ΦΟΝΙΑΔΕΣ Ε.Π.Ε.
ή
ΕΝΑΣ ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟΣ ΑΛΛΑ ΠΟΤΕ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟΣ





του Γιώργου Μάντη

Σκότωσα περισσότερους από πεντακόσιους εκείνη τη νύχτα. Χωρίς κανένα δισταγμό, χωρίς τύψεις. Και το απήλαυσα. Ήταν εύκολο. Ήταν πολύ στιλάτο. Ήταν καθαρή δουλειά. Μου άρεσε. Είχα πολύ σοβαρούς λόγους, πιστέψτε με. Δεν το έκανα απλώς για πλάκα ούτε για να τη βρω. Θα σας πω την ιστορία μου. Τότε θα δείτε πόσο λογικό άτομο είμαι.

Ήμουν μόνο δέκα χρονών τότε, όταν εκείνη τη μέρα με πήρε ο πατέρας μου σε μια δουλειά που είχε σ' ένα μακρινό χωριό, ξέρετε εκείνα τα χώρια που δεν υπάρχουν σε κανένα χάρτη. Κάποιοι τύποι έπρεπε να υπογράψουν κάποιο συμβόλαιο ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Επρόκειτο για ένα αγροτεμάχιο. Τελικά, οι τύποι δεν συμφώνησαν, έγινε ένας καυγάς, ο πατέρας μου πρoσπάθησε να τους συμφιλιώσει, κι έτσι χάσαμε το τελευταίο λεωφορείο. Δεν είχαμε, λοιπόν, άλλη επιλογή από το να περάσουμε τη νύχτα μας στο χωριό. Μαζί με τη μητέρα μου ήμασταν τρεις. Ρωτήσαμε τους ντόπιους αν υπήρχε κανένα ξενοδοχείο η έστω πανδοχείο. Είπαν όχι. Μετά από μια ώρα ψάξιμο βρήκαν ένα πετεινό για να μας φιλέψουν. Αυτός που ανέλαβε να τον μαγειρέψει, φαίνεται ότι δεν είχε ξανακάνει τέτοια δουλειά, ήξερε μόνο να τηγανίζει πατάτες, μας είπε, κι έτσι τον τηγάνισε απλώς πέντε λεπτά και μας τον έφερε να τον φάμε. Ήταν ένα πράγμα τελείως λαστιχένιο, κάτι σαν σόλα. Έτσι αποφασίσαμε ότι θα κοιμηθούμε νηστικοί τελικά.

Το δωμάτιο, στο οποίο μας έβαλαν να κοιμηθούμε, ήταν ένα τελείως άδειο δωμάτιο, μ' ένα μεγάλο κρεβάτι για τους τρεις μας, τίποτε άλλο. Ρώτησα τη μητέρα μου που είναι ο διακόπτης για το φως. Εκείνη γέλασε. Πού φως σε χωριό εκείνη την εποχή! Μόνο μια λάμπα γκαζιού, κι αυτό ήταν μια ειδική περιποίηση επειδή ο πατέρας μου ήταν διευθυντής υπηρεσίας του δημοσίου.

Εντάξει. Δεν μετανιώνω ούτε λυπάμαι. Εγώ το έκανα. Προσέξτε με. Δεν είμαι κανένας γεννημένος φονιάς. Είναι στη φύση του σκορπιού να δαγκώνει. Εγώ είχα σοβαρό λόγο. Κι' αυτός ο λόγος, φίλοι μου, λέγεται επιβίωση.

Όλα αυτά σας τα λεω για να δείτε την επίδραση που είχαν αυτά τα γεγονότα στον μετέπειτα ψυχισμό μου. Είμαι ο ένας και ο μοναδικός υπεύθυνος για τη σφαγή που ακολούθησε, πιστέψτε με.

Δεν πρέπει να είχαν περάσει περισσότερα από πέντε λεπτά από τότε που πέσαμε για ύπνο, όταν άρχισε η βασανιστική και απαίσια εκείνη εισβολή. Εκείνοι άρχισαν να προελαύνουν. Εκείνοι οι μικροί στρατιώτες, εκείνοι οι χωρίς οίκτο, διψασμένοι για αίμα, μικρο-βρικόλακες. Διερωτάστε μήπως τί θα μπορούσε να είναι; Όσοι από σας είστε νέοι δεν τους γνωρίσατε, ούτε θα έχετε ποτέ αυτή τη δυσάρεστη εμπειρία. Στις μέρες μας, βλέπετε, αυτός ο εφιάλτης δεν υπάρχει πια. Το είδος τους έχει οριστικά εξαφανισθεί. Ρωτήστε κάποιον μεγαλύτερο και θα σας πει τί ήταν αυτή η απαίσια ράτσα.

Το όνομα τους ήταν κοριοί η κορέοι η κόρυζες. Καμιά σχέση με τους αποκαλούμενους ψύλλους (άλλα αιμοβόρα έντομα, μετακινούμενα με δυσανάλογα για το μέγεθός τους άλματα - ο άνθρωπος τα εξόντωσε οριστικά και αυτά), στους οποίους άρεσε να κυνηγούν κατά μόνας, οι κοριοί συνήθιζαν να επιτίθενται κατά αγέλας, μαζικά και κατά κύματα. Το σπίτι τους ήταν το κρεβάτι, με προτίμηση στο στρώμα και στα σημεία συναρμολόγησης του κρεβατιού, αλλά και στις σούστες. Στο κρεβάτι επίσης συνήθιζαν και να τρώνε, για την ακρίβεια να πίνουν. Προικισμένοι με ειδικό, διατρητικό του δέρματος εργαλείο και μακριά προβοσκίδα αναρρόφησης ανθρώπινου αίματος. Την πρώτη ρουφηξιά αίματος τη χρησιμοποιεί ο κοριός για να καθαρίσει από το παλιό, ξεραμένο αίμα, τον πεπτικό του σωλήνα, και μετά την ξερνά πάνω στην πληγή, γι' αυτό κι έχουμε τέτοια απαίσια φαγούρα. Στη συνεχεία πίνει τόσο αίμα, ώστε το μέγεθός του σχεδόν πενταπλασιάζεται και γίνεται τρομερά δυσκίνητος και φυσικά ευάλωτος. Όταν καταλάβει ότι ο άνθρωπος τον αντιλήφθηκε, μένει τελείως ακίνητος, προσποιούμενος τον πεθαμένο, εξ' ου και η γνωστή έκφραση "αυτός κάνει τον ψόφιο κοριό", που χρησιμοποιούμε για ένα αφελή απατεώνα, που νομίζει ότι θα γλιτώσει εύκολα.

Η επίθεσή τους ξεκίνησε μαζικά, ήταν αδύνατο να υπολογίσει κανείς τον ακριβή αριθμό τους. Ξύπνησα με ένα φρικτό, απερίγραπτο συναίσθημα. Όλο το σώμα μου φαγούριζε. Δεν μπορούσα να ανεχθώ ούτε τις πυτζάμες μου. Άρχισα να ξύνομαι σαν τρελός, μέχρι που μάτωσα. Αισθάνθηκα ότι τρελαινόμουν. Σηκώθηκα, άναψα την λάμπα και την έφερα κοντά μου. Τότε είδα τους μικρούς διαβόλους, αυτά τα αηδιαστικά πλάσματα, μικροσκοπικά, κατάμαυρα, πρησμένα από το αίμα μου, να κάνουν τον ψόφιο. Κολασμένα στίγματα, αναρίθμητα, απαίσια και αποκρουστικά, μικρά μπιτόνια αίματος σε κατάσταση νιρβάνα. Άρχισα να τα συνθλίβω ανάμεσα στα δάκτυλά μου και τα νύχια μου. Σε λίγο τα χέρια μου είχαν γεμίσει από το ίδιο μου το αίμα. Τα μπάσταρδα ήταν ατελείωτα. Τότε ανακάλυψα από που έρχονταν: από το ταβάνι!!!! Ανέβαιναν σιγά - σιγά τον τοίχο, πλάι στον οποίο βρισκόταν το κρεβάτι, και όταν έφθαναν στο ταβάνι, σημάδευαν προσεκτικά, και μετά από μια μικρή αμφιταλάντευση - αιώρηση, έπεφταν πάνω μου με σταθερή ταχύτητα, σαν αλεξιπτωτιστές! Και φυσικά, το επαναλαμβάνω, όχι ένας - ένας αλλά σε μεγάλους αριθμούς! Άνοιξα την παλάμη μου και μέσα σε δυο δευτερόλεπτα είχε γεμίσει απ' αυτά τα αηδιαστικά, διψασμένα για αίμα έντομα! Πιστέψτε με, τέτοιο πράγμα δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου! Η απόλυτη τρέλα! "Τη λάμπα, Γιώργο, κάψτε με τη λάμπα!", μου φώναξε η μητέρα μου, η οποία ήδη είχε ανάψει το τσακμάκι του πατέρα μου και ασχολείτο με το ίδιο θεάρεστο έργο: την εξόντωση του εχθρού, της ανομολόγητης αυτής φρίκης. Ακολούθησα τις οδηγίες της. Σε λίγο άρχισα να τα κάνω ψητά! Ακόμη και σήμερα θυμάμαι τις φρικτές αυτές, απερίγραπτες σκηνές! Πλησίαζα τη λάμπα στον πέτρινο τοίχο και έβλεπα ολόκληρες αρμαθιές απ' αυτούς να πέφτουν φλεγόμενοι στο πάτωμα, ενώ άλλοι πνίγονταν από τους καπνούς του αίματός μου που έβραζε και εξατμιζόταν! Η μυρουδιά ήταν ανυπόφορη, όσο και το ίδιο το θέαμα! Αυτός ο τρομαχτικός, τσιριχτός θόρυβος των καιγόμενων μικρο-βρικολάκων! Φαντάζομαι τα μούτρα του ιδιοκτήτη του δωματίου, όταν είδε τον τοίχο του. Γεμάτος μουτζούρες, καπνιές και αίματα! Επανέρχομαι στον ήχο. Είχε κάτι το απόκοσμο, το εξωπραγματικό, το αποτρόπαιο και απαίσιο, το ανομολόγητο, κάτι αρχέγονα τρομαχτικό!........

Τέρμα, τελειώσαμε. Αφού καθαρίσαμε τον τοίχο απ' αυτούς, η μάνα μου πήρε αρκετό πετρέλαιο και σκότωσε και τα τελευταία τους υπολείμματα, που κρύβονταν ανάμεσα στις συνάψεις του κρεβατιού.

Η σφαγή τελείωσε. Και είχαμε κερδίσει. Είχαμε επιζήσει και εξοντώσει τους κοριούς. Η έφοδός τους απέτυχε παταγωδώς.

Οι μικροί μπάσταρδοι θέλησαν να μας στραγγίξουν το αίμα. Δεν τα κατάφεραν. Δεν τους αφήσαμε. Αισθανθήκαμε ικανοποιημένοι.

"Τι εμπειρία κι' αυτή!", σκέφθηκα κι έπεσα ψόφιος για ύπνο. Ήταν ήδη πέντε τα χαράματα. Ολονύχτια μάχη, βλέπετε.

Το πρωί ξύπνησα μάλλον βιαία, για μια ακόμη φορά. Τρεις άκρως επιθετικές μύγες, προσπαθούσαν να μπουν μέσα στο στόμα μου! Τι αηδία! Να δείτε επιμονή, οι άτιμες!

"Ωραίες εμπειρίες από τη ζωή της υπαίθρου!"

"Άντε, γεια σας!"

ΤΕΛΟΣ