Η ΠΟΛΗ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Γράφει η Φιαμού Ανθίππη
Τα ερείπια
απλώνονταν και σκέπαζαν μια μεγάλη έκταση
ανάμεσα στους αμμόλοφους της πεδιάδας. Μιας
πεδιάδας έρημης και ξερής της οποίας οι
λόφοι, όμοιοι με μονολιθικά γλυπτά της
ίδιας της φύσης ήταν γεμάτοι μόνο με την
άγρια βλάστηση της ερήμου. Ο Ιστορικός
επέμενε ότι μερικοί από τους λόφους
υψώνονταν στην άκρη των ερειπίων αλλά και
ανάμεσά τους, ήταν έργα ανθρώπων.
Ακόμα κι εγώ
που δεν είμαι Ιστορικός μπορούσα να δω ότι
οι λόφοι εκείνοι δεν ήταν μονολιθικοί
σχηματισμοί σμιλεμένοι από τον καιρό και το
χρόνο αλλά σωροί από χώμα που οπωσδήποτε
χρειάζονταν ανθρώπινο χέρι για να
φτιαχτούν.
Μαζί με τον
ιστορικό αρχίσαμε να περπατάμε στους
τόπους όπου πριν από χιλιάδες χρόνια θα
πρέπει να υπήρχαν οι δρόμοι της μεγάλης
πόλης. Γύρω μας βλέπαμε ο, τι είχε απομείνει
από κτήρια, σπίτια, ιερά και άλλα κτήρια
άγνωστου σκοπού τώρα πια. Και ήταν όλα
ανοιχτά, εκτεθειμένα στο φως, στον αέρα αλλά
και στα αρπακτικά αυτού του κόσμου. Ο, τι
πολύτιμο κι αν υπήρχε ποτέ εκεί θα το είχαν
πάρει άλλοι πριν από μας που δεν θα
ενδιαφέρονταν και πολύ για την ιστορία, το
όνομα και την προέλευση των ανθρώπων αυτής
της πόλης. Οι τυμβωρύχοι, οι αρχαιοκάπηλοι,
όπως του έλεγε ο Ιστορικός, δεν έχουν
ενδιαφέροντα σαν τα δικά μας και οι νόμοι
που είχε φτιάξει εναντίον τους ο
Αυτοκράτορας Τέμουρ της Σελεγκά πολύ λίγο
θα εφαρμόζονταν σε τούτες τις ερημιές.
Περπατούσαμε
αρκετή ώρα με τον ιστορικό ανάμεσα στα
ερείπια ο καθένας απορροφημένος από τις
σκέψεις του, ώσπου φτάσαμε σε ένα λόφο κοντά
στο κέντρο των ερειπίων που δεν ήταν
ακέραιος. Παντού υπήρχαν σημάδια ότι
άνθρωποι είχαν περάσει από κει αφήνοντας
πάνω τους σημάδια ανασκαφών. Τα χώματα ήταν
ανάστατα ενώ παντού υπήρχαν διάσπαρτα
πέτρινα κομμάτια γλυπτών και ανάγλυφες
πλάκες, μοναδικοί μάρτυρες ότι κάποτε είχαν
περάσει από τα χέρια κάποιων εδώ και αιώνες
νεκρών αρχαίων καλλιτεχνών.
Βλέποντάς τα
να κείτονται εκεί στο χώμα της ερήμου
εγκαταλειμμένα και σκόρπια, ένιωσα
παράξενα. Δεν είμαι Ιστορικός, δεν ξέρω αν
είναι σωστό να νοιώθω έτσι, αυτός ο τόπος
δεν είναι καν ο δικός μου. Όμως έτσι όπως
βλέπω τα απομεινάρια εκείνων των ανθρώπων
νόμιζα ότι βρισκόμουν μπροστά σ’ έναν τάφο
βεβηλωμένο από ιερόσυλους και τα οστά των
νεκρών πεταμένα εδώ κι εκεί.
Δίπλα μου ο
Ιστορικός κοίταζε τον τύμβο εξεταστικά λες
και δεν ήξερε ούτε ο ίδιος τι έψαχνε να βρει
στο τραυματισμένο του σώμα. Όμως διέκρινα
καθαρά ότι δεν βρισκόταν πια σ’ αυτόν τον
κόσμο. Το σώμα του ίσως να ήταν, όμως η ψυχή
του ταξίδευε σε καιρούς παλιούς και
προσπαθούσε να ξαναφτιάξει μέσα του την
εικόνα της πόλης όπως θα ήταν όταν ακόμα
μπορούσε κάποιος να την πει κάτι τέτοιο, σε
έναν κόσμο πιο νέο, εντελώς διαφορετικό απ’
αυτόν που ζούμε.
Αν είχαμε
ένα Ίμπα το έργο του Ιστορικού θα ήταν πιο
εύκολο όμως κανένα τέτοιο Όργανο δεν σώθηκε
από την καταστροφή του Κατακλυσμού. Βέβαια
ο Ιστορικός δεν έλεγε ποτέ ότι θα ήθελε να
έχει Ίμπα, αντίθετα ισχυριζόταν ότι
προτιμούσε να ανακαλύπτει το παρελθόν αργά,
μελετώντας τα παλιά βιβλία και κάνοντας
ανασκαφές σε τόπους παλιούς, χαμένους βαθιά
σε απόμακρες γωνιές του κόσμου, που κάποτε
ήταν γεμάτες άλλου είδους ζωή.
«Ο Δάσκαλός
μου έτσι μου έμαθε», έλεγε. «Μόνο όποιος
ακούσει και καταλάβει τη σιωπηλή γλώσσα των
ευρημάτων μπορεί να γίνει κοινωνός της
Ιστορίας. Πριν αρχίσει κανείς τις υποθέσεις
και τις θεωρίες πρέπει πρώτα να αγγίξει τα
ίδια τα πράγματα που άγγιξαν κι εκείνοι».
Δεν τον
καταλαβαίνω τον ιστορικό όταν μιλάει έτσι.
Ίσως γιατί εμένα το παρελθόν με άγγιξε με το
παραπάνω και με τον πιο άσχημο τρόπο. Ο
Σασβάτι ήταν ένας μάγος πανάρχαιος που είχε
ζήσει την εποχή που τώρα ερευνούσε ο
Ιστορικός και μέσα μου βαθιά πίστευα ότι θα
ήταν καλύτερα αν δεν κάναμε τίποτα και
αφήναμε τα αρχαία μυστικά να κοιμούνται τον
αιώνιο ύπνο τους. Από την άλλη όμως θέλω να
καταλάβω τι είναι εκείνο που ωθεί τον
Ιστορικό να ψάχνει το παρελθόν, γι’ αυτό
ήρθα μαζί του σε τούτο το ταξίδι στα ερείπια
της άγνωστης πόλης. Θέλω να δω τι είδους
γοητεία είναι τούτη που τον συνεπαίρνει
κάθε φορά που μιλάει για τους παλιούς
καιρούς ή όταν ανακαλύπτει κάτι άγνωστο ως
τώρα.
«Πήγαινε,
Σράμαν» είχε πει ο Αρχιτραγουδιστής. «Θα
μάθεις πολλά με τον Ακάντι. Εμένα μου έχει
πει τόσα πολλά που σε λίγο θα γίνω ο πρώτος
Αρχιτραγουδιστής - Ιστορικός».
Έτσι
αστειεύονταν εκείνοι μεταξύ τους όμως εγώ
ακολούθησα τη συμβουλή του Αρχιτραγουδιστή
και ήρθα μαζί με τον Ιστορικό στην άγνωστη
αρχαία πόλη
«Εδώ βρήκαν
τις πινακίδες», είπε κάποτε ο Ιστορικός
δείχνοντας ένα σημείο ανάμεσα στα χώματα. «Τις
είδαμε στο Μουσείο της Μίρισσα, θυμάσαι;»
«Κανείς δεν
μπορούσε να τις διαβάσει, έτσι δεν είναι;»,
είπα.
«Κανείς
εκτός από μένα», είπε ο Ιστορικός. «Οι
ιστορικοί της Σελεγκά δεν ξέρουν τη γλώσσα
της Βαραγκάλ, ευτυχώς από μια άποψη».
Ωστόσο
εκείνες οι πινακίδες δεν περιείχαν καμιά
χρήσιμη πληροφορία για το ποιο ήταν αυτή η
πόλη και πώς είχαν βρεθεί εκεί οι άνθρωποι
που μιλούσαν τη γλώσσα μας. Ο Ιστορικός είχε
διαβάσει προσεκτικά τις πινακίδες και όσο
πιο κρυφά μπορούσε από τους Ιστορικούς της
Μίρισσα για να καταλήξει στο τέλος στο
συμπέρασμα ότι το περιεχόμενό τους ήταν
ένας ύμνος σε κάποια κατώτερη θεότητα της
Βαραγκάλ συνδεδεμένη κάπως με πρωτόγονες
λατρείες της γονιμότητας που αφθονούσαν
τότε σε τόπους που αργότερα θα ονομάζονταν
Αυτοκρατορία της Γκρόνταρ.
«Ελπίζεις
ότι θα βρούμε κάτι στους λόφους;» είπα.
«Δεν ελπίζω»,
είπε ο Ιστορικός. «Το πιστεύω. Όμως πρέπει
να σκάψουμε πρώτα. Πάμε».
Αρχίσαμε τις
ανασκαφές την ίδια κιόλας μέρα σε έναν
τύμβο πολύ κοντά στον ανασκαμμένο σε μικρή
απόσταση από τα ερείπια ενός κτηρίου που ο
σκοπός του ήταν πια απροσδιόριστος. Ήμαστε
τυχεροί που τούτη η πόλη βρισκόταν έξω από
τα σύνορα της Σελεγκά γιατί, σύμφωνα με τους
νόμους του Αυτοκράτορα Τέμουρ, όλα μας τα
ευρήματα έπρεπε να τα παραδώσουμε στο
πλησιέστερο μουσείο.
Αυτό για μας
ήταν αδύνατο. Αν βρίσκαμε οτιδήποτε που να
ανήκει στη Βαραγκάλ έπρεπε να τα πάρουμε
μαζί μας. Δεν μπορούσαμε να αφήσουμε
κομμάτια της πατρίδας στο έλεος των
τυμβωρύχων αλλά ούτε και στους αδαείς
ιστορικούς του κόσμου τούτου. Ούτε
εξηγήσεις μπορούσαμε να δώσουμε σε
περίπτωση που θα μας έπιαναν πάνω στην
ανασκαφή. Το μεγαλύτερο όπλο μας σ’ αυτόν
τον εχθρικό κόσμο που μας έριξε ο
Κατακλυσμός ήταν η μυστικότητα έτσι δεν
μπορούσαμε να την εγκαταλείψουμε.
Σκάψαμε μια
τομή κατά μήκος του λόφου κόβοντάς τον στη
μέση ψάχνοντας για οτιδήποτε. Ο Ιστορικός
παρατηρούσε τα στρώματα του χώματος και
ανακάλυψε ότι όλα ήταν τμήμα μιας επίχωσης
που είχε συγκεντρωθεί εκεί σε διαφορετικές
εποχές. Όταν τον ρώτησα πώς το κατάλαβε αυτό
μου είπε ότι αν παρατηρούσα καλάθα έβλεπα
ότι τα χώματα της επίχωσης είχαν
διαφορετική σύνθεση από αυτήν του εδάφους.
Είχαμε πια
φτάσει την τομή στην άλλη άκρη του λόφου και
τίποτα άξιο λόγου δεν είχε βρεθεί. Μόνο
μερικά θραύσματα από επιτύμβιες στήλες
χωρίς επιγραφές, όπως είπε ο Ιστορικός και
όστρακα από σπασμένα αγγεία. Ωστόσο ο
Ιστορικός επέμενε ότι έπρεπε να
συνεχίσουμε να σκάβουμε στον ίδιο λόφο
κάνοντας τώρα μια άλλη τομή στην ίδια
κατεύθυνση. Τούτη τη φορά ήταν
αποφασισμένος να φτάσει κάτω από την
επίχωση, να σκάψει την ίδια τη γη μη και
έβρισκε κάτι κάτω από την επιφάνεια του
εδάφους.
Όλες τις
μέρες ωστόσο που διαρκούσε η ανασκαφή
έβλεπα ολοκάθαρα ότι κάτι συνέβαινε στον
Ιστορικό. Οι νύχτες του ήταν ανήσυχες και
ποτέ δεν κατάφερνε να κοιμηθεί ολόκληρη τη
διάρκειά τους. Ανάσαινε βαριά
στριφογυρίζοντας στο στρώμα ενώ ο ιδρώτας
γυάλιζε στο φως του λύχνου έτσι καθώς
έλουζε όλο του το πρόσωπο. Άλλοτε πάλι
παραμιλούσε στον ύπνο του λέγοντας λόγια
ασυνάρτητα που δεν καταλάβαινα το νόημά
τους ενώ άλλες φορές πεταγόταν από τον ύπνο
ουρλιάζοντας τρομαγμένος λέξεις που δεν
ήταν της γλώσσας μας αλλά ούτε και καμιάς
άλλης γνωστής γλώσσας
Τα πρωινά
μετά από τέτοιες νύχτες ο Ιστορικός δεν
μιλούσε καθόλου και σε κανέναν, γύριζε μόνο
στην ανασκαφή από τη μια άκρη ως την άλλη
χωρίς να ρίχνει δεύτερη ματιά σε άνθρωπο,
έχοντας το νου του μόνο σ’ αυτά που
έρχονταν ή δεν έρχονταν στο φως.
Όλον εκείνο
τον καιρό ο Ιστορικός μου μίλησε μόνο μια
φορά. Ήταν μια νύχτα χωρίς φεγγάρι με τα
άστρα κρυμμένα πίσω από βαριά σύννεφα ενώ
το πρόσωπο του Ιστορικού έμοιαζε πιο
σκοτεινό και συννεφιασμένο από την ίδια τη
νύχτα.
«Είδα το
Δάσκαλο σήμερα», είπε υπόκωφα. «Δεν μπορώ να
πω τι ήταν, Ταξίδι ή όραμα όμως εκείνος ήταν
εκεί, όπως τον θυμάμαι την εποχή που κάναμε
μαζί την ανασκαφή της Ανάου. Πάνε τόσα
χρόνια από τότε. Αρχιτραγουδιστής ήταν ο
Μαέστρος και ο δικός μας, Σράμαν τότε, ζούσε
λίγο πολύ στη σκιά εκείνου και του φίλου του,
του Ατορνίν. Ήταν η πρώτη φορά που ο
Δάσκαλος με έπαιρνε μαζί του σε ανασκαφή
και γι’ αυτό ήμουν παραπάνω από
ευτυχισμένος. Αυτό σήμαινε ότι με είχε
ξεχωρίσει από τους υπόλοιπους μαθητές. Έτσι
τον είδα σήμερα. Στα ερείπια της Ανάου όπως
τότε, να αιωρείται πάνω από τα ερείπια σαν
οπτασία μιλώντας λόγια της γλώσσας μας έτσι
όπως τη μιλούσαν στην πατρίδα...»
«Τι σου έλεγε;» ρώτησα.
«Μου είπε να
φύγω από δω όσο είναι ακόμα καιρός», είπε ο
Ιστορικός. «Αυτό και μόνο είπε. Και μετά
χάθηκε».
«Κάνεις
συχνά τέτοια Ταξίδια; Εννοώ να βλέπεις το
Δάσκαλό σου;»
«Έχω να τον
δω από τότε που πέθανε», είπε ο Ιστορικός. «Ήταν
δυο χρόνια πριν πεθάνει ο Μαέστρος. Ήξερε
ότι ο θάνατος ήταν κοντά, τον περίμενε όμως
δεν φοβήθηκε. Τον θυμάμαι ακόμα να κείτεται
ήρεμος στο κρεβάτι του και να μιλάει για τον
κόσμο μετά απ’ αυτόν, να λέει ότι εγώ θα
έπαιρνα τη θέση του μετά απ’ αυτόν στο
καραβάνι κι να μου λέει να μην ξεχάσω ποτέ
αυτά που μου είχε μάθει και κυρίως ότι όταν
κάνουμε ανασκαφές δεν ψάχνουμε να βρούμε
άψυχα αντικείμενα αλλά ανθρώπους. Ακόμα κι
όταν τα αντικείμενα είναι από καθαρό
χρυσάφι ή ζέιστ. Φέρνουμε στο φως ανθρώπους
νεκρούς εδώ κι αιώνες που ωστόσο ο καθένας
έχει να διηγηθεί ιστορίες θαυμαστές».
Ο Ιστορικός
σταμάτησε για λίγο τη διήγησή του για να
πάρει ανάσα. Μετά είπε.
«Και τώρα
τον είδα να βρίσκεται πάλι κοντά μου και να
με προειδοποιεί για κάτι που πρόκειται να
συμβεί».
«Θέλεις να
φύγουμε;» είπα μια και δεν ήξερα πώς
μπορούσα να βοηθήσω.
«Όχι, Σράμαν.
Ο, τι και να γίνει αυτό είναι το τελευταίο
που θα κάνουμε», είπε ο Ιστορικός κι εγώ
δέχτηκα την απόφασή του σαν αυτός να ήταν ο
ρόλος μου σ’ αυτήν την αποστολή: να εκτελώ
διαταγές και τίποτα περισσότερο.
Η ανασκαφή
συνεχίστηκε. Χαράξαμε και την άλλη τομή για
αρκετές μέρες ακόμα μέχρι που βρήκαμε το
τυφλό δωμάτιο.
Ήταν ένας
κύβος φτιαγμένος από τούβλα ψημένα στον
ήλιο και κρυμμένος κάτω από την επιφάνεια
του εδάφους ενώ είχε τις διαστάσεις ενός
μικρού δωματίου. Καθαρίσαμε πρώτα μια
πλευρά του κύβου όπου δεν είδαμε κανενός
είδους άνοιγμα παρά μόνο ένα κόκκινο σαν
καρδιά πετράδι σφηνωμένο σ’ ένα από τα
κίτρινα τούβλα. Το κτήριο έμοιαζε να μην
έχει την πόρτα του σ’ εκείνη την πλευρά γι’
αυτό θυσιάσαμε πολύτιμο χρόνο για να
καθαρίσουμε και τις άλλες πλευρές από τα
χώματα αναζητώντας μάταια μια είσοδο.
Όταν πια
καταλάβαμε ότι πασχίζαμε άδικα είχαμε
ανακαλύψει έναν κύβο εντελώς τυφλό από όλες
τις μεριές με μόνο ξεχωριστό σημάδι το
κόκκινο πετράδι του ενός τοίχου που έμοιαζε
με αιμάτινο μάτι κάποιου προϊστορικού
θηρίου.
«Τι θα γίνει,
Ιστορικέ;» είπα. «Θα γκρεμίσουμε τον τοίχο;»
«Όχι, πρέπει
να υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος», είπε ο
Ιστορικός έχοντας τα μάτια καρφωμένα στο
κόκκινο πετράδι. «Δεν είναι ο ήλιος αλλιώς
θα είχε ανοίξει τώρα...πρέπει να είναι κάτι
άλλο. . . το φεγγάρι ίσως. . . όμως τώρα δεν
έχει φεγγάρι και δεν έχουμε ούτε τον καιρό
ούτε την υπομονή να περιμένουμε. . .»
Από τα
μισόλογα του Ιστορικού κατάλαβα λίγα
πράγματα. Το πιο σπουδαίο είναι ότι το
πετράδι του κτίσματος θα πρέπει να έχει
ευθυγραμμιστεί με κάποια φωτεινή πηγή που
όταν θα έριχνε το φως της πάνω του θα έβαζε
σε ενέργεια το μηχανισμό που άνοιγε την
πόρτα. Όμως όλες τις μέρες που βρισκόμαστε
σε τούτα τα ερείπια ούτε ο ήλιος ούτε το
φεγγάρι δεν είχαν καταφέρει να διαπεράσουν
το φράγμα των σύννεφων. Έκανα τότε μια σκέψη
και αποφάσισα να δοκιμάσω αν ήταν σωστή.
Όταν η
αχτίνα του Ήλιου της Βαραγκάλ έπεσε πάνω
στο αιματοκόκκινο πετράδι, εκείνο άρχισε να
πάλλεται μ’ ένα ρυθμό σταθερό ενώ την ίδια
ώρα έστελνα έναν μοναδικό ήχο να σκεπάσει
τον γκρίζο, απογευματινό, μισοσκότεινο
κόσμο των ερειπίων. Ήταν μια νότα βαριά,
χαμηλή, μπάσα που ανέβαινε και κατέβαινε σε
ύψος ακολουθώντας τον παλμό του πετραδιού.
Ο Ιστορικός
γύρισε προς το μέρος μου ξαφνιασμένος
ωστόσο ανυπόμονος για το αποτέλεσμα και
λίγο φοβισμένος για τον κίνδυνο που
προκαλούσα με το πείραμά μου. Κάποτε ο
παλμικός ήχος σταμάτησε και ο τοίχος
υποχώρησε σερνάμενος κάτω από το πέτρινο
έδαφος και σε λίγο είχε ανοίξει μια πόρτα
πέρα από την οποία υπήρχε μόνο το σκοτεινό
άγνωστο. Ανάψαμε πυρσούς και μπήκαμε μέσα
στο σκοτεινό θάλαμο, πρώτα ο Ιστορικός και
μετά εγώ.
Τα σώματά
μας έριχναν μακριές σκιές στους τοίχους του
δωματίου τρεμάμενες κάτω από το φως των
πυρσών. Το δωμάτιο όπου βρεθήκαμε ήταν
εντελώς άδειο, όσο μπορούσαμε να δούμε και ο
χώρος περιορισμένος. Το μόνο που τράβηξε
την προσοχή μας ήταν οι τοιχογραφίες.
Πολύχρωμες και ολοζώντανες ήταν,
παριστάνοντας ανθρώπους τώρα πια χαμένους
που είχαν καρφώσει πάνω μας πελώρια μάτια
σαν να μας κατηγορούσαν που ταράξαμε τον
αιώνιο ύπνο τους.
Όμως
γνωρίσαμε αμέσως τα πρόσωπα, τα ρούχα ακόμα
και τα γράμματα που γέμιζαν σχεδόν όλους
τους κενούς χώρους ανάμεσα στις μορφές των
ανθρώπων.
«Από τη
Βαραγκάλ!» άκουσα τον Ιστορικό να ψιθυρίζει.
Κανείς από
τους ζωγραφισμένους ανθρώπους δεν είχε
κόκκινο ήλιο στο μέτωπο, κανείς δεν ήταν
Αρχιτραγουδιστής, από τα Όργανα που κρατούν,
δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Μια γυναίκα
λεπτή με μακριά μαλλιά, ντυμένη μ’ ένα λινό
χιτώνα που έφτανε ως τα νύχια της, περνούσε
τα μακριά, λεπτά δάχτυλά της μέσα από τις
χορδές μιας λύρας. Ένας άντρας το ίδιο ψηλός,
μελαχρινός και λεπτός, κρατούσε στα χέρια
του έναν αυλό κι έμοιαζε σαν να συνόδευε τη
γυναίκα στη μουσική της. Όργανα και
άνθρωποι πλήθαιναν στους τοίχους του
δωματίου, όλοι σχεδόν στερεότυπα ψηλοί,
λεπτοί και μελαχρινοί με σγουρά μαλλιά και
μακριά, λεπτά, ελαφρώς κυρτά δάχτυλα.
Καθένας κρατούσε από ένα Όργανο ενώ ανάμεσα
στις μορφές υπήρχαν ολόκληρα έπη γραμμένα
Κύριος οίδε από ποιο χέρι, στη γλώσσα της
χώρας μας έτσι όπως τη μιλούσαν κάπου από
έξη χιλιάδες χρόνια. Όλα αυτά οδηγούσαν σε
ένα και μόνο συμπέρασμα. Σ’ αυτόν τον τόπο
είχαν ζήσει δικοί μας άνθρωποι που κανείς
δεν τους ήξερε και δεν είχε μάθει ποτέ ποιοι
ήταν.
Υπήρχαν
πολλά που έπρεπε να ανακαλύψουμε. Ποιοι
ήταν εκείνοι οι Τραγουδιστές, πότε είχαν
έρθει σε τούτη την πόλη και πότε, ποια ήταν
αυτή η πόλη που τους είχε δώσει καταφύγιο,
ερωτήσεις ατέλειωτες που ίσως να μην
έβρισκαν ποτέ απάντηση.
Εκείνη τη
στιγμή, ωστόσο, ήταν που συνειδητοποίησα
πόσο δίκιο είχε ο Ιστορικός όταν μιλούσε
για τη «σιωπηλή γλώσσα των ευρημάτων».
Ένοιωσα παράξενα έτσι καθώς ήμουν
τριγυρισμένος από τις μορφές των αρχαίων
Τραγουδιστών, αναπνέοντας τον αέρα που
ανέπνεαν κι εκείνοι τις περασμένες εποχές
που ζούσαν ακόμα στον κόσμο. Ένοιωσα ότι
βρίσκονταν πολύ κοντά μου, όχι μόνο σαν
πνεύματα, ψυχές ανθρώπων που είχαν ζήσει
κάποτε, αλλά σαν παρουσίες φυσικές,
πλάσματα του κόσμου έτοιμα να βγουν από τη
φυλακή των δυο διαστάσεων που τους είχαν
αποκλείσει οι τοιχογραφίες, να ζήσουν ξανά
και να με τριγυρίσουν, να με πάρουν μαζί
τους για να μου αποκαλύψουν μυστικά που θα
έπρεπε να μείνουν κρυμμένα.
«Ένα Ίμπα!»
άκουσα τότε τον Ιστορικό να φωνάζει
ταράζοντας την αρχαία σιωπή και βγάζοντάς
με από την έκσταση. Πήγα προς το μέρος του
βέβαιος ότι θα έβλεπα κάποιον από τους
ανθρώπους των τοίχων να κρατάει το αρχαίο
Όργανο των Ιστορικών. Όμως δεν περίμενα ότι
θα έβλεπα το ίδιο εκείνο Όργανο να στέκεται
πάνω στο βάθρο του περιμένοντας τους
ιδιοκτήτες του να το διεκδικήσουν. Θα
μπορούσαν να έχουν περάσει αιώνες από τότε
που οι άνθρωποι το έθαψαν σε τούτον τον τάφο
και το ξέχασαν.
Στο μυαλό
μου ήρθε πάλι η πρώτη εικόνα. Θα μπορούσαν
τώρα, τούτη τη στιγμή, να ζωντανέψουν οι
τοίχοι και καθένας από τους ανθρώπους της
χαμένης πόλης να βγουν και να περπατήσουν
ξανά στον κόσμο, να καθίσουν στο σκαμνί που
είδα στο βάθρο, να βάλουν τα δάχτυλά τους
στην άρπα του Οργάνου περιμένοντας να δουν
εικόνες αλλόκοτες να παίρνουν ζωή στο
στρογγυλό καθρέφτη που τριγυρισμένος από
ένα σκαλιστό πλαίσιο ορθωνόταν πάνω σ’ ένα
όμοια σκαλιστό τραπέζι.
Πλησιάσαμε
κι οι δυο, ο Ιστορικός κι εγώ, το Όργανο που
βλέπαμε για πρώτη φορά. Αυτό ήταν λοιπόν το
Ίμπα που χρησιμοποιούσαν οι Ιστορικοί για
να βλέπουν το παρελθόν των κόσμων και να
μελετούν την Ιστορία, τον τόπο και το χρόνο
όπου είχε γίνει. Ωστόσο υπήρχαν και
διάφορες άλλες ιστορίες που αφορούσαν το
Ίμπα. Δεν τις ήξερα καλά τότε, ο Ιστορικός
δεν μου είχε πει πολλά ακόμα, σύντομα όμως
θα μάθαινα και με τον πιο σκληρό τρόπο.
«Τώρα η
δουλειά σου θα γίνει πιο εύκολη», είπα.
Ο Ιστορικός
στεκόταν και θαύμαζε το Όργανο των ανθρώπων
της δουλειάς του σαν να έβλεπε κάποιο θαύμα,
κάτι που δεν απείχε πολύ από την αλήθεια.
«Πρέπει να
γίνουν πολλά ακόμα», είπε τέλος. «Να
αντιγράψουμε τις τοιχογραφίες και τις
επιγραφές, να τις διαβάσουμε. . . μετά
βλέπουμε. . .»
Με εντολή
του Ιστορικού κανένας δεν πλησίασε το τυφλό
δωμάτιο τις μέρες που ακλούθησαν. Μόνο
εκείνος έμπαινε μέσα στον αρχαίο θάλαμο και
κλεινόταν εκεί μέσα ώρες και αργότερα μέρες
ολόκληρες. Δεν μπορώ να αρνηθώ ότι με έτρωγε
η περιέργεια να μάθω τι έκανε ο Ιστορικός σ’
εκείνον τον αρχαίο τόπο όπου οι άνθρωποι
του καιρού εκείνου μας κοίταζαν ακόμα σαν
ολοζώντανοι από τις τοιχογραφίες.
Ως Σράμαν
θα μπορούσα να απαιτήσω από τον Ιστορικό να
μου δώσει όποια πληροφορία ήθελα για τις
έρευνες του ή εξηγήσεις για το τι έκανε όλες
τις ώρες που περνούσε στον αρχαίο θάλαμο.
Όμως δεν είχα το κουράγιο να εναντιωθώ στον
Ιστορικό και ομολογώ ότι δεν τολμούσα. Στα
μάτια μου ο Ιστορικός φάνταζε σαν κάτι
σπουδαίο, σαν ένας άνθρωπος πέρα από τα
μέτρα αυτού του κόσμου, που κατείχε γνώσεις
απρόσιτες στους κοινούς θνητούς. Ο
Ιστορικός είχε το προνόμιο να έρχεται σε
επαφή άμεση με τους ανθρώπους των
περασμένων εποχών, να αγγίζει τα έργα των
χεριών τους ακόμα και αυτούς τους ίδιους.
Μπορούσε ακόμα να ξαναδιαβάζει το παρελθόν,
να το ξαναφτιάχνει κομμάτι κομμάτι από τα
σκόρπια λείψανα που έβρισκε εδώ κι εκεί σαν
παιδικό παιχνίδι που ωστόσο δεν ήταν τίποτα
τέτοιο.
Όλα αυτά στα
μάτια μου φάνταζαν εξωπραγματικά και εν
μέρει ήταν. Επί πλέον ο Ιστορικός ήταν τόσο
κοντινός στον Αρχιτραγουδιστή ώστε στο
ταλαίπωρο μυαλό μου, που μόλις είχε
Ξυπνήσει και καταλάβει πού βρισκόμουν και
τι ήμουν στην πραγματικότητα, οι δυο του
φάνταζαν σαν ένα. Και στον Αρχιτραγουδιστή
δεν θα μπορούσα να αντιμιλήσω ακόμα και υπό
την απειλή των όπλων.
Με τον καιρό,
βέβαια, έμαθα και συνειδητοποίησα μέσα μου
βαθιά ποια ήταν η αληθινή θέση του καθενός
μας σ’ αυτόν τον κόσμο, όμως χρειαζόμουν
αρκετό καιρό ακόμα γι’ αυτό. Πράγμα που δεν
είχαμε.
Έτσι ο
Ιστορικός περνούσε τον περισσότερο καιρό
του μέσα στο τυφλό δωμάτιο κάνοντας άγνωστα
πράγματα, κατεβαίνοντας Κύριος οίδε σε ποια
σκοτάδια. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι
χρησιμοποιούσε το Ίμπα για να ταξιδεύει
πίσω στο χρόνο στις εποχές πριν τον
Κατακλυσμό όταν ακόμα υπήρχε η Βαραγκάλ και
άλλα πλάσματα περπατούσαν στη Γη.
Είχα ακούσει
διάφορες ιστορίες για τους Ιστορικούς της
πατρίδας που χρησιμοποιούσαν αλόγιστα το
Ίμπα ώσπου τελικά έγιναν δέσμιοι του
Οργάνου. Εθίζονταν σ’ αυτό και στην
ενέργειά του, όπως εθίζεται κανείς στον
μαύρο λωτό και τα παράγωγά του. με τον καιρό
το αποζητούσαν όλο και περισσότερο μέχρι
που έπεφταν νεκροί μπροστά του από την
εξάντληση. Κάποτε βέβαια ανακαλύφθηκε ένας
τρόπος να μην εθίζονται οι ιστορικοί στη
χρήση του Ίμπα. Όμως ο δικός μας ο Ιστορικός
δεν είχε κανέναν μαζί του για να τον
συνοδεύει στο Ίμπα με τον Ύμνο της
Απεξάρτησης. Όπως ήταν φυσικό, λοιπόν, οι
Τραγουδιστές του συνεργείου της ανασκαφής
κι εγώ αρχίσαμε ν’ ανησυχούμε.
Τίποτα από
αυτά που έκανε ο Ιστορικός δεν έμοιαζε
φυσιολογικό και επί πλέον είχαν αρχίσει να
ταράζουν τον ύπνο μας νυχτερινοί θόρυβοι.
Νύχτα βαθιά ήταν, όταν η προαιώνια σιωπή της
ερήμου σκόρπιζε στους τέσσερις ανέμους
κυνηγημένη από κακόφωνες μουσικές άγνωστων
Οργάνων που ήταν αδύνατον να ανήκουν στη
Βαραγκάλ. Ώρες ώρες νομίζαμε ότι ήταν
κραυγές βασανισμένων ανθρώπων που υπέφεραν
ακατονόμαστα μαρτύρια στα χέρια άσπλαχνων
ιερέων του Κακού. Στριγκοί, ψηλότονοι,
συριστικοί ήταν οι ήχοι που έρχονταν από το
τυφλό δωμάτιο στην καρδιά της νύχτας όταν
όλα τα πλάσματα του Θεού κοιμούνταν. Ήχοι
που δεν έμοιαζαν να είναι αυτού του κόσμου,
ούτε να ήθελαν το καλό κανενός.
Αρχίσαμε
όλοι να νοιώθουμε άσχημα ακούγοντας
εκείνες τις εφιαλτικές παράφωνες κραυγές
των κολασμένων κάθε νύχτα. Κανείς δεν
κοιμόταν, όλοι ήταν ανήσυχοι σαν να ήξεραν
ότι κάτι άγριο και ύπουλο πλανιόταν στον
αέρα της νύχτας. Η έρημος αγρίευε, η γη
γινόταν εχθρική, ο αέρας βαρύς, ο ουρανός
πιο σκοτεινός από ο, τι συνήθως και όλα αυτά
έμοιαζαν να είναι προμηνύματα κάποιας
συμφοράς που ετοιμαζόταν να χτυπήσει τη Γη
ως τα τρίσβαθά της κι εκείνη το είχε
διαισθανθεί και διαμαρτυρόταν όπως
μπορούσε. Κανείς από εμάς δεν ήταν πια ο
εαυτός του, κανείς δεν μπορούσε να κοιμηθεί
ήσυχα σαν άνθρωπος και η ανησυχία μας
διαπερνούσε όλους ως τα βάθη της ψυχής μας.
Κι εγώ; Εγώ
που είχα καθήκον να φροντίζω τους
Τραγουδιστές, να τους οδηγήσω στο πώς να
αντισταθούν και να νικήσουν τη διαταραχή
του κόσμου, καθόμουν εκεί στη γωνιά μου
άπρακτος σαν φοβισμένο παιδί που έχει κάνει
μια αταξία και φοβάται την τιμωρία.
Εκείνη την
εποχή δεν ήξερα ακόμα τι σήμαινε να είναι
κανείς Σράμαν της Βαραγκάλ. Παρά το Ξύπνημα
στον τάφο του Νατιγκάι δεν είχε
συνειδητοποιήσει ακόμα τις δυνάμεις και το
κύρος που συνεπάγονταν αυτές. Σε πολλά
ήμουν ακόμα ο Αβιά, το παιδί των Δρόμων που
δεν είχε ιδέα για την πραγματική του
ταυτότητα και που ο Αρχιτραγουδιστής είπε
περιμαζέψει στο καραβάνι των Τραγουδιστών
από λύπηση για τις ταλαιπωρίες που περνούσα
στα χέρια του Σασβάτι.
Ωστόσο οι
άνθρωποι που ήταν μαζί μου ήξεραν πολλά
περισσότερα κι ευτυχώς για μένα, αποφάσισαν
να με βοηθήσουν.
«Εσύ πρέπει
να του μιλήσεις, Σράμαν», μου είπαν. «Πρέπει
να μιλήσεις στον Ιστορικό. Κάτι κακό κάνει
εκεί μέσα».
«Μπορεί να
βλάψει και τον εαυτό του κι εμάς», είπε
κάποιος άλλος.
«Και τότε τι
θα πούμε στον Αρχιτραγουδιστή;» μου είπε
τέλος ένας τρίτος. «Πρέπει να τον
αναγκάσεις, Σράμαν. Δε γίνεται να κάνει
μάγια εκεί μέσα ο Ιστορικός κι εμείς να
καθόμαστε με σταυρωμένα τα χέρια».
Αφού
σκέφτηκα για λίγο τα τελευταία λόγια των
ανθρώπων, είπα.
«Θα του
μιλήσω».
Πηγαίνοντας
στο τυφλό δωμάτιο άναψα τον Ήλιο της
Βαραγκάλ περισσότερο για να πάρω θάρρος και
λιγότερο για να φωτίσω το δρόμο. Οι φρουροί
που ο Ιστορικός είχε βάλει στη είσοδο δεν
τόλμησαν να με σταματήσουν έτσι πήρα μια
γεύση της δύναμης του αξιώματός μου.
Μπαίνοντας
είδα τον Ιστορικό να κάθεται μπροστά στον
καθρέφτη του Ίμπα ‘έχοντας τα χέρια του
στις χορδές της άρπας. Έμοιαζε πολύ
απορροφημένος στη δουλειά του για να
προσέξει ότι κάποιος είχε μπει στο θάλαμο.
Τότε ήρθαν στ' αυτιά μου απαλές συγχορδίες
από την άρπα και την ίδια στιγμή ο καθρέφτης
του οργάνου γέμισε εικόνες.
Ήταν μια
πόλη που άπλωνε τις λαμπερές επικράτειές
της σ’ ένα τοπίο με λόφους όμοιο με αυτούς
που τριγύριζαν τα ερείπια όπου βρισκόμαστε
όσο και διαφορετικούς. Έμοιαζαν πιο μεγάλοι
και λιγότερο φθαρμένοι από τους καιρούς και
το χρόνο. Κτήρια μεγαλόπρεπα σαν κάστρα
αρχαίων βασιλιάδων είχε η πόλη του καθρέφτη,
πύργους με μιναρέδες και θόλους που
έμοιαζαν τόσο πλατιοί ώστε να τη σκεπάζουν
ολόκληρη. Η εικόνα δεν ήταν σταθερή αλλά
κινούνταν και για λίγο νόμιζα ότι
βρισκόμουν στα φτερά ενός τεράστιου
προϊστορικού πουλιού και πετούσα πάνω από
τον κόσμο. Δρόμοι και σπίτια περνούσαν
μπροστά από τα μάτια μου κι έφευγαν με μια
ταχύτητα τόσο μεγάλη που νόμιζα ότι θα
διαλυθούν και θα γίνουν ένα με τις ομίχλες
που τα είχαν γεννήσει.
Κάποτε η
υπερκόσμια πτήση τελείωσε.
Στον
καθρέφτη του Ίμπα φάνηκε ένα μαζικό κτήριο
φτιαγμένο από τούβλα κίτρινα, ψημένα στον
ήλιο. Τούτο δεν ήταν τυφλό αλλά μια βαριά
σκαλιστή πέτρινη πόρτα στόλιζε τη μια
πλευρά του ενώ στη κορυφή του κρεμόταν ένας
πλατύς θόλος. Το κτήριο εκείνο βρισκόταν σε
μια άκρη της πόλης μακριά από το κέντρο των
λαμπρών οικοδομημάτων ανάμεσα σε άλλα
παρόμοια αλλά αρκετά πιο μικρά. Μερικά από
αυτά είχαν θόλους όπως εκείνο που
καταλάμβανε το κέντρο της εικόνας το κέντρο
της εικόνας κάνοντάς τα να μοιάζουν σαν
μικρογραφίες του
Ο Ιστορικός
σταμάτησε να λειτουργεί την άρπα του Ίμπα,
πλησίασε έναν χάρτη από ξερό δέρμα και
σημάδεψε ένα σημείο. Τον είδα να
ετοιμάζεται να βυθιστεί ξανά στο παρελθόν
του Ίμπα και αποφάσισα τότε να φανερωθώ.
«Ιστορικέ»,
είπα. «Πρέπει να μιλήσουμε».
Περίμενα να
θυμώσει, να σηκωθεί και να με διατάξει να
φύγω από εκεί και να τον αφήσω ήσυχο να
κάνει τη δουλειά του. Όμως δεν έγινε τίποτα
τέτοιο.
«Τι θέλεις,
Σράμαν;» είπε μόνο.
«Τι κάνεις
εδώ, Ιστορικέ; Αναστατώνεις τον κόσμο κάθε
νύχτα. Ξέρεις τι γίνεται έξω όταν εσύ
κλείνεσαι εδώ μέσα με αυτό το Όργανο; Χαλάει
ο κόσμος από φωνές, κακόφωνες μουσικές και
ουρλιαχτά σαν να έχουν οι δαίμονες χορό. Τι
κάνεις, Ιστορικέ;»
«Δεν μπορώ
να σου πω», είπε. Η φωνή του ήταν υπόκωφη κι
έτρεμε ελαφρά, έμοιαζε με φωνή ανθρώπου
κουρασμένου που έχει δει πολλά και δεν
αντέχει άλλο. Τον πλησίασα λίγο περισσότερο
και διέκρινα στο αμυδρό φως που άπλωνε ο
καθρέφτης του Ίμπα στο χώρο ότι ο Ιστορικός
δεν έμοιαζε καθόλου με τον άνθρωπο που
ήξερα. Δεν ήταν τόσο που είχε αδυνατίσει και
το πρόσωπό του είχε μια μόνιμη
προβληματισμένη έκφραση. Ήταν που τα μάτια
του άστραφταν από μια λάμψη απόκοσμη, κάτι
που δεν θα μπορούσε να είναι χαρακτηριστικό
ενός φυσιολογικού ανθρώπου. Ο, τι έκανα
λοιπόν από δω και πέρα ήταν και για το δικό
του το καλό.
«Μπορείς,
Ιστορικέ», είπα. «Έχεις υποχρέωση να μου
πεις. Αφού δεν υπάρχει άλλος εδώ εγώ είμαι ο
Αρχιτραγουδιστής κι έχω ευθύνη για τις ζωές
των Τραγουδιστών. Έχω να δώσω λόγο στον
Άρχοντα, καταλαβαίνεις; Μίλα, λοιπόν!»
Να που βρήκα
το θάρρος και τα είπα. Και ο Ιστορικός δεν
αντέδρασε όπως περίμενα, δεν με κορόιδεψε,
δεν με περιφρόνησε. Απλώς κάθισε στο
πέτρινο πάτωμα και μου έκανε νόημα να
καθίσω κι εγώ. Ύστερα διηγήθηκε την ιστορία.
Μου είπε για
εκείνους τους αρχαίους Ιστορικούς που
χρησιμοποίησαν το Ίμπα για να
εξυπηρετήσουν άνομους σκοπούς. Ήταν η ομάδα
της Άντισσα. Αυτοί δολοφόνησαν τον
Αρχιτραγουδιστή και κατέλαβαν την εξουσία
ανοίγοντας έτσι για τη Βαραγκάλ μια από τις
σπάνιες μαύρες και ματωμένες σελίδες της
ιστορίας της.
Η χώρα του
Ορφέα, που μέχρι τότε δεν είχε γνωρίσει την
αναταραχή, βρέθηκε να ματώνει και να
πληγώνεται κάτω από το βάρος μιας στυγνής
τυραννίας. Όλον αυτόν τον καιρό έψαχναν να
βρουν για να δολοφονήσουν και τον Σράμαν
που όμως είχε σωθεί χάρη στην αυτοθυσία
ενός Συντονιστή του παλατιού. Αυτός τον
έβγαλε κρυφά από το παλάτι τη νύχτα οι
Ιστορικοί της Άντισσα είχαν καταλάβει την
εξουσία και τον έκρυψε στα βουνά των Λευκών
Ελαφιών.
Εκεί
αργότερα κατέφυγαν κι άλλοι. Ο Ιστορικός
είπε ότι στα πανάρχαια δάση της πατρίδας οι
φυγάδες, με τη βοήθεια των Λευκών Ελαφιών
και του Διαύλου που είχαν καταφέρει να
διασώσουν, κάλεσαν το πνεύμα ενός παλιού
Αρχιτραγουδιστή. Με αυτού το πνεύμα έγινε
ένα ο νεαρός Σράμαν κι έτσι απέκτησε ως ένα
βαθμό τις δυνάμεις του. Τότε δόθηκε το
σύνθημα από τα βουνά και ξέσπασε η
επανάσταση για πρώτη και τελευταία φορά
στην ιστορία της χώρας.
Οι
επαναστάτες, οδηγημένοι από τον Σράμαν,
κατέλαβαν το παλάτι και αιχμαλώτισαν τους
δικτάτορες Ιστορικούς μαζί με την αρχηγό
τους, την Άντισσα. Ο Σράμαν χρειάστηκε να
αγωνιστεί με έναν από τους δαίμονες των Έξω
Αβύσσων που είχαν καλέσει οι Ιστορικοί στον
κόσμο τούτο μέσω του Ίμπα. Ήταν μια μάχη
δύσκολη και επικίνδυνη όμως χάρη στο Δίαυλο
και κυρίως χάρη στις δυνάμεις του παλιού
Αρχιτραγουδιστή που είχε αποκτήσει, η μάχη
έκλινε από την πλευρά των νομίμων Αρχόντων
της Βαραγκάλ.
Η Άντισσα
ήταν μια γυναίκα σκληρή και άκαρδη που
χαιρόταν τόσο να προκαλεί όσο και να βλέπει
τον πόνο των άλλων. Μαζί με τους ακολούθους
της χρησιμοποιούσαν τα Ίμπα της πατρίδας
για να κάνουν ταξίδια στο παρελθόν του
κόσμου, να φέρνουν δαίμονες στη δική μας
διάσταση και καμιά φορά μεταφέρονταν οι
ίδιοι σε διάφορα σημεία του χρόνου
ταράζοντας έτσι και αναστατώνοντας την
κοσμική ισορροπία.
Όσο
διαρκούσε η δίκη η Άντισσα δεν είπε ούτε μια
λέξη ούτε όταν άκουσε την ποινή που ήταν
ισόβια εξορία, αφού η Βαραγκάλ δεν
εφαρμόζει τη θανατική ποινή.
Οι Ιστορικοί
της Άντισσα μαζί με αρκετούς οπαδούς της
κατέφυγαν στην Αιανή, μια πόλη δυτικά από τα
νότια σύνορα της Γκρόνταρ. Εκεί τους βρήκε ο
Κατακλυσμός.
«Βρισκόμαστε
στην Αιανή, έτσι δεν είναι, Ιστορικέ;» είπα.
Εκείνος
έγνεψε, ναι.
«Κι εδώ που
ήρθαν αυτοί οι Ιστορικοί της Άντισσα
συνέχισαν να χρησιμοποιούν τα Ίμπα για να
υπηρετούν τις Μαύρες Τέχνες».
Ο Ιστορικός
συμφώνησε ξανά χωρίς να μιλήσει.
«Δεν
καταλαβαίνεις ότι αυτό που κάνεις είναι
επικίνδυνο;», είπα τότε λίγο θυμωμένος. «Αν
υπάρχει κάτι κρυμμένο εδώ, αν αυτοί οι
ελεεινοί είχαν ανακαλύψει κάτι κακό; Για
ποιους σκοπούς χρησιμοποιούσαν το Ίμπα όσο
έμειναν εδώ; Φαντάζεσαι τις συνέπειες που
θα έχουν όλα αυτά στο λαό μας;»
‘Οι
επιγραφές στους τοίχους αφήνουν υπόνοιες
για κάποια σπουδαία ανακάλυψη», είπε ο
Ιστορικός. «Χρησιμοποίησα το Ίμπα κι έμαθα
σε ποιον τόπο φύλαγαν τα αρχεία τους. Έτσι
θα μάθω ποια ήταν αυτή».
«Χρησιμοποίησες
το Ίμπα; Και τι μέτρα πήρες για να μην
εθιστείς; Ποιος σε συνοδεύει με τον Ύμνο της
Απεξάρτησης; Κανείς! Έχεις ιδέα τι πας να
κάνεις, Ιστορικέ; Βάζεις σε κίνδυνο και τον
εαυτό σου και τους ανθρώπους μας!»
«Πρόκειται
να κάνω μια τόσο σπουδαία ανακάλυψη και συ
μου μιλάς για κινδύνους;» είπε ο Ιστορικός
εκνευρισμένος.
«ανακάλυψη
ανθρώπων που ήταν δούλοι των Μαύρων Τεχνών!»
φώναξα. «Να λείπει καλύτερα! Έπειτα δεν σε
νοιάζει ο κόσμος, οι Τραγουδιστές; Αν εσένα
σ’ ενδιαφέρει μόνο η ανακάλυψή σου εμένα με
νοιάζουν, πρώτα και κύρια, οι άνθρωποι. Γι’
αυτό σου λέω να σταματήσεις! Τώρα!»
Ο Ιστορικός
δεν μίλησε για αρκετή ώρα. Δεν ξέρω ούτε κι
εγώ πού είχα βρει το κουράγιο να ξεστομίσω
στον Ιστορικό εκείνα τα λόγια. Έμοιαζε σαν
να μη μιλούσα εγώ αλλά κάποιος άλλος, ένας
άνθρωπος που κρυβόταν μέσα μου από πάντα
και που πάνω του βάραινε η ευθύνη όχι μόνο
για τη δική του ζωή αλλά και για τις ζωές
πολλών άλλων. Δεν ήξερα πώς θα τα έπαιρνε
όλα αυτά ο Ιστορικός. Περίμενα να με
αγνοήσει, να με περιφρονήσει και να κάνει ο,
τι είχε σκοπό να κάνει από την αρχή.
Περίμενα να αρχίσει να φωνάζει, να
ουρλιάζει από θυμό. . . όμως δεν έγινε τίποτα
τέτοιο.
«Δώσε μου
μια ευκαιρία, Σράμαν», είπε. «Θέλω να βρω
εκείνο το κτίσμα που είδες στον καθρέφτη
του Ίμπα. Μετά θα φύγουμε, σου το υπόσχομαι».
«Θα μπορούμε
να φύγουμε;» είπα.
«Θα μπορούμε»,
είπε ο Ιστορικός και ακουγόταν σίγουρος για
τα λόγια του. «Θα φροντίσω ιδιαίτερα γι’
αυτό».
«Σύμφωνοι,
Ιστορικέ, βρες το κτίσμα που θέλεις. Όμως
δεν θα κάνεις τίποτα μόνος σου. Θα
συμμετέχουμε όλοι και θα ελέγχουμε
προσεκτικά κάθε κίνηση που θα κάνεις. Και
στο τέλος θα φύγουμε από δω ό,τι και να
γίνει».
«Όπως θέλεις, Σράμαν».
Αυτή τη φορά
το έργο μας ήταν πιο εύκολο. Η περιοχή που
στους παλιούς καιρούς απλωνόταν τα μαζικά
κτίσματα με τους μικρούς θόλους ήταν τώρα
πια σωριασμένη ολόκληρη σε ερείπια. Ο
Ιστορικός μας έδειξε σε ποιο σημείο ακριβώς
του είχε δείξει το Ίμπα ότι βρισκόταν το
κτήριο εκείνους τους καιρούς. Εμείς το μόνο
που είχαμε να κάνουμε ήταν να αφαιρέσουμε
τα χώματα και τις πέτρες που το σκέπαζαν. Η
δουλειά αυτή έγινε εύκολα και γρήγορα σε
δυο μέρες.
Όταν
τελείωσε ο καθαρισμός βρεθήκαμε να
αντικρίζουμε ένα πλακόστρωτο δάπεδο από
μεγάλες τετράγωνες πλάκες που την εποχή της
δόξας της πόλης θα πρέπει να ήταν μάρμαρο
ενώ τώρα ο καιρός και η φθορά τις είχε
μεταβάλει σε γύψο.
Γύρω από
πάτωμα σώζονταν ακόμα λίγα λείψανα από τους
τοίχους του κτηρίου που Δε βοηθούσαν
καθόλου στο να φανταστούμε πώς ήταν τότε. Ο
Ιστορικός πήγε και στάθηκε στο κέντρο του
δαπέδου πάνω σε μια από τις μεγάλες πλάκες.
Σε λίγο έκλεισε τα μάτια του κι άρχισε να
ψέλνει μια μουσική μονότονη, βαριά,
καταθλιπτική, τόσο που μας έκανε να
κοιταζόμαστε ανήσυχοι.
Ωστόσο το
τραγούδι συνεχιζόταν το ίδιο μαύρο και
σκοτεινό και σε λίγο ακόμα και το άρρωστο,
γκρίζο φως της συννεφιασμένης μέρας φάνηκε
να αδυνατίζει κι άλλο ενώ ένα δυσοίωνο
μισοσκόταδο απλώθηκε στον κόσμο. Λίγο
αργότερα είδαμε όλοι τι σκοπό είχε τραγούδι
του Ιστορικού.
Μια άλλη
μεγάλη πλάκα δίπλα ακριβώς από αυτήν όπου
στεκόταν και τραγουδούσε βγήκε από τη θέση
της και τραβήχτηκε στο πλάι μόνη της, σαν οι
σκοτεινοί τόνοι του τραγουδιού να είχαν
απελευθερώσει τις αόρατες μαγεμένες
κλειδαριές που την κρατούσαν στην παλιά της
θέση.
Είπα σους
άλλους να μείνουν εκεί και πήγα κοντά στον
Ιστορικό. Εκείνος είχε γονατίσει δίπλα στο
μαύρο άνοιγμα που είχε αφήσει η πλάκα σαν
στόμα προϊστορικού θηρίου και κοιτούσε
μέσα εκεί προσεκτικά σαν κάτι να έψαχνε.
Τέλος έβαλε τα χέρια του μέσα στο χάσμα και
μετά τα τράβηξε πάνω. Δεν ήταν πια άδεια.
Το κουτί που
κρατούσε ήταν αρκετά μεγάλο για να χωράει
στην κρύπτη εκείνη του δαπέδου και φαινόταν
ερμητικά κλειστό, όμως εκείνο που μ’ έκανε
κι εμένα να γονατίσω κοντά στον Ιστορικό
και να το αγγίξω θέλοντας να βεβαιωθώ ότι
δεν με ξεγελούσαν τα μάτια μου ήταν η
ασημόχρωμη και, παρά τα χρόνια, ακόμα
αστραφτερή λάμψη του ζέιστ, του μετάλλου
από το οποίο ήταν κατασκευασμένα τα Όργανα
της Βαραγκάλ. Μόνο στη χώρα μας βρισκόταν το
ζέιστ τους παλιούς καιρούς και είχε χαθεί
από τον κόσμο μαζί της.
Ωστόσο δεν
ήταν παράξενο. Η ομάδα της Άντισσα με τους
εξόριστους Ιστορικούς της, ήταν άνθρωποι
της Βαραγκάλ και οπωσδήποτε θα είχαν βρει
κάποιον τρόπο να έχουν πρόσβαση στις πηγές
της. Το κουτί ήταν μεγάλο, σαν λάρνακα
νεφρικής τέφρας αντάξια βασιλιάδων. Το
σχήμα του ήταν παραλληλόγραμμο, γεμάτο
σκαλίσματα και ιερογλυφικά της πατρίδας. Το
σπουδαίο, βέβαια, ήταν τι υπήρχε μέσα
στο κουτί.
«Άνοιξέ το,
Ιστορικέ», είπα.
Χρησιμοποιώντας
μια ψηλότονη νότα ο Ιστορικός έλυσε την
κλειδαριά και σε λίγο άνοιξε το κάλυμμα του
κουτιού.
Ειλικρινά
δεν ξέρω τι περίμενα να βγει από εκείνο το
κουτί όμως απογοητεύτηκα κάπως όταν δεν
είδα παρά μόνο μερικά ρολά βιβλίων και μια
σφαίρα φτιαγμένη κι αυτή από αστραφτερό
ζέιστ της Βαραγκάλ.
«Αναγνωρίζει
τίποτα απ’ όλα αυτά;» είπα στον Ιστορικό.
Εκείνος
έγνεψε όχι ενώ είχε ακόμα τα μάτια του
καρφωμένα στο περιεχόμενο του κουτιού.
«Άνοιξε ένα
βιβλίο να δούμε τι λέει», είπα.
«Μπορεί να
το καταστρέψουμε», είπε εκείνος αφηρημένος.
«Εσύ ξέρεις
πώς να το κάνεις», είπα. «Δεν είναι η πρώτη
σου φορά».
Ο Ιστορικός
με κοίταξε για λίγο σαν να με μετρούσε κι
εγώ για μια στιγμή ένοιωσα την ψυχή μου να
μαζεύεται και να ζαρώνει, να γίνεται μικρή
σαν μωρού παιδιού κάτω από το βάρος εκείνης
της ματιάς όμως δεν έκανα πίσω, δεν έδειξα
τίποτα απ’ όλα αυτά. Έσφιξα τα δόντια κι
επέμεινα.
«Άνοιξε ένα
βιβλίο Ιστορικέ».
Εκείνος
άπλωσε το χέρι, πήρε ένα ρολό στην τύχη κι
άρχισε να το ξετυλίγει προσεκτικά σαν να
είχε στα χέρια του κάτι λεπτεπίλεπτο σαν
σπάνιο λουλούδι και δεν ήθελε να του κάνει
κακό. Όταν κάποτε είχε ξετυλίξει ένα μεγάλο
μέρος του προσπαθήσαμε και οι δυο να
διαβάσουμε τα γραμμένα εκεί όμως στάθηκε
αδύνατο. Παρ’ όλο που διακρίναμε καθαρά τα
ιδεογράμματα του αλφαβήτου της Βαραγκάλ, ο
τρόπος που είχαν τοποθετηθεί μαζί, οι
συνδυασμοί τους, έμοιαζαν απρόσιτοι στους
κοινούς θνητούς.
«Τι λένε,
Ιστορικέ; Μπορείς να τα διαβάσεις;»
«Είναι
κρυπτογράφημα», είπε. «Χρειάζομαι καιρό για
να βρω τον κώδικα. . .»
«Η σφαίρα τι
είναι;» είπα παίρνοντάς την στα χέρια μου.
«Δεν ξέρω»,
είπε ο Ιστορικός. «Ίσως τα βιβλία να λένε
κάτι γι’ αυτήν. Πρέπει να τα διαβάσω. . .»
Κρατούσα
ακόμα τη σφαίρα και σχεδόν δεν άκουγα τι
έλεγε ο Ιστορικός. Γιατί ξαφνικά το κρύο,
άψυχο μέταλλο σαν να είχε ξυπνήσει από
αιώνες ύπνου άρχισε να ζεσταίνεται και να
μεταδίδει στο σώμα μου μια αίσθηση σαν να
σερνόταν στο πάνω μου εκατομμύρια
σκουλήκια. Πέταξα αμέσως τη σφαίρα και ο
Ιστορικός την άρπαξε σαν να φοβόταν ότι θα
πάθαινε ζημιά κάτι πολύτιμο.
«Τι έπαθες,
Σράμαν;» είπε ανήσυχος.
Του είπα τι
είχα νοιώσει κι εκείνος φάνηκε να
παραξενεύεται.
«Περίεργο,
εγώ δεν βλέπω τίποτα τέτοιο», είπε.
«Τι θα
κάνεις, Ιστορικέ; Θα τα πάρεις μαζί σου αυτά;
Είσαι σίγουρος ότι θα βγει κάτι χρήσιμο;»
«Δεν μπορώ
να τα αφήσω εδώ», είπε ο Ιστορικός. «Όσο κι
αν οι άνθρωποι που τα κατείχαν τότε
λάτρευαν τις Μαύρες Τέχνες δεν παύουν να
είναι δικοί μας. Άνθρωποι της Βαραγκάλ».
«Εξόριστοι
όμως, καταδικασμένοι επί εσχάτη προδοσία»,
είπα.
Ο Ιστορικός
δεν μίλησε για αρκετή ώρα.
«Σύμφωνοι»,
είπα. «Δέχομαι να τα πάρεις μαζί σου όμως
δεν θα τα ανοίξεις και δεν θα τα διαβάσεις
μόνος σου. Ο, τι κάνεις θα το κάνεις μπροστά
στον Αρχιτραγουδιστή. Συνεννοηθήκαμε;»
Ο Ιστορικός
συμφώνησε με όλα όσα του είπα όμως εγώ ακόμα
δεν ένοιωθα καλά. Ήταν πολύ εύκολο. Κανένα
συναίσθημα δεν φαινόταν στο πρόσωπό του,
καμιά ανυπομονησία ή εκνευρισμός επειδή
ένας νεαρός που μέχρι πρόσφατα δεν ήταν
παρά ένας περιθωριακός των Δρόμων, τολμούσε
να του βάζει όρους στο πώς θα κάνει τη
δουλειά του.
Βέβαια,
ήμουν ο Σράμαν, έστω κι αν δεν είχα
συνειδητοποιήσει ακόμα πλήρως ποια ήταν η
πραγματική διάσταση του αξιώματος. Ακόμα κι
έτσι ο Ιστορικός δύσκολα θα δεχόταν τέτοιες
παρεμβάσεις. Ίσως βέβαια τα πράγματα να
ήταν απλά και ο Ιστορικός να καταλάβαινε
ότι ανησυχούσα για την ασφάλεια των
ανθρώπων που βρίσκονταν τόσο κοντά σε μια
εστία αρχαίου κακού, γι’ αυτό ενεργούσα
έτσι. Ίσως κι όχι, όμως.
Μέσα μου
βαθιά εδραιωνόταν η πεποίθηση ότι κάτι
συνέβαινε στον Ιστορικό. Αυτοί οι εξόριστοι
της Άντισσα ίσως είχαν τρόπους να παίρνουν
ανθρώπους υπό την εξουσία τους. Ήξερα, είχαν
νοιώσει πάνω μου με τον πιο οδυνηρό τρόπο,
ότι ακόμα και οι πιο αρχαίοι μάγοι μπορούν
να πάρουν υπό την εξουσία τους ζωντανούς,
ακόμα κι αν αυτοί είναι Τραγουδιστές της
Βαραγκάλ. Κυρίως όταν οι μάγοι ανήκουν κι
εκείνοι στην ίδια φυλή.
Η πατρίδα
μας ήταν ένας παράδεισος τον καιρό της όμως,
όπως όλοι οι παράδεισοι από καταβολής
κόσμου, είχε κι αυτή τα ερπετά της. Ερπετά
ύπουλα και μοχθηρά που έχυναν τα πιο
θανατηφόρα δηλητήρια για να πιάσουν τα
θύματά τους.
Όπως και να
ήταν τα πράγματα, την άλλη μέρα το πρωί θα
φεύγαμε από την Αιανή για την Άρνισα, όπου
μας περίμενε ο Αρχιτραγουδιστής με το
καραβάνι. Τότε θα αναλάμβανε αυτός την
ευθύνη, παίρνοντας επί τέλους το βάρος από
πάνω μου.
Ξύπνησα
ξαφνικά, μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, έχοντας
μέσα μου ακλόνητη την ιδέα ότι κάτι κακό
συνέβαινε ή επρόκειτο να συμβεί. Άγριο
θηρίο που βρυχιόταν, ο φόβος με πλημμύρισε
με άσχημες διαθέσεις σαν να ζητούσε να με
ξεσχίσει και να βγει στη νύχτα. Και ήταν μια
νύχτα κρύα, παγωμένη περισσότερο απ’ ότι οι
συνηθισμένες νύχτες της ερήμου, σαν
κρύσταλλο έμοιαζε και σαν λεπίδα μαχαιριού
που χώνεται σε σάρκα για να πάρει ζωές.
Βγήκα από τη
σκηνή όπου κοιμόμασταν όλοι οι
Τραγουδιστές και με δυσκολία κρατήθηκα να
μην ουρλιάξω από τον τρόμο και προκαλέσω τα
πνεύματα. Γιατί εκεί έξω, κάτω από έναν
ουρανό ελεύθερο από σύννεφα, γεμάτον από
πληθυσμούς άστρων σε θέσεις αλλιώτικες από
αυτές που ήξερα και πολύ πιο λαμπρούς από
τους γνωστούς, άπλωνε τη λαμπερή της έκταση
μια πόλη.
Όχι ο σωρός
των ερειπίων που είχαμε όλοι αντικρίσει
όταν είχαμε έρθει για πρώτη φορά στα μέρη
της Αιανής. Τώρα έβλεπα να απλώνεται κάτω
από τα πόδια μου μια πόλη με όλα της τα
κτήρια ακέραια, τους δρόμους
πλακοστρωμένους και καθαρούς, με τους
θόλους και τους μιναρέδες να υψώνονται στο
άπειρο για να προκαλέσουν τα άστρα.
Μετά από
τρεις χιλιάδες χρόνια κι έναν Κατακλυσμό, η
Αιανή, η αρχαία πόλη των εξόριστων
Ιστορικών της Άντισσα, είχε ξαναγυρίσει
στον κόσμο αυτόν, γεφυρώνοντας τους αιώνες,
αψηφώντας τον ίδιο το χρόνο.
«Μάγια!»,
άκουσα τους άλλους Τραγουδιστές που είχαν
ξυπνήσει κι αυτοί, να ψιθυρίζουν
τρομαγμένοι. «Ο Ιστορικός κάνει μάγια! Όπως
οι αρχαίοι. Δεν έπρεπε να τον αφήσεις,
Σράμαν. Έπρεπε να είχαμε φύγει!»
«Μείνετε εδώ!»
τους είπα «Θα πάω να δω τι συμβαίνει».
«Είναι
επικίνδυνο, Σράμαν. Πάμε να φύγουμε».
«Δε θ’
αφήσουμε εδώ τον Ιστορικό», είπα. «Θα πάω να
τον βρω. Μην ανησυχείτε για μένα. Αν αργήσω
να φύγετε. Πείτε στον Αρχιτραγουδιστή τι
έγινε εδώ και να μείνουν μακριά από την
Αιανή».
Γεμάτος
φοβερές υποψίες άρχισα να τρέχω στους
άδειους δρόμους ανάμεσα σε σκοτεινούς
όγκους που ήταν τα κτήρια της πόλης.
Έμοιαζαν έρημα, εγκαταλειμμένα και δεν ήταν
τα μόνα. Όλη η πόλη ήταν σκοτεινή, σιωπηλή
και τα κτήρια έμοιαζαν τμήματα μιας πόλης -
φάντασμα που δεν είχε λόγο ύπαρξης σε
τούτον τον αιώνα.
Έτρεχα κι
έτρεχα ανάμεσα στα βουβά και μαύρα σαν
γίγαντες του μύθου, σπίτια ώσπου έφτασα σ’
ένα τμήμα της πόλης που αναγνώρισα αμέσως.
Βρισκόμουν σ’ ένα δάσος από θόλους που
σκέπαζαν χαμηλά μονώροφα κτήρια, χωρίς
παράθυρα, μόνο με μικρές πόρτες, όμοια
περισσότερο με τάφους. Ίσως και να ήταν
τέτοια στους παλιούς καιρούς, όπου ανήκε
αυτή η πόλη.
Τότε άκουσα
τη μουσική. Χαμηλή, βαθιά, καταθλιπτική,
παιγμένη από πολλά Όργανα που ήξερα ότι δεν
υπήρχαν πουθενά στην Αιανή. Στ’ αυτιά μου
ηχούσε παράξενα δυσάρεστη, δεν άντεχα να
την ακούω, με διαπερνούσε ολόκληρο
φτάνοντας ως τα βάθη της ψυχής μου ζητώντας
να φέρει την αναστάτωση και το χάος.
Ωστόσο
ακολούθησα εκείνη τη μουσική που συνέχισε
να σέρνεται στους έρημους δρόμους σαν τον
Άγγελο του Θανάτου που προσπαθεί να
παρασύρει θύματα. Μετά από μια στροφή του
δρόμου που ακολουθούσα, είδα τη λάμψη.
Ερχόταν από την κατεύθυνση ενός από τους
τάφους, γαλαζωπή, αρρωστημένα ξεθωριασμένη,
αφύσικη όπως και η μουσική που τη συνόδευε.
Έτρεξα
γρήγορα προς τα εκεί ενώ αγωνιζόμουν να
νικήσω την αποστροφή μου για εκείνο το κακό
που ετοιμαζόταν να σηκώσει το κέλυφος του
χρόνου και ν’ απλωθεί σ’ αυτόν τον κόσμο.
Ένα κακό που χρησιμοποιούσε τη μουσική, την
ιερή μουσική του Ορφέα, για να σαγηνεύσει
και να ξεγελάσει.
Μπαίνοντας
στο θάλαμο του οποίου μόνο τα ερείπια είχα
δει πριν, ένοιωσα σαν να βρισκόμουν στο βυθό
της θάλασσας. Όλος ο θάλαμος ήταν λουσμένος
σε μια πράσινη ανταύγεια σταθερή και λαμπρή
που εισχωρούσε στο ίδιο το μυαλό μου σαν
μαχαίρι φονικό.
Ο Ιστορικός
καθόταν ξανά στο κάθισμα της άρπας του Ίμπα
κι έτσι καθώς ήταν περιβεβλημένος την
πράσινη ανταύγεια, φάνταζε αλλιώτικος, ένα
πλάσμα άλλου κόσμου που δεν άρμοζε να ζει σ’
αυτόν.
Τότε ήταν
που είδα την πηγή της λάμψης εκείνης.
Η σφαίρα από
ζέιστ που είχαμε ανακαλύψει στα ερείπια
τούτου θαλάμου πριν από ένα διάστημα που
μου φαινόταν αιώνες ολόκληροι, άστραφτε και
φώτιζε τον κόσμο τοποθετημένη πάνω στο
στήριγμα του καθρέφτη του Ίμπα. Για λίγο
έμεινα ακίνητος από την κατάπληξη
παρακολουθώντας τον Ιστορικό. Η μουσική του
Ίμπα, με την αλλόκοτη και ξένη στους
Τραγουδιστές χροιά, είχε αλλάξει βάθος και
τόνο, όχι όμως και φύση.
Τότε είδα
την ανταύγεια να πυκνώνει και για λίγο να
κυματίζει σαν να ήταν πραγματική θάλασσα,
να στροβιλίζεται, να παίρνει σχήμα και
μορφή. Την άλλη στιγμή ο Ιστορικός κι εγώ
δεν ήμαστε τα μόνα ζωντανά πλάσματα στο
θάλαμο.
Μέσα από τα
απροσμέτρητα βάθη της ανταύγειας, πρόβαλαν
τέσσερις μορφές που έμοιαζαν ανθρώπινες
στην εμφάνιση.
Ήταν μια
γυναίκα και πέντε άντρες, όλοι τους ψηλοί,
με μάτια ορθάνοιχτα σαν φωτεινοί φάροι σε
χαμένο ωκεανό. Μάτια γεμάτα μοχθηρία και
κακό αρχαίο όσο και ο κόσμος. Ιδίως η
γυναίκα.
Είχε έναν
αέρα εξουσίας, πράγμα που της έδινε μια
αλάνθαστη εικόνα ενός πλάσματος
συνηθισμένου να διατάζει και να περιμένει
υπακοή από τους υποτακτικούς της. Δεν μου
φάνηκε παράξενο αυτό. Η Άντισσα των
εξορίστων δεν ήταν δυνατό να έχει άλλη όψη.
Πίεσα πολύ
τον εαυτό μου να ξεφύγει από τα μάγια του
τόπου, της μουσικής και των θαυμάτων της.
Έχοντας πια καταλάβει ποιος ήταν ο σκοπός
του Ιστορικού και των φαντασμάτων από φως
και μουσική, αποφάσισα να κινηθώ.
Έπρεπε να
συνεφέρω τον Ιστορικό από την έκσταση, να
τον κάνω να σταματήσει το χειρισμό του Ίμπα,
να ελευθερωθεί από τα μάγια της Άντισσα για
να μην ξαναφέρει το κακό που αυτή και οι
άνθρωποι της είχαν φέρει πριν από αιώνες σ’
αυτόν τον κόσμο.
Τότε νόμιζα
ότι μπορούσα να το καταφέρω αυτό με λόγια.
Αυτό ήταν το λάθος μου. Θα έπρεπε να βάλω
τέλος μόνος μου στην ύβρη που λάβαινε χώρα
με τα μέσα που θα χρησιμοποιούσε κάθε
αληθινός Αρχιτραγουδιστής. Όμως έκανα το
λάθος να μην έχω εμπιστοσύνη στις δυνάμεις
που μόλις είχα αποκτήσει. Και το πλήρωσα
αυτό το λάθος.
«Ώστε αυτό
ήθελες!», φώναξα στον Ιστορικό. «Χρησιμοποίησες
τα βιβλία των μάγων για να γυρίσεις πίσω το
χρόνο, να ταράξεις την τάξη του κόσμου!
Σταμάτα πριν είναι αργά!»
Ο Ιστορικός
δεν αντέδρασε στην αρχή. Μετά σηκώθηκε από
το Ίμπα με αργές κινήσεις και ήρθε προς το
μέρος μου. Πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω
τι γινόταν ο Ιστορικός με χτύπησε στο
πρόσωπο τόσο δυνατά που έπεσα στο πάτωμα
του θαλάμου και κυλίστηκα μέχρι τον τοίχο
χτυπώντας το κεφάλι μου στις πέτρες.
Έχασα τον
κόσμο, όλα στριφογύριζαν σαν τρελά, ένας
ανεμοστρόβιλος είχε γίνει ο κόσμος, μια
δίνη που τα έπαιρνε όλα και τα κατάπινε στη
μανία της. Ωστόσο εκείνο το χτύπημα σαν να
ξύπνησε κάτι στο μυαλό μου, κάτι κρυμμένο
και μυστικό. Αμέσως συνειδητοποίησα τι
έπρεπε να κάνω.
Το τραγούδι
γεννήθηκε μέσα μου όπως ένα παιδί που
έρχεται στον κόσμο ή σαν ένα σύμπαν που
δημιουργείται και παίρνει υπόσταση μετά
από μια μεγάλη έκρηξη. Τραγούδησα λοιπόν το
τραγούδι ανάβοντας στο μέτωπό μου τον Ήλιο
της Βαραγκάλ ενώ ακόμα ήμουν πεσμένος στο
πάτωμα του θαλάμου. Όσο περνούσε η ώρα
ένοιωθα το τραγούδι να κυλά στις φλέβες μου
σαν το αίμα, ένοιωθα μια παράξενη ζεστασιά
να με κυριεύει, μια δύναμη να απλώνεται στο
σώμα μου θέλοντας να με ενισχύει στο
δύσκολο αγώνα.
Για λίγο η
κόκκινη λάμψη του Ήλιου ανταγωνίστηκε τη
πράσινη ανταύγεια των μάγων της Άντισσα κι
εγώ ένοιωθα χιλιάδες καρφιά να τρυπούν και
να διαπερνούν το σώμα μου ακόμα και στην πιο
απόμακρη γωνιά του. Όμως εγώ συνέχισα το
τραγούδι αγνοώντας τους πόνους και την
ένταση από το τέντωμα του λαιμού μου που
απαιτούσαν οι ψηλές νότες του.
Στ’ αυτιά
μου τότε έφτασε μια φωνή τόσο δυνατή που
κάλυψε τον ήχο του τραγουδιού. Ήταν μια φωνή
βροντερή και στριγκιά ωστόσο πεντακάθαρη
και διαυγής όπως κάθε φωνή Τραγουδιστή. Μια
φωνή γυναικεία.
«Μακριά από
δω, μικρέ Σράμαν! Δεν μπορείς να μετρηθείς
μαζί μας!»
Κοίταξα τις
οπτασίες όμως εκείνες στέκονταν ακόμα
ακίνητες σαν αγάλματα με χείλη και μάτια
κλειστά σαν πόρτες ιερού ασύλου. Κατάλαβα
ότι μόνο μέσω κάποιου ανθρώπου της δικής
μου εποχής θα μπορούσε η Ερινύα, η Άντισσα
να μεταδίδει τη φωνή της από τα βάθη των
σκοτεινών αιώνων όπου ανήκε.
Ο Ιστορικός
είχε σηκωθεί από το Ίμπα και είχε έρθει να
σταθεί απέναντί μου ουρλιάζοντας ακόμα τα
λόγια της κακίας μιας γυναίκας νεκρής εδώ
και χιλιάδες χρόνια.
«Πάψε, μικρέ!
Μη μας εμποδίζεις αν δεν θέλεις να χαθείς!»
Ήταν δυνατός
ο Ιστορικός. Μέσα του είχε συγκεντρωθεί όλη
η δύναμη των πέντε αρχαίων μάγων που
αγωνίζονταν να ξαναγυρίσουν πίσω στο χρόνο
του κόσμου τούτου και να ξαναζήσουν. Ήταν
όλοι τους δυνατοί όμως εγώ τους πολεμούσα
ανεπηρέαστος από τα λόγια τους γιατί εγώ
είμαι Αρχιτραγουδιστής, πιο δυνατός από
αυτούς, γιατί εγώ έχω δυνάμεις που αυτοί δεν
έχουν. Έχω τον Ήλιο της Βαραγκάλ που ούτε ο
Σασβάτι ο Μάγος δεν μπόρεσε να ξεριζώσει
από την ύπαρξή μου γιατί είμαι ένα με αυτόν
κι εκείνος μαζί μου.
Εκείνη την
ώρα της μάχης δε λογάριασα ούτε το πόσο
καινούριες ήταν για μένα οι δυνάμεις του
Ήλιου, ούτε φοβήθηκα ότι μπορεί να μ’
εγκατέλειπαν. Και δεν έγινε τίποτα τέτοιο.
Καθώς
προχωρούσε το τραγούδι έπαιρνα καινούριες
δυνάμεις από αυτό το ίδιο αλλά και από τον
Ήλιο της Βαραγκάλ, τις ένοιωθα να
διατρέχουν και να περιχύνουν το σώμα μου
σαν κύματα ενέργειας από πηγή ανεξάντλητη.
Δεν πονούσα πια όπως στην αρχή, στεκόμουν
πια τόσο σταθερά στα πόδια μου ώστε δεν
μπορούσα να με κλονίσει ούτε η οργή του πιο
ισχυρού θεού των Έξω Αβύσσων, ούτε το πιο
δυνατό χαμσίνι της ερήμου.
Την ίδια ώρα
έβλεπα τον τόπο να συρρικνώνεται, να
στενεύει και σε λίγο Δε με χωρούσε πια γιατί
εγώ μεγάλωνα και μεγάλωνα ενώ λίγο αργότερα
ο Ιστορικός, το Ίμπα και οι άυλες διάφανες
σκιές των εξόριστων της Άντισσα, δεν ήταν
παρά μικρά σημάδια σε μια απέραντη έρημο ή
μια θάλασσα από πράσινο φως.
Και εγώ
συνέχισα να τραγουδώ και να τραγουδώ
νοιώθοντας απρόσιτος στα δυσθεώρητα υφή
μου. Από κει ψηλά ήταν που είδα τις άυλες
παρουσίες από φως να ξεθωριάζουν σιγά σιγά
και να χάνονται κάτω από την απροσμέτρητη
δύναμη του τραγουδιού σαν αμμόλοφοι που
διαλύονται από τον μανιασμένο άνεμο της
ερήμου.
Ξεθώριαζαν
και ξεθώριαζαν οι οπτασίες μέχρι που
χάθηκαν τελείως γυρίζοντας στην Άβυσσο της
Αράλλου που τους είχε γεννήσει.
Το τραγούδι
μου είχε φτάσει πια στην κορύφωσή του. και
τότε ακούστηκε ένας ξερός κρότος σαν να
ράγιζε ο ίδιος ο φλοιός της Γης μέσα σ’ ένα
σύννεφο πυκνών πράσινων ατμών. Όταν κάποτε
διαλύθηκαν οι ατμοί είδα ότι η σφαίρα από
ζέιστ που ήταν τοποθετημένη δίπλα στο Ίμπα
είχε σπάσει σε χίλια κομμάτια.
Το Όργανο
που διαστρέβλωνε το χρόνο είχε καταστραφεί
και μαζί του χάθηκαν για πάντα από τη δική
μας πραγματικότητα τα άυλα πνεύματα τις
Άντισσα και των ακολούθων της αφήνοντας
μοναδικό κυρίαρχο πάνω στα πάντα τον Ήλιο
της Βαραγκάλ.
όταν
ξαναγύρισα στον κόσμο μετά το τέλος του
τραγουδιού, έχοντας πάρει ξανά τις
πραγματικές μου διαστάσεις, είδα τον
Ιστορικό να κείτεται στο δάπεδο δίπλα στο
Ίμπα ακίνητος σαν νεκρός. Έτρεξα κοντά του
τρομαγμένος και χρησιμοποίησα την ακτίνα
του Ήλιου της Βαραγκάλ για να τον συνεφέρω.
Εκείνος άνοιξε τα μάτια του αργά και με
κοίταξε σαν να προσπαθούσε να με
αναγνωρίσει.
«Σράμαν,
δόξα των Θεώ, είσαι καλά! Τι έγινε;»
«Φύγανε»,
είπα. «Όλο το τσούρμο της Άντισσα. Εσύ είσαι
καλά;»
«Καλά είμαι.
Χάρη σε σένα. Έπρεπε να σε είχα ακούσει και
να φεύγαμε από δω όσο ήταν καιρός. Αντί γι’
αυτό άφησε τη μάγισσα να κυριεύσει το μυαλό
μου και κόντεψα να κάνω κακό σε σένα. . . σε
όλους. . .»
«Αφού όλα
τελείωσαν καλά δεν χρειάζονται άλλα λόγια»,
είπα. «Φοβήθηκα ότι θα σ’ έχανα και τι θα
έλεγα στον Αρχιτραγουδιστή;»
«Πρέπει να
του τα πούμε όλα αυτά», είπε ο Ιστορικός. «Να
αφήσουμε αυτόν να αποφασίσει».
«Δεν υπάρχει
λόγος, Ιστορικέ», είπα και τον βοήθησα να
σηκωθεί. «Στον Αρχιτραγουδιστή θα πούμε όλα
όσα έγινα εδώ. Όμως εγώ θα αποφασίσω αν
έκανες κάτι κακό ή όχι. Λοιπόν, όταν
βρίσκεσαι υπό την επήρεια της μαγείας δεν
έχεις συνείδηση του τι κάνεις, αν είναι καλό
ή κακό. Τίποτα δεν έγινε σκόπιμα έτσι δεν
έχεις να απολογηθείς για τίποτα».
«Φέρθηκα
εγωιστικά, έβαλα σε κίνδυνο όλον τον κόσμο,
κόντεψα να σε σκοτώσω. . . Παρασύρθηκα από
την επιθυμία να μάθω. . .»
«Τώρα που
είμαστε πάλι ελεύθεροι ας μη σκεφτόμαστε τα
«αν» αυτού του κόσμου», είπα. «Ας
ετοιμαστούμε να φύγουμε από δω πριν γίνει
κανένα άλλο κακό».
«Σράμαν. . .»
είπε ο Ιστορικός κι εγώ γύρισα προς μέρος
του περιμένοντας να ακούσω οτιδήποτε εκτός
από αυτό που είπε.
«Είμαστε
τυχεροί που σ’ έχουμε κοντά μας».