ΤΟ ΖΙΡΝ ΕΜΕΙΝΕ ΑΦΡΟΥΡΗΤΟ,
ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΖΕΓΚΙΓΚ ΦΛΕΓΕΤΑΙ,
Ο ΤΖΩΝ ΓΟΥΕΣΤΕΡΛΥ ΝΕΚΡΟΣ

υπό Ρόμπερτ Σέκλεϋ.
Μετάφραση : Μάντης Γιώργος

Το δελτίο ειδήσεων ήρθε μαύρο από το φόβο του.
"Κάποιος χορεύει πάνω στους τάφους μας", είπε ο Καρλομάγνος. Το βλέμμα του περιέλαβε όλη τη Γη. "Θα γίνει ένα απίθανο μαυσωλείο".
 
 
"Τα λόγια σου ηχούν παράξενα", είπε εκείνη. "Παρ' όλα αυτά κάτι υπάρχει στον τρόπο που μιλάς που μ' αρέσει... Έλα κοντά μου, ξένε και ξεκαθάρισε τη θέση σου".
 
 
Οπισθοχώρησα και τράβηξα το σπαθί μου απο τη θήκη του. Πίσω μου άκουσα ενα μεταλλικό σφύριγμα. Ο Οκπέτις Μαρν είχε τραβήξει κι αυτός το δικό του και τώρα στεκόμασταν κι οι δυό, πλάτη με πλάτη, καθώς πλησίαζε η ορδή των βαρβάρων Μεγκένθ.
 
"Τώρα θα πουλήσουμε ακριβά τα τομάρια μας, φίλε Τζων Γουέστερλυ", είπε ο Οκπέτις Μαρν με τη χαρακτηριστική φιδίσια σφυρικτή φωνή της φυλής του, των Μνεριάν.
 
"Να 'σαι σίγουρος γι' αυτό", απάντησα. "Πολλές χήρες θα χορέψουν σήμερα το χορό Πασσαγκέκην πριν νυχτώσει".
 
Έγνεψε καταφατικά. "Και μερικοί απαρηγόρητοι πατεράδες θα κάνουν χαρακίρι μπροστά στο βωμό του Θεού Χειριστού".
 
Γελάσαμε σαρκαστικά και οι δυό, καθένας με τα λόγια του άλλου. Παρ' όλα αυτά τα πράγματα δεν ήταν καθόλου για γέλια. Οι Μεγκένθ, αυτά τα κτήνη, προχωρούσαν σιγά αλλά σταθερά, χωρίς δισταγμό, πάνω στην πρασινοκόκκινη χλόη. Είχαν τραβήξει τα ράφτιι τους, αυτά τα μακριά, καμπυλωτά, διχαλωτά χαντζάρια τους, που είχαν σπείρει τον τρόμο ακόμη και στους πιο απομεμακρυσμένους πλανήτες του πολιτισμένου Γαλαξία μας. Τους περιμέναμε.
 
Το σπαθί του πρώτου διασταυρώθηκε με το δικό μου. Απέφυγα το δεύτερο χτυπημα του και με μιά βουτιά τον αποκεφάλισα. Ετοιμάστηκα για τον επόμενο. Δυό απ' αυτούς ήρθαν κατ' απάνω μου αυτή τη φορά. Άκουσα τη σφυρικτή αναπνοή του Οκπέτις καθώς πετσόκοβε τους δικούς του. Γελοίοι σαν αντίπαλοι, αλλά εκατοντάδες χιλιάδες.
 
Δεν είχαμε καμμιά ελπίδα.
 
Από τη σκέψη μου πέρασαν όλα τα προηγούμενα γεγονότα που είχαν σαν κατάληξη αυτή τη σφαγή. Σκέφθηκα τις πόλεις της Γήινης Πλειοψηφίας, των οποίων η ύπαρξη εξαρτιόταν απο την έκβαση αυτής της μάχης. Δυό εναντίον εκατοντάδων χιλιάδων. Δεν ήταν αδικία;
 
Σκέφθηκα ένα φθινόπωρο που είχα περάσει στο Καρκασσόνε, στην πόλη Κουφάρι, ένα χλωμό πρωινό στο Σάσκατουν, μιά βροχούλα στο χρώμα του ατσαλιού στους Μαύρους Λόφους του Σατανά. Όλα αυτά θα τέλειωναν τώρα;
 
Όχι βέβαια. Αλλά ... ίσως και ναι ... Γιατί άραγε; ... Τί πήγε στραβά, γαμότο;
 
 
Είπαμε στον Μεγάλο Κομπιούτερ. "Αυτά είναι τα δεδομένα, αυτοί είναι οι συντελεστές, αυτή είναι η παρούσα κατάσταση. Κάνε μας τη χάρη να λύσεις το πρόβλημά μας και να σώσεις τις ζωές μας και τη Γη."
 
Ο Κομπιούτερ υπολόγισε και μετά απάντησε. "Αυτό το πρόβλημα είναι άλυτο."
 
Και τί πρέπει να γίνει για να σώσουμε τη Γη από τη Καταστροφή;"
 
"Δεν θα τη σώσετε", είπε ο Κομπιούτερ.
 
Φύγαμε λυπημένοι. Και τότε είπε ο Τζένκινς. "Τί διάβολο, θα πιστέψουμε τώρα έναν βρωμοκομπιούτερ;"
 
 
Το τελευταίο μας γέμισε χαρά και αναπτέρωσε το ηθικό μας. Αποφασίσαμε να ζητήσουμε τη γνώμη και άλλων.
 
 
Η τσιγγάνα γύρισε το χαρτί. Έδειξε την Ώρα της Κρίσεως. Φύγαμε λυπημένοι. Μετά ο Μάγιερς είπε. "Τί διάβολο, θα πιστέψουμε τώρα μιά βρωμογύφτισσα;"
 
 
Το τελευταίο μας γέμισε χαρά και εξύψωσε το ηθικό μας. Αποφασίσαμε να ζητήσουμε τη γνώμη και άλλων.
 
 
"Το είπες κι ο ίδιος". Ένα κατακόκκινο λουλούδι σαν αίμα στο μέτωπό του. "Με κοίταξες παράξενα, ξένε. Σκέπτομαι αν πρέπει να σ' αγαπήσω."
 
 
Όλα άρχισαν τόσο ξαφνικά. Τα σαυροειδή υπάνθρωπα όντα, οι Μεγκένθ, αυτά τα κτήνη, σε αδράνεια τόσα εκατομμύρια χρόνια, άρχισαν ξαφνικά να εξαπλώνονται χάρις στο θαυματουργό φαρμακοβότανο που τους έδωσε ο Τσαρλς Έγκστρομ, ο ψυχοπαθής τηλέπαθος. Ο Τζων Γουέστερλυ ανακλήθηκε βιαστικά από τη μυστική αποστολή του στον αστεροειδή Άργκος ΙΙ. Ο Γουέστερλυ είχε την ατυχία να υλοποιηθεί μέσα σ' ένα δακτύλιο Μαύρης Δύναμης. Τον πρόδωσε - χωρίς να το θέλει βέβαια – ο καλύτερος φίλος του, ο Οκπέτις Μαρν, ο Μνεριάν, ο οποίος - χωρίς να το ξέρει ο Γουέστερλυ βέβαια - είχε παγιδευτεί στον Διάδρομο των Ολισθαινόντων Καθρεφτών και του είχε πάρει τα μυαλά ο Σάνθις, ο αρχηγός της Λεγεώνας της Διαστρεβλωτικής Εντροπίας. Αυτό ήταν το τέλος του ήρωα Γουέστερλυ και η αρχή του τέλους για όλους εμάς.
 
 
Ο γέρος βρισκόταν σε μιά κατάσταση πλήρους ηλιθιότητας. Τον σήκωσα από την καρέκλα του και τον ταρακούνησα άγρια. Η μυρουδιά του παραισθησιογόνου μαντζανί ήταν έκδηλη σ' όλο το εργαστήριό του. Αυτό το αισχρό ναρκωτικό που ειχε βγάλει άχρηστη τη θαρραλέα φρουρά μας στη Ζώνη των Άστρων του Τείχους. Τον κούνησα βίαια και πάλι.
 
"Πρέστον", ούρλιαξα. "Για τ' όνομα του Θεού, για χάρη της Μάγδας και για ό,τι θεωρείς όσιο και ιερό, για ό,τι λατρεύεις κι αγαπάς, πες μου τί συνέβη." Τα μάτια του άρχισαν να γυρίζουν. Άρχισε να τραυλίζει. Καταβάλλοντας υπεράνθρωπη προσπάθεια ψέλλισε.
 
"Το Ζιρν, το Ζιρν, πάει, χάθηκε ... !" Το κεφάλι του έπεσε μπροστά κι έμεινε ακίνητος, νεκρός.
 
Το Ζιρν χάθηκε! Ένιωσα το μυαλό μου να σαλεύει. Αυτό σήμαινε ότι η Διάβαση του Υψηλού Άστρου ήταν ανοιχτή, οι Αρνητικοί Συσσωρευτές δεν λειτουργούσαν πιά, οι στρατιώτες μας είχαν υπερφαλαγγισθεί. Πάει το Ζιρν! Υπήρχε άραγε καμμιά ελπίδα σωτηρίας;
 
 
Ο Πρόεδρος Έντγκαρς κοίταξε το μπλε τηλέφωνο. Του είχαν πει να μη το χρησιμοποιήσει παρά μόνο σε έσχατη ανάγκη. Η παρούσα κατάσταση δεν ήταν άραγε η έσχατη ανάγκη; Σήκωσε το ακουστικό.
 
"Εδώ η ρεσεψιόν του Παραδείσου, σας ομιλεί η μις Οφηλία."
 
"Εδώ ο Πρόεδρος Έντγκαρς απο τη Γη. Πρέπει να μιλήσω στον Θεό επειγόντως."
 
"Ο Θεός βρίσκεται στο γραφείο του σε μιά πολύ σοβαρή σύσκεψη, είναι πολύ απασχολημένος και δεν θέλει να ενοχληθεί για οποιονδήποτε λόγο. Μπορώ εγώ να σας φανώ χρήσιμη σε τίποτε;"
 
"Βλέπετε η κατάσταση εδώ είναι πολύ κρίσιμη και ταυτόχρονα επείγουσα", είπε ο Πρόεδρος. "Εννοώ, ότι φαίνεται ήρθε το τέλος όλων μας."
 
"Όλων μας;", ρώτησε η μις Οφηλία.
 
"Για να ακριβολογούμε, όχι το δικό σας βέβαια. Πρόκειται για το τέλος της Γης και του Ανθρώπινου Γένους. Μήπως θα 'πρεπε να το γνωστοποιήσετε στον ίδιο τον Θεό;"
 
"Εφόσον ο Θεός είναι παντογνώστης, είναι οπωσδήποτε ενήμερος για το πρόβλημά σας."
 
"Είμαι βέβαιος ότι το ξέρει. Αλλά σκεπτόμουν μήπως θα μπορούσα να του μιλήσω προσωπικά ... ;"
 
"Λυπάμαι, αλλά επί του παρόντος τούτο είναι αδύνατο. Έχει άλλα σοβαρότερα προβλήματα να επιλύσει. Αφήστε ένα μήνυμα αν θέλετε. Ο Θεός ειναι πανάγαθος και παντοδύναμος και είμαι βέβαιη πως θα μελετήσει σοβαρά το πρόβλημά σας, όταν βρει καιρό βέβαια, και θα αποφασίσει πιό είναι σωστό και δίκαιο. Ο Θεός είναι υπέροχος, ξέρετε. Εγώ προσωπικά τον γνωρίζω πάρα πολύ καλά. Τον αγαπώ!"
 
"Όλοι τον αγαπούμε!", είπε ο Έντγκαρς λυπημένα.
 
"Λοιπόν, τίποτε άλλο;"
 
"Όχι ... ή μάλλον ... ναί! Μπορείτε να με συνδέσετε με τον κ. Τζόζεφ Έντγκαρς, παρακαλώ;"
 
"Ποιός είναι αυτός;"
 
"Ο πατέρας μου. Πέθανε πριν δέκα χρόνια."
 
"Λυπάμαι πολύ, κύριε. Ξέρετε ότι κάτι τέτοιο απαγορεύεται."
 
"Μπορείτε να μου πείτε τουλάχιστον, αν είναι μαζί σας στον Παράδεισο;"
 
"Λυπάμαι, ούτε αυτό επιτρέπεται."
 
"Λοιπόν, μπορείτε να μου πείτε αν υπάρχει κανείς άλλος εκεί στον Παράδεισο, εκτός απο σας και τον Θεό; Ή μήπως είστε η μοναδική που μένετε εκεί;"
 
"Αν θέλετε πληροφορίες για τη μετά θάνατον ζωή, ρωτήστε τον πλησιέστερο παπά της ενορίας σας, επίσκοπο, ραββίνο, μουλά ή οποιονδήποτε άλλον εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο του Θεού επί της Γης. Ευχαριστώ για το τηλεφώνημά σας."
 
Η γραμμή ήταν νεκρή.
 
"Τί είπε ο Κύριος;", ρώτησε ο στρατηγός Μίλλερ.
 
"Μίλησα μόνο με την ιδιαιτέρα του."
 
"Προσωπικά εγώ δεν πιστεύω σε τέτοιες μαλακίες", είπε ο στρατηγός Παρακήτ. "Κι αν ακόμη υπάρχει κάτι τέτοιο, το βρίσκω πολύ πιο υγιεινό να μη πιστεύει κανείς."
 
 
Είμαι ο Ντόκτορ Ζακ, το ρομπότ. Βρέθηκα τυχαία στο Παλάτι Τζέγκιγκ. Είδα τους Μαγκένθ, αυτά τα κτήνη, να επιτίθενται με λύσσα, να σκοτώνουν, να κλέβουν, να πυρπολούν, να καταστρέφουν τα πάντα. Ο κυβερνήτης πέθανε κρατώντας το σπαθί του. Οι μοναδικοί δυό φρουροί έκαναν ό,τι μπορούσαν, πολέμησαν ηρωικά και, αφού σκότωσαν μερικές χιλιάδες εχθρούς ο καθένας, έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Προς στιγμή φάνηκε ότι θα νικούσαν αλλά προδόθηκαν, βλέπετε. Οι κυρίες της Αυλής υπεράσπισαν τους εαυτούς τους με κάτι μικρά μαχαιράκια, που μόνο συμβολικά θα μπορούσαν να θεωρηθούν εγχειρίδια. Όλες βιάστηκαν και σφάχτηκαν. Είδα τις φωτιές να καταβροχθίζουν τα πάντα. Είδα το παλάτι Τζέγκιγκ να γίνεται στάχτη. Είδα τη Γη να εξαφανίζεται, τον πλανήτη των δημιουργών μου να σβήνει και να χάνεται ...
 
 
"Το είπες και ο ίδιος." Ενα άστρο εξερράγη στο μάτι του. "Σκέφτομαι να σε ερωτευτώ. Πολλές φήμες απόψε και ο ουρανός ακόμα είναι κόκκινος. Μ' αρέσει ο τρόπος που μιλάς και που κουνάς το κεφάλι σου ... Σ' αγαπώ ... Φίλησέ με ..."
 
"Ήρθε το τέλος, και εγώ σ' αγαπώ, ήρθε φαίνεται το τέλος ..."