Ο ΛΥΚΟΣ
Γράφει η Φιαμού Ανθίππη
Σκιές
κινούνταν ανάμεσα στα δέντρα. Δεν μπορούσε
να διακρίνει πόσες και ποιες ήταν όμως
μύρισε ανθρώπους και για την πείνα του, αυτό
ήταν ευχάριστο. Τούτον τον καιρό, με τον
ξεσηκωμό, τα δάση είχαν γεμίσει ανθρώπους,
οπλισμένους με όπλα που τα βόλια τους δεν
είχαν καμιά μόνιμη επίδραση πάνω του, όμως
ήταν επικίνδυνο αν μάθαιναν ότι υπήρχε ένα
θηρίο που δεν το πείραζαν τα βόλια των όπλων.
Πριν τον
ξεσηκωμό κυκλοφορούσαν άνθρωποι στα δάση,
αλλά μετακινούνταν διαρκώς έτσι δεν
μπορούσε να τους πλησιάσει και ν’ αρπάξει
θήραμα. Πλησίασε ακόμα περισσότερο, τόσο
που οι μυρωδιές τους έγιναν τόσο έντονες
που λίγο έλειψε να παρατήσει το καταφύγιο
του και να ορμήσει καταπάνω τους. Αυτό
σήμαινε βέβαιο θάνατο και το ήξερε. Όσο κι
αν τα βόλια τους δεν μπορούσαν να το
σκοτώσουν, θα μάθαιναν την ύπαρξή του, θα
ειδοποιούσαν τα χωριά και κάπου θα
βρισκόταν μια ασημένια σφαίρα για να τον
στείλει στον Άλλο Κόσμο.
Πριν τον
ξεσηκωμό τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα.
Έμενε μόνος, απομονωμένος από τον κόσμο εδώ
και χρόνια που ούτε ο ίδιος πια δεν μετρούσε.
Αναγκάστηκε να το κάνει από εκείνη την
καταραμένη νύχτα της πανσέληνου που άλλαξε
για πρώτη φορά.
Έγινε
μπροστά σε κόσμο, αφού το γλέντι για το γάμο
δεν είχε τελειώσει. Η νύφη ήταν κόρη του
προύχοντα του χωριού και όλοι οι κάτοικοι
ήταν καλεσμένοι, ακόμα και παρακατιανοί
όπως αυτός. Όλα πήγαιναν καλά μέχρι που
βγήκε το φεγγάρι. Τεράστιο, κίτρινο,
πρησμένο, κρεμάστηκε στον ουρανό σαν αιώνια
καταδίκη. Και τότε άρχισε η αλλαγή.
Οι
άνθρωποι κοίταζαν τρομαγμένοι τον άντρα
εκείνον που κανείς δεν είχε προσέξει μέχρι
τότε, να χτυπιέται κάτω σαν να τον είχε
κυριεύσει η χειρότερη θέρμη, ουρλιάζοντας
σαν να τον παλούκωναν. Κατάπληκτοι, τον
είδαν τέλος να αλλάζει φρικτά, να γεμίζει
ένα πυκνό, γκρίζο τρίχωμα που έγινε γούνα
όταν ολοκληρώθηκε η αλλαγή, να βγάζει νύχια
γαμψά και δόντια. Τέλος τον παρακολούθησαν
να χάνεται στο σκοτάδι προς το δάσος, κάτω
από τους πυροβολισμούς των οπλισμένων
παλικαριών που είχαν κατέβει από τα λημέρια
τους για το γάμο.
Μόλις που
κατάφερε να ξεφύγει τότε και το πρώτο του
θήραμα ήταν μερικά ήμερα ζώα του δάσους. Δε
χόρτασε την πείνα του βέβαια, αλλά φοβόταν
να ανοιχτεί περισσότερο μη και τον έπιαναν
πουθενά τα αποσπάσματα των αρματολών της
περιοχής που είχαν βγει να τον κυνηγήσουν.
Το πρωί
ήταν πάλι άνθρωπος και κανείς δεν
αναρωτήθηκε πού είχε περάσει τη νύχτα του.
Μέσα στο σκοτάδι και μεθυσμένοι από το
κρασί, οι άνθρωποι του γλεντιού, δεν είχαν
δει καθαρά το πρόσωπό του και δεν τους είχε
περάσει από το μυαλό ότι εκείνος ο βοσκός
που κανείς δεν του έδινε σημασία, ήταν το
θηρίο που τους είχε αναστατώσει όλους.
Πολλοί νόμιζαν ότι είχε πάει με τα
αποσπάσματα αλλά οι περισσότεροι πίστεψαν
ότι είχε κρυφτεί κάπου τρέμοντας από το
φόβο. Άλλωστε, έτσι έκανε πάντα και κυρίως
όποτε έρχονταν οι Τούρκοι για τα χαράτσια ή
οι κλέφτες από τα βουνά για ζαερέδες.
Ακόμα και
τα παιδιά στο χωριό τον κορόιδευαν, τον
φώναζαν κιοτή και του πετούσαν πέτρες κάθε
φορά που τον έβλεπαν στην πλατεία. Όταν
παράγινε το κακό και χρειάστηκε να μπει στη
μέση ο καπετάν Αποστόλης για να σταματήσει
τα σκασμένα, πήρε την απόφαση να μην
ξανακατέβει στο χωριό. Έμεινε σε μια
παράγκα στα κτήματα που νοίκιαζε ο κυρ -
Αναγνώστης κι εκείνος έστελνε ανθρώπους να
πάρουν τα γεννήματα για το παζάρι του
χωριού και πέρα, της Τριπολιτσάς.
Τότε τον δάγκωσε ο λύκος.
Ήταν μια
νύχτα με πανσέληνο κι εκείνος βρισκόταν στο
δάσος για ξύλα. Με τα διάφορα είχε ξεχάσει
ότι τελείωσαν, έτσι αναγκάστηκε να βγει
νύχτα. Οπλίστηκε με μια γκλίτσα για να
διώχνει τα ενοχλητικά αγρίμια, πράγμα που
του έσωσε τη ζωή. Είχε αρχίσει να μαζεύει
χαμόκλαδα για προσάναμμα, όταν άκουσε το
μουγκρητό.
Υπόκωφο
και βαθύ ήταν και όταν το άκουσε, στράφηκε
απότομα αλλά το αγρίμι του είχε ήδη
επιτεθεί και του είχε δαγκώσει το χέρι. Από
ένστικτο, σήκωσε τη γκλίτσα και χτύπησε το
θηρίο στο κεφάλι. Θα πρέπει να πόνεσε και να
ζαλίστηκε γιατί, αφού γκρεμίστηκε από πάνω
του σωριάστηκε στο έδαφος. Το χτύπησε
κάμποσες φορές με τη γκλίτσα μέχρι που
έβγαλε αίματα, πράγμα που μαρτυρούσε ότι το
είχε χτυπήσει στο κεφάλι. Μάζεψε όσα ξύλα
πρόφτασε κι έφυγε. Όταν έφτασε στη στάνη,
είδε ότι οι δαγκωνιές δεν ήταν βαθιές. Τις
καθάρισε με σπίρτο, τις έδεσε και τις ξέχασε.
Εκείνες όμως, δεν τον ξέχασαν.
Από εκείνη
τη νύχτα, κάθε πανσέληνο, έπαιρνε τη μορφή
του λύκου και χανόταν στα δάση. Στην αρχή
βολευόταν με πρόβατα και μοσχάρια όμως ο
χαμός τους ξεσήκωσε την οργή των χωριανών.
Βγήκαν να κυνηγήσουν το λύκο που
κατασπάραζε τα ζωντανά τους αλλά δεν
κατάφεραν τίποτα. Ήξερε τα βουνά του
Χρυσοβιτσιού σαν την παλάμη του χεριού του.
Όλες τις σπηλιές, τις χωσιές ακόμα και τις
κουφάλες των δέντρων, έτσι κατάφερε να
αποφύγει τα αποσπάσματα.
Οι
χωριανοί τότε, κατέφυγαν στους αγάδες.
Εκείνοι έστειλαν τσοχαντάρηδες
οπλισμένους σαν αστακούς και του ήταν
ιδιαίτερα ευχάριστο να τους ξεσχίζει, μια
και δεν τους χώνεψε ποτέ. Κάθε τόσο έρχονταν
στη στάνη και έπαιρναν γεννήματα, τυριά,
γάλατα, ζώα κι έφευγαν χωρίς να δώσουν γρόσι,
λες και όλα γίνονταν για την ευχαρίστησή
τους. Μια φορά μάλιστα που τόλμησε να τους
εμποδίσει, να πάρουν ένα από τα αγαπημένα
του ζώα, τον έκαναν μαύρο στο ξύλο.
Αφού οι
ντόπιοι αγάδες απέτυχαν, φώναξαν
ενισχύσεις από την Καρύταινα. Ούτε κι αυτοί
είχαν καλύτερη τύχη. Κι εκείνους τους
ξέσχισε με όλη την ευχαρίστηση του κόσμου.
Μετά, στάθηκε σ’ ένα ύψωμα και άφησε ένα
παρατεταμένο ουρλιαχτό που ήταν μια κραυγή
θριάμβου.
Ούτε στους
Ρωμιούς χαρίστηκε όμως. Τον έλεγαν ‘μούλο’
και τον κατάτρεχαν σαν εγκληματία. Ο
τσέλιγκας ήταν κακός και οι μπιστικοί του
το ίδιο, το φαΐ λιγοστό αλλά οι βρισιές
μπόλικες και το ξύλο ακόμα. Επειδή ήταν
απόμακρος και δεν είχε πολλά λόγια, τον
έλεγαν κιοτή και τον έβριζαν. Αφού ήταν ‘μούλος’
βέβαια είχε όλα τα κακά πάνω του. Έτσι κι
εκείνος δεν έχανε ευκαιρία να
κατακρεουργεί τους αχάριστους που έβγαιναν
στο δρόμο του.
Τα
πράγματα δυσκόλεψαν όταν άρχισε να
ετοιμάζεται ο Ξεσηκωμός. Οι περισσότεροι
ήταν πια οπλισμένοι και οι Τούρκοι δεν
πολυφαίνονταν πια στο χωριό. Τα βουνά είχαν
γεμίσει οπλισμένους Ρωμιούς που έκαναν το
κυνήγι πολύ δύσκολο. Κατάφερε και σκότωσε
μερικούς όμως δεν μπόρεσε να αποφύγει τους
τραυματισμούς που γιατρεύονταν σχεδόν
αμέσως, μια και τα βόλια των κουμπουριών
τους ήταν απλό μολύβι, όχι ασήμι. Χαιρόταν
που κατασπάραζε Ρωμιούς. Τον περιφρονούσαν,
τον φώναζαν ‘μούλο’, τον πετροβολούσαν,
τον ξυλοφόρτωναν. Ήταν ο μόνος τρόπος να
πάρει λίγο από το αίμα του πίσω.
Εκείνο τον
καιρό, μια ανησυχία αιωρούνταν στην
ατμόσφαιρα. Υπήρχε μια ένταση, ένας
ηλεκτρισμός όπως όταν ετοιμάζεται να
ξεσπάσει καταιγίδα. Τότε, ξαφνικά, το θήραμα
έγινε άφθονο. Τούρκοι και Ρωμιοί έπαιρναν
τους δρόμους των βουνών μεταφέροντας
μηνύματα οι πρώτοι, όπλα οι δεύτεροι. Δεν
μπορούσε όμως να κυνηγήσει εκείνο το θήραμα
με την ευκολία του παλιού καιρού.
Αναγκάστηκε
να αφήσει το μαντρί όπου δούλευε μια ζωή
γιατί τα πράγματα είχαν ζορίσει επικίνδυνα.
Οι οπλισμένοι Ρωμιοί που είχαν γεμίσει τα
βουνά και τους κάμπους δεν δίσταζαν να
ροβολήσουν με την παραμικρή αφορμή σε
τούρκικα και ελληνικά χωριά για να μαζέψουν
τρόφιμα ή όπλα.
Τις μέρες
του μήνα που δεν μεταμορφωνόταν τις
περνούσε σε σπηλιές σαν αγρίμι και ζούσε ε ο,
τι κατάφερνε να κλέψει από αμπέλια,
περιβόλια ή στάνες. Το καλύτερο κυνήγι το
έκανε όταν είχε τη μορφή του λύκου. Χόρταινε
τότε σάρκα ζώου με το αίμα του, καμία φορά
και ανθρώπινη, πράγμα που γινόταν όλο και
πιο σπάνια από τότε που άρχισε η αναταραχή
του Ξεσηκωμού.
Και μια
μέρα το μαντάτο απλώθηκε σε όλο το Μωριά.
Ξέσπασε σαν κεραυνός και απλώθηκε σαν
πυρκαγιά σε παρθένο δάσος.
«Έπεσε η
Καλαμάτα!» μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα η
είδηση. «Οι Μανιάτες και ο Κολοκοτρώνης
πήραν την Καλαμάτα! Φεύγουν οι μουρτάτες!»
Ήταν μόνο
η αρχή. Το τελευταίο που πρόσεχαν οι
οπλισμένοι Ρωμιοί που είχαν γεμίσει τα
βουνά, ήταν ένας λύκος που τριγυρνούσε
κυνηγώντας θήραμα. Είχε άφθονη τροφή τότε.
Και όσους χάνονταν δεν τους αναζητούσαν με
τόση όρεξη όσο πριν. Στον πόλεμο σκοτώνεται
κόσμος από διάφορες αιτίες, κανείς δεν
καθόταν να ψάξει τη ρίζα και τη φύτρα.
Άφθονο
ήταν το κυνήγι στα πρόχειρα στρατόπεδα
Τούρκων και Ρωμιών. Τους χαμένους έλεγαν
ότι τους έφαγε το φεγγάρι και κανείς ποτέ
δεν έμαθε πόσο αληθινό ήταν αυτό. Το φεγγάρι,
η δύναμη της πανσελήνου, τον μετέτρεπε σε
θηρίο που δεν χαριζόταν σε κανέναν.
Εκδικήθηκε με το παραπάνω για όλα τα κακά
και τις προσβολές που του είχαν κάνει
Τούρκοι και Ρωμιοί αλλά ακόμα δεν είχε
χορτάσει.
Άκουσε
φωνές ανάμεσα από τα δέντρα και ακούγοντάς
τις ένοιωσε περίεργα. Μια από αυτές κυρίως,
ήταν δυνατή, βροντερή, είχε τέτοια επίδραση
πάνω του που δεν την είχε νοιώσει ποτέ πριν.
Αν και είχε τη μορφή του λύκου, θυμόταν
αμυδρά αρκετά πράγματα.
Οι Τούρκοι
της Καρύταινας είχαν κλειστεί στο κάστρο
ενώ οι Φαναρίτες Τούρκοι είχαν καταφύγει
στην Τριπολιτσά. Ο Κολοκοτρώνης με τους
Καρυτινούς και τους Λεονταρίτες ήθελε να
κλείσει τα περάσματα και να κόψει τον
ανεφοδιασμό του κάστρου της Καρύταινας.
Όμως τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά για τους
Ρωμιούς. Φοβούνταν ακόμα και την όψη των
Τούρκων έτσι δεν ήταν πολύ πρόθυμοι να
πολεμήσουν και τα πρώτα στρατόπεδα
διαλύθηκαν ενώ οι άνθρωποι σκόρπισαν στα
χωριά τους.
Δεν τον
ένοιαζε τίποτα από αυτά. Όποιος και να
νικούσε στον πόλεμο που θα γινόταν, ζωή του
δεν θα βελτιωνόταν σε τίποτα. Πάλι
απόβλητος θα ήταν, εξόριστος. Πάλί θα τον
έβριζαν, θα τους πετούσαν πέτρες και
κοπριές, θα τον έλεγαν ‘μούλο’ και θα τον
περιγελούσαν. Ο πόλεμος ήταν καλός μόνο
γιατί τα βουνά ήταν γεμάτα κόσμο και το
θήραμα άφθονο.
Οι φωνές
εξακολουθούσαν. Αν ήταν διαφορετικά τα
πράγματα, θα ορμούσε χωρίς να λογαριάσει
τίποτα. Όμως οι άνθρωποι θα πρέπει να ήταν
τρεις ή τέσσερις και φοβόταν να τα βάλει με
όλους. Έπειτα ήταν κι εκείνη η φωνή, η
βροντερή και βαθιά με την παράξενη αρμονία
που έφτανε ως την ψυχή του λύκου και την
άγγιζε σαν το χέρι του πατέρα που δεν είχε
ποτέ. Σαν να τον είχε μαγέψει εκείνη η φωνή,
στάθηκε και άκουσε. Δεν είχε συναντήσει
ποτέ κάτι παρόμοιο αλλά καταλάβαινε.
«Να πάμε
στο Λιοντάρι», έλεγε μια άλλη φωνή. «Να
δούμε τι γίνεται εκεί».
«Και τι να
κάνουμε στο Λιοντάρι;» έλεγε η φωνή που τον
μάγευε. «Να μαζέψουμε χαλκώματα; Εδώ πρέπει
να μείνουμε, να πιάσουμε τα περάσματα να μην
πάνε ζαερέδες και ζωοτροφίες στο κάστρο της
Καρύταινας».
«Οι
άνθρωποι μας έφυγαν, θα φύγουμε κι εμείς»,
ξαναείπε η πρώτη φωνή.
«Να πάτε
όπου διάβολο θέλετε», είπε θυμωμένη η βαθιά
φωνή. «Εγώ θα μείνω εδώ, να με φάνε τα όρνια
του τόπου μου που με ξέρουν».
Γέλια υποδέχθηκαν αυτά τα λόγια.
«Βρε Δημήτρη», είπε η πρώτη φωνή στον τρίτο
άνθρωπο. «Κάτσε μαζί του μην τονε φάει
κανένας λύκος».
Αν νομίζει
ότι αυτό θα με σταματήσει, είναι γελασμένος,
σκέφτηκε ακούγοντας αυτά τα κοροϊδευτικά
λόγια. Μέχρι τώρα κανένα από τα θύματά του
δεν του είχε ξεφύγει κι ας ήτα οπλισμένοι.
Τούρκοι και Ρωμιοί είχαν υποκύψει στη
δύναμη του Λύκου.
Έμεινε
μόνος ο άνθρωπος με τη βαθιά φωνή. Θα
μπορούσε να ριχτεί σ’ αυτούς που έφυγαν
όμως προτίμησε τον μονάχο. Τελικά δεν θα
απέφευγε τη μοίρα που του έταξαν, θα τον
έτρωγε ο λύκος. Όχι απλός λύκος, βέβαια αλλά
λυκάνθρωπος με τη σφραγίδα του θηρίου που
δεν φοβόταν τα όπλα του κόσμου τούτου.
Ο άνθρωπος
που έμεινε μόνος με το άλογό του στα βουνά
του Χρυσοβιτσιού, στάθηκε για λίγο ακίνητος,
χαμένος σε σκέψεις άγνωστες. Πλησίασε ακόμα
και περισσότερο για πιο ευνοϊκή θέση για
την επίθεσή του. Το άλογο έβοσκε λίγο πιο
πέρα και μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία του,
άρχισε να ανησυχεί. Χλιμίντρισε θυμωμένο
και σηκωνόταν στα δυο του πισινά πόδια ενώ
τα ρουθούνια του άχνιζαν.
Ο άντρας
πήγε κοντά του, το άγγιξε απαλά με το χέρι
του, πρόφερε μερικά λόγια με τη βαθιά φωνή
του που ηρέμησαν το άλογο αλλά είχαν
επίδραση και πάνω του, στη ζωώδη πλευρά του.
Ένοιωσε παράξενα, η ορμή του κόπηκε κάπως
σαν εκείνα τα λόγια να ήταν ένα ξόρκι που
ημέρευε τα πάντα. Γρήγορα, ωστόσο, βρήκε
ξανά την ορμή του και ετοιμάστηκε να
επιτεθεί.
Δεν το
έκανε ποτέ. Ακόμα και χρόνια μετά, δεν
μπόρεσε να εξηγήσει τι ήταν αυτό που τον
κράτησε πίσω εκείνη τη νύχτα. Μια νύχτα που
σημάδεψε όλη την υπόλοιπη ζωή του. ήταν σαν
να είχε προσκρούσει σε έναν αόρατο τείχος
από σκέτη ενέργεια, παράξενη, ευεργετική,
καλόγνωμη, που δεν ήθελε το κακό του.
Σταμάτησε εκεί που ήταν, έμεινε ακίνητος
αντίκρυ στον άνθρωπο που ήθελε να κάνει
θήραμά του.
Είχε
συνηθίσει να τον φοβούνται πριν από την
επίθεσή του κι εκείνος μύριζε το φόβο τους,
τον απολάμβανε και πολλές φορές
καθυστερούσε σκόπιμα για να το απολαύσει.
Από τότε που θυμόταν τον ανθρώπινο εαυτό
του, φοβόταν τους πάντες. Τους Τούρκους που
άρπαζαν ο, τι έβρισκαν, τους Ρωμιούς που τον
κορόιδευαν και τον φώναζαν «μούλο». Όταν
έγινε λύκος άρχισαν εκείνοι να φοβούνται κι
εκείνος να το απολαμβάνει.
Εδώ όμως
δεν υπήρχε φόβος. Ο άνθρωπος στάθηκε
αντίκρυ του και κάρφωσε τα μάτια του στα
δικά του σαν να τον αναμετρούσε. Ήταν
οπλισμένος αλλά δεν έκανε καμιά κίνηση να
πιάσει πιστόλα ή σπαθί. Δεν ήταν καθόλου
εντυπωσιακός από σωματική άποψη. Μέτριο
ανάστημα, λιγνός, με κεφάλι κάπως μεγάλο.
Μακριά μαλλιά έπεφταν κυματιστά στους
ώμους του, προβάλλοντας κάτω από μια
περικεφαλαία. Στο φως του φεγγαριού το
κόκκινο χιτώνιο και το άσπρο παντελόνι που
χωνόταν σε μπότες ψηλές ως το γόνατο,
φάνταζαν πολύ χτυπητά για κάποιον που ήθελε
να κρυφτεί, αν ήθελε να κρυφτεί.
Στάθηκαν ο
ένας αντίκρυ στον άλλον και κοιτάζονταν στα
μάτια σαν να αναμετρούσαν τις δυνάμεις τους,
τις θελήσεις τους. Ο λύκος για πρώτη φορά,
βρέθηκε μπροστά σε έναν άνθρωπο που ποτέ
στη ζωή του δεν ήταν θήραμα. Κυνηγημένος ναι,
αλλά ποτέ απελπισμένο και αδύναμο θύμα.
«Λύκος»,
είπε με τη βαθιά φωνή του που θα πρέπει να
αντηχούσε σαν βροντή όταν φώναζε. «Και
άνθρωπος».
Τα μάτια
του μικρά, ανθρώπινα, φαίνονταν να λάμπουν,
να πετούν φλόγες που τον διαπερνούσαν σαν
λόγχες πυρωμένες φτάνοντας ως την ψυχή του.
Όχι αυτήν του ζώου, είχαν διαπεράσει το
τείχος της ζωώδους ύπαρξης του, είχαν
φτάσει στον ανθρώπινο πυρήνα που, ακόμα και
σ’ αυτή τη μορφή, ήταν κρυμμένος κι έκαιγε
περιμένοντας να περάσει η ενέργεια του
φεγγαριού για να βγει στην επιφάνεια και να
του δώσει την πραγματική του μορφή.
Άρχισε να
αλλάζει. Το φεγγάρι ήταν ακόμα μεσοούρανα,
ολόγιομο όμως εκείνος άλλαζε. Το τρίχωμα
εξαφανίστηκε, τα δόντια, τα χέρια, όλα του τα
οστά πήραν την κανονική τους μορφή. Η πρώτη
του αίσθηση ως άνθρωπος ήταν το κρύο. Ήταν
Μάρτης ακόμα και το κρύο σε τούτα τα βουνά
περόνιαζε τα κόκαλα. Κι εκείνος ήταν γυμνός,
κουλουριασμένος στο έδαφος σαν μωρό κι
έτρεμε από το κρύο στα πόδια του παράξενου
ανθρώπους που η δύναμη της ματιάς και της
φωνής του τον έκανε να ξαναγίνει άνθρωπος
ενώ η πανσέληνος μεσουρανούσε ακόμα.
Περίμενε
ότι ο άνθρωπος θα έσερνε το σπαθί του και θα
του έκοβε το κεφάλι τώρα που τον είχε στο
έλεός του. Κουλουριάστηκε ακόμα
περισσότερο και περίμενε, τρέμοντας όχι
μόνο από το κρύο, το χτύπημα.
Που δεν ήρθε ποτέ.
Ο άνθρωπος
άπλωσε το χέρι του. Ο άντρας - λύκος σήκωσε
τα μάτια και κοίταξε το απλωμένο χέρι. Χωρίς
ούτε ο ίδιος να ξέρει γιατί, άπλωσε το δικό
του χέρι, πήρε το τραχύ από τη μακρόχρονη
χρήση του σπαθιού που του άπλωνε ο
παράξενος άνθρωπος και σηκώθηκε. Τα πόδια
του εξακολουθούσαν να τρέμουν από το κρύο
και το σοκ της αλλαγής. Ο άνθρωπος τον
σκέπασε με μια κάπα που πήρε από το άλογό
του.
«Είσαι άνθρωπος τώρα», είπε. «Μόνο άνθρωπος, ακούς;
Άνθρωπος».
Κούνησε το
κεφάλι του μια κι έτρεμε ακόμα πολύ για να
μιλήσει. Το άλογο τους ακολούθησε ενώ
κατέβαιναν στο χωριό. Ήταν άδειο αυτή την
εποχή μια και οι τσοπάνηδες είχαν κατέβει
στα χειμαδιά. Ακολούθησε τον άνθρωπο μέχρι
την εκκλησία της Παναγιάς. Μπήκαν και οι δυο,
προσκύνησαν. Όταν βγήκαν, είδαν να έρχονται
προς το μέρος τους άλλοι άνθρωποι.
Ήταν οχτώ,
ένας ηλικιωμένος και εφτά πιο νέοι.
Ενώθηκαν μαζί τους κι έτσι έγιναν δέκα και
το άλογο έντεκα. Κατέβηκαν στον κάμπο για να
στρατολογήσουν ανθρώπους. Ο Ξεσηκωμός είχε
μόλις αρχίσει.
Ο Λύκος,
όπως τον ονόμασε ο άνθρωπος εκείνος, δεν
μεταμορφώθηκε ποτέ ξανά σε λυκάνθρωπο.
Πολέμησε σε όλες τις μάχες της Επανάστασης
και δεν εγκατέλειψε ποτέ αυτόν που τον είχε
ελευθερώσει από την κατάρα του Θηρίου.
Πέθανε σε βαθιά γεράματα ανάμεσα στα παιδιά
και τα εγγόνια του. Όλα αυτά τα χρόνια τον
ήξεραν με ένα όνομα: Ο Λύκος.