. Τα καυτά σημεία ήταν ύπουλα, γιατί δεν υπήρχε τρόπος να ξέρει πού θα βρίσκονταν.

Λίγα χρόνια μετά την καταστροφή, άνθρωποι άρχισαν να επιστρέφουν λίγοι- λίγοι στο Πρίπυατ. Η φύση του κακού ήταν τέτοια που ο κόσμος έβλεπε τους φίλους του και την οικογένειά του να πεθαίνουν άσχετα του πόσο μακρυά έφευγαν. Καλύτερα να πάνε σπίτι παρά να κάθονται μη κάνοντας τίποτα και μαζεύοντας λεφτά για το φέρετρο σε κάποια παραγκούπολη.

Όταν συνέβη η Έκλυση όλοι εκείνοι που είχαν επιστρέψει πέθαναν. Μετά από αυτό, κανένας δε ήρθε.

Έπρεπε να θυμίσει στον εαυτό του να ελέγξει το ρολόι του. Ο πρώτος έλεγχος με τον Μέρρικ ήταν μισή ώρα καθυστερημένος· ο δεύτερος δύο ολόκληρες ώρες. Ο Γκεννάντυ είχε χάσει εντελώς την αίσθηση του χρόνου όταν περιέτρεχε το οικόπεδο του αντιδραστήρα, το οποίο χωριζόταν από την πόλη με βαλτώδη λιβάδια. Όλα τα είδη σκουπιδιών από δύο εποχές είχαν αφεθεί εδώ. Πράσινα ελικόπτερα με κόκκινα αστέρια πάνω τους σκούριαζαν δίπλα σε τηλεχειριζόμενα ημιφορτηγά με το λογότυπο του Ο.Η.Ε. και την κόκκινη, άσπρη και λευκή σημαία της Ρωσικής Δημοκρατίας. Σε ένα σημείο βρήκε τα υπολείμματα από ένα ξύλινο υπόστεγο. Η οροφή κρεμόταν πάνω από μουντούς καφέ σωρούς που κάποτε πρέπει να ήταν χαρτονένια κουτιά. Χιλιάδες καθαροί λευκοί σωλήνες-- σύριγγες, οι βελόνες τους να έχουν σκουριάσει-- πετιούνταν έξω από τους σωρούς. Η περιοχή ήταν καυτή και δεν έμεινε παραπάνω.

Παντού όπου πήγαινε έβλεπε πιθανά σουβενίρ, όλα απείραχτα. Μερικά ήταν καυτά, άλλα καθαρά. Όλα τα στοιχεία της πρώην-Σοβιετικής ζωής ήταν απλωμένα εδώ γύρω. Ο Γκεννάντυ το έβρισκε δύσκολο να πιστέψει ότι κάποια ομάδα ικανού μεγέθους μπορούσε να περάσει κάποιο χρόνο σε αυτό το υπαίθριο μουσείο και να μη ψάξει τα πράγματα έστω και λίγο. Αλλά ήταν όλα ανέγγιχτα.

Ήταν λίγο αναστατωμένος με τα νούμερα στο δοσίμετρό του καθώς γύρισε για σπίτι. Η ακτινοβολία σίγουρα συσσωρευόταν γρήγορα εδώ γύρω. Φανταζόταν μικρά σωματίδια να συντρίβουν το DNA του. Εδώ, εκεί, παντού στο σώμα του. Μπορεί να ήταν εντάξει· πιθανότατα θα ήταν εντελώς υγιής μετά. Μπορεί να μην ήταν εντάξει.

Ένας ήχος τον έβγαλε τρομάζοντάς τον από την ανησυχία του. Το μιάου ακούστηκε ξανά και μετά ένα κάτισχνο λευκό γατάκι βγήκε διστακτικά στο δρόμο.

«Γεια, λοιπόν.» Γονάτισε να το χαϊδέψει. Ο μετρητής Γκάιγκερ τρελλάθηκε. Το γατί κουτούλαγε την παλάμη του, γουργουρίζοντας δυνατά για να διαλύσει λες το θώρακά του στο τράνταγμα. Δεν του πέρασε από το μυαλό ότι φερόταν σαν εξημερωμένο μέχρι που μια φωνή πίσω του είπε, «Αυτή είναι η Βάρουσκα.»

Ο Γκεννάντυ κοίταξε προς τα πάνω και είδε ένα γέρο να προβάλλει από ένα ψηλό φράχτη από θάμνους. Έδειχνε να είναι εβδομηντάρης, με ένα στενό σα τσεκούρι πρόσωπο ψημένο βαθύ καφέ και λίγα σκόρπια λευκά μαλλιά. Φορούσε φόρμα μαυρισμένη από το χώμα και το χέρι που πρόσφερε ήταν μαυρισμένο από σκάψιμο. Ο Γκεννάντυ το έσφιξε έτσι κι αλλιώς.

«Ποιός διάολος είσαι;» ρώτησε ο γέρος ξαφνικά.

Ήταν αυτός ο εκβιαστής; Λοιπόν, ήταν πολύ αργά πια για να του κρυφτεί. «Γκεννάντυ Μαλιάνοφ.»

«Εγώ είμαι ο Μπογκολιούμποφ. Είμαι ο φύλακας του Πρίπυατ.» ο Μπογκολιούμποφ τον ζύγισε. «Απλά περαστικός, εε;»

«Πώς το ξέρεις αυτό;»

«Ο μετρητής Γκάιγκερ, το πλαστικό στα παπούτσια σου, η μάσκα... Δεν είναι λίγο άβολα αυτά;»

«Πολύ, στην πραγματικότητα.» Ο Γκεννάντυ έξυσε γύρω της.

«Λοιπόν, για τί διάολο τα φοράς;» ο γέρος άρπαξε ένα μπαστούνι από κάπου πίσω από το φράχτη. «Μόλις μου έδωσες το χέρι. Το χώμα θα είναι πιο καυτό από ό,τι εισπνέεις.»

«Ίσως δεν περίμενα να δώσω το χέρι σε κανέναν σήμερα.»

Ο Μπογκολιούμποφ γέλασε ξερά. «Η ακτινοβολία είναι παράξενο πράγμα. Το ξέρεις ότι είχα καρκίνο όταν ήρθα εδώ; Η καταραμένη η ραδιενεργή σκόνη με γιάτρεψε. Εφτά χρόνια τώρα. Ακόμα μπορώ να κατουρώ ευθεία.»

Αυτός και η Βάρουσκα άρχισαν να περπατάνε και ο Γκεννάντυ έμεινε πίσω τους. «Ζούσες εδώ πριν την καταστροφή;» Ο Μπογκολιούμποφ κούνησε το κεφάλι του. «Ζει κανείς άλλος εδώ;»

«Όχι. Έχουμε επισκέπτες, η Βάρουσκα κι εγώ. Αλλά αν πίστευα ότι είχες έρθει να μείνεις, δε θα σου μίλαγα. Θα είχα πάει σπιτι για την καραμπίνα.»

«Γιατί έτσι;»

«Δε γουστάρω γείτονες.» Βλέποντας την έκφρασή του, ο Μπογκολιούμποφ γέλασε. «Μην ανησυχείς, μου αρέσουν οι επισκέπτες. Απλά όχι οι γείτονες. Δεν έχω πυροβολήσει κανέναν χρόνια τώρα.»

Ο Μπογκολιούμποφ έδειχνε για αγρότης, όχι για εκβιαστής. «Είχες τίποτα άλλους επισκέπτες τελευταία;» τον ρώτησε ο Γκεννάντυ. Ήταν βέβαιος ότι ήταν μια προφανώς παραπειστική ερώτηση, αλλά ποτέ δεν ήταν καλός στο να μιλάει στον κόσμο. Αυτό το άφηνε σε άλλους ερευνητές.

«Όχι, κανένας. Εκτός κι αν μετράς το δράκο.» Ο Μπογκολιούμποφ έκανε μια χειρονομία αόριστα προς την κατεύθυνση της σαρκοφάγου. «Και εγώ δεν τον μετράω.»

«Τον ποιό;»

«Τον ονομάζω δράκο. Ακούγεται τρελό. Δεν ξέρω τί διάολο είναι. Ζει στη σαρκοφάγο. Βγαίνει μόνο τη νύχτα.»

«Κατάλαβα.»

«Μην παίρνεις αυτό το ύφος σε μένα.» Ο Μπογκολιούμποφ γέλασε. «Διάολε, θα 'πρεπε να φερθείς χειρότερα από το να γελάσεις με μένα για να με κάνεις να πάρω πίσω την πρόσκληση. Έχω τόσο λίγους καλεσμένους.»

«Δεν--»

«Λοιπόν, γιατί είσαι εδώ; Όχι για τα αξιοθέατα, υποθέτω.»

Είχαν φτάσει σε μια ντάτσα από κορμούς στην άκρη του χορταριού. Ο Μπογκολιούμποφ είχε μερικές κατσίκες και κοτόπουλα, είχε και μια μηλιά στο πίσω μέρος. Ο μετρητής του Γκεννάντυ χτύπαγε σε επίπεδα που θα ήταν επικίνδυνα μετά από εβδομάδες, θανάσιμα σε ένα ή δύο χρόνια. Ήταν εδώ εφτά χρόνια;

«Εργάζομαι για το πανεπιστήμιο του Μινσκ,» είπε ο Γκεννάντυ. «Στην ιατρική σχολή. Απλά κάνω μια ανεπίσημη επισκόπιση του μέρους, ελέγχω για κίνδυνους πυρκαϊάς κοντά στη σαρκοφάγο, τέτοια πράγματα.»

«Ώστε δε δουλεύεις για το Ίδρυμα.» Ο Μπγκολιούμποφ έφτυσε. «Αυτό είναι καλό. Ένα μάτσο ανακατωσούρηδες γραφειοκράτες. Νομίζουν ότι μπορούν να έχουν δουλειά για μια ζωή επειδή ο καταραμένος ο αντιδραστήρας θα είναι πάντα εκεί. Άνθρωποι σαν κι αυτούς που προκάλεσαν την καταστροφή κατά πρώτο λόγο.»

Το εσωτερικό της ντάτσα του Μπογκολιούμποφ ήταν ζεστό και συγυρισμένο. Ο γέρος άρχισε να χώνει κλαδιά στο θάλαμο καύσης μιας σιδερένιας σόμπας. Ο Γκεννάντυ κάθισε και θαύμαζε τη θέα, στην οποία δεν περιλαμβάνονταν ούτε η σαρκοφάγος, ούτε οι έρημοι πύργοι της εγκαταλειμένης πόλης.

«Γιατί μένεις εδώ;» ρώτησε τελικά.

Ο Μπογκολιούμποφ σταμάτησε για μια στιγμή. Κούνησε το κεφάλι του και έβγαλε μερικά αδιάβροχα σπίρτα. «Επειδή εδώ μπορώ να είμαι μόνος. Τίποτα το περίπλοκο μ' αυτό, στ' αλήθεια.»

Ο Γκεννάντυ έγνεψε.

«Δεν είναι περίπλοκο ούτε το να αγαπάς έναν τόπο.» Ο Μπογκολιούμποφ άναψε ένα σπίρτο στη σόμπα. Σε δευτερόλεπτα το εσωτερικό ήταν μια μικροσκοπική κόλαση. Έβαλε μια κατσαρόλα πάνω να βράσει.

«Οι άνθρωποι πεθαίνουν, ξέρεις. Αλλά οι τόποι όχι. Ακόμα και με όλα όσα έκαναν σ' αυτό το μέρος, δεν πέθανε. Θέλω να πω, κοίταξέ το. Όμορφο. Σου αρέσουν οι πόλεις, Μαλιάνοφ;»

Ο Γκεννάντυ κούνησε το κεφάλι του.

Ο γέρος έγνεψε. «Φυσικά και όχι. Αν ήσουν άνθρωπος της πόλης, θα έφευγες ουρλιάζοντας από δω. Θα σε βασάνιζε. Θα άρχιζες να έχεις εφιάλτες. Ή θα αυτοκτονούσες. Οι άνθρωποι της πόλης δε μπορούν να αντέξουν το Πρίπυατ. Αλλά εσύ είσαι άνθρωπος της υπαίθρου, δεν είσαι;»

«Υποθέτω ότι είμαι.» Θα ήταν αδύνατο να εξηγήσει στο γέρο ότι δεν ήταν άνθρωπος ούτε της πόλης, ούτε της υπαίθρου. Παρ' όλο που ζούσε σε μια μεγάλη και όλο κίνηση πόλη, ό Γκεννάντυ περνούσε το μεγαλύτερο μέρος του ελεύθερου χρόνου του στα πρωτόγονα, ελεγχόμενα περιβάλλοντα του Δικτύου.

Ο Μπογκολιούμποφ έφτιαξε ένα αφέψημα από βότανα. Ο Γκεννάντυ το έλεγξε με το μετρητή πριν το πιει, προς μεγάλη διασκέδαση του Μπογκολιούμποφ. Ο Γκεννάντυ τον ενημέρωσε για τα πολιτικά του Κιέβου και τις συνήθεις μηχανορραφίες της διεθνούς κοινότητας. Μετά, όμως, από περίπου μια ώρα από αυτά ο Γκεννάντυ άρχισε να αισθάνεται σίγουρα ζαλισμένος. Είχε πάρει τόσο μεγάλη δόση σήμερα; Η ιδέα τον γέμισε πανικό.

«Πρέπει να φύγω,» είπε τελικά. Ήθελε να σηκωθεί, αλλά έδειχνε να χάνει την επαφή με το σώμα του. Και όλα συνέβαιναν σε αργή κίνηση.

«Καλύτερα να το περιμένεις να περάσει,» είπε ο Μπογκολιούμποφ.

Λεπτά ή ώρες αργότερα, ο Γκεννάντυ άκουσε τον εαυτό του να λέει, «Να περιμένω τί να περάσει;»

«Δε μπορεί να βρεθεί πραγματικό τσάι εδώ,» είπε ο γέρος. «Αλλά η μαριχουάνα φυτρώνει σα χόρτο. Κάνει καλό τσάι, δε νομίζεις;»

Αυτά για τον έλεγχο της κατάστασης. Το άγχος του Γκεννάντυ κορυφώθηκε, έσπασε σε μια στιγμή οργής, και μετά γέλαγε δυνατά. Ο Μπογκολιούμποφ κόλλησε κι αυτός.

Το περπάτημα πίσω στο κτίριό του φάνηκε να παίρνει μέρες. Ο Γκεννάντυ δε μπορούσε να καταφέρει τον εαυτό του να ελέγξει τον υπολογιστή για μηνύματα και αποκοιμήθηκε πριν δύσει ο ήλιος.

Η Λίζα κούνησε το κεφάλι της καθώς καθόταν στο τερματικό της. Γιατί να είναι τόσο αναστατωμένη που δε είχε τηλεφωνήσει; Και όμως ήταν-- της όφειλε λίγη αβρότητα. Και αν είχε χτυπήσει; Θα το είχε ακούσει τώρα πια, μια και ο Γκεννάντυ την είχε συστήσει στο Μέρρικ σαν υπεργολάβο. Ο Μέρρικ θα είχε τηλεφωνήσει. Ώστε την αγνοούσε. Ή κάτι τέτοιο.

Αλλά δε θα έπρεπε να είναι τόσο αναστατωμένη. Στο κάτω- κάτω, μιλούσαν στο τηλέφωνο ή συναντιούνταν στο Δίκτυο-- αυτή ήταν η αρχή και το τέλος της σχέσης τους. Ήταν αλήθεια, δούλευαν καλά μαζί, όντας και οι δύο ερευνητές, αν και σε διαφορετικά πεδία. Μιλούσε στο Γκεννάντυ πρακτικά κάθημερινά. Οι φίλοι πήγαιναν κι έρχονταν, αλλά ο Γκεννάντυ ήταν πάντα εκεί γι' αυτήν.

Αλλά ποτέ δε με αφήνει να είμαι εκεί γι' αυτόν, σκέφτηκε καθώς συνδεόταν στο δίκτυο και τον καλούσε.

Παρ' όλο που δεν το είχε σκοπό, όταν τελικά απάντησε, το πρώτο πράγμα που είπε ήταν, «Υποσχέθηκες ότι θα τηλεφωνούσες.»

«Και συ; Μόλις μου τα 'ψαλε ο Μέρρικ για χτες.» Έδειχνε κουρασμένος.

«Χρέωσέ μου καλύτερα κίνητρα από του Μέρρικ,» είπε. Ήθελε να το κυνηγήσει, αλλά ξέροντας πόσο μυγιάγγιχτος μπορούσε να γίνει, απλά είπε, «Τί συνέβη;»

«Δε διασκεδάζω ακριβώς εδώ, ξέρεις. Απλά δεν είναι τόσο εύκολο να μένω σε επαφή όσο νόμιζα.» Έδειχνε σα να μην είχε κοιμηθεί καλά, ή ίσως σα να είχε κοιμηθεί υπερβολικά καλά.

«Άκου, συγγνώμη,» είπε ξαφνικά, και ακουγόταν ειλικρινής. «Με συγκινεί που ενδιαφέρεσαι τόσο πολύ για μένα.»

«Φυσικά και ενδιαφέρομαι, Γκεννάντυ. Έχουμε περάσει πολλά μαζί.» Ήταν σπάνιο γι' αυτόν να παραδεχτεί ότι έκανε λάθος· κάπως μαλακωμένη, είπε «Απλά θέλω να ξέρω τί συμβαίνει.»

Αναστέναξε. «Νομίζω ότι έχω κάτι για σένα.» Αυτή ανασηκώθηκε. Της Λίζας της άρεσε όταν δούλευαν μαζί σαν ομάδα. Αυτός ήταν ο αργός, σταθερός ερευνητής, συνηθισμένος να εξετάζει σωρούς φωτογραφιών, παλιούς τίτλους και άλλα παρόμοια. Αυτή ήταν η ομιλητική, αυτή που ξετρύπωνε τα μυστικά του κόσμου με το να τους μιλάει. Όταν είχαν συναντηθεί, ο Γκεννάντυ ήταν ένας ντροπαλός ασφαλιστικός ερευνητής απρόθυμος να πάρει οποιαδήποτε δουλειά που χρειαζόταν να πάρει συνέντευξη σε κόσμο, και αυτή ήταν μια περίεργη χάκερ που λέρωνε τα χέρια της με δουλειά στο πεδίο. Έκαναν ένα τέλειο ταίριασμα, σκεφτόταν συχνά, επειδή ήταν τόσο βασικά διαφορετικοί.

«Υπάρχει ένας γέρος που μένει εδώ,» είπε ο Γκεννάντυ. «Τ' όνομά του είναι Μπογκολιούμποφ. Έχει μια ντάτσα κοντά στον αντιδραστήρα.»

«Αυτό είναι τρελό.»

Ο Γκεννάντυ απλά σήκωσε τους ώμους του. «Εκεί ήμουν χτες-- του μιλούσα. Λέει ότι κανένας δεν έχει περάσει από το Πρίπυατ για χρόνους. Εκτός από έναν τύπο.»

«Ναι;» Έσκυψε μπροστά με λαχτάρα.

«Είχαμε μια μακρά συζήτηση, ο Μπογκολιούμποφ κι εγώ.» Ο Γκεννάντυ μισο-χαμογέλασε σε κάποιο προσωπικό αστείο. «Λέει ότι συνάντησε έναν τύπο ονόματι Γεβγκένι Ντρουσένκο. Υπάλληλος μερικής απασχόλησης του Ιδρύματος, ή έτσι είπε.» Καθώς μιλούσε, η Λιζα δακτυλογραφούσε σα τρελή στο τερματικό της. «Ήταν μόνιμος παλιά όταν είχαν ακόμα χρηματοδότηση για να κάνουν μελέτες υπογείων υδάτων εδώ. Γεγονός είναι ότι έχει έρθει στην πόλη δύο φορές τον τελευταίο χρόνο. Δεν είπε στον Μπογκολιούμποφ πού πήγαινε, αλλά ο γέρος λέει ότι και τις δύο φορές πήγε προς τη σαρκοφάγο με ένα φορτηγό πράγματα. Παλέτες. Ο Μπογκολιούμποφ δεν ξέρει πού κατέληξαν.»

«Μπίγκο!» Η Λίζα έκανε μια θριαμβευτική γροθιά. «Είναι καταγεγραμμένος. Αλλά δεν είναι πια στη μισθοδοσία.»

«Έχει κι άλλα.» Τον κοίταξε, με τα φρύδια σηκωμένα. Ο Γκεννάντυ χαμογέλασε. «Θα σου αρέσει αυτό το κομμάτι. Ο Μπογκολιούμποφ λέει ότι ήταν αμέσως μετά την πρώτη επίσκεψη του Ντρουσένκο που εμφανίστηκε ο δράκος.»

«Όπα. Δράκος;»

«Δεν ξέρει πώς αλλιώς να το αποκαλέσει. Δε νομίζω ότι πιστεύει ότι είναι υπερφυσικό. Αλλά λέει ότι κάτι ζει μέσα στη σαρκοφάγο. Είναι εκεί εδώ και μήνες τώρα.»

«Αυτό είναι γελοίο.»

«Το ξέρω. Είναι θανατηφόρο απλά το να περάσεις δίπλα από αυτό το πράγμα.»

Η Λίζα κατσούφιασε για ένα λεπτό, μετά απόρριψε το ζήτημα με ένα γνέψιμο του χεριού της. «Τέλος πάντων. Θα εντοπίσω αυτόν τον Ντρουσένκο. Έχεις τελειώσει εκεί τώρα;»

«Όχι τελείως. Ο Μπογκολιούμποφ μπορεί να λέει ψέματα. Πρέπει να ελέγξω την υπόλοιπη πόλη, να δω αν υπάρχουν ίχνη ζωής. Πρέπει να πάρει δυο- τρεις μέρες.»

«Χμμφ.» Ήταν σίγουρη ότι ήξερε πώς αισθανόταν γι' αυτό. «Εντάξει. Αλλά κράτα επαφή. Το εννοώ αυτή τη φορά.»

Έβαλε ένα χέρι στην καρδιά του με επισημότητα. «Το υπόσχομαι.»

Ήταν δύσκολο. Για αρκετά από τα επόμενα πρωινά ο Γκεννάντυ ξύπναγε κι έβρισκε τον Μπογκολιούμποφ να τον περιμένει κάτω. Ο γέρος είχε αυτοδιοριστεί ξεναγός, και συνέχισε να σέρνει τον Γκεννάντυ μέσα από βάτα, έλη και σκεβρωμένη άσφαλτο, εξασφαλίζοντας ότι θα επισκεπτόταν όλα τα αξιοθέατα της πόλης.

Υπήρχε ένα σημείο όπου δύο συνεχόμενες πολυκατοικίες διαμερισμάτων είχαν καταρρεύσει μαζί, σχηματίζοντας μία δεκαόροφη αψίδα κάτω από την οποία ο Μπογκολιούμποφ πέρασε σφυρίζοντας. Σε μια άλλη γειτονιά, ο γέρος είχε συντηρήσει αρκετά εξαιρετικά σπίτια, και σταμάτησαν να ξεκουραστούν εκεί δίπλα από μια πηγή που ήταν ως εκ θαύματος καθαρή από ακτινοβολία.

Αυτό που έβλεπε εδώ ο Μπογκολιούμποφ ήταν η φύση να καθαρίζει μια πληγή. Ο Γκεννάντυ ποτέ δε μπορούσε να ξεχάσει εντελώς την τραγωδία τούτου του τόπου· τα σημάδια της βιαστικής εγκατάλειψης ήταν παντού, και η φαντασία του συμπλήρωσε προοπτικές από λεωφορεία και ουρές ανθρώπων να κρατάνε σφιχτά ό,τι μπορούσαν να κουβαλήσουν, αστειευόμενοι νευρικά για αυτό που τους είχαν πει ότι θα ήταν μια προσωρινή εκκένωση. Το να το σκέφτεται ώρα τον έκανε να θυμώνει, και δεν ήθελε να είναι θυμωμένος σε ένα μέρος που είχε γινει τόσο όμορφο. Ο Μπογκολιούμποφ είχε βρει τη δική του λύση σ' αυτό με το να ξεχάσει ότι αυτός ήταν ποτέ ένας τόπος του Ανθρώπου.

Ο Γκεννάντυ ήταν καχύποπτος ότι ο γέρος μπορεί να προσπαθούσε να του περισπάσει την προσοχή, έτσι το έβαλε σαν αρχή να πηγαίνει και μόνος του για να εξερευνήσει. Ήταν κουραστικό, αλλά έπρεπε να επιβεβαιώσει τα λεγόμενα του Μπογκολιούμποφ πριν αισθανθεί ότι είχε κάνει τη δουλειά του. Το να τηλεφωνεί στο Μέρρικ ή στη Λίζα γινόταν δύσκολο επειδή ήταν έξω τόσο πολύ και τόσο κουρασμένος από το περπάτημα-- αλλά επίσης έπιανε τον εαυτό του να πηγαίνει όλο και συχνότερα σε μια διαλογιστική κατάσταση. Έπρεπε να ταρακουνήσει τον εαυτό του, πρακτικά να μάθει ξανά να μιλάει, πριν μπορέσει να κάνει ένα τηλεφώνημα.

Για να καταπολεμήσει αυτό το αίσθημα περνούσε τα βράδια του στο Δίκτυο, ακούγοντας το μονότονο ρυθμό του μεγάλου χορωδιακού της ανθρωπότητας. Ακόμα κι εκεί, ωστόσο, αισθανόταν περισσότερο ένας παρατηρητής. Ίσως αυτό να ήταν εντάξει· πάντα ήταν έτσι, ήταν απλά οι πόλεις και οι υποχρεώσεις που τον έβγαζαν από τις φυσικές του συνήθειες.

Τότε ένα βράδυ ξύπνησε από τον ήχο μηχανών.

Ήταν θεοσκότεινα και για μια στιγμή δεν ήξερε πού βρισκόταν. Ο Γκεννάντυ σηκώθηκε και εστίασε στο φεγγαρίσιο ορθογώνιο του παράθυρου του καθημερινού. Για μια στιγμή δεν άκουγε τίποτα, μετά το υπόκωφο μπουμπουνητό ξανάρχισε. Νόμισε ότι είδε μια αναλαμπή φωτός έξω.

Τρέκλισε ως το μπαλκόνι όπου είχε στήσει το καλό του τηλεσκόπιο. Ο ήχος ήταν δυνατότερος εκεί. Σαν ένα τρένο στο ρελαντί, πιο πολύ το ένιωθε παρά το άκουγε. Έδειχνε να γλιστράει τριγύρω στον αέρα, όπως έκαναν οι ήχοι των τρένων όταν έρχονταν από χιλιόμετρα μακρυά.

Το φως πετάχτηκε από μια μακρυνή γωνιά δρόμου. Ο Γκεννάντυ γύρισε το τηλεσκόπιο και σχεδόν το είχε εστιασμένο, όταν κάτι μεγάλο και μαύρο διέσχισε με κλυδωνισμούς το οπτικό του πεδίο και χάθηκε ξανά. Όταν σήκωσε το μάτι από το φακό δεν είδε κανένα σημάδι του.

Κατέβηκε τα σκαλιά δυο- δυο, με τη δέσμη του φακού να παίζει τρελά μπροστά του. Όταν έφτασε στην είσοδο τον έσβησε και βγήκε προσεκτικά από τη μπροστινή πόρτα. Η καρδιά του χτύπαγε δυνατά.

Ο Γκεννάντυ παρατήρησε για λίγο, μετά τόλμησε να βγει στο δρόμο. Δεν ήταν δύσκολο να κρυφτεί εδώ· οποιαδήποτε στιγμή μπορούσε να πέσει στο ψηλό χορτάρι ή να πάει πίσω από μια συστάδα νεαρών δέντρων. Έτσι πήγε προς την κατεύθυνση του ήχου.

Χρειάστηκε δέκα λεπτά για να φτάσει το σημείο όπου είχε δει το φως. Έπεσε στο ένα γόνατο στην πλευρά ενός πρατηρίου καυσίμων και έβγαλε το κεφάλι του από τη γωνία. Ο δρόμος ήταν άδειος.

Όλη η διασταύρωση είχα καλυφθεί από χορτάρια και νεαρές σημύδες. Σκέφτηκε αυτό που έβλεπε για ένα λεπτό, μετά στάθηκε και περπάτησε ανάμεσά τους. Πουθενά εδώ πέρα δε μπορούσες να οδηγήσεις ένα φορτηγό χωρίς να γκρεμίσεις ένα σωρό φυτά. Αλλά τίποτα δεν είχε πειραχτεί.

Ήταν αθόρυβα τώρα εδώ. Ο Γκεννάντυ ποτέ δεν είχε τολμήσει να έρθει τόσο μακρυά στο σκοτάδι· οι τεράστιες μαύρες πλάκες των κτιρίων προκαλούσαν κάμποσο δέος. Σκιάζοντας το φως με το ένα χέρι, χρησιμοποίησε το φακό για να προσπαθήσει να βρει κάποια ίχνη.

Δεν υπήρχε κανένα.

Από παρόρμηση ξεκρέμασε το μετρητή Γκάιγκερ και τον άναψε. Αμέσως άρχισε να τερετίζει. Για λίγα λεπτά κάλυψε με ζιγκ- ζαγκ τη διασταύρωση, βρίσκοντας μια σαφή γραμμή υψηλότερης ραδιενέργειας να τη διχοτομεί. Έσκυψε σ' αυτή τη γραμμή και κινήθηκε κατά μήκος της σα να έβγαζε τα ζιζάνια ενός κήπου, κρατώντας το μετρητή κοντά στο έδαφος.

Καθώς το τερέτισμα κορυφώθηκε, είδε ένα μαύρο γδάρσιμο στο έδαφος. Έστρεψε το φακό πάνω του. Ήταν ένα βαθύ σημάδι σε σχήμα ανάποδου Μ, από το είδος που γινόταν από τα πόδια εκσκαφέων και γερανών. Μερικά μέτρα παραπέρα βρήκε κι άλλο. Και τα δύο ήταν απίστευτα καυτά.

Ένας βαθύς μηχανικός παλμός ακουγόταν από τη γη. Επαναλήφθηκε, μετά δυνάμωσε σε μια βροντή που ταρακουνούσε τα κόκκαλα καθώς δύο λαμπρά φώτα κάρφωναν το Γκεννάντυ από το τέλος του δρόμου.

Έσβησε το φακό αλλά το πράγμα ήδη ερχόταν κατά πάνω του. Το έδαφος έτρεμε καθώς άρχισε να καλπάζει.

Δεν υπήρχε χρόνος να δει τί ήταν. Ο Γκεννάντυ έτρεξε μέσα από χαμόδεντρα που τον χτύπαγαν και κάτω από χαμηλά κλαδιά, προσπαθώντας να ξεφύγει τις αλλόκοτα ακριβείς λάμπες που τον αναζητούσαν. Άκουσε ατσάλι να στριγγλίζει και το γδούπο από δέντρα που έπεφταν καθώς αυτό πέταγε στην άκρη όλα τα εμπόδια που προσπαθούσε να βάλει ανάμεσά τους.

Μπροστά, ένα στενό δρομάκι σχημάτιζε ένα μαύρο ορθογώνιο ανάμεσα από δύο αποθήκες. Έτρεξε σ' αυτό. Ήταν πνιγμένο στα μπάζα και τα χορτάρια. «Κατάρα». Φως ανάβλυσε πίσω του.

Και οι δύο αποθήκες είχαν πόρτες και παράθυρα που έβλεπαν στο δρομάκι. Μια πόρτα ήταν ανοιχτή. Με μια ξαφνική έμπνευση άναψε το φακό τον πέταξε δυνατά μέσα από ένα παράθυρο του άλλου κτιρίου, μετά βούτηξε στην ανοιχτή πόρτα.

Άκουσε τον ήχο από μπετόν που ξυνόταν καθώς το πράγμα χωνόταν ανάμεσα στα κτίρια. Τα φώτα ήταν έντονα και ο θόρυβος των μηχανών του τρομερός. Μετά τα φώτα έσβησαν, καθώς στάθηκε. Είχε την αλλόκοτη αίσθηση ότι τον έψαχνε.

Ο Γκεννάντυ στεκόταν σε ένα εντελώς άδειο κτίριο με μπετονένιο πάτωμα. Μεγάλο μέρος της οροφής έλειπε, και στο αμυδρό φως μπορούσε να δει ένα ξεκάθαρο μονοπάτι ως τη μπροστινή πόρτα.

Τσιμεντόλιθοι έτρεμαν και γκρεμίζονταν έξω. Άνοιγε μια τρύπα στο άλλο κτίριο. Ο Γκεννάντυ έτρεξε προς την πόρτα και κατάφερε να βγει. Τα παράθυρα της άλλης αποθήκης ήταν φωτισμένα.

Έτρεξε στο δρόμο προς το κτίριό του και όταν μπήκε μέσα τράβηξε τη μηχανή σε ένα πίσω δωμάτιο και ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες. Μπορούσε να ακούσει το πράγμα να βρυχάται τριγύρω στη γειτονιά, του φάνηκε για ολόκληρες ώρες, και μετά ο θόρυβος έσβησε αργά στην απόσταση και έπεσε στον υπνόσακκό του, αποκαμωμένος.

Την αυγή τα μάζεψε και μέχρι τα μισά του πρωινού είχε αφήσει το Πρίπυατ και τη μολυσμένη ζώνη πίσω του.

Ο Μέρρικ έχυσε βότκα με πιπεριά σε ένα ψηλό ποτήρι και το έδωσε στο Γκεννάντυ. «Ντοσβεντάνια. Πιάσαμε τον Ντρουσένκο το πρωί.»

Ο Γκεννάντυ αναρωτήθηκε καθώς έπινε μια γουλιά πώς θα αντιδρούσε η βότκα με το χάπι ιωδίου που είχε μόλις πάρει. Θόρυβοι κυκλοφοριακού και η μυρωδιά του ντίζελ ήρθε από το ανοιχτό παράθυρο του γραφείου του Μέρρικ στο Κίεβο. Ο Μέρρικ κατέβασε το δικό του ποτό, χαμογέλασε λαμπρά και πήγε να καθίσει πίσω από το τεράστιο δρύινο γραφείο που κυριαρχούσε στο δωμάτιο.

«Πρέπει να σ' ευχαριστήσω, Γκεννάντυ. Κυριολεκτικά δε μπορούσαμε να βρούμε άλλον πρόθυμο να πάει εκεί από εδάφους.» Κούνησε το κεφάλι του. «Ο κόσμος πανικοβάλλεται στη σκέψη της ακτινοβολίας.»

«Και γω δεν την πολυγουστάρω.» Ο Γκεννάντυ ήπιε άλλη μια γουλιά. «Αλλά μπορείς να την ανιχνεύσεις και να την αποφύγεις. Κάτι όχι και τόσο απλό να κάνεις με τα πράγματα που βγαίνουν από τις καπνοδόχους αυτό τον καιρό. Ή που περνάνε από τα φίλτρα στο εργοστάσιο νερού.»

Ο Μέρρικ ένευσε. «Ώστε μπόρεσες να πάρεις όλες τις δυνατές προφυλάξεις.»

Ο Γκεννάντυ σκεφτόταν το ζεστό τσάι του Μπογκολιούμποφ να απλώνεται στο στομάχι του... και είχε κάνει κι άλλα χαζά πράγματα εκεί. Αλλά οι γιατροί επέμεναν ότι η συνολική του δόση ήταν "αποδεκτή". Οι πιθανότητες να πάθει καρκίνο είχαν αυξηθεί τόσο, όσο αν κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο για τους τελευταίους έξι μήνες. Αποδεκτή; Πώς μπορούσε να ξέρει κανείς;

«Αυτό είναι λοιπόν,» είπε ο Μέρρικ. «Δε βρήκες απολύτως κανένα στοιχείο ότι κάποιος άλλος εκτός του Ντρουσένκο είχε επισκευτεί τη σαρκοφάγο, σωστά; Μόλις αποδείξουμε ότι ήταν αυτός που οδηγούσε το ΤΟΟ, θα μπορέσουμε να κλείσουμε αυτό το φάκελλο τελείως. Πιστεύω ότι σου αξίζει ένα μπόνους, Γκεννάντυ, και έχω σχεδόν καταφέρει το συμβούλιο να συμφωνήσει.»

«Καλά, ευχαριστώ.» ΤΟΟ-- είχαν αποφασίσει ότι ο δράκος πρέπει να ήταν ένα από τα Τηλε Οδηγούμενα Οχήματα που είχε χρησιμοποιήσει το Ίδρυμα για να χτίσει τη νέα σαρκοφάγο. Ο Ντουσένκο είχε πάρει μερικά από τα αποθηκευμένα ανταλλακτικά και τροφοδοτικά από μια αποθήκη του Ιδρύματος και προφανώς είχε φέρει σε λειτουργία κάποιο από τα παλιά ανυψωτικά.

Ο Μέρρικ ήταν ευτυχής. Η Λίζα ήταν εκστατική που είχε φύγει από το Πρίπυατ. Όλα φαίνονταν υπερβολικά εύκολα στον Γκεννάντυ· ίσως ήταν επειδή δεν είχαν δει το πράγμα. Εκείνο το πρωί είχε πάει κάτω στη βιομηχανία σιδήρου για να παρακολουθήσει κάποιον να χρησιμοποιεί ένα ΤΟΟ τύπου Τσερνιμπίλ κοντά στα καμίνια. Έμοιαζε σαν ένα φορτηγό με πόδια και κινούνταν σα βραδύποδας. Καμία σχέση με το πράγμα που τον είχε κυνηγήσει μέσα στην πόλη.

Εν πάσει περιπτώσει, είχε τα λεφτά του. Συζήτησε με το Μέρρικ για λίγο, μετά ο Γκεννάντυ έφυγε για να βρει ένα τραπεζικό μηχάνημα και να αποδείξει στον εαυτό του ότι είχε πληρωθεί. Πρώτη δουλειά, ένα καινούργιο κοστούμι. Μετά θα πήγαινε να ψωνίσει μία από τις νέες διασυνδέσεις για το σύστημά του. Πλήρης εικονική πραγματικότητα, όπως ονειρευόταν για μήνες.

Ο θόρυβος και η ταραχή των δρόμων του Κιέβου τον χτύπησε σαν τοίχος. Άνθρωποι παντού, αλλά κανείς δεν πρόσεχε κανέναν άλλο σε μια μεγαλούπολη σαν κι αυτή. Υπέθετε ότι ο περισσότερος κόσμος τριγύριζαν στους δρόμους συμπεριφερόμενοι σε όλους αυτούς τους ξένους γύρω σα να μην ήταν τίποτα περισσότερο από φαντάσματα, αλλά αυτός δε μπορούσε να το κάνει αυτό. Καθώς πέρασε μια γριά που ζητιάνευε στη γωνία, έπιασε τον εαυτό του να προσέχει τις γραμμές γέλιου γύρω από τα μάτια της που πολεμούσαν με τις βαθειά αυλακωμένες γραμμές απογοήτευσης γύρω από το στόμα της· το σχολαστικό ράψιμο εκεί που είχε επιδιορθώσει τα μανίκια του φτηνού της φορέματος μιλούσε για μια αξιοπρέπεια που πρέπει να κάνει την κατάστασή της να της φαίνεται ακόμα χειρότερη. Δε μπορούσε να την αγνοήσει, αλλά ούτε μπορούσε και να τη βοηθήσει.

Για λίγο στάθηκε σε μια διασταύρωση στο κέντρο, κοιτώντας πάνω από τη θάλασσα των ανθρώπων. Πάνω από τις καπνιασμένες προσόψεις, μια ομίχλη από καπνό κάρβουνου και εξατμίσεων στεφάνωνε τον ουρανό με ένα κίτρινο που ταίριαζε με την απόχρωση των καπνιασμένων κουρελιασμένων σημαιών που κρέμονταν από τις λάμπες του δρόμου.

Παντού, έβλεπε θύματα της Έκλυσης. Άντρες και γυναίκες με ανοιχτά έλκη ή που είχαν τις λιγότερο εμφανείς ουλές της ένδειας και της απογοήτευσης τεμπέλιαζαν στα κράσπεδα των πεζοδρομίων, κοίταζαν βαρυεστημένα μέσα από τις βιτρίνες των καταστημάτων αγαθά που ποτέ δε θα μπορούσαν να αγοράσουν με τις πενιχρές συντάξεις τους. Κανείς δεν τους κοίταζε.

Αγόρασε τη διασύνδεση αντί για το κοστούμι, και την επόμενη μέρα δε βγήκε έξω καθόλου.

Περιποιόταν ένα πιάσιμο στο λαιμό του, πίνοντας λίγο ελαφρύ τσάι και προετοιμαζόμενος να επιστρέψει σε ένα τεράστιο διεθνές παιχνίδι συνεναισθητικής πραγματικότητας για το οποίο διέθετε τώρα τον εξοπλισμό να παίξει, όταν τηλεφώνησε η Λίζα.

«Κοίτα, Λίζα, έχω καινούργια παιχνίδια.»

«Γιατί δεν εκπλήσσομαι. Έχεις βγει καθόλου έξω αφ' ότου γύρισες;»

«Όχι, διασκεδάζω.»

«Πώς θα συναντήσεις μια καλή Ουκρανή κοπέλα αν δε βγαίνεις ποτέ έξω;»

«Μπορεί να μου αρέσουν οι Εγγλέζες κοπέλες περισσότερο.»

«Α, ναι; Τότε πέτα στην Αγγλία, Μόλις πληρώθηκες.»

«Το δίκτυο είναι πολύ πιο γρήγορο. Και τώρα έχω τα σωστά εξαρτήματα.»

Γέλασε. «Παιχνίδια. Κατάλαβα. Θέλεις τα τελευταία νέα για την υπόθεση;»

Συνοφρυώθηκε. Όχι, στην πραγματικότητα, δε νόμιζε ότι ήθελε. Αλλά αυτή ζούσε για τέτοιου είδους πράγματα. «Βέβαια,» είπε για να της κάνει το χατίρι.

«Ο Ντρουσένκο λέει ότι ήταν απλώς ο ταχυδρόμος. Λέει ότι ποτέ δεν οδήγησε καθόλου το δράκο. Στην πραγματικότητα είναι αρκετά έξαλλο-- ισχυρίξεται ότι πληρώθηκε να φέρει μέσα προμήθειες και να κάνει την αρχική σύνδεση ενός ΤΟΟ, αλλά αυτό είναι όλο. Φυσικά, έχει κάνει μερικές πολύ μεγάλες αγορές τελευταία, και δε μπορούμε να εντοπίσουμε τα χρήματα και δε μας λέει πού βρίσκονται. Έτσι είμαστε σε αδιέξοδο.»

Ο Γκεννάντυ σκέφτηκε την κεφάτη αυτοπεποίθηση την προηγούμενη μέρα. «Το Ίδρυμα έκανε την πιο πρόσφατη πληρωμή στον εκβιαστή;»

«Όχι. Μετά βίας το άντεχαν και έτσι κι αλλιώς ο Ντρουσένκο--»

«Δε μπορούσε να είχε δράσει μόνος.»

«Τί;»

«Έλα, Λίζα. Το είπες μόνη σου ότι δε μπορείς να βρεις τα χρήματα. Πήγαν στο Δίκτυο, σωστά; Αυτό είναι δικό σου πεδίο, δεν είναι του Ντρουσένκο. Αυτός είναι φορτηγατζής, όχι χάκερ, για όνομα του Θεού. Άκου, του έχουν βάλει μετρητή Γκάιγκερ πάνω του;»

«Γιατί...»

«Βρείτε πόσο καυτός είναι. Πρέπει να οδηγούσε το ΤΟΟ από κοντά, εκτός κι αν είχε δορυφορική σύνδεση, και ακόμα κι έτσι, είναι απλώς ένας φορτηγατζής, όχι ο Τζέημς Μποντ. Βρείτε πόσο καυτός είναι.»

«Ουμ. Ίσως έχεις δίκιο.»

«Και κάτι άλλο. Έχει βάλει το Ίδρυμα κάποιες βάρκες στο ποτάμι να ελέγξουν για άλλη τολύπα ακτινοβολίας;»

«Δεν ξέρω.»

«Καλύτερα να το βρούμε. Γιατί σε πάω στοίχημα μια κάσα βότκα ότι θα υπάρξει κι άλλη Έκλυση.»

«Μπορώ να σε ξανακαλέσω αμέσως;»

«Και βέβαια.» Το έκλεισε, κουνώντας το κεφάλι του. Οι άνθρωποι που ζούσαν σύμφωνα με το ξυράφι του Όκκαμ πέθαιναν νέοι. Γι' \ατό, υπέθετε, πληρωνόταν χοντρά λεφτά.

Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της επόμενης εβδομάδας στο Δίκτυο, αποτολμώντας να βγει μόνο για ψώνια και γυμναστική. Χαμογέλασε σε μια νόστιμη υπάλληλο στο μπακάλικο και αυτή του αντιχαμογέλασε, αλλά ποτέ δεν ήξερε τί να πει σε τέτοιες περιστάσεις, όπου δε μπορούσε να κρυφτεί πίσω από τη μάσκα μιας εικονικής ενσάρκωσης ή απλώς να εξαφανιστεί αν έρθει σε αμηχανία· έτσι δεν της μίλησε.

Στην πλατωνική τελειότητα του Δικτύου, ωστόσο, ο Γκεννάντυ είχε ντουζίνες φίλους και επαγγελματικές διασυνδέσεις. Ανάμεσα σε σύντομες αναζητήσεις για νέα δουλειά, έλαβε μέρος σε πολλά γεγονότα, και παιχνίδια και έργα τέχνης. Εδώ μπορούσε να είναι πνευματώδης και ωραίος. Και δεν υπήρχε κίνδυνος. Αλλά όταν τελικά ξάπλωνε στο κρεβάτι το βράδυ, δεν υπήρχε εκεί ένα ζεστό κορμί να τον περιμένει και αυτές τις στιγμές αισθανόταν βαθειά μόνος.

Το πρωί ο υπολογιστής του έγνεφε και γρήγορα ξεχνούσε το συναίσθημα.

Ο Μέρρικ τον διέκοψε στη μέση μιας μάχης με άρματα μάχης. Σε αυτό το παιχνίδι, Ο Γκεννάντυ ήταν ένας από τους Βρετανούς που υπερασπίζονταν τη Βόρεια Αφρική ενάντια στην Αλεπού της Ερήμου. Οι αισθητηριακές ιδιότητες της νέας του διασύνδεσης ήταν καταπληκτικές· μπορούσε να αισθανθεί τη ζέστη, τους κόκκους της άμμου, σχεδόν να τη μυρίσει. Όλη η εντύπωση καταστράφηκε όταν το παράθυρο πρώτης προτεραιότητας άνοιξε στη μέση του αέρα πάνω από τον πυργίσκο του και ο Μέρρικ είπε «Γκεννάντυ, σου 'χω μια δουλειά».

Η Βορεια Αφρική διαλύθηκε. Ο Γκενάντυ αντιλήφθηκε ότι η πλάτη του πονούσε και ότι το στόμα του ήταν ξερό. «Τί είναι;» είπε απότομα.

«Δε θα τηλεφωνούσα αν δεν πίστευα ότι είσαι ο τέλειος άνθρωπος για τη δουλειά. Χρειαζόμαστε κάποιον να κάνει μια πολύ σύντομη επίσκεψη στο Πρίπυατ. Δεν πρέπει να πάρει πάνω από μια μέρα.»

«Πού είναι το μπόνους που μου υποσχέθηκες;»

«Θα ερχόμουν και σ' αυτό. Το συμβούλιο με εξουσιοδότησε να σου πληρώσω ένα επιπλέον μπόνους είκοσι τα εκατό για ήδη ολοκληρωμένη δουλειά. Αυτό ακόμα κι αν απορρίψεις τούτο το συμβόλαιο.»

«Α. Κατάλαβα. Λοιπόν, τί χρειάζεστε;» Ενδιαφερόταν, αλλά δεν ήθελε να δείχνει υπερβολικά πρόθυμος. Μπορεί να μείωνε την τιμή έτσι.

«Θέλουμε να βεβαιωθούμε ότι η σαρκοφάγος είναι άθικτη. Σκοπεύαμε να κάνουμε έναν έλεγχο από ελικοπτέρου, αλλά είναι πιθανό ο Ντρουσένκο να έκανε κάποιο χαμηλού επιπέδου...λοιπόν, για να το θέσω χωρίς περιστροφές, να μπήκε μέσα.»

«Μέσα; Τί εννοείς μέσα;»

«Μπορεί να υπάρχουν μερικά εκρηκτικά μέσα στη σαρκοφάγο. Τώρα, δε θέλουμε να πάει κανείς κοντά της πραγματικά. Έχεις οδηγήσει ποτέ ένα ΤΟΟ;»

«Στην πραγματικότητα, όχι. Έχω κανει πολλές προσομοιώσεις εικονικής πραγματικότητας, αλλά δεν είναι το ίδιο πράγμα.»

«Είναι αρκετό. Εν πάσει περιπτώσει, σε χρειαζόμαστε μόνο για να πας το πράγμα στην τοποθεσία του αντιδραστήρα. Έχουμε έναν ειδικό στα εκρηκτικά σε αναμονή που θα αναλάβει όταν το φτάσεις εκεί και θα απενεργοποιήσει τις βόμβες. Αν υπάρχουν.»

«Ώστε θα 'ρθει μαζί μου;»

«Όχι ακριβώς, όχι. Θα ακολουθεί μέσω μιας δορυφορικής σύνδεσης. Πρέπει να αποκαταστήσεις αυτή τη σύνδεση στο Πρίπυατ, να οδηγήσεις το ΤΟΟ στον αντιδραστήρα και αυτός θα συνδεθεί για να κάνει την πραγματική εκτίμηση. Μετά τραβιέσαι έξω. Αυτό είναι όλο.»

«Γιατί δε μπορεί να το οδηγήσει κανείς από έξω από την πόλη;»

«Λειτουργεί μόνο με μια σύνδεση μικρής εμβέλειας. Πρέπει να είσαι εντός δύο μιλίων από τη σαρκοφάγο.»

«Ωραία. Πολύ ωραία. Πότε θέλετε να γίνει αυτό;»

«Αμέσως. Έχω βάλει και σου φέρνουν το ΤΟΟ αεροπορικώς, θα φτάσει απόψε. Μπορείς να ξεκινήσεις το πρωί;»

«Εξαρτάται από το τί προτίθεστε να με πληρώσετε.»

«Τα διπλά από την τελευταία αμοιβή σου.»

«Τα τριπλά.»

«Έγινε.»

Σκατά, σκέφτηκε. Έπρεπε να είχα ζητήσει περισσότερα. «Εντάξει, Μέρρικ, βρήκες οδηγό για το ΤΟΟ. Για μια μέρα.»

Ο Γκεννάντυ σκεφτόταν για το αν θα τηλεφωνούσε στη Λιζα. Από τη μία, υπήρχαν περισσότερα στο ζήτημα από όσα παραδεχόταν ο Μέρρικ. Από την άλλη, θα του έλεγε να μην επιστρέψει στο Πρίπυατ. Ήθελε να αποφύγει αυτή τη συγκεκριμένη συζήτηση, έτσι δεν τηλεφώνησε.

Αντί γι' αυτό, πήρε ένα ταξί μεχρι μια αποθήκη του Ιδρύματος στις έξι για να επιθεωρήσει το ΤΟΟ. Η αποθήκη ήταν ένα ψηλό ανώνυμο σιδεροντυμένο κτίριο· το εξασκημένο πια μάτι του του έλεγε ότι θα μπορούσε να παραμείνει όρθιο είκοσι ή τριάντα χρόνια αν εγκαταλειπόταν. Εκτός του ότι η σκεπή μπορεί να βούλιαζε...

«'Σαι ο Μαλιάνοφ;» Ο τύπος ήταν κοντόχοντρος, με το κλασσικό σλαβοειδές Ρώσικο πρόσωπο. Σκούπισε τα χέρια του σε ένα λαδωμένο κουρέλι καθώς ερχόταν να συναντήσει το Γκεννάντυ. Ο Γκεννάντυ κούνησε το κεφάλι του, χαμογελώντας καθώς θυμόταν τον Μπογκολιούμποφ, και πήγαν μέσα να επιθεωρήσουν τη μονάδα.

«Τί στο διάολο είναι αυτό;» Ο,τιδήποτε κι αν ήταν, δεν ήταν απλώς ενα τηλε-οδηγούμενο όχημα. Στεκόμενο σε μια δέσμη φωτός ήταν μια στρουθοκαμηλοειδής μηχανή τουλάχιστο τρία μέτρα ψηλή. Από παντού ξεφύτρωναν κάμερες και μικρόφωνα, και έφερε δύο αλλόκοτα ανθρώπινους βραχίονες περίπου στο ύψος των ώμων. Ο ξεναγός του Γκεννάντυ χαμογέλασε και έδωσε μια σπρωξιά στο μηχάνημα. Αυτό κούνησε λίγο τα πόδια του, ανακτώντας την ισορροπία του.

«Στρατιωτική τηλεπαρουσία. Τελευταίο μοντέλο.» Ο τύπος έπιασε έναν από τους βραχίονες. «Το δανειζόμαστε από τους Αμερικάνους. Γουστάρεις;»

«Και γιατί το χρειαζόμαστε αυτό;»

«Πού διάολο θέλεις να ξέρω; Το μόνο που ξέρω είναι ότι θα κάνεις αναγνώριση στη σαρκοφάγο μ' αυτό. Σωστά;»

Ο Γκεννάντυ ένευσε. Κράτησε το πρόσωπό του ουδέτερο, αλλά από μέσα του ήταν έξω φρενών. Ο Μέρρικ σίγουρα δεν του τα έλεγε όλα.

Εκείνο το βραδάκι βγήκε για αγορά εφοδίων στο κέντρο. Αγόρασε όλα όσα δεν είχε αγοράσει στο πρώτο του ταξίδι έξω, συμπεριλαμβανομένων πολύ περισσότερων τροφίμων. Πολύ σκόπιμα, δε σταμάτησε να αναρωτηθεί γιατί πακετάριζε τρόφιμα αρκετά για ένα μήνα για ένα ταξίδι δύο ημερων.

Καθόταν στη μέση του πατώματος του καθημερινού, πακετάροντας και ξαναπακετάροντας, όταν τηλεφώνησε η Λίζα. Πήρε την κλήση μόνο με φωνή· αν ρωτούσε, θα 'λεγε ότι δεν ήταν ντυμένος ή κάτι τέτοιο.

«Θυμάσαι τί είχες πει για το ότι ο Ντρουσένκο θα έπρεπε να έχει δορυφορική σύνδεση για να ελέγχει το δράκο;»

«Ναι.» Πήδησε πάνω στο μπράτσο του καναπέ του. Ήταν ζωηρός παρ' όλο που ήταν αργά.

«Λοιπόν, με έβαλες σε σκέψεις,» είπε. «Και μάντεψε τί; Υπάρχει σύνδεση. Ωστόσο, όχι με τον Ντρουσένκο.»

«Εντάξει, τσίμπισα.»

«Μπορείς να συνδεθείς; Θα χρειαστεί να κάνω επίδειξη μετά ομιλίας.»

«Εντάξει.» Βεβαιώθηκε ότι οι κάμερες του διαμερίσματος ήταν σβηστές και μετά μπήκε στο Δίκτυο. Η Λίζα ήταν εκεί σε πλήρη εικονική ενσάρκωση-- ορατή από τα νύχια ως την κορφή, σε τριδιάστατο-- χαμογελώντας σαν την παροιμιώδη γάτα με το καναρίνι.

«Έτσι, σκέφτηκα, κι αν ο Ντρουσένκο είχε πράγματι μια δορυφορική σύνδεση με τη σαρκοφάγο; Και ιδού λοιπόν, κάποιος έχει.» Κάλεσε κάτι παράθυρα που έδειχναν συντεταγμένες, χωρίς νόημα για τον Γκεννάντυ. «Τουλάχιστο, υπάρχει κίνηση προς κάποιου είδους αναμεταδότη εκεί. πέρα. Λογάριασα ότι είχα τσακώσει τον Ντρουσένκο τότε-- αλλά το πράγμα είναι ακόμα ενεργό, και η κίνηση ανεβαίνει πολύ σε τακτά διαστήματα. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, με τη δική σας ώρα. Λοιπόν έχουμε να κάνουμε με νυχτοκυνηγό, σκέφτηκα. Παρεκτός του ότι δε θα χρειαζόταν να είναι νυχτοκυνηγός αν καλούσε από, ας πούμε, τη Βόρεια Αμερική.»

«Περίμενε, περίμενε, πας πολύ μπροστά μου. Από τί αποτελείται η κίνηση; Την υπέκλεψες, έτσι δεν είναι;»

«Ναι, όχι ακριβώς. Είναι πολύ βαριά κρυπτογραφημένη. Συν το ότι όταν είναι στο δίκτυο, περνάει από ένα μάτσο ανώνυμους αναδρομολογητές, χωρίζεται και αντίγραφα στέλνονται σε άκυρες διευθύνσεις, και ούτω καθ' εξής. Μη εντοπίσιμο από τούτη την πλευρά, τουλάχιστο μέχρι τώρα.»

«Αα, αν είναι από την Βόρεια Αμερική, αυτό κάπως το περιορίζει. Σε μόνο γύρω στο μισό δις πιθανότητες.»

«Αα, Γκεννάντυ, είσαι τόσο ολιγόπιστος. Πιθανότατα είναι μια σύνδεση τηλεπαρουσίας, σωστά; Αυτός είναι ο δράκος σου. Τίποτα μεγάλο δεν εισήχθηκε, άρα πρέπει να είναι προσαρμογή από τα υπάρχοντα σχέδια του Τσερνομπίλ. Έτσι, όποιοι κι αν είναι, θα 'πρεπε να είναι εξοικοιωμένοι με αυτά τα σχέδια, και θα 'πρεπε να ξέρουν ότι υπήρχαν ακόμα μερικά ΤΟΟ στο Πρίπυατ, και θα 'πρεπε να έχουν μια επαφή με τον Ντρουσένκο. Και-- να το κερασάκι-- είχαν μεγάλο κεφάλαιο εκκίνησης για να κάνουν αυτή την απάτη. Πρέπει, με τη δορυφορική συνδεση, το μαγείρεμα του ΤΟΟ, και τους πυραύλους.»

«Πυραύλους; Ποιούς πυραύλους;»

«Δεν έχεις ελέγξει τις ειδήσεις τελευταία; Ένα από τα ελικόπτερα του Ιδρύματος έπεσε χτες. Έκανε ένα χαμηλό πέρασμα πάνω από τη σαρκοφάγο, και μπαμ! παρ' το κάτω. Ο πιλότος σκοτώθηκε. Μια ώρα αφού βγήκε η είδηση άρχισα να βλέπω παντός είδους κίνηση στις ασφαλείς μου ομάδες της Ιντερπόλ, η αστυνομία στο Κίεβο και τις Βρυξέλλες να μιλάνε για πυραύλους εδάφους- αέρος.»

«Ω, σκατά,» είπε.

«Λοιπόν, εν πάσει περιπτώσει, απλά έψαξα για κάποιον ανακατεμένο στο αρχικό πρόγραμμα της σαρκοφάγου, από την πλευρά του ΤΟΟ, που να ήταν Αμερικανός και πλούσιος. Και μου ξεπετάχτηκε.»

Ο Γκεννάντυ μόλις που άκουγε, αλλά η προσοχή του επέστρεψε όταν άνοιξε ένα παράθυρο με μια κοκκωδη φωτογραφία ενός λεπτοπρόσωπου ηλικιωμένου άνδρα. Ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς, αλλά έδειχνε να είναι ξαπλωμένος σε κρεβάτι. Τα μάτια του ήταν λαμπρά και σκληρά, και κοίταγαν απ΄ ευθείας τον Γκεννάντυ.

«Ο Τρεβορ Τζάφρεϋ. Έγινε κάμποσο πλούσιος φτιάχνοντας ΤΟΟ και τηλεπαρουσία εδώ και περίπου είκοσι χρόνια. Το πρόγραμμα Τσερνομπίλ ήταν το μεγαλύτερό του συμβόλαιο. Λίγο μετά απ' αυτό έγινε ερημίτης και άρχισε να ξοδεύει τα χρήματά του σε κάτι αρκετά αλλόκοτα προγράμματα.»

«Δράκους;»

«Λοιπόν, ο Τζάφρεϋ είναι τατραπληγικός. Πλούτησε μέσω του Δικτύου και ζούσε μέσω αυτού, επίσης. Όταν λέω ότι έγινε ερημίτης, ήταν ήδη, σωματικά. Αποσύρθηκε και από την κοινωνία του Δικτύου και ξόδεψε όλο του το χρόνο και το χρήμα σε υλικές ενσαρκώσεις-- τηλεπαρουσίες. Έχω πρόσβαση σε δυο- τρεις απ' αυτές, γιατί αναγκάστηκε να τις πουλήσει όταν δε μπορούσε να πληρώσει τους λογαριασμούς του. Θέλεις να δεις μία;»

«Τί, τώρα;»

«Έχω μια προσωρινή άδεια εισόδου. Αυτή εδώ χρησιμοποιείται τώρα για βόλτες σε ένα θεματικό πάρκο. Κάποιο καιρό ο Τζάφρεϋ πρέπει να πέρναγε όλο του τον ελεύθερο χρόνο σ' αυτήν. Σταματάει το μυαλό του ανθρώπου.»

Τώρα είχε την απερίσπαστη προσοχή του. «Εντάξει. Δείξε μου.»

«Να η διεύθυνση, το όνομα και το συνθηματικό. Ρίξε μόνο μια γρήγορη ματιά. Θα περιμένω.»

Έδωσε τις εντολές και περίμενε καθώς μια σειρά από παράθυρα μηνυμάτων υποδήλωναν έναν πραγματικά τεράστιο αγωγό δεδομένων να ανοίγει ανάμεσα στο μικρό του σύστημα ΕΠ και κάποια μακρυνή μηχανή. Μετά ο κόσμος σκοτείνιασε και όταν επέστρεψε ξανά, βρισκόταν κάτω από το νερό.

Ο Γκεννάντυ στεκόταν στο βυθό του ωκεανού. Παντού γύρω υπήρχαν πύργοι από κοράλια και πολύχρωμα ψάρια κολύμπαγαν σε κοπάδια που τινάζονταν σα βέλη. Ο ωκεανός ήταν λαμπρός γαλάζιος, το φως του ήλιου από πάνω θρυμματιζόταν σε χιλιάδες κρυστάλλινα θραύσματα από τα κύματα. Γύρισε το κεφάλι του, και ένιωσε το νερό να ρέει μέσα από τα μαλλιά του. Ήταν ζεστό, είχε μια μεταξένια αίσθηση στο δέρμα του. Μπορούσε να αναπνεύσει μια χαρά, αλλά ταυτόχρονα αισθανόταν εντελώς βυθισμένος.

Ο Γκεννάντυ σήκωσε ένα χέρι. Κάτι τεράστιο και μεταλλικό σηκώθηκε, με πέντε ατσάλινα δάχτυλα στην άκρη του. Τα κούνησε γρήγορα- κινήθηκαν.

Αυτό δεν είναι προσομοίωση, αντιλήφθηκε. Κάπου, σε κάποια από τις θάλλασες της Γης, στεκόταν τούτη η μηχανή και έβλεπε μέσα από τα μάτια της και άκουγε από τα αυτιά της.

Έκανε ένα βήμα. Μπορούσε να περπατήσει, τόσο εύκολα σα να ήταν στη στεριά.

Ο Γκεννάντυ γονάτισε και διέτρεξε τα δάχτυλά του μέσα από την ψιλή λευκή άμμο. Μπορούσε πραγματικά να την αισθανθεί. Μαύρη Θάλασσα; Πιθανότερα η Καραϊβική, αν αυτός ο Τζάφρεϋ ήταν Αμερικάνος.

Ήταν σπαραχτικά όμορφα και ήθελε να μείνει. Αλλά η Λιζα περίμενε. Αποσυνδέθηκε, είδε με την άκρη του ματιού του ένα πραγματικά τεράστιο νούμερο σε Αμερικάνικα δολλάρια, το οποίο έγραψε αστραπιαία εξωφλήθη και μετά εξαφανίστηκε.

Η ενσάρκωση της Λίζας χαμογελούσε, με τα χέρια πίσω στην πλάτη της και κουνιόταν στηριζόμενη στο μπροστινό μέρος από τις πατούσες της. «Ο Τζάφρεϋ δε μπορεί να πληρώσει τους λογαριασμούς του. Και έχει εθιστεί στις τηλεπαρουσίες του. Πού να δεις αυτή στην Αρκτική. Είχε ακόμα και μια σεληνιακή για ένα διάστημα. Βλέπεις το κοινό νήμα;»

«Είναι όλα μέρη στα οποία δεν πάει κανένας. Ή δε μπορεί να πάει κανένας,» είπε. Άρχιζε να αισθάνεται κουρασμένος.

«Ο Τζάφρεϋ μισεί τον κόσμο. Και διώχνεται εκτός των σωμάτων του, το ένα μετά το άλλο. Έτσι, στην απελπισία του, στρέφεται σε ένα παλιό, αξιόπιστο-- το ΤΟΟ του Τσερνομπίλ. Σχεδιασμένο να αντέχει τις συνθήκες εργασίας εκεί, και υπάρχουν ακόμα ανταλλακτικά, αν μπορέσει να πληρώσει μια παλιά γνωριμία από το πρόγραμμα για να τα φέρει μέσα.»

«Έτσι κάνει, και έχει ένα καινούριο σπίτι.» Ένευσε. «Και ένα τρόπο να βγάλει κι άλλα χρήματα. Εκβιάζοντας το Ίδρυμα.»

«Ακριβώς. Δεν είμαι πανέξυπνη;»

«Εσύ, Λισαβέτα είσαι ιδιοφυία.» Πέταξε ένα φιλί στην εικόνα της. «Έτσι, το μόνο που χρειάζεται να κάνουμε είναι να τον κλείσουμε και η κρίση πέρασε.»

«Χμμ. Όχι, όχι ακριβώς. Η Αμερικανική νομοθεσία είναι διαφορετική και οι Δικτυακές συνδέσεις δεν είναι αποδεδειγμένο ότι καταλήγουν σ' αυτόν. Στην πραγματικότητα δε μπορούμε να κινηθούμε προς αυτόν μέχρι να αποδείξουμε ότι είναι αυτός που το κάνει.»

«Λοιπόν, κλείσε την τροφοδότηση από το δορυφόρο τότε.»

«Ήμασταν έτοιμοι να το κάνουμε αυτό,» είπε βλοσυρά. «Όταν λάβαμε ένα τηλεφώνημα από το Μέρρικ. Φαίνεται ότι ο εκβιαστής ήρθε σε επαφή μαζί του αμέσως μετά την ιστορία με τους πυραύλους. Προειδοποίησε ότι θα αντίναζε τη σαρκοφάγο αν έκοβε κανείς τη σύνδεση ή προσπαθούσε να πλησιάσει το μέρος.»

«Διακόπτης του νεκρού;»

«Πιθανώς. Έτσι, δεν είναι όσο απλό φαίνεται.»

Έκλεισε τα μάτια του και ένευσε.

«Και με σένα;» ρώτησε. «Τίποτα νέο;»

«Ωω, όχι, όχι. Όχι πραγματικά. Τα ίδια, ξέρεις;»

Έβρεχε όταν έφτασε στο κτίριο του διαμερίσματός του. Ο Γκεννάντυ είχε οδηγήσει τη μηχανή του μέσα στην είσοδο και έσυρε ένα βαρύ πακέτο έξω από το καλάθι και μετά δώδεκα ορόφους ως πάνω στη στέγη. Ασθμαίνοντας και βλαστημώντας, σταμάτησε για να ξεκουραστεί κάτω από μια τέντα από φάιμπεργκλας. Η σκεπή ήταν σκεπασμένη με χορτάρια. Η σαρκοφάγος ήταν ένας μακρινός γκρίζος θόλος σε μια λίμνη ελώδους εδάφους.

Συνέδεσε το δορυφορικό πιάτο και σημάδεψε. Μετά ξετύλιξε μια γραμμή οπτικής ίνας από τις σκάλες μέχρι τον έκτο όροφο και κίνησε προς το παλιό του σπίτι.

Κάποιος το είχε καταστρέψει. Ο Μπογκολιούμποφ, αυτός έπρεπε να είναι. Το πιάνο είχε τρύπες από σφαίρες, και υπήρχαν και σκατά πασαλειμένα στον τοίχο. Οι λέξεις «Μείνε μακρυά» ήταν γραμμένες μ' αυτά.

«Χριστέ μου.» Ο Γκεννάντυ οπισθοχώρησε από το δωμάτιο.

Ξύνοντας τα γένια του νευρικά, άνοιξε σπρώχνωντας το επόμενο διαμέρισμα. Τούτο ήταν άδειο, εκτός από μερικές πρόχειρες καρέκλες και είχε ταβάνι χαλασμένο από την υγρασία και ένα σπασμένο παράθυρο. Η ακτινοβολία ήταν υψηλότερη από ότι θα έβρισκε αποδεκτό πριν μια βδομάδα-- αλλά αφού τελείωνε εδώ, θα 'βρισκε ένα καλύτερο μέρος. Μετά θα σκεφτόταν τί να κανεί με τον Μπογκολιούμποφ.

Ασφάλισε την πόρτα και έστησε τη γεννήτριά του και τον υπόλοιπο εξοπλισμό του υπολογιστή. Χρειαζόταν έναν αναμεταδότη για το δορυφορικό σήμα και τον έβαλε στο μπαλκόνι. Μετά συνδέθηκε στο δίκτυο και συνδέθηκε με το ΤΟΟ του.

Αρχικά το μόνο που έβλεπε ήταν χώμα. Ο Γκεννάντυ σήκωσε το κεφάλι του και είδε το δρόμο προς την πόλη, θολωμένο από τη βροχή. Σηκώθηκε και αισθάνθηκε τον εαυτό του να υψώνεται σε μεγαλύτερο από ανθρώπινο ύψος. Ήταν εκπληκτικό! Λύγισε τα χέρια του, έστρεψε τον κορμό του πίσω και μπροστά, μετά άπλωσε να πιάσει τους σάκους του με τις προμήθειες.

Ήταν λίγο αδέξιο το να χρησιμοποιεί αυτούς τους νεους βραχίονες, αλλά πήρε το κολάι αφού του έπεσαν μερικά από τα τα είδη μπακαλικής και ένα σακίδιο δίσκων μουσικής στη λάσπη. Όταν όλα κρέμονταν από τα σαν αλογάκι της Παναγίας άκρα του, σηκώθηκε ξανά και τριπόδησε προς την πόλη.

Το ΤΟΟ έπινε βενζίνη για να τροφοδοτήσει τις κυψέλες καυσίμων του. Ο Μπογκολιούμποφ είχε δείξει στο Γκεννάντυ μερικές γεμάτες δεξαμενές στην άκρη της πόλης, αρκετές για να το κρατήσουν ενεργό για μήνες ή χρόνια. Σκεφτόμενος το γέρο, ο Γκεννάντυ αποφάσισε ότι μόλις τελείωναν με τον Τζάφρεϋ, θα επισκεπτόταν τον Μπογκολιούμποφ με το ΤΟΟ του, και θα του κατήσχε την καραμπίνα του.

Έτρεχε ακούραστα μέσα στη βροχή μέχρι που έφτασε στο κτίριό του. Εκεί σταμάτησε για να κρύψει τη μηχανή του, σε περίπτωση που ο γέρος πέρναγε σήμερα, μετά έφτασε χτυπώντας στη σκάλα και ανέβηκε.

Ο Γκεννάντυ σταμάτησε μπροστά στην πόρτα του διαμερίσματος. Δεν είχε υπολογίσει το απόκοσμο αυτής της στιγμής. Έστησε αυτί, ακούγοντας μόνο το αδύναμο βουητό της γεννήτριας μέσα. Διστακτικά, άπλωσε ένα ατσάλινο χέρι να γυρίσει το πόμολο, και άνοιξε την πόρτα.

Ένας άντρας ήταν ζαρωμένος στο πάτωμα κοντά σε ένα τοίχο. Ήταν κοντόχοντρος με αρχές φαλάκρας, πλησίαζε τα σαράντα. Ήταν ντυμένος με ένα τηλ πουκάμισο και πράσινο σπορ παντελόνι. Τα μάτια του ήταν κλειστά και λεπτά καλώδια έφευγαν από τους κροτάφους του προς μια ομάδα από μαύρα κουτιά κοντά στην πόρτα του μπαλκονιού. Κουνιόταν αργά μπρος- πίσω.

Χριστέ μου, εγώ το κάνω αυτό; Ο Γκεννάντυ στη στιγμή έκοψε τη σύνδεση. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του και κοίταξε ψηλά, για να βρει την πόρτα κλεισμένη από ένα τερατώδες ατσάλινο και κρυστάλλινο πλάσμα. Οι ιριδίζοντες χάντρινοι φακοί του τον σημάδευαν. Πλαστικές σακκούλες ταλαντεύονταν από τις σφιγμένες παλάμες του. Η καρδιά του Γκεννάντυ άρχισε να σφυροκοπάει, σαν το πράγμα να είχε με κάποιο τρόπο βγει κρυφά μπροστά του.

Βρίζοντας, βιαστικά ξεφόρτωσε τις προμήθειες από τους βραχίονες του πράγματος. Αφού φύλαξε τα πράγματα, ανακάλυψε ότι δίσταζε να ξαναμπεί στο καθημερινό. Κάτω από αυτή τη χαμηλή οροφή το ΤΟΟ έμοιαζε με ένα μεταλλικό δεινόσαυρο έτοιμο να ορμήσει. Πρέπει να ζύγιζε τουλάχιστο διακόσια κιλά. Θα 'πρεπε να το θυμάται αυτό και να αποφύγει ελώδες έδαφος ή σάπια πατώματα όταν το χρησιμοποιούσε έξω.

Ξανασυνδέθηκε μαζί του ίσα μέχρι να το σταθμεύσει πέρα στο διάδρομο. Μετά έκλεισε την πόρτα και στερέωσε μια καρέκλα κάτω από το πόμολο.

Το πρωί πουλιά ξύπνησαν το Γκεννάντυ. Για πολλή ώρα απλώς καθόταν εκεί, πίνοντας στη γαλήνη. Στη μισοκοιμισμένη του κατάσταση, φαντάστηκε μια αόρατη ασπίδα γύρω από το μικρό διαμέρισμα, που τον προστάτευε από κάθε είδους πόνο, επιδείνωση ή περισπασμό. Από όλα τα μέρη στον κόσμο, είχε τελικά βρει αυτό στο οποίο μπορούσε να είναι τελείως, εντελώς ξέγνοιαστος. Τα καυτά σημεία της ακτινοβολίας μπορούσαν να χαρτογραφθούν και να αποφευχθούν· εν καιρώ θα λογαριαζόταν με τον Μπογκολιούμποφ· Ο Τζάφρεϋ δε θα αποτελούσε πρόβλημα για πολύ.

Κανείς ποτέ δε μπορούσε να του κάνει έξωση από τούτο το μέρος. Κανείς δε θα ερχόταν να ρωτάει γι' αυτόν όλο ενδιαφέρον. Δε θα μετακόμιζαν θορυβώδεις γείτονες. Και όμως, όσο είχε καύσιμα να δουλεύει τη γεννήτρια, μπορούσε να βγει στον έξω κόσμο τόσο ελέυθερα όσο πάντα, να ζει με ένα ψευδώνυμο σε οποιονδήποτε ή σε όλους από τους χιλιάδες κόσμους του Δικτύου.

Να είναι ακριβώς αυτός που ήθελε να είναι...

Να αισθανθεί σα σπίτι του, επιτέλους.

Αλλά τελικά έπρεπε να σηκωθεί, να φτιάξει ένα πενιχρό πρόγευμα και να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα της κατάστασης. Η κατοίκησή του εδώ ήταν εύθραυστη. Θα έπρεπε να πάνε όλα τέλεια γι' αυτόν ώστε να μπορέσει να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία που του δώθηκε.

Πρώτα τηλεφώνησε στο Μέρρικ. «Δε μου είπες ποτέ για το ελικόπτερο.»

«Αλήθεια; Είμαι σίγουρος ότι σου είπα.» Ήταν μια γραμμή μόνο με φωνή· ο Γκεννάντυ ήταν σίγουρος ότι ο Μέρρικ δε θα ήταν τόσο ετοιμόλογος αν μπορούσαν να κοιταχτούν στα μάτια.

Ο Γκεννάντυ δε θα αισθανόταν καμία ενοχή στο να του 'κλεβε το ΤΟΟ.

«Ξέχνα το, μόνο να πώ ότι είσαι ένας μπάσταρδος και θα γίνω μέλος των Ναζί πριν ξαναδουλέψω για σένα μετά από αυτό,» είπε. «Τώρα πες μου τί κάνουμε. Και όχι άλλες εκπλήξεις, αλλιώς έφυγα.»

Ο Μέρρικ άφησε την προσβολή να περάσει. Ετοίμασαν το δρομολόγιο και το χρονοδιάγραμμα για την αναγνώριση της σαρκοφάγου. Ο Γκεννάντυ θα χρησιμοποιούσε το πλήρες σύνολο αισθητήρων του ΤΟΟ για να σιγουρευτεί ότι δεν υπήρχαν παγίδες ή ναρκες κατά την προσέγγιση. Ο Ντρουσένκο είχε αρνηθεί τη γνώση ο,τιδήποτε άλλου εκτός από το ΤΟΟ του Τζάφρεϋ. Σίγουρα το να είχε ακούσει για τους πυραύλους από πριν θα ήταν καλά.

«Πρέπει να κάνεις την αρχική πεζή επιθεώρηση αυτό το απόγευμα στις 2:00. Είναι αυτός αρκετός χρόνος για να εξοικοιωθείς με το ΤΟΟ;»

Ο Γκεννάντυ έριξε μια ματιά στην πόρτα του διαμερίσματος. «Κανένα πρόβλημα.»

Με όλα έτοιμα, ο Μέρρικ έκλεισε και ο Γκεννάντυ, ενώ τεντωνόταν βγήκε στο μπαλκόνι για να δει τον πρωινό ήλιο να λάμπει πάνω στη σαρκοφάγο. Ήταν ένας οβάλ θόλος φτιαγμένος από μπετονένια τρίγωνα που έδεναν το ένα με το άλλο. Σημάδια από σκουριά απλώνονταν κάτω στους ρόμβους εδώ κι εκεί από τους βαριούς ορθοστάτες που τα συγκρατούσαν όλα. Γύρω από την περιφέρεια του θόλου, όπως ήξερε, ένας χοντρός τοίχος ήταν βυθισμένος μέχρι το υπέδαφος, αποτρέποντας τη διαρροή της φρίκης που περίκλειε. Υποτίθεται ότι θα άντεχε δέκα χιλιάδες χρόνια· όπως ο περισσότερος κόσμος, ο Γκεννάντυ υπέθετε ότι θα κατέρρεε σε έναν αιώνα. Ακόμα κι έτσι, έπρεπε κανείς να είναι υπεύθυνος για τον καιρό του.

Σιγοτραγουδώντας, πήγε ν' αρπάξει το φλυτζάνι του καφέ του. Μόλις έφτασε στα χείλη του ο υπολογιστής είπε, «Η Λισαβέτα σε καλεί.»

Έκαψε τη γλώσσα του.

«Κατάρα, κατάρα, κατάρα. Είναι μονο φωνή ή με πλήρη τροφοδότηση; Πλήρης τροφοδότηση. Σκατά.»

Συνδέθηκε. Έλπιζε ότι θα ακολουθούσε το λακωνικό του τόνο καθώς έλεγε, «Γειά σου, Λίζα.»

«Μαλάκα.»

Βρήκε δύσκολο να αντικρύσει το βλέμμα της. «Θα μπλέξουμε σε τίποτα άσκοπο τώρα;»

«Όχι. Εγώ θα μιλάω κι εσύ θα ακούς.»

«Κατάλαβα.»

«Για τί στο διάολο δε μου είπες ότι θα ξαναπήγαινες;»

«Θα μου είχες πει να μην πάω. Δεν ήθελα να λογομαχήσουμε.»

«Ώστε δε με σέβεσαι αρκετά ώστε να λογομαχήσεις μαζί μου;»

«Τί;» Η ιδέα δεν έβγαζε νόημα. Απλώς δεν είχε καταλάβει τί καλό θα έκανε να τσακωθεί. Και, ίσως, είχε φοβηθεί ότι μπορεί να τον έπειθε να αλλάξει γνώμη. Αλλά ποτέ δε θα το παραδεχόταν μπροστά της.

«Γκεννάντυ. Δεν προσπαθώ να σου διευθύνω τη ζωή. Αν θέλεις να την πετάξεις είναι δουλειά δική σου. Αλλά είμαι φίλη σου. Νοιάζομαι για σένα. Απλώς... απλώς θέλω να ξέρω, αυτό είναι όλο.»

Συνοφρυώθηκε, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο. Ντουζίνες άδεια παράθυρα διαμερισμάτων τον κοίταξαν πίσω. Για μια στιγμή φαντάστηκε ντουζίνες άλλους Γκεννάντυ, όλους να κοιτάνε έξω, κανένας να μη βλέπει τους άλλους.

«Ίσως δε θέλω να ξέρουν,» είπε. «Βαρέθηκα αυτό τον κόσμο των αδιάκριτων και των κουτσομπολιών. Ίσως να θέλω να γράψω τα απομνημονεύματά μου σε μια προσωπική γλώσσα. Προφανώς δεν επιτρέπεται.»

«Αρκετά ειρωνικό εκ μέρους σου να έχεις βαρεθεί τους αδιάκριτους,» είπε, «καθόσον αυτό είναι το επάγγελμά σου. Και το δικό μου...» Ανοιγόκλεισε τα μάτια της, μετά κατσούφιασε ακόμα περισσότερο. «Αναφέρεσαι στο--»

«Κοίτα, πρέπει να φύγω τώρα--»

«Περί αυτού πρόκειται, έτσι δεν είναι; Απλώς θέλεις να μπορείς να το κλείνεις στον οποιοδήποτε και σε όλους τη στιγμή που αρχίζεις να αισθάνεσαι άβολα.» Η Λίζα έδειχνε δύσπιστη. «Είναι αυτό; Είναι, έτσι δεν είναι. Θέλεις την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο. Έτσι βρήκες ένα μέρος όπου μπορείς να κρυφτεις από όλους, απλώς να βγάζεις το κεφαλι σου έξω όποτε χρειάζεσαι κάποιον να μιλήσεις. Λοιπόν, ξέρεις, δεν είμαι τηλεόραση. Δεν πρόκειται να σε αφήσω να με ανοίγεις και να με κλείνεις όποτε σε βολεύει.

«Κράτα την άδεια πόλη σου και την άδεια ζωή σου, λοιπόν. Εγώ δε θέλω.»

Του έκλεισε το τηλέφωνο.

«Σκύλα!» Τράβηξε απότομα το ακουστικό και κλώτσησε τον τοίχο. Δεν υπήρχαν γείτονες για να παραπονεθούν-- τον κλώτσησε ξανά. «Τί διάολο θέλεις από μένα;» Θα άνοιγε τρύπα στη γυψοσανίδα. Σκόνη σηκώθηκε και άκουσε το μετρητή Γκάιγκερ να βουίζει δυνατότερα για μια στιγή.

«Ωω, Θεέ μου.» Σωριάστηκε στο μπαλκόνι, αλλά όταν σήκωσε τα μάτια του, το μόνο που αντίκρυσαν ήταν η θέα της σαρκοφάγου, λάμποντας τώρα σα μια γιγαντιαία κάμπια στις όχθες ενός ποταμού.

Ανεξήγητα, ο Γκεννάντυ αντιλήφθηκε τα μάτια του να γεμίζουν δάκρυα.

Πόσος καιρός έχει περάσει, αναρωτήθηκε με κατάπληξη, από όταν έκλαψες;

Χρόνια. Τσίμπισε την κόψη της μύτης του και ανοιγόκλεισε τα μάτια μερικές φορές. Είχε ανάγκη να περπατήσει· ναι, ένας μακρύς περίπατος στον ήλιο θα τον συνέφερε...

Σταμάτησε στην πόρτα του διαμερίσματος. Υπήρχε το πλαστικό περιτύλιγμα που έπρεπε να χρησιμοποιήσει για να καλύψει τα παπούτσια του. Και η μάσκα προσώπου. Και εκτός αυτού και ο μετρητής Γκάιγκερ.

Μια φρικτή αίσθηση ότι ήταν παγιδευμένος τον κατέλαβε. Για μερικά λεπτά στεκόταν εκεί, τρώγοντας τα νύχια του, κοιτάζοντας την ταπετσαρία που ξεφλούδιζε. Μετά ο θυμός επέστρεψε και κλώτσησε ξανά τον τοίχο.

«Έχω δίκιο.» Για να το αποδείξει, κάθησε κάτω, συνδέθηκε και ανακάλεσε τη διασύνδεση για το ΤΟΟ.

Ο Γκεννάντυ κρατούσε το κεφάλι του ψηλά καθώς περπατούσε στον ήλιο σε μια πλατεία όπου κανένας άνθρωπος δε θα μπορούσε να πατήσει πόδι για τα επόμενα έξι χιλιάδες χρόνια. Γονάτισε και εξέτασε τα γιγάντια αγριολούλουδα που φύτρωναν σε αφθονία εδώ. Ήταν δικά του, με έναν τρόπο που τίποτε άλλο δεν ήταν ποτέ, ούτε θα μπορούσε να είναι έξω από αυτό το μέρος. Έτσι πρέπει να αισθανόταν ο γέρος, σκέφτηκε κατάπληκτος-- αλλά η πανοπλία του Μπογκολιούμποφ ήταν μια εσκεμμένη άρνηση να πιστέψει τον κίνδυνο στον οποίο βρισκόταν. Με το ΤΟΟ, ο Γκεννάντυ δεν είχε ανάγκη τέτοιες ψευδαισθήσεις.

Δεν εκμεταλλεύτηκε κάθε ευκαιρία για να εξερευνήσει. Θα υπήρχε άφθονος χρόνος γι' αυτό αργότερα, αφού ανέφερε την τυχαία καταστροφή του ΤΟΟ. Για τώρα, απλώς σεργιάνιζε και απολάμβανε τη μέρα. Οι ατσάλινες κλειδώσεις του κινούνταν αθόρυβα, και δεν αισθανόταν κόυραση ή ζέστη.

Μπιιπ. Μέρρικ εδώ. Γκεννάντυ, είσαι συνδεμένος;

«Ναι. Εδώ είμαι.»

«Γκεννάντυ, επέτρεψέ μου να σου συστήσω τον Ντεντράνε. Θα του παραδώσεις το ΤΟΟ όταν θα είσαι στη θέση σου και θ' αναλάβει αυτός από κει και πέρα. Αν είμαστε τυχεροί, θα χρειαστεί να το κάνουμε αυτό μόνο μια φορά.»

«Γειά σου, Γκεννάντυ,» είπε ο Ντεντράνε. Είχε μια βαρειά Εσθονιανή προφορά.

«Χάρηκα που σ' άκουσα, Ντεντράνε. Να μας περπατήσω στη σαρκοφάγο και να μπορέσεις να δεις το για τί γίνεται όλο το πανηγύρι;»

Ο Ντεντράνε γέλασε. «Ευχαρίστησή μου. Οδήγα.»

Ώρα να είναι 'όλο δουλειά' όπως θα έλεγε η Λισαβέτα. Έτρεξε προς τον ποταμό.

«Είναι ο Αμερικανικός νόμος,» έλεγε η Λίζα στο Μέρρικ. Είχαν συναντηθεί σε ένα ουδέτερο δωμάτιο στο κυβερνοδιάστημα. Η εικονική ενσάρκωση του Μέρρικ ήταν ήπια όπως συνήθως· η Λίζα είχε εκπροσωπήσει τον εαυτό της σαν κυβερνο-Μέδουσα, με καλώδια οπτικών ινών να κινούνται από το κεφάλι της για να προσκολληθούν σε μια σφαίρα που αιωρούταν μπροστά της. «Όταν έχεις να κάνεις με το Δίκτυο, πρέπει να ανησυχείς και για τους διεθνείς και για τους τοπικούς νόμους,» εξήγησε. «Δε μπορούμε να εγγυηθούμε τον εντοπισμό μας των ιχνών προς το δορυφορικό θύμα. Δε μπορούμε να το κλείσουμε από την πλευρά του δορυφόρου. Και εκτός κι αν έχουμε αποδείξεις ότι είναι ο Τζάφρεϋ που το κάνει αυτό, δε μπορούμε να το κλείσουμε στη δική του πλευρά.»

«Ώστε τα χέρια μας είναι δεμένα.» Η εικονική ενσάρκωση του Μέρρικ ήταν ακίνητη, αλλά τον φανταζόταν να βηματίζει. Σε ένα παράθυρο δίπλα του η ζωντανή μετάδοση από το ΤΟΟ έδειχνε πράσινο φύλλωμα, μετά την δεσπόζουσα μπετονένια καμπύλη της σαρκοφάγου.

«Πρέπει να με εμπιστευτείς. Θα βρούμε τρόπο να αποδείξουμε ότι είναι ο Τζάφρεϋ.»

«Έχω δεκαέξι στρατιωτικά ΤΟΟ να περιμένουν στο ποτάμι. Τη στιγμή που θα δω πρόβλημα, μιζ ΜαΝτόναλντ, μπαίνουν μέσα. Και αν μπούνε μεσα, πρέπει να κλείσεις τον Τζάφρεϋ.»

«Δε μπορώ! Και τί θα γίνει αν έχει διακόπτη του νεκρού;»

«Βασίζομαι στον Ντεντράνε να μας το πει αν έχει. Και βασίζομαι σε σένα να αποκόψεις τον Τζάφρεϋ όταν το διατάξω.»

Αγριοκοίταξε την ενσάρκωση. Πρέπει να ήταν δέκα οι φορές που του είχε πει ότι δεν είχε δικαιοδοσία να το κάνει αυτό. Ήξερε τον τρόπο, σίγουρα-- αλλά αν έκαναν λάθος και ο Τζάφρεϋ δεν ήταν ο εκβιαστής, θα ήταν εγκληματικά υπεύθυνη. Αλλά ο Μέρρικ αδιαφορούσε γι' αυτό.

Δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται ούτε και για το Γκεννάντυ. Και γιατί θα έπρεπε; Ο Γκεννάντυ είχε επιλέξει να στηθεί ακριβώς δίπλα από τη σαρκοφάγο. Αν ανατιναζόταν δε θα είχε άλλον να κατηγορίσει από τον εαυτό του.

Και αυτό δε θα ήταν καθόλου παρηγορητικό όταν θα έπρεπε να πετάξει για να τον βλέπει να πεθαίνει από δηλητηρίαση από ακτινοβολία+ σε κάποια πτέρυγα νοσοκομείου της Σοβιετικής εποχής. Είχε ξυπνήσει το προηγούμενο βράδυ με αυτό το σενάριο, και είχε μείνει ξύπνια να αναρωτιέται γιατί να το κάνει αυτό για έναν άντρα που τον ήξερε μόνο μέσω του Δικτύου. Αλλά ίσως ήταν ακριβώς επειδή η συναναστροφή τους ήταν ατελής. Η Λίζα ήξερε ότι ήταν το ίδιο πραγματικό προσωπο όπως κι αυτή· κατά κάποιον τρόπο ήταν κοντά. Αλλά δε θα είχαν συναντηθεί πραγματικά μέχρι που θα άγγιζε το χέρι του, και δε μπορούσε να αντέξει τη σκέψη ότι θα τον έχανε προτού συμβεί αυτό.

Θυμωμένα κοίταξε τις σειρές από αριθμούς και έγγραφα, που όλα έδειχναν προς τον Τζάφρεϋ, κανένα τελειωτικά. Όλα αυτά την έκαναν να νιώθει τόσο ανίκανη. Αντί γι' αυτό, γύρισε να παρακολουθήσει την κίνηση του ΤΟΟ.

Το ΤΟΟ είχε σκαρφαλώσει το απότομο χαμηλότερο κομμάτι της σαρκοφάγου και τώρα σκαρφάλωνε με δυσκολία, το ένα χέρι πάνω από το άλλο, προς ένα κόκκινο αποχρωματισμό σε μία πλευρά. Με ένα ξάφνιασμα, η Λιζα αντιλήφθηκε ότι υπήρχαν κάτι ογκώδη αντικείμενα που προεξείχαν εκεί πέρα. Η γωνία της κάμερας έστριβε απότομα και έτρεμε, μετά το ΤΟΟ σταμάτησε για αρκετή ώρα ώστε να ρίξει μια καλή ματιά. Άκουσε το Μέρρικ να βρίζει καθώς συνειδητοποιούσε ότι έβλεπε μουσαμάδες, βαμμένους για να μοιάζουν με το μπετόν της κατασκευής, που είχαν απλωθεί πάνω από κάμποσα πράσινα μεταλλικά ράφια.

Μετά ένας από τους μουσαμάδες εξαφανίστηκε μέσα σε ένα άσπρο σύννεφο. Η κάμερα κουνήθηκε καθώς τα πάντα εξαφανίζονταν σε μια άσπρη αχλή. Μετά-- χιόνια.

«Τί ήταν αυτό;»

«Παναγία μου,» είπε ο Μέρρικ. «Εκτόξευσε.»

Ο Γκεννάντυ πάγωσε. Είχε βγει στο μπαλκόνι για να αφήσει τον Ντεντράνε να συνεχίσει τη δουλειά του. Από εδώ είχε μια έξοχη θέα της σαρκοφάγου, έτσι το ίχνος της τροχιάς της ρουκετας ήταν εμφανές. Σηκώθηκε ίσια ψηλά, μια πορτοκαλί κοψιά στον ουρανό, μετά οριζοντιώθηκε και τράβηξε ίσια καταπάνω του. Μόλις είχε χρόνο να ανοιγοκλείσει τα ματια και να σκεφτεί, στέκομαι ακριβώς δίπλα από τον αναμεταδότη σήματος του ΤΟΟ πριν το ίχνος πηδήξει μπροστά πιο γρήγορα απ' όσο μπορούσε να παρακολουθήσει το μάτι και όλα τα παράθυρα των γειτονικών κτιρίων άστραψαν λαμπρά σαν τον ήλιο.

Η έκρηξη ήταν μια απότομη σφυριά, καμία σχέση με τις βρυχώμενες εκρήξεις που άκουγε στις ταινίες ή στην ΕΠ. Στηριζόταν με την πλάτη του στο μπαλκόνι, τα αυτιά του να βουίζουν, όταν άκουσε το μπαγκ! να αντηχεί από τα άλλα κτίρια και σχεδόν μπορούσε να ακολουθήσει τη διαδρομή του μέσα από την εγκαταλειμένη πόλη, καθώς οι δακτύλιοι του δονούμενου αέρα χτυπούσαν τη μια γειτονιά μετά την άλλη, και γύριζαν πίσω.

Ένας καταρράκτης από σκόνη και χαλίκια έκρυβε τη θέα. Όλα έρχονταν από κάπου μπροστά. Καθώς σηκωνόταν συνειδητοποίησε ότι η έκρηξη είχε γίνει στη σκεπή. Εκεί ήταν που είχε στήσει το μεγάλο πιάτο που ήταν απαραίτητο για την τρφοδοσία δεδομένων του Ντεντράνε.

Ένιωθε το φόβο σαν κρύο που απλωνόταν μέσα από τη στήθος του κάτω στα χέρια του. Έγειρε στο μπαλκόνι που ταλαντευόταν κοιτάζοντας για το δεύτερο ίχνος που θα σηματοδοτούσε τη δεύτερη ρουκέτα. Το πιάτο στη σκεπή ήταν η σύνδεση με το Δίκτυο, ναι· αλλά έδινε το σήμα του εδώ κάτω στον πομπό που ήταν ένα μέτρο αριστερά του Γκεννάντυ, και αυτός ο πομπός ήταν η σύνδεση ελέγχου προς το ΤΟΟ. Ήταν το μοναδικό σήμα τώρα.

Τίποτα δε συνέβη. Καθώς περνούσαν τα δευτερόλεπτα, ο Γκεννάντυ είχε παραλύσει από την αναποφασιστικότητα: στο χρόνο που του έπαιρνε να να σηκωθεί και να γυρίσει και να κανει τρία βήματα, η ρουκέτα μπορεί να ερχόταν πάνω του-- και έπρεπε να τη δει αν ερχόταν.

Δεν ήρθε. Σταδιακά αντιλήφθηκε ότι το στόμα του ήταν ανοιχτό, ο λαιμός του πονούσε από μια κραυγή που δεν είχε καταφέρει να φτάσει από τους πνεύμονές του ως τις φωνητικές χορδές. Ακούμπησε πίσω στους ώμους του, μετά φώναξε «Σκατά!» στο ένα δέκατο της έντασης που πίστευε ότι χρειαζόταν και σκαρφάλωσε ξανά μέσα στο διαμέρισμα.

Είχε μισοκατεβεί τη σκάλα όταν χτύπησε το κινητό. Γαύγισε ένα γέλιο στην πεζή ηχώ, το μόνο ήχο τώρα σ' αυτό το άδειο κτίριο εκτός από το τερέτισμα των βημάτων του. Το άρπαξε από τη ζώνη του. «Τί;»

«Γκεννάντυ! Είσαι εντάξει;»

«Ναι, Λίζα.»

«Ωω, δόξα τω Θεώ! Άκου, πρέπει να φύγεις από κει--»

«Μόλις έφευγα.»

«Πολύ χαίρομαι.»

«Γαμήσου.» Το έκλεισε και έχωσε ξανά το τηλέφωνο στη ζώνη του. Αμέσως ξαναχτύπησε. Ο Γκεννάντυ σταμάτησε, βλαστήμησε, το άρπαξε, σχεδόν πάτησε το πλήκτρο απάντησης. Μετά το πέταξε πάνω από την κουπαστή της σκάλας. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα το άκουσε να χτυπάει στο κεφαλόσκαλο με ένα κρότο.

Το προσπέρασε περνώντας στην είσοδο της πολυκατοικίας και έβγαλε τη μηχανή. Την έβαλε μπροστά και σταμάτησε να κοιτάξει γύρω το θλιβερό, εγκταλελειμένο μέρος στο οποίο παρά λίγο να ζήσει. Το χέρι του στο γκάζι έτρεμε.

Η έκλυση μπορούσε να συμβεί οποιαδήποτε στιγμή. Θα γινόταν μια έκρηξη, ποιός ξέρει πόσο μεγάλη· φαντάστηκε όγκους μπετόν να πετάνε στον αέρα, αποκαλύπτοντας μια βαθειά κόκκινη πληγή στη γη, το αγιάτρευτο έλκος του Τσερνομπίλ. Ένα σύνεφο σκόνης θα σηκωνόταν, θα μπορούσε να το παρακολουθήσει από έξω. Ήσυχο, με λεπτότητα, θα έστρεφε το κεφάλι του προς το Κίεβο, όπως είχε κάνει χρόνια πριν. Σύντομα θα υπήρχαν περισσότερα φαντάσματα στους δρόμους της μεγαλούπολης.

Θα έφευγε. Η Λίζα δε θα του ξαναμιλούσε, και δε θα μπορούσε να περπατήσει στις λεωφόρους του Κιέβου ξανά χωρίς να φανταστεί τον εαυτό του εδώ. Δε θα μπορούσε να κοιτάξει τους επιζώντες της Έκλυσης στο μάτι ξανά. Αλλά θα είχε φύγει.

«Ψεύτη!»

Ο ήχος τον τίναξε. Ο Γκεννάντυ κοίταξε πάνω. Ο Μπογκολιούμποφ, ο αυτο-ανακηρυγμένος φύλακας του Πρίπυατ, περπάτησε με μεγάλα βήματα προς το μέρος του διασχίζοντας τη αυλή, το μαύρο του παλτό να ανεμίζει στη βραδυνή αύρα.

«Ψεύτη,» είπε ξανά ο γέρος.

«Δεν πρόκειται να μείνω,» φώναξε ο Γκεννάντυ.

«Μου είπες ψέμματα.»

Ο Γκεννάντυ τράβηξε το χέρι του από το γκάζι. «Τί;»

«Δουλεύεις για το Ίδρυμα. Ή μήπως είναι ο στρατός! Και να σκεφτείς ότι πίστεψα εκέινη την ιστορία για το ότι είσαι φοιτητής ιατρικής.» Ο Μπογκολιούμποφ σταμάτησε μπροστά στο δρόμο του Γκεννάντυ.

«Κοίτα, δεν έχουμε χρόνο γι' αυτό. Μπορεί να συμβεί κι άλλη έκλυση. Πρέπει να φύγουμε από δω. Πήδα πάνω.»

Τα ματια του Μπογκολιούμποφ άνοιξαν. «Ώστε τον πρόδοσες κι αυτόν. Δεν εκπλήσσομαι.» Έφτυτσε στο χώμα στα πόδια του Γκεννάντυ και έστριψε κι έφυγε. «Δεν πάω πουθενά με σένα.»

«Περίμενε!» Ο Γκεννάντυ κατέβασε το στήριγμα της μηχανής και πρόλαβε το γέρο. «Λυπάμαι. Δεν ήθελα να σε πληγώσω. Ήρθα εδώ εξ αιτίας του δράκου. Πώς μπορούσα να ξέρω ότι δεν ήσουν μπλεγμένος;»

Ο Μπογκολιούμποφ στροβιλίστηκε, βλοσυρός. Έδειχνε να ψάχνει διστακτικά να βρει λόγια. Τελικά, «Η εμπιστοσύνη ήταν λάθος,» ήταν το μόνο που είπε. Σαν η προσπάθεια να του κόστιζε πάρα πολύ, τέντωσε το χέρι του και έσπρωξε το Γκεννάντυ δυνατά στο στήθος. Μετά απομακρύνθηκε γρήγορα.

Ο Γκεννάντυ τον παρακολούθησε να φεύγει, μετά επέστρεψε στη μηχανή. Το κεφάλι του έσφυζε. Έσβησε τη μηχανή και περπάτησε αργά πίσω στην είσοδο της πολυκατοικίας. Σταμάτησε. Περίμενε, κοιτάζοντας τον ουρανο. Και μετά μπήκε μέσα.

«Λισαβέτα συνδέομαι τώρα με το ΤΟΟ.»

«Γκεννάντυ! Τί;» Χαμογέλασε βλοσυρά στην ολοφάνερη έκπληξη στη φωνή της. Αυτή που ήθελε να Ξέρει, είχε αιφνιδιαστεί από αυτόν. Ο Γκεννάντυ είχε συνδέσει το σήμα του κινητού στη διασύνδεση του ΤΟΟ. Θα είχε φωνή, αλλά όχι εικόνα μ' αυτό τον τρόπο.

Ρύθμισε το ακουστικό. «Συνδέομαι τώρα.» Πήρε μια βαθειά ανάσα και χτύπησε το πλήκτρο enter στο πληκτρολόγιό του.

Η όραση κλυδωνίστηκε. Και μετά κοίταζε τον κόκκινο μουσαμά, που ήταν μπερδεμένος στους πεσμένους πασσάλους μιας πράσινης μεταλλικής συστοιχίας. Κάμποσοι μακριοί μεταλλικοί σωλήνες προεξείχαν από αυτήν, όλοι στραμμένοι προς το έδαφος. Μια αχλή σαν εξάτμιση λεωφορείου κρεμόταν πάνω από τα πάντα.

ΤΗ συστοιχία των ρουκετών κουνήθηκε. Ο Γκεννάντυ προσεκτικά έστρεψε το κεφάλι του για να δει τί μπορεί να προκαλούσε την κίνηση. Ακριβώς μπροστά του ήταν το μαύρο, σκουριασμένο πλευρό ενός πράγματος σαν άρμα μάχης με πόδια. Αρκετές ομάδες βραχιόνων κρέμονταν από την κεκλιμένη πρόσοψή του και δύο από αυτά έβγαζαν το ανθεκτικό ύφασμα του μουσαμά από τη σωριασμένη συστοιχία σκίζοντάς το.

«Γκεννάντυ, μίλησέ μου!» Χαμογέλασε ακούγοντας την ανησυχία στη φωνή της. «Πού είσαι;»

«Ο Ντεντράνε είναι εκτός της σύνδεσης, έτσι ανέλαβα το ΤΟΟ. Το έχω στην πλερά της σαρκοφάγου.»

«Αλλά εσύ πού είσαι;»

«Λιζα, άκου. Κάποιος άλλος είναι εδώ. Καταλαβαίνεις; Υπάρχει ένα άλλο ΤΟΟ, και προσπαθεί να φτιάξει τη συστοιχία των ρουκετών.»

«Ο Τζάφρεϋ...»

«Αυτό είναι το όνομά του; Τέλος πάντων.» Ο μαύρος δράκος είχε σχεδόν ξεμπερδέψει το μουσαμά. Αν επιτύγχανε να ξαναευθυγραμμίσει τους ρουκετοσωλήνες, θα είχε ανεμπόδιστη βολή στο μπαλκόνι που τώρα καθόταν ο Γκεννάντυ.

«Με αγνοεί. Νομίζει ότι έφυγα, υποθέτω.» Κοίταξε γύρω, προσπαθώντας να μη γυρίσει το κεφάλι του. Δεν υπήρχε τίποτα προφανές για να χρησιμοποιήσει σαν όπλο-- αλλά το ίδιο το ΤΟΟ του ήταν όπλο, θυμήθηκε. Τίποτα που να συγκρινεται με το ογκώδες, αδέξιο, γκρινιάρικο πράγμα δίπλα του, αλλά συναγονιζόταν και με το παραπάνω--

--τους ρουκετοσωλήνες στους οποίους είχε ορμήξει. Ο Γκεννάντυ αισθάνθηκε ολόκληρη τη δομή να πέφτει από κάτω του, το μέταλλο να σκίζεται. Χτυπούσε εδώ κι εκεί, σκορπίζοντας τους σωλήνες με δυνατά θορυβώδη χτυπήματα, καταλήγοντας στην αμιαντένια πλάτη του κοιτάζοντας προς τα πάνω στα δύο μάτια- προβολείς του μαύρου ΤΟΟ.

Ενεργοποίησε το εξωτερικό μεγάφωνο. «Εδώ δεν είναι η προσωπική σου παιδική χαρά, ξέρεις.»

Δύο τεράστιοι βραχίονες τινάχτηκαν. Κύλησε εκτός της διαδρομής τους. Μέταλλο ούρλιαξε.

Ένας βαθύς βρυχηθμός κούνησε ολόκληρη την πλευρά της σαρκοφάγου. Μπορούσε να δει μικρές σπείρες σκόνης να σηκώνονται από τις τριγωνικές μπετονένιες πλάκες. Ο δράκος είχε πηδήσει, και σπάσει εντελώς το μέρος όπου μόλις ήταν.

Ίσια μπροστά κάτω από το τετράγωνο ενός άλλου γκρίζου μουσαμά που ανέμιζε ο Γκεννάντυ είδε ένα βαθύ μαύρο άνοιγμα στην πλευρά της σακοφάγου. «Το σπίτι σου είναι αυτό;» φώναξε καθώς με σκαρφάλωνε δύσκολα προς αυτό.

«Μείνε μακρυά!» Η φωνή ήταν βαθειά και στεντώρεια, εντελώς τεχνητή.

«Τί ήταν αυτό;» Η Λίζα ήταν ακόμα μαζί του.

«Αυτός πρέπει να ήταν ο Τζάφρεΰ σου. Είναι τσαντισμένος, όπως θα 'λεγαν οι γιάνκηδες.»

«Γιατί το κάνεις αυτό;»

«Λίζα, σκοπεύει να προκαλέσει έκλυση. Το ξέρουμε και οι δύο. Μόνο ένας χαζός δε θα καταλάβαινε ότι ότι υπάρχει υποστηρικτικό σχέδιο στον ερχομό μου εδώ. Αν αποτύχω, θα έρθουν οι τύποι με τα ελικόπτερα, κάνω λάθος; Εσύ κι εγώ το ξέρουμε. Αυτός ο τύπος το ξέρει. Τώρα δεν έχει τίποτα να χάσει. Θα ανατινάξει την κορυφή της σαρκοφάγου.»

«Ο Μέρρικ είναι έτοιμος να στείλει τους άλλους τώρα. Εσύ απλώς φύγε από κει και άσε τους να το χειριστούν.»

«Όχι.» Το τερας ήταν κοντά πίσω του καθώς ο Γκεννάντυ έφτανε στο σκοτεινό άνοιγμα. «Δε μπορώ να το αποφύγω αυτό. Το ξέρεις ότι είναι αλήθεια.»

Μπορεί να είπε «Ωω», και αυτός φαντάστηκε ένα τόνο θλιμένης εγκαρτέρησης σε ο,τιδήποτε είπε, αλλά παραήταν απασχολημένος να προσπαθεί να μπει στον πάτο ενός λάκκου για να το καταλάβει. Ο Γκεννάντυ σταμάτησε μέσα σε μια ομίχλη χιονιού· οι κάμερές του προσαρμόστηκαν στο σκοτάδι έγκαιρα ώστα να δει ένα τεράστιο μαύρο τετράγωνο να παρεμποδίζει το άνοιγμα επάνω και να πέφτει πάνω του.

«Σκατά!» Δε μπορούσε να το αποφύγει αυτή τη φορά. Κάτι βαρύ τον χτύπησε καθώς σηκωνόταν στα πόδια του, τινάζοντάς τον μέσα σ' ένα τοίχο λες κι ήταν φτιαγμένος από ξύλο μπαλσα. Δεν αισθάνθηκε πραγματικά το χτύπημα, αλλά ήταν μια απίστευτα γρήγορη κίνηση σα ταινίας σε γρήγορη κίνηση· η αίσθηση χάθηκε από το το δεξί του χέρι.

Κατάφερε να αποφύγει με πλάγια τούμπα άλλον ένα εμβολισμό. Ο Γκεννάντυ υποχώρησε κάμποσα βήματα και κοίταξε γύρω.

Αυτός ήταν ένα είδος προθαλάμου προς τα απομεινάρια μιας από τις αίθουσες αντιδραστήρα. Κύκλοι φωτός από τα μάτια- προβολείς του δράκου όρμησαν και βούτηξαν μέσα από ένα απίστευτο μπέρδεμα από συστραμμένο μέταλλο και σπασμένο τσιμέντο κάτω από τα χαμηλά κόκκινα δοκάρια της οροφής της σαρκοφάγου. εδώ υπήρχαν πλάκες τοίχου βαμμένες ακόμη πράσινο των ιδρυμάτων, δίπλα από μαυρισμένους μεταλλικούς σωλήνες χοντρούς σαν το σώμα του. Τα συντρίμια έφτιαχναν χοντρικά ένα δακτύλιο γύρω από μια καθαρισμένη περιοχή στο κέντρο. Κι εκεί, το πράγμα που ποτέ στη ζωή του δεν περίμενε να δει, ήταν το ανοιχτό μαύρο στόμα της ίδιας της αισχρότητας.

Ο Τζάφρεϋ, αν ήταν πράγματι αυτός, είχε φτιάξει μια φωλιά στην καλδέρα του Αντιδραστήρα Τέσσερα.

Ο Γκεννάντυ πήδηξε πάνω από το χώρο και πάνω στα χαλάσματα στην άλλη πλευρά. Άρπαξε μία τραβέρσα και τραβήχτηκε πάνω της καθώς ο δράκος μοχθούσε να ακολουθήσει. Όταν άπλωσε και τα δυό χέρια, μόνο ένα εμφανίστηκε και έπιασε το δοκάρι.

«Έλα κάτω,» είπε ο δράκος με το βαθύ μπάσο του που ταρακούνησε τα ίδια τα δοκάρια. Τα λαμπρά μάτια του ήταν καρφωμένα πανω του, μόλις μέτρα πιο κάτω.

«Τι, τρελός είσαι;» είπε, μετανιώνοντας αμέσως την επιλογή των λέξεων.

Ο δράκος ανακάθησε με ένα σεισμικό γδούπο. Έστριψε το μεγάλο μαύρο του κεφάλι, αλλόκοτα σαν αρκούδας καθώς τον κοίταζε.

«Σε παρακολουθούσα,» είπε μετά από ένα μακρύ λεπτό.

Ο Γκεννάντυ υποχώρησε κατά μηκος του δοκαριού.

«Όταν ήμουν αγόρι,» είπε ο δράκος του Πρίπυατ, «έγραψα ένα γράμμα στο Θεό. Και μετά έβαλα το γράμμα μέσα σ' ενα βάζο, και το 'θαψα στον κήπο όσο βαθύτερα μπορούσα. Ποτέ δε σκέφτηκα ότι κάποιος μπορούσε να τα ξεθάψει κάποια μέρα. Σκεφτόμουν, κανείς δε βλέπει το Θεό. Ο Θεός είναι στα κρυμμένα μέρη ανάμεσα στους τοίχους, πίσω μας όταν κοιτάμε από την άλλη πλευρά. Αλλά φύλαξα αυτό το γράμμα μακρυά από τον κόσμο. Ίσως ο Θεός θα περάσει από εκεί και θα το διαβάσει.»

«Γκεννάντυ,» είπε η Λίζα. «Πρέπει να βρεις ποιός είναι αυτός. Δε μπορούμε να κόψουμε το σήμα του Τζάφρεϋ έως ότου έχουμε αποδείξεις ότι είναι αυτός. Μπορείς να με ακούσεις;»

«Σε παρακολουθούσα που περπατούσες τα βράδια,» είπε ο δράκος. «Κοίταζες τα παράθυρα με τον ίδιο τρόπο που που τα κοιτάω κι εγώ. Έβαζες τα χέρια σου πίσω στην πλάτη σου, το κεφάλι κάτω, και ακολουθούσες τις ρωγμές στο πεζοδρόμιο σαν παιδί. Κινιόσουν σα κάποιος που σώθηκε από κατάρα.»

«Σκάσε,» είπε ο Γκεννάντυ.

«Θυμάσαι τις πρώτες φωτογραφίες από το ατύχημα; Θυμάσαι την εικόνα της στέγης αυτού του μέρους; Μια απλή στέγη, εμφανώς κατεστραμμένη από κάποιο είδος έκρηξης. Αλλά, παρ' όλ' αυτά, μια στέγη όπου μπορούσες να σταθείς και να κοιτάξεις έξω. Μόνο που δε μπορούσες. Κανείς δε μπορούσε. Αυτή ο στέγη ήταν το πρώτο μέρος που είχα δει που πραγματικά είχε αφαιρεθεί από τον κόσμο. Ένα μέρος που κανείς δε μπορούσε να πάει ή που ποτέ δε θα πήγαινε. Το να σταθεί εκεί έστω και για μια στιγμή ήταν θάνατος. Θυμάσαι;»

«Ήμουν πολύ νέος,» είπε ο Γκεννάντυ.

«Ωραία,» είπε η Λίζα. «Ξέρουμε ότι είναι αρκετά μεγάλος ώστε να θυμάται το 1986. Κάνε τον να συνεχίσει να μιλάει.»

Ο Γκεννάντυ κατσούφιασε, ευχόμενος το ΤΟΟ να μπορούσε να μεταφέρει την έκφραση.

«Αργότερα το θυμήθηκα αυτό,» είπε ο δράκος. «Όταν δε μπορούσα πλεον να ζήσω σαν άτομο στην κοινωνία των ανθρώπων. Θυμάσαι τους τρεις παίδες στη Βίβλο που τους πέταξαν στο καμίνι και επέζησαν; Ωω, έπρεπε να το κάνω αυτό. Να ζήσω μέσα σε ένα καμίνι. Ξέρεις τί εννοώ, έτσι δεν είναι;»

Ο Γκεννάντυ σύρθηκε πίσω κατά μήκος του δοκαριού. Το φρικτό ήταν ότι πράγματι ήξερε. Δε θα μπορούσε να το εξηγήσει, αλλά τα λόγια του δράκου τον χτυπούσαν βαθειά, πληγώνοντάς τον πολύ περισσότερο από όσο τα μεταλλικά του χέρια.

«Κοίτα λοιπόν.» Ο Δράκος ένευσε πίσω του στο λάκκο. Είχε τακτοποιήσει μερικές καρέκλες και ένα τραπέζι γύρω από το μαύρο κρατήρα. Μια μπουκάλα στο τραπέζι είχε ένα κλαδάκι αγριολούλουδα. Υπήρχαν κι άλλα έπιπλα, είδε τώρα ο Γκεννάντυ-- ντουλάπες αρχειοθέτησης, ράφια βιβλίων, και ναι, βιβλία παντού. Αυτό το τέρας δεν επισκεπτόταν απλώς το μέρος· ζούσε εδώ.

Είδε και κάτι άλλο, επίσης. Στην πλάτη του δράκου, κάτω από ένα σταυρό από λυγισμένες δοκούς, υπήρχε ένα μικρό δορυφορικό πιάτο. Αυτό έστριβε και περιστρεφόταν σαν τρελό για να κρατήσει την εστιασή του σε κάποιο μακρυνό σημείο στους ουρανούς.

«Λίζα, είναι απ΄ευθείας συνδεμένος με το δράκο. Χωρίς αναμεταδότες.»

«Είναι πρόβλημα αυτό;»

«Και βέβαια είναι πρόβλημα! Δε μπορώ να το σταματήσω τραβώντας τίποτα φις.»

«Εσύ κι εγώ είχαμε την ίδια φιλοδοξία,» έλεγε ο δράκος στο Γκεννάντυ. «Να ζήσουμε σε έναν αόρατο κόσμο, να επισκευτούμε το μέρος που δε μπορείς να επισκευτείς. Μόνο που εγώ αναγκάστηκα να το κάνω. Εσύ είσαι υγιής, μπορείς να περπατήσεις. Τί σε έκανε να έρθεις εδώ;»

«Μη,» είπε ο Γκεννάντυ.

Οι προβολείς τον βήκαν και τον κάρφωσαν ξανά. «Τί σε πλήγωσε;» ρώτησε ο δράκος.

Ο Γκεννάντυ σφύριξε «Δεν είναι δική σου δουλειά.»

Ο δράκος ήταν τώρα τελείως ακίνητος. «Είναι τόσο δυνατό που δε μπορείς ποτέ να το παραδεχτείς; πες μου-- αν σου έλεγα ότι θα κυνηγούσα το σώμα σου και θα σε σκότωνα τώρα εκτός κι αν μου έλεγες γιατί ήρθες εδώ-- θα μου έλεγες;»

Ο Γκεννάντυ δε μπορούσε να απαντήσει.

Ο δράκος σηκώθηκε στα πόδια του. «Δεν ξέρεις καν τί έχεις!» βρυχήθηκε. «Μπορείς να περπατήσεις. Μπορείς ακόμα να κάνεις έρωτα-- πραγματικά, όχι μόνο σε κάποια προσομοίωση. Και τολμάς να έρθεις εδώ και να πάρεις το μοναδικό πράγμα που μου έχει απομείνει;»

Ο Γκεννάντυ έχασε το πιάσιμό του στο δοκάρι και έπεσε. Ένα ράφι βιβλίων διαλύθηκε από κάτω του.

Ο δράκος υψώθηκε από πάνω του. «Δε μπορείς να ζήσεις εδώ,» είπε. «Είσαι απλώς ένας τουρίστας.»

Περίμενε ένα χτύπημα που θα διέλυε τη σύνδεσή του, αλλά δεν ήρθε. Αντί γι' αυτό το τέρας πέρασε από πάνω του πηγαίνοντας προς την έξοδο.

«Μπορώ να τρέξω γρηγορότερα από τη μικρή σου μοτοσικλέτα,» είπε. Μετά έφυγε, προς το φρεάτιο της εισόδου.

Ο Γκεννάντυ προσπάθησε να σηκωθεί. Ένα από τα πόδια του ήταν σπασμένο. Μονοπόδαρος, μονόχειρας, δεν υπήρχε τρόπος να βγει από εδώ.

«Γκεννάντυ,» είπε η Λίζα. «Τί συμβαίνει;»

«Έφυγε,» είπε ο Γκεννάντυ. «Πήγε να με σκοτώσει.»

«Κόψε τη σύνδεση. Φύγε. Μπορείς να φτάσεις στη μοτοσικλέτα πριν σε πιάσει, δε μπορείς;»

«Ίσως. Δεν είναι αυτό το ζήτημα.»

«Τί εννοείς;»

Σηκώθηκε στον καλό του ώμο. «Δεν έχουμε την απόδειξή μας και δεν ξέρουμε αν υπάρχει διακόπτης του νεκρού. Όταν τελειώσει μαζί μου απλώς θα ξαναγυρίσει εδώ και θα σκίσει την οροφή. Οι κομμάντο του Μέρρικ είναι στο δρόμο;»

«Ναι.»

«Ίσως μπορούν να τον σταματήσουν. Αλλά δε θα βασιζόμουνα σ' αυτό.»

«Τί λες;»

«Είμαι στο λημέρι του.Ίσως μπορώ να βρω ότι χρειαζόμαστε πριν με πιάσει.»

Για μια στιγμή η ανάσα της ακούστηκε βαρειά στο αυτί του, χωρίς να σχηματίζει λέξεις. Ο Γκεννάντυ είπε στον εαυτό του ότι αυτός, σε αντίθεση, δεν αισθανόταν τίποτα. Είχε χάσει, τελείως. Στ' αλήθεια δεν είχε σημασία τί θα έκανε τώρα, οπότε θα μπορούσε έτσι κι αλλιώς να κάνει το σωστό.

Έπιασε δουλειά να ελέγξει το φτωχικό θησαυρό του δράκου.

«Μίλα μου,» του είπε. Η Λίζα καθόταν καμπουριασμένη πάνω από το τραπέζι εργασίας της, έξω από το Δίκτυο, το ένα χέρι να κρατάει το ξύλο σα να ήθελε να συγκρατηθεί. Όλες οι οθόνες της ήταν ενεργές, τροφοδοτώντας ελέγχους κατάστασης από τους χάκερς που είχε προσλάβει, τους ανθρώπους του Μέρρικ και όλο το αρχειακό υλικό για το Τζάφρεϋ που μπόρεσε να βρει.

«Δεν υπάρχουν βόμβες εδώ,» είπε. Η φωνή του ήταν άτονη. «Αλλά υπάρχουν τρεις φορητές γεννήτριες και βαρέλια καυσίμων. Είναι κοντά στο φρεάτιο εισόδου. Υποθέτω ότι ο δράκος θα μπορούσε να τα ανατινάξει. Δε θα ήταν καμιά μεγάλη έκρηξη, αλλά η πυρκαϊά θα μπορούσε να προκαλέσει έκλυση, ξέρεις.»

«Τί άλλο υπάρχει εκεί; Τίποτα που θα μπορούσε να μας πει ποιός είναι;»

«Ναι-- ντουλάπες αρχειοθέτησης.» Αυτό ήταν το μόνο που είπε για σχεδόν ένα λεπτό.

«Τί γίνεται μ' αυτές;» ρώτησε τελικά.

«Μόλις τώρα τις φτάνω.--» Άλλη μια παύση. «Τις έριξα κάτω,» είπε. «Ψάχνω...χαρτιά στις στάχτες. Τί διάολο είναι αυτά;»

«Είναι στα Αγγλικά ή στα Ρωσικά;»

«Κια στα δύο! Δείχνουν σαν πρακτικά από την Έκλυση. Αρχειακό υλικό. Φωτογραφίες.»

«Είναι καμία του Τζάφρεϋ;»

«Λίζα,» είπε απότομα, «είναι σκοτεινά, η σύνδεσή μου είναι χάλια και είδα μόνο τη μία φωτογραφία που μου 'δειξες. Πώς στο όνομα του Θεού να ξέρω;»

«Κάτι πρέπει να υπάρχει!»

«Είμαι σίγουρος ότι υπάρχει,» είπε. «Αλλά δεν έχω χρόνο να το βρω τώρα.»

Κοίταξε το ρολόι της. Ο δράκος είχε φύγει πριν πέντε λεπτά. Ήταν αυτός αρκετός χρόνος για να φτάσει στο κτίριο του Γκεννάντυ;

«Μα πρέπει να βεβαιωθούμε!»

«Το ξέρω ότι πρέπει,» είπε σιγά. «Θα συνεχίσω να ψάχνω.»

Η Λίζα κάθησε αναπαυτικά. Όλα της φαίνονταν ήσυχα και ακίνητα ξαφνικά· η βαθειά νύχτα είχε καταπιεί τους συνηθισμένους θόρυβους της πόλης.Τα δωμάτιά της ήταν ήσυχα και το ίδιο ήταν και οι οθόνες της. Ο Γκεννάντυ μουρμούριζε αδύναμα στο αυτί της, αυτό ήταν όλο.

Ποτέ δεν ενεργούσε χωρίς σίγουρη γνώση. Ήταν αυτό πάνω στο οποίο είχε οικοδομήσει τη ζωή της. Η Λίζα πάντα αισθανόταν ότι, όταν ερχόταν μια στιγμή μιας τρομερής απόφασης, θα μπορούσε να κάνει τη σωστή επιλογή επειδή πάντα είχε όλα τα στοιχεία. Και τώρα η στιγμή ήταν εδώ. Και δεν ήξερε.

Ο Γκεννάντυ περιέγραφε τί έβλεπε καθώς γύριζε τούτο, μετά εκείνο το χαρτί ή βιβλίο. Δεν έβγαζε πουθενά.

Γύρισε στη γραμμή της τη συνδεμένη με τις Η.Π.Α.. Ο τύπος του FBI που ατυχώς είχε την πρωινή βάρδια στην Ασφάλεια NCSA ανακάθισε σβέλτα καθώς έφτανε η κλήση της.

Η Λίζα πήρε μια βαθειά αναπνοή και είπε τις λέξεις που μπορεί να της κόστιζαν την καριέρα της. «Έχουμε τις αποδείξεις μας. Είναι σίγουρα ο Τζάφρεϋ. Κλείστε τον.»

Ανακούφιση διαπότισε τον Γκεννάντυ όταν του το είπε. «Ώστε είμαι ασφαλής.»

Η φωνή της ήταν σφιγμένη. «Έδωσα τις εντολές. Θα πάρει κάποια ώρα.»

«Τι; Πόση;»

«Δευτερόλεπτα, λεπτά-- πρέπει να φύγεις από εκεί τώρα.»

«Ωω Θεέ μου Λίζα, νόμιζα ότι θα γινόταν στιγμιαία.»

Ο Γκεννάντυ αισθάνθηκε το πάτωμα να τρέμει από κάτω του. Τίποτα δεν είχε κινηθεί στο λημέρι της σαρκοφάγου.

«Τώρα!» Σχεδόν το φώναξε. «Φύγε τώρα!»

Έβγαλε απότομα το κράνος σύνδεσης: ένα σπρανγκ από θόρυβο πριν τον προφτάσει η πραγματικότητα. Θλιβερή ταπετσαρία, μουχλιασμένο χαλί. Και βροντές στο κτίριο.

Ο Γκεννάντυ δίστασε στην πόρτα, μετά βγήκε στο διάδρομο. Φως από μέσα φώτιζε το στενό χώρο αμυδρά-- αλλά ήταν πολύ αργά να πάει να σβήσει τη λάμπα. Από την κατεύθυνση της σκάλας ερχόταν μια βαθειά δόνηση και ένας μανιακός βρυχηθμός που τέτοιον είχε ακούσει μόνο άλλη μια φορά όταν στεκόταν δίπλα από ένα παλιό άρμα μάχης Τ35 που μάρσαρε για να σκαρφαλώσει σε ένα εμπόδιο σε ένα πανηγύρι. Διακοπτώμενοι γδούποι τίναζαν τη σκόνη του ταβανιού στους ώμους του Γκεννάντυ· τιναζόταν με κάθε θυμωμένη σύγκρουση.

Ο Γκεννάντυ έκλεισε την πόρτα και μετά η άκρη του διαδρόμου εξερράγη. Στο σκοτάδι πρόλαβε μια μπερδεμένη εντύπωση από γυψοσανίδες που άνοιγαν να ορμούν προς αυτόν, συνοδευόμενες από μια πνοή μαύρης σκόνης. Ο θόρυβος έπνιξε την ακοή του. Μετά τα μάτια του Τζάφρεϋ έλαμψαν γεμάτα ζωή στο ύψος του ταβανιού.

Παραήταν μεγάλος για να χωρέσει στο διάδρομο-- μεγάλος σα φορτηγό. Έτσι ο Τζάφρεϋ γκρέμιζε το διάδρομο καθώς ερχόταν, απλώς σαρώνοντας τους τοίχους με τους τετράγωνους σιδερένιους βραχίονές του, σφηνώνοντας το επίπεδο σώμα του ανάμεσα σε πάτωμα και οροφή. Οι ακτίνες των ματιών αλογόνου του ποτέ δε τρεμούλιασαν στο να κρατάνε το Γκεννάντυ όπως ερχόταν.

Μέσα στο διαμέρισμα ξανά. Ο δείκτης στο μετρητή Γκάιγκερ κινούνταν τρελά, αλλά ο ήχος του είχε χαθεί τώρα στη βροντή. Τα παράθυρα θρυμματίστηκαν στιγμιαία. Ο Γκεννάντυ έβαλε τα χέρια του πάνω από τα αυτιά του και υποχώρησε στην πόρτα του μπαλκονιού.

Ο Τζάφρεϋ αφαίρεσε τον τοίχο. Τα μάτια του περιπλανήθηκαν πάνω από τα στοιχεία των σχεδίων του Γκεννάντυ-- τις επιπλέον προμήθειες τροφής, το περίπλοκο στήσιμο του υπολογιστή, τον εξοπλισμό καθαρισμού και φιλτραρίσματος. Μια βαθειά και επίπονη ντροπή ξεδιπλώθηκε μέσα στο Γκεννάντυ κα μ' αυτό ο φόβος του έγινε θυμός.

«Πιάσε με αν μπορείς, σακάτη!» φώναξε. Ο Γκεννάντυ πήδηξε στο μπαλκόνι , έβαλε το ένα πόδι στο κάγκελο και ωθώντας τον εαυτό του, έπιασε το κάγκελο του μπαλκονιού ένα όροφο παραπάνω. Τράβηξε τον εαυτό του πάνω χωρίς να δίνει σημασία στον πόνο που διέτρεξε τους ώμους του.

Ο Τζάφρεϋ έσκασε μέσα από τον τοίχο από κάτω, και καθώς ο Γκεννάντυ κλωτσούσε την κλειδωμένη από τον καιρό πόρτα αισθάνθηκε το μπαλκόνι από κάτω του να κυματίζει και να γέρνει.

Η πόρτα δε σάλευε. Τα δύο μεγαλύτερα χέρια του Τζάφρεϋ ήταν σφιγμένα στο μπετονένιο μπλοκ του μπαλκονιού. Με μοχθηρά τραβήγματα το έβγακε από τον τοίχο.

Ο Γκεννάντυ πήδηξε στο κάγκελο. Δροσερός νυχτερινός αέρας πέρασε με μια ανατάραξη και το μάτι του πήρε στα γρήγορα το σκοτεινό έδαφος μακρυά κάτω, και μια φευγαλέα θέα από άδειες, μαύρες πολυκατοικίες. Είχε σκοπό να πηδήξει στο επόμενο μπαλκόνι από πάνω, αλλά η όλη πλατφόρμα λάσκαρε καθώς προσπαθούσε. Χτυπώντας εδώ κι εκεί, προσπάθησε αντί γι αυτό ένα πλάγιο πήδημα. Οι βραχίονές του βρόντηξαν στο μεταλλικό κάγκελο του διπλανού μπαλκονιού.

Άκουσε τον Τζάφρεϋ να γελάει. Η πλατφόρμα ήταν ήδη χαλαρή, τα μπουλόνια της σκουριασμένα μέχρι το σπείρωμα. Καθώς τραβούσε τον εαυτό του, ο Τζάφρεϋ πέταξε το άλλο μπετονένιο μπλοκ μέσα στη νύχτα και άπλωσε το χέρι του για να τον πιάσει.

Δε μπόρεσε να περάσει έγκαιρα το κάγκελο, αλλά ο Τζάφρεϋ αστόχησε, οι κύλινδροι των δακτύλων του έπιασαν το ίδιο το κάγκελο. Ο Τζάφρεϋ τράβηξε.

Ο Γκεννάντυ κύλησε πάνω από την κορφή του κάγκελου. Καθώς προσγειωνόταν στο κινούμενο μπετόν είδε τον Τζάφρεϋ. Ο δράκος ήταν μισοέξω, δύο μεγάλα σκέλη να τον κρατάνε κόντρα στο πρέκι του χαμηλότερου ορόφου. Ζοριζόταν και μόνο για να φτάσει τόσο μακρυά και τα δάχτυλά του ήταν τώρα εντελώς μπερδεμένα στα λυγισμένα μεταλλικά δοκάρια του κάγκελου.

Ο Γκεννάντυ άρπαξε το πόμολο καθώς το μπαλκόνι άρχισε να υποχωρεί. «Άλλη μία, μπάσταρδε,» φώναξε και επίτηδες κινήθηκε ώστε να τον φτάνει το χέρι, που όλο τεντωνόταν.

Ο Τζάφρεϋ κινήθηκε απότομα προς τα μπρος, με τα δάχτυλα να μαζεύουν το υπόλοιπο μέταλλο σε κόμπο. Τα στηρίγματα του μπαλκονιού έσπασαν με έναν ήχο σα πυροβολισμοί και έπεσε φεύγοντας από κάτω από το Γκεννάντυ.

Κρατήθηκε από το πόμολο, φωνάζοντας καθώς έβλεπε το μπαλκόνι να πέφτει και τον Τζάφρεϋ να προσπαθεί πολύ αργά να το αφήσει. Το λυγισμένο μέταλλο κράτησε τη μαύρη του παλάμη και για μια στιγμή παράπαιε στην άκρη- άκρη. Μετά οι τοίχοι που είχε αγκαλιάσει με τα πόδια του υποχώρησαν και ο δράκος του Πρίπυατ έπεσε στο νυχτερινό αέρα και εξαφανίστηκε στιγμιαία για να επανεμφανιστεί σε μια λαμπρή πορτοκαλιά λάμψη καθώς χτυπούσε στο έδαφος. Κυματιστές εκρήξεις έπαιξαν ξανά στους δρόμους της νεκρής πόλης.

Το πόμολο γύρισε κάτω από το χέρι του Γκεννάντυ και η πόρτα άνοιξε από μόνη της-- προς τα έξω.

Προσπαθώντας να βλαστημήσει και να γελάσει, ακούγοντας τρελή δυσπιστία στη φωνή του, ταλαντώθηκε σαν εκκρεμές για μερικά μακρυά δευτερόλεπτα, μετά μπήκε μέσα. Έμεινε ξαπλωμένος μπρούμητα στο χαλί κάποιου αγνώστου, αναπνέοντας το μπαγιάτικο αέρα και κλαίγοντας από ανακούφιση.

Μετά σηκώθηκε, αισθανόμενος πόνο αλλά καθόλου άλλο συναίσθημα πλέον. Ο Γκεννάντυ βγήκε από το διαμέρισμα και πήγε κάτω για να συνεχίσει τη ζωή του.

Η Λίζα έμεινε ξύπνια όλη νύχτα, περιμένοντας νέα. Οι κομμάντος είχαν μπει και είχαν βρει την παραβιασμένη σαρκοφάγο και το σώμα του δράκου. Δεν είχαν βρει το Γκεννάντυ, αλλά δεν είχαν βρει ούτε τη μηχανή του.

Όταν το FBI έκοψε το σήμα του Τζάφρεϋ, η τροφοδότηση του δράκου είχε πράγματι σταματήσει. Είχαν μπει στο οχυρό του λεπτά αργότερα και τον είχαν συλλάβει στο κρεβάτι του.

Έτσι η καριέρα της ήταν ασφαλής. Δεν την ένοιαζε· εξακολουθούσε να είναι η χειρότερη κατάσταση που θα μπορούσε να είχε φανταστεί. Το να είναι νεκρός ο Γκεννάντυ ήταν κάτι. Το να μην ξέρει ήταν αβάσταχτο. Η Λίζα έκλαψε στις τέσσερεις τα ξημερώματα όρθια στην κουζίνα της ανακατεύοντας ζεστό γάλα, ενώ το ράδιο έπαιζε κάτι μπαρόκ και αταίριαστα κεφάτο. Κοίταζε με τα θολωμένα μάτια της τα φώτα της πόλης, αισθανόμενη περισσότερο μόνη από όσο θα μπορούσε να είχε προετοιμαστεί.

Ήταν κάπου στο μέσο του πρωινού όταν τηλεφώνησε ο Γκεννάντυ. Η μοναξιά της δεν εξαφανίστηκε με τον ήχο της φωνής του. Άρχισε να κλαίει ξανά μόλις τον άκουσε να λέει το όνομά της. «Είσαι πραγματικά εντάξει;»

«Είμαι μια χαρά. Σε ένα βενζινάδικο κοντά στο Κίεβο. Δεν είχα όρεξη να μείνω για να δώσω αναφορά, ξέρεις. Λυπάμαι που έχασα το κινητό, θα είχα τηλεφωνήσει νωρίτερα.» Υπήρχε μια διστακτικότητα στη φωνή του, σα να μην της τα έλεγε όλα.

«Ο Μέρρικ λέει ότι δεν έγινε έκλυση. Δέχτηκες ακτινοβολία;»

«Όχι πολύ. Γύρω στα δέκα πακέτα, υποθέτω.» Παρά την κατάστασή της γέλασε με την ορολογία του. Τον άκουσε να καθαρίζει το λαιμό του και περίμενε. Αλλά δεν είπε τίποτα άλλο.

Κράτησε το τηλέφωνο στο αυτί της και κοίταξε τριγύρω στο διαμέρισμα. Άδειο, εκτός από αυτήν. Η Λίζα αισθάνθηκε μια θλίψη σαν εξάντληση, μια βαθειά εξασθένηση από το λαιμό και το στομάχι της. «Είσαι μόνο μια φωνή,» είπε, μη γνωρίζοντας ούτε αυτή τί εννούσε. «Μόνο μια φωνή στο τηλέφωνο.»

«Το ξέρω.» Σκόυπισε τα μάτια της. Πώς μπορούσε να ξέρει τί εννοούσε, όταν δεν ήξερε αυτή;

«Κοίτα,» είπε αυτός. «Δε μπορώ να συνεχίσω έτσι.» Η φωνή του έσβησε λίγο με τις ιδιοτροπίες της γραμμής. «Δε δουλεύει.»

«Τί δε δουλεύει, Γκεννάντυ;»

«Η-- η ζωή μου όλη.» Άκουσε τη διστακτική εισπνοή ξανά. «Δε μπορώ να ελέγξω τίποτα. Είναι... πέρα από τις δυνάμεις μου.»

Ήταν έκπληκτη. «Μα τα κατάφερες. Μας έπιασες τον Τζάφρεϋ.»

«Ναι, ξέρεις...» Η φωνή του είχε ένα ενσυνείδητο χιούμορ τώρα. «Το χέρι σου ήταν που ακούμπαγε στο διακόπτη. Εγώ απλώς τον κρατούσα απασχολημένο για σένα. Δεν έχει σημασία. Δεν ξέρω τί να κάνω.»

«Τί εννοείς;»

«Απλά δε μπορώ να επιστρέψω στο Κίεβο. Να κάθομαι εδώ κι εκεί στο διαμέρισμα. Να συνδέομαι στο Δίκτυο. Δεν είναι αρκετό.»

«Δε χρειάζεται να το κάνεις,» είπε. «Έχεις χρήματα τώρα. Θα σιγουρευώ ότι ο Μέρρικ θα εξηγηθεί σωστά.»

«Ναι. Ξέρεις...έχω σίγουρα αρκετά για διακοπές, υπολογίζω.»

Η Λίζα ξάπλωσε στην καρέκλα του γραφείου της. Έπαιξε νευρικά με μια τούφα από τα μαλλιά της. «Ναι; Και πού θα πήγαινες;»

«Ωω, Στο Λονδίνο, ίσως;»

Γέλασε. «Ω, ναι! Ναι, σε παρακαλώ έλα.»

«Αχ.» Η ντροπαλοσύνη του ήταν ένα τόσο καινούριο πράγμα, και γοητευτικό-- αλλά δεν υποχωρούσε στην ασφάλεια του Δικτύου αυτή τη φορά. «Ένας όρος;» τόλμησε.

«Ναι;»

«Μη μου κάνεις πάρα πολλές ερωτήσεις.»

Για μια στιγμή την έπιασε μια παλιά αγανάκτηση. Αλλά αναγνώρισε ότι αυτός είχε ανασφάλεια. «Εντάξει Γκεννάντυ. Εσύ θα μου πεις ό,τι θέλεις να μου πεις και εγώ θα σου δείξω την πόλη.»

«Και τον Πύργο; Πάντα ήθελα να δω τον Πύργο.»

Γέλασε ξανά. «Το καταλαβαίνω. Αλλά θα πάμε μόνο μια φορά, εντάξει; Όχι άλλα κάστρα για σένα μετά από αυτό. Το υπόσχεσαι;»

«Το υπόσχομαι.»


Ο Karl Schroeder γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Μπράντον της Μανιτόμπα. Μετακόμισε στο Τορόντο το 1986 και εργάζεται και γράφει εκεί από τότε. Το πρώτο του μυθιστόρημα, γραμμένο μαζί με τον David Nickle, είναι το The Claus Effect, το οποίο διατίθεται από τον εκδοτικό οίκο Tesseract Books. Το δευτερό του, Ventus, έχει εκδοθεί απο την Tor Books την Άνοιξη του 2000. Ο Καρλ εργάζεται πάνω σε ένα νέο μυθιστόρημα και έναν ολόκληρο νέο σύμπαν που το συνοδεύει.

Περισσότερες και πιό φρέσκες πληροφορίες μπορούν να βρεθούν στην ιστοσελίδα του συγραφέα: http://www.kschroeder.com.

Το διήγημα «The Dragon of Pripyat» είναι από τη συλλογή Tesseracts8 του 1999.


Μετάφραση: Αλέξανδρος Γιοχάλας, 200309281413.

AlxUnderNet :-) 42, agioxzzz@zzzfreemailzzz.gr (αφαιρέστε τα τριπλά z!)