ΚΑΤΙ ΠΡΑΣΙΝΟ
από τον Φρέντρικ Μπράουν σε μετάφραση Γιώργου Μάντη
Ο μεγάλος ήλιος έλαμπε κόκκινος σ' ένα βιολετί ουρανό.
Στην άκρη μιας καφετιάς πεδιάδας με καφετιούς θάμνους, άρχιζε η κόκκινη ζούγκλα.
Ο ΜακΓκάρρυ προχώρησε. Ήταν δύσκολη και επικίνδυνη δουλειά,
να ψάχνεις σ' αυτές τις κόκκινες ζούγκλες, αλλά έπρεπε να γίνει.
Είχε ψάξει χιλιάδες τέτοιες. Μια ακόμη.
"Εδώ είμαστε Ντόροθυ", είπε. "Όλα εν τάξει ;"
Το μικρό πλασματάκι με τα 5 ποδαράκια που αναπαυόταν πάνω στον ώμο
του δεν απάντησε, αλλά έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν απαντούσε. Δεν μπορούσε να
μιλήσει, αλλά τουλάχιστο ο Μακ είχε κάποιον να του λέει διάφορα πράγματα.
Κάποιον μόνον να τον ακούει έστω. Μια παρεΐτσα. Στο μέγεθος και το βάρος το
αισθανόταν σαν ένα μικρό, γλυκό, τρυφερό γυναικείο χεράκι πάνω στον ώμο
του. Γι' αυτό το αποκαλούσε Ντόροθυ.
Ήταν φίλος με τη Ντόροθυ για πόσο καιρό; 4 χρόνια; Βρισκόταν ξεχασμένος
σ' αυτό τον κωλο - πλανήτη περίπου 5 χρόνια. Υπέθετε ότι η Ντόροθυ ήταν
θηλυκού γένους, τόσο γλυκά και τρυφερά καθόταν πάνω στον ώμο του,
σαν ένα μικρό, γλυκό, τρυφερό γυναικείο χεράκι. Τί όμορφα που αισθανόταν!
"Ντόροθυ", της είπε. " Να' σαι έτοιμη. Μπορεί να βρούμε
μπελάδες μέσα στη ζούγκλα. Ξέρεις τώρα, λιοντάρια, τίγρεις, λεοπαρδάλεις,
ξέρεις εσύ".
Ξεκούμπωσε το λουράκι της θήκης του πιστολιού του, ώστε να μπορεί να
το τραβήξει πιο εύκολα. Για χιλιοστή φορά, ευχαρίστησε τη Θεά Τύχη που βρήκε
αυτό το όπλο μέσα στα συντρίμια του διαστημοπλοίου του. Ηλιακό ακτινοπίστολο.
Δεν χρειαζόταν γέμισμα. 1 ώρα έκθεση στο ήλιο και γέμιζε μόνο του. Του 'χε σώσει
τη ζωή χιλιάδες φορές στον Κρούγκερ ΙΙΙ.
Ένα λιοντάρι του όρμηξε. Ήταν καφετί βέβαια, με βαθυπόρφυρες
κηλίδες και ραβδώσεις κι είχε 8 πόδια κι ένα φαλακρό κεφάλι με ράμφος.
Ο ΜακΓκάρρυ το έλεγε λιοντάρι. Θεωρούσε δίκαιο να δίνει ονόματα
στα ζώα που συναντούσε. Έτσι κι αλλιώς πρώτη φορά γήινος συναντούσε
τέτοια ζώα. Μόνο ένας άλλος γήινος, όπως έλεγαν τα αρχεία, είχε πέσει με
το διαστημόπλοιό του πριν απ' αυτόν, σ' αυτόν τον πλανήτη, αλλά δεν γύρισε
ποτέ. Αυτό το διαστημόπλοιο έψαχνε να βρει εδώ και 5 χρόνια ο
ΜακΓκάρρυ. Αν το έβρισκε, ίσως είχε τίποτε από τα ανταλλακτικά που
έλειπαν από το δικό του διαστημόπλοιο. Κι αν επισκεύαζε το διαστημόπλοιο
του, θα γύριζε στη Γη.
Πυροβόλησε. Μια πράσινη ακτίνα έλουσε το λιοντάρι, διασπώντας το σε μόρια.
"Είδες Ντόροθυ ; Η ακτίνα του πιστολιού μου ήταν πράσινη. Πράσινο !
Το πιο όμορφο χρώμα του σύμπαντος, Ντόροθυ. Το χρώμα του πλανήτη μου,
της Γης, Ντόροθυ. Σου υπόσχομαι. Θα δεις, αγάπη μου, θα δεις".
Κοίταξε τον ολοκόκκινο ήλιο Κρούγκερ. Αυτός ο ήλιος ποτέ δεν έδυε στη μέρα
αυτού του πλανήτη όπως και η Σελήνη, πάντα μας δείχνει το ένα της ημισφαίριο.
Πάντα μέρα εκτός αν κανείς περάσει τη γραμμή της σκιάς στη νυκτερινή
πλευρά, το σκοτεινό ημισφαίριο, που είχε αιώνια νύχτα και το οποίο ήταν υπερβολικά
κρύο για να διατηρήσει οποιαδήποτε μορφή ζωής. Μια σταθερή, αμετάβλητη
θερμοκρασία, ούτε άνεμος, ούτε θύελλες.
Σκέφθηκε για χιλιοστή - ή εκατομμυριοστή φορά - ότι δεν θα ήταν
ένας άσχημος πλανήτης για να ζει κανείς, μόνο αν είχε λίγο πράσινο εκτός από
την πράσινη ακτίνα του πιστολιού του. Αναπνεύσιμη ατμόσφαιρα, ωραία
θερμοκρασία, πολλή τροφή - είχε μάθει από καιρό πια φυτά και ζώα ήταν
φαγώσιμα και ποια τον αρρώσταιναν. Τίποτε δεν ήταν δηλητηριώδες. Ναι,
ένας υπέροχος κόσμος. Είχε συνηθίσει και τη μοναξιά του, πολλές φορές
το απολάμβανε νάναι το μόνο λογικό ον στον πλανήτη, το μόνο ομιλούν ον.
Μόνος του με την Ντόροθυ, τον καλύτερο ακροατή του Σύμπαντος. Μόνο
που δεν του απαντούσε, φτωχό κορίτσι. Δεν τον πείραζε καθόλου. Ήταν η καλή
του φίλη, η αγαπημένη του. Η συντροφιά του. Η παρεϊτσα του και την αγαπούσε
τόσο πολύ. Μόνο που - ήθελε να δει έναν πράσινο κόσμο ξανά. Κάτι πράσινο.
Το χρώμα που έλειπε τελείως απ' αυτό τον πλανήτη. Κάτι πράσινο, γαμώτο !
Γη, ο μόνος πλανήτης στο Σύμπαν (;), όπου το πράσινο ήταν το κυρίαρχο χρώμα,
όπου η φυτική ζωή βασιζόταν στη χλωροφύλλη. Σ' άλλους πλανήτες, γειτονικούς
της Γης, έβλεπες που και που καμιά πράσινη όχθη σε κανένα ρυάκι ή ποταμάκι,
αλλά τίποτε παραπάνω. Η Γη όμως ήταν καταπράσινη.
Ο ΜακΓκάρρυ αναστέναξε. "Ναι, Ντόροθυ", είπε. "Η Γη
είναι ο μόνος πλανήτης όπου αξίζει τον κόπο να ζει κανείς ! Πράσινες
πεδιάδες, πράσινη χλόη, πράσινα δέντρα. Ντόροθυ, όταν θα ξαναγυρίζω
στη Γη, δεν πρόκειται να την εγκαταλείπω ποτέ ξανά. Θα κτίσω ένα εξοχικό
μέσα στο δάσος και θα ζω συνέχεια εκεί. Ακόμα και το σπιτάκι πράσινο θα το
βάψω".
Αναστέναξε ξανά. "Τί ρώτησες, Ντόροθυ ;" του άρεσε να παίζει
το παιχνίδι των ερωταποκρίσεων. Τον βοηθούσε να μη τρελαθεί. "Αν θα
παντρευθώ, μόλις γυρίσω ; Αυτό ρώτησες ; Έκανε λίγο καιρό για να το
συνειδητοποιήσει "Λοιπόν, Ντόροθυ, ίσως. Και ίσως όχι. Ξέρεις, ήξερα
μια γυναίκα στη Γη. Την έλεγαν Ντόροθυ κι αυτή, σαν κι εσένα. Μια γυναίκα
που σκόπευα να παντρευτώ. Αλλά πέρασαν 5 χρόνια, Ντόροθυ. Για τη Γη είμαι
για χρόνια αγνοούμενος, ίσως και νεκρός. Αμφιβάλλω αν καμιά γυναίκα μπορεί
να περιμένει τόσα χρόνια. Αν ναι, ε λοιπόν, τότε θα την παντρευτώ, Ντόροθυ".
"Τί ρώτησες, αν όχι; Λοιπόν, δεν ξέρω, Ντόροθυ. Ας μη το
σκεφτόμαστε αυτό. Είναι κάτι που θα αποφασίσω όταν γυρίσω πίσω. Βέβαια,
αν εύρισκα κάποια γυναίκα που να 'ταν πράσινη, ή με πράσινα μαλλιά, εν τάξει.
Αλλά ξέρεις, στη Γη, όλα είναι πράσινα εκτός απ' τις γυναίκες".
Περίεργο, στη Γη ένα ηλιακό ακτινοπίστολο, κάτω από κίτρινο ήλιο,
έβγαζε μπλέ ακτίνα. Στον Κρούγκερ, ένα κόκκινο ήλιο, έβγαζε πράσινη.
Το μόνο που του θύμιζε το πράσινο χρώμα, ήταν η πράσινη ακτίνα του
πιστολιού του.
Ο Κρούγκερ ΙΙΙ ήταν μεγαλύτερος από τον Δία. Θα χρειαζόταν περισσότερη
από μια γήινη ζωή για να τον καλύψει όλο κανείς. Σκότωσε 2 ακόμα λιοντάρια και
μια τίγρη. Δεν είχαν και μεγάλη διαφορά το ένα ζώο από το άλλο, του άρεσε
όμως να κάνει το διαχωρισμό.
Και τότε το είδε. Το είδε. Ήταν διαστημόπλοιο. Έπρεπε να 'ναι διαστημόπλοιο.
Πάτησε τη σκανδάλη του ακτινοπίστολου, πυροβολώντας στον ουρανό, κάνοντας
το σήμα s.o.s.. Είδε ότι ο πιλότος του διαστημοπλοίου τον είχε αντιληφθεί κι
άρχισε να κατεβαίνει στον Κρούγκερ ΙΙΙ.
"Ντόροθυ το είδες κι εσύ, έτσι δεν είναι Ντόροθυ ;". Δεν ήξερε τί
να πει. "Γη ! Οι Πράσινοι Λόφοι της Γης !". Κοίταξε τον εαυτό του.
Ήταν στα χάλια του, γυμνός από τη μέση και πάνω, γενειοφόρος, μαλλιαρός,
υποσιτισμένος, κοκαλιάρης. Μόλις θα 'φτανε στη Γη, σε λίγους μήνες θα έστρωνε,
θα 'βαζε πάνω του. Δάκρυα, πολλά δάκρυα, πλημμύρισαν τα μάτια του.
Η πόρτα του μονοθέσιου διαστημόπλοιου, που μπορούσε να γίνει και διθέσιο,
άνοιξε και βγήκε ένας νεαρός με τη στολή της Διαστημικής Περιπόλου.
"Θα με πας πίσω ;"
" Φυσικά ", είπε ο νεαρός. "Πόσο καιρό είσαι εδώ ;"
"5 χρόνια ", είπε ο ΜακΓκάρρυ και άρχισε να κλαίει.
"Θεέ και Κύριε !", είπε ο νεαρός. "Είμαι ο υπολοχαγός
Άρτσερ. Φυσικά και θα σε πάω πίσω, άνθρωπε. Περίμενε μόνο λίγο, να κρυώσουν
τα τζέτς μου. Θα σε πάω μέχρι τον Αλντεμπαράν ΙΙ. Από εκεί μπορείς
να πάρεις διαστημόπλοιο για να πας όπου θέλεις. Θες τίποτα τώρα ; Ψωμί ;
Νερό ;"
Ο ΜακΓκάρρυ έγνεψε όχι. Τα γόνατά του έτρεμαν. Ψωμί, Νερό, αδιάφορα
πράγματα. Εδώ θα 'βλεπε τους Πράσινους λόφους της Γης ! Αυτό τον ενδιέφερε
τώρα, αυτό ήταν το μόνο πράγμα που τον ενδιέφερε. Τόσο καιρό αναμονή.
Αυτή ήταν η έμμονη ιδέα του. Λιποθύμησε.
Άνοιξε τα μάτια του. Ο αξιωματικός του 'δινε να πιεί νερό. Τώρα ήταν καλύτερα.
"Μπράβο, μεγάλε, τα κατάφερες. Θα φύγουμε σε μισή ώρα. Σε έξη ώρες
θα 'μαστε στην Καρχηδόνα του Αλντεμπαράν ΙΙ. Τώρα πες μου την περιπέτειά
σου."
Ο ΜακΓκάρρυ έκατσε κάτω από ένα δέντρο και του τα 'πε όλα. Όλα. Πώς
έπεσε. Την 5-ετή αναζήτηση του άλλου διαστημοπλοίου για εύρεση ανταλλακτικών.
Το πώς επέζησε. Τί έτρωγε και τί έπινε. Για τη Ντόροθυ στον ώμο του.
Πως του' κανε παρέα. Όλα.
Το πρόσωπο του Άρτσερ άλλαξε καθώς μιλούσε ο ΜακΓκάρρυ. Τον
κοιτούσε με περισσότερη συμπάθεια. " Μεγάλε, ποιο χρόνο ναυάγησες ;"
"Το '42"
" Μεγάλε, έκανες λάθος στους υπολογισμούς σου. Δεν είσαι εδώ 5,
αλλά 40 χρόνια! Αλλά μη στενοχωριέσαι. Η ιατρική επιστήμη έχει προχωρήσει
πάρα πολύ. Έχεις πολύ καιρό να ζήσεις ακόμη".
"Σαράντα χρόνια ", ψέλλισε ο ΜακΓκάρρυ. 40 χρόνια".
"Μεγάλε, υπάρχουν κι άλλα άσχημα νέα για σένα. Τα θες να στα πω
όλα μαζί ή σιγά σιγά ; Ψυχολόγος δεν είμαι, αλλά καλύτερα να τα μάθεις όλα
τώρα, κι όχι αργότερα. Τί λες, θα το αντέξεις ;"
"Θα το αντέξω, υπολοχαγέ. Λέγε. Ξέρασέ τα όλα".
"Πρώτον, εδώ δεν είναι ο Κρούγκερ ΙΙΙ αλλά ο Κρούγκερ Ιv.
Δεύτερον, δεν υπάρχει καμιά Ντόροθυ πάνω στον ώμο σου. Ήταν ένα πλάσμα
της φαντασίας σου, που σε κράτησε όμως με σώας τας φρένας. Σε γλίτωσε
από το να τρελαθείς τελείως".
Σιγά σιγά ο ΜακΓκάρρυ έφερε το χέρι του στον αριστερό ώμο του.
Άγγιξε τον ώμο του. Τίποτε άλλο.
"Άνθρωπε, είσαι εκπληκτικός. 40 χρόνια μοναξιάς. Είσαι ένα πραγματικό
θαύμα θέλησης και επιβίωσης. Αν η φαντασίωσή σου συνεχίσει, ένας καλός
ψυχίατρος στον Αλντεμπαράν ΙΙΙ θα σε κάνει καλά σε 1 εβδομάδα.".
"Όλα εντάξει, υπολοχαγέ. Έχεις δίκιο. Δεν υπάρχει καμιά Ντόροθυ
στον ώμο μου. Ήταν μια παραισθησία για να μου κρατά συντροφιά στη μοναξιά
μου, για να μην τρελαθώ. Ξέρεις, έμοιαζε μ' ένα μικρό, γλυκό, τρυφερό
γυναικείο χεράκι".
"Μου το 'πες. Τί θα 'λεγες για τα υπόλοιπα τώρα ;"
"Υπάρχουν κι άλλα ; Έχασα 40 χρόνια απ'τη ζωή μου. Αλλά δεν
βαριέσαι. Όλα θα φτιάξουν, μόλις γυρίσω στη Γη".
Ο Άρτσερ κούνησε το κεφάλι του. "Όχι στη Γη, μεγάλε. Στον
Άρη, στους όμορφους καφετιούς και κίτρινους λόφους του Άρη, ή στην πορφυρή
Αφροδίτη, αν σου αρέσει η ζέστη. Αλλά όχι στη Γη, φίλε. Κανείς δεν ζει πια
εκεί".
"Η Γη, τί έγινε η Γη ;" Χάθηκε ;"
"Δεν χάθηκε. Εκεί είναι. Αλλά δεν είναι πια πράσινη. Είναι
κατάμαυρη, κατακαμμένη. Σκέτο κάρβουνο. Είκοσι χρόνια πριν. Οι Αρκτούριοι
χτύπησαν πρώτοι. Την έψησαν. Τους νικήσαμε βέβαια, εξαλείψαμε τελείως τη
φυλή τους. Αλλά πάει η Γη. Είναι καρβουνιασμένη και ραδιενεργή!
Τελείως ακατοίκητη."
"Πάει η Γη !", είπε ο ΜακΓκάρρυ. Το πρόσωπό του ήταν
ανέκφραστο.
"Μεγάλε, μην το παίρνεις κατάκαρδα. Κι ο Άρης είναι πολύ
καλός. Έχει 4.000.000.000 κατοίκους τώρα. Θα σου λείψει το πράσινο της Γης, αλλά
εντάξει. Όλα είναι μια συνήθεια, φίλε".
"Πάει η Γη !" έλεγε και ξανάλεγε ο ΜακΓκάρρυ.
"Χαίρομαι που το χώνεψες, μεγάλε. Είσαι πολύ δυνατός. Πρέπει να
κρύωσαν τα τζετς τώρα. Πάω να τα ελέγξω και μετά φεύγουμε".
Ο ΜακΓκάρρυ ήταν πολύ σοβαρός τώρα. Τράβηξε το ηλιακό ακτινοπίστολό
του και έριξε του Άρτσερ. Ο Υπολοχαγός Άρτσερ έπαψε να υπάρχει. Έριξε και
δυο φορές στο μονοθέσιο διαστημόπλοιό του. Έγινε μια φωτιά και σε 1 λεπτό
στάχτη. Άρτσερ και διαστημόπλοιο ήταν τώρα άτομα, αόρατα άτομα.
Ο Μακ έβαλε το πιστόλι πίσω στη θήκη του.
"Πάει κι αυτή η βλακώδης φαντασίωση ", είπε ο ΜακΓκάρρυ.
Έβαλε το χέρι πάνω στον αριστερό ώμο του. Η αγαπημένη του Ντόροθυ ήταν εκεί.
Ήταν τόσο όμορφη. Σαν ένα μικρό, γλυκό, τρυφερό γυναικείο χεράκι. Δάκρυσε.
"Μη στεναχωριέσαι, Ντόροθυ. Θα το βρούμε το αναθεματισμένο
το διαστημόπλοιο. Αν δεν είναι σ' αυτή τη ζούγκλα, θα 'ναι στην επόμενη.
Άλλωστε έχουμε όλο το χρόνο του κόσμου στη διάθεσή μας. Δεν μας βιάζει
κανείς. Και όταν το βρούμε-"
Μια τίγρη του όρμησε. Ο ΜακΓκάρρυ την πυροβόλησε με το πιστόλι του.
Μια πανέμορφη πράσινη ακτίνα και πάει το θηρίο.
"Είδες, Ντόροθυ, αγάπη μου ; Ήταν πράσινη αυτή η ωραία ακτινούλα,
το χρώμα που δεν υπάρχει σε κανένα άλλο πλανήτη, πουθενά αλλού στο Σύμπαν,
παρά μόνο στον Πλανήτη μου, τη Γη. Πράσινο, αγάπη μου, πράσινο. Το πιο
όμορφο χρώμα του Σύμπαντος. Το χρώμα που σου δίδει ζωή ! Και εκεί θα πάμε,
Ντόροθυ. Μόλις βρούμε το παλιό διαστημόπλοιο. Θα τον αγαπήσεις τον
πλανήτη μου, Ντόροθυ."
"Το ξέρω, Μακ αγάπη μου. Σίγουρα θα τον αγαπήσω. Αφού το λες
εσύ." Η γλυκειά, μαλακή, βελούδινη, τρυφερή φωνή της του ήταν τόσο
οικεία, τόσο γνώριμη. Δεν ήταν τόσο περίεργο που του απάντησε.
Αυτή πάντα του απαντούσε. Κι' αυτός ο βλάκας δεν την άκουγε, δεν ήθελε
να την ακούσει. Τί ηλίθιος που ήταν ! Μια τόσο καλή, τόσο ευγενική
φωνούλα, τόσο γνώριμη, τόσο δική του. Άπλωσε το χέρι του κι άγγιξε την
Ντόροθυ. Έμοιαζε μ' ένα μικρό, γλυκό, τρυφερό, γυναικείο χεράκι.
Σκούπισε τα δάκρυά του. Όλα ήταν πάλι μια χαρά, γι' αυτόν και την
αγαπημένη του Ντόροθυ. Γύρω του ο κατακόκκινος ήλιος, ο βιολετί ουρανός,
οι καφετιοί λόφοι. Γέλασε, ξανά και ξανά. Δεν τον ένοιαζε τίποτε πια.
Σε λίγο θά 'βρισκε το παλιό διαστημόπλοιο. Τα εξαρτήματά του θα
τον έσωζαν. Θα διόρθωνε το διαστημόπλοιό του και θα ξαναγύριζε στη Γη
με την αγαπημένη του Ντόροθυ.
Στους Πράσινους Λόφους της Γης. Το γέλιο του δεν ήταν ενός τρελού,
ήταν ευγενικό γέλιο, γέλιο ικανοποίησης και ανακούφισης, γέλιο ελπίδας και
σιγουριάς και αποφασιστικότητας. Με το όπλο έτοιμο, μπήκε στη κόκκινη ζούγκλα.
ΤΕΛΟΣ