ΕΙΜΑΣΤΕ  ΟΡΕΙΒΑΤΕΣ, ΓΟΥΣΤΑΡΟΥΜΕ ΒΑΛΧΑΛΛΑ

απο τον Γιωργο  Μαντη



Ανεβαινουμε.
Ανεβαινουμε συνεχεια.
Δεν θυμαμαι απο ποτε. Φαινεται
οτι εδω και μια ζωη δεν κανουμε τιποτε
αλλο παρα να ανεβαινουμε, με μικρα διαλλειματα,
βεβαια, για φαγητο και υπνο. Σεξ; Εχουμε και γυναικες μαζι
μας, αλλα που καιρος και ορεξη για κατι τετοιο; Απλως βλεπουμε τις
συντροφισσες μας σαν καλες και σκληρες ορειβατισσες, τιποτε αλλο. Αλλωστε
φοραμε ολοι μας τοσα πολλα ρουχα και κουβαλαμε τοσα σακιδια, που μοιαζουμε ολοι με
μπαλες, μπαουλα η παραμορφωμενα ανθρωποειδη πλασματα. Ποσοι ειμαστε; Ουτε που ξερω. Δεν εχουμε
ποτε μετρηθει, ουτε γνωριζομαστε ολοι, ουτε μιλαμε ολοι την ιδια γλωσσα. Ειμαστε παντως αρκετοι, αρκετοι
για να θεωρηθουμε υπολογισιμοι. Αποκλειστικος σκοπος της ζωης μας και μοναδικη εμμονη ιδεα μας η ανοδος, η αναρριχηση. Ετσι, χωρις λογο, η αναρριχηση για την αναρριχηση. Ψηλοτερα, ψηλοτερα, ακομα ψηλοτερα, αυριο ακομα ψηλοτερα το συνθημα μας, το πιστευω μας, το ψωνιο μας, το παθος μας. Δυο λεξεις, μονο δυο λεξεις βρισκονται συνεχεια στο μυαλο μας, δυο λεξεις που δεν μας αφηνουν να σκεφθουμε τιποτε άλλο : ΤΣΙ-ΜΝΙ. Ναι, ετσι λεγεται η κορυφη που θελουμε να κατακτησουμε και να στησουμε σ’αυτη την κοκκινομαυρη σημαια μας. Εδω και τωρα. Ειμαστε αποφασισμενοι να μη γυρισουμε ποτε πισω στην πατριδα μας, την Καλλικουτη, αν δεν κατακτησουμε προηγουμενως την κορυφη Τσι-Μνι. Μαζι μας, οδηγοι μας, ειναι και πεντε αυτοχθονες, ιθαγενεις, γηγενεις, ντοπιοι. Καλογυμνασμενα και σκληρα παλληκαρια, ηρθαν μαζι μας μονοι τους, τελειως εθελοντικα, απο πεισμα εναντια στη φυση.



Με λενε Ροκυ.
Ροκυ Μπλακ. Μαζι με
την αγαπημενη μου, τη Χαντερ
Σανσαρ, ανεβαινουμε, ολο ανεβαινουμε.
Ο αδελφος μου, ο Στηβ «Σπαιντερ» Λη, μου κανει
νοημα. Ωρα να στησουμε καποια σκηνη, να τσιμπησουμε κατι
και μετα υπνο. Οχι παραπανω απο 2 ωρες, βεβαια. Αποψε θαχει χιονοθυελλα,
φαινεται. Αυτος ο ανεμος σφυριζει σαν δαιμονισμενο ον, που ερχεται κατ’ευθειαν απο
την κολαση. Ουρλιαχτο και βρηχυθμος, τσιριδα και κλαμα, θρηνος και μηκυθμος, βροντη και παραπονο,
ψιθυρος και στριγκλια, ολα μαζι. Σαν να ουρλιαζουν ταυτοχρονα η Σκυλλα και η Χαρυβδη με μπασσο τα βογκητα απο τα 100 κεφαλια του Τυφωεα. Οταν τελειωσει αυτη η περιπετεια, δεν ξερω ποτε και πως, μου φαινεται δεν θα ξεχασω ποτε αυτο τον αερα, οσο ζω. Αρρωστια, ψυχοπαθεια, μουρλα; Δεν ξερω, μηπως εσεις;



Ανοδος,
ανοδος, κατακορυφη
ανοδος. Ολα τα συγχρονα και
τελεια εξαρτηματα, ολος ο μοντερνος
εξοπλισμος του συγχρονου ορειβατη σε συναγερμο
και σε πληρη ετοιμοτητα και εφαρμογη. «Και ολα αυτα, γιατι;
Γιατι αραγε;», διερωτηθηκε για μια ακομη φορα εκεινη τη νυχτα ο Μπ. Σηγκελ.
«Ποτε θα δουμε επι τελους την κορυφη Τσι-Μνι; Ποτε; Ποτε; Μηπως ποτε; Κουραση; Δεν υπαρχει
τετοια λεξη για μας.» Ανοδος, ανοδος, μονο ανοδος.



«Ποιοι
ειμαστε εμεις
που εχουμε τοσες πολλες
απαιτησεις απο τη ζωη;», σκεφθηκε
εκεινη τη νυχτα ο Χαντ Χουντ.» Οπου και να παω,
ολο και κατι θα μουρθει στο νου που να με ρωταει ποιο ειναι
το νοημα αυτης της ζωης, που παμε σ’αυτο τον κοσμο, αν υπαρχει μετα θανατον
ζωη, αν θα γινει η δευτερα παρουσια, αν θα υπαρξει κολαση και παραδεισος. Μεταφυσικες ανησυχιες,
ουφ σας βαρεθηκα!», ειπε ο Χουντ και εβαλε την κουκουλα του.



Φανταστειτε ενα αχανη κυλινδρο, με τελειως κατακορυφα τοιχωματα. Ετσι ειναι ο κρατηρας του αγαπημενου μας ηφαιστειου, που εχει γινει η εμμονη ιδεα ολων μας. Απο κατω μας ο πυρινος ολεθρος, οι φλογες, οι καπνοι, οι εκκρηξεις, οι σταχτες, η εκτινασομενη απο τις συνεχεις εκρηξεις λαβα, τα ιπταμενα αναμενα καρβουνα, η αιθαλη. Αλλιμονο σ’οποιον χασει την ισσοροπια του και πεσει. Εξαερωνεται. Απο πανω μας ο κολασμενος και παγωμενος ανεμος που λυσσομανα, το χιονι που πεφτει ασταματητα, ασταματητα, ασταματητα, ασταματητα. Ειμαστε λοιπον τελειως, μα τελειως τρελλοι; Μας εχει τοσο πολύ συνεπαρει η δοξα του μεγαλειου της κατακτησης της κορυφης Τσι-Μνι; Ετσι φαινεται. Γι’αυτο και ανεβαινουμε. Συνεχως και αδειαλειπτως ανεβαινουμε. Δεν τρωμε, δεν κοιμομαστε, δεν πινουμε, δεν κανουμε ερωτα, δεν καπνιζουμε, δεν μιλαμε, δεν παμε ουτε για σωματικη αναγκη, μονο ανεβαινουμε. Ανεβαινουμε. Σαν ρομποτ, αλλα ανεβαινουμε.



Οι Σερπυ, Πιντς και Μπαιτ μας ειδοποιουν ολους με τον ασυρματο τους. Αρκετοι απο μας εχουν ηδη χαθει στη χιονοθυελλα. Αλλοι παλι επεσαν μεσα στην πυρινη κολαση. Οι απωλειες ειναι αγνωστες, αρκετοι οι αγνοουμενοι, πολλους τους πηρε ο αερας και τους εκανε κομματια. Εμεις ομως ανεβαινουμε. Προχωρουμε σαν τους τριακοσιους Σπαρτιατες του Λεωνιδα για τις Θερμοπυλες, πιστοι στις προσταγες τους, ξεροντας οτι εδω θα αφησουμε τα κοκκαλα μας, οτι δεν προκειται ποτε να ξαναδουμε την αγαπημενη μας Καλλικουτη. Πολλοι απο μας εχουν ηδη ξεχασει οτι εχουν αφησει πισω τους συγγενεις, γυναικες, παιδια, γονεις, αδελφια. Αλλα προχωρουμε.



Οι πεντε γηγενεις χαθηκαν εκεινη τη νυχτα. Ετσι ξαφνικα, σαν νασβησαν μεσα στην απεραντοσυνη. Σαν ναπεσαν σε μια μαυρη τρυπα του διαστηματος. Σαν να εξαερωθηκαν. Σαν να τους εφαγε το μαυρο σκοταδι. Σαν να πηγαν σε αλλη διασταση μεσα απο μια σκουληκοτρυπα. Μαυρη Μαυριλα πλακωσε. Λετε να τοσκασαν; Πολυ πιθανο. Φαινεται ότι ποτε τους δεν ενστερνισθηκαν τις ανωτερες ιδεες μας.



Τελος αιφνιδιο και οικτρο. Δεκα απο μας παγωσαν απο το κρυο χθες τη νυχτα. Αλλοι τρεις ξυπνησαν τελειως κουφοι και τυφλοι! Βοηθεια! Τι μας συμβαινει; Βοηθεια! Τι μας συμβαινει; Βρηκαμε ενα κομμενο μισοφαγωμενο χερι! Ανθρωποφαγια; Και εκεινη η πρασινη μυξα γυρω απο τη σκηνη μας;



e! Σεις οι απ’εξω! Βοηθεια!
ΒοηΘεια! Βοηθεια! Βοηθεια!

[Κραυγες Βοηθειας]



Ετσι τελειωναν τα χειρογραφα που βρεθηκαν. Δεν βρεθηκε ουτε ενα πτωμα! Ολοι τους χαθηκαν, σαν να ανοιξε η Γη και τους καταπιε!



Ετσι τελειωσε η περιπετειωδης αυτη εκδρομη, που ειχε πολλα θυματα δυστυχως!



Κανενας σκαραβαιος, κατσαριδα, αραχνη, μυρμηγκι η αλλο ζουζουνι δεν καταφερε μεχρι σημερα ν’ανεβει τους τοιχους του τζακιου μου και να φθασει στην καμιναδα!



ΤΕΛΟΣ