Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΟΥ «ΑΛΛΟΥ» ΣΤΗΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΥ
Βρετός Σπύρος (14/02/1999)
Θα μπορούσε κάποιος να
υποστηρίξει ότι το θέμα μας στην ουσία δεν
υφίσταται. Η επιστημονική φαντασία και
γενικότερα η λογοτεχνία του φανταστικού,
στην μεγαλύτερη έκτασή της, τόσο θεματική
όσο και χρονική, δεν επικεντρώθηκε στον
ψυχικό κόσμο του ανθρώπου. Ή τουλάχιστον θα
ήταν δικαιολογημένος κάποιος αν διατύπωνε
μια τέτοια άποψη.
Αν όμως ξανακοιτάξουμε τα κείμενά μας,
παραμερίζοντας, προς στιγμήν, την προσήλωσή
μας στην τεχνολογία, στις απόπειρες (όχι
πάντα επιτυχημένες) των συγγραφέων να μας
δώσουν μια γενική, συνολική και δομημένη
εικόνα του κόσμου (μια άποψη με εσωτερική
συνέπεια) καθώς και στην διάθεση τόσο των
γραφόντων όσο και των αναγνωστών για
περιπέτεια και δράση, θα βρούμε, ίσως, ένα
δεύτερο επίπεδο. Ένα επίπεδο που αφορά τόσο
τον άνθρωπο όσο και την μυθοπλασία. Ή μάλλον,
ένα επίπεδο που αφορά τόσο εκείνον (αναγνώστη
ή συγγραφέα) που βυθίζεται στα κείμενα αυτά,
όσο και τον λόγο για τον οποίο κάνει αυτήν
ακριβώς την κατάδυση.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από μια ιστορία, που
να λειτουργεί ως οδηγός στο εγχείρημα αυτό:
το σύντομο διήγημα του samuel delany, που στα
ελληνικά φέρει δύο τίτλους: «Ελεύθερη
Πτώση» (στην πρώτη ελληνική εκδοχή που
δημοσιεύθηκε στο τεύχος 1 του περιοδικού «Απαγορευμένος
Πλανήτης») και «Φρελκ» (στην δεύτερη
ελληνική του εμφάνιση, στην Ανθολογία «Νέο
Κύμα» των εκδόσεων alien).
Στο πρωτότυπο τιτλοφορείται «aye! and gomorrah».
Ο αγγλικός τίτλος βγαίνει μέσα από την
Βίβλο. Στην Γένεση, ανάμεσα στα κεφάλαια 10
και 19 περιγράφεται η ηθική παρακμή των
πέντε πόλεων μεταξύ των οποίων γνωστότερες
ήταν τα Σόδομα και η Γομόρρα (οι άλλες ήταν η
Αδά, η Σεβωίμ και η Σηγώρ). Ο Θεός των Εβραίων
τις προειδοποίησε να μετανοήσουν, αλλά
αυτές τον αγνόησαν, με αποτέλεσμα να
καταστραφούν εκ θεμελίων.
Η στάση αυτή του Ιεχωβά αφορούσε κυρίως την
αντίληψη περί ηθικής που επικρατούσε τότε (και
που δεν διαφέρει και πολύ από αυτήν που
επικρατεί σήμερα...) και έτσι ακριβώς
χρησιμοποιείται στην εκπαίδευση και
ερμηνεύεται στα σχολικά εγχειρίδια. Τα
Σόδομα (αντίθετα από τις άλλες τέσσερις
πόλεις της Πενταπόλεως) έδωσαν το όνομά
τους σε έναν σεξουαλικό προσανατολισμό. Ο
delany αποκαθιστά, με το διήγημα αυτό, την
αδικία προς την δεύτερη...
Με λίγες λέξεις (κι αυτή είναι μόνο μία
ανάγνωση) η υπόθεση έχει ως εξής: τα
διαστημικά ταξίδια καταστρέφουν τα γονίδια
των αστροναυτών (η ραδιενέργεια οδηγεί σε
γέννηση τεράτων. Σε εποχή υπερπληθυσμού,
αυτό πρέπει να αποφευχθεί. Εκείνοι που
αποφασίζουν (και που παραμένουν πάντοτε
ανώνυμοι) καταλήγουν ότι η καλύτερη λύση
είναι οι μέλλοντες αστροναύτες να
στρατολογούνται στην προεφηβική τους
ηλικία και να υποβάλλονται σε ευνουχισμό.
Δημιουργούν έτσι όντα εξωγήινα με την διπλή
έννοια: όντα που ζουν στο διάστημα αλλά και
που δεν είναι γήινα, δηλαδή απτά, ανθρώπινα (όπως
ακριβώς στην Αναγέννηση η ανάγκη κάποιων
συνθετών όπερας για υψηλές νότες οδήγησε
στην δημιουργία των castrati).
Τα βασικά πρόσωπα, οι διαστημάνθρωποι,
έχουν ονόματα όπως bo, lou, kelly, ονόματα
ερμαφρόδιτα. Και το πρωτότυπο κείμενο
αποφεύγει τα άρθρα: δεν υπάρχουν he και she
πουθενά, με αποτέλεσμα, χάρις στην αγγλική
γραμματική που δεν αποδίδει γένη στα
επίθετα, να μην υπάρχει ούτε μία ένδειξη
φύλου. Τα όντα αυτά (ανήλικοι ενήλικες)
ασκούν μιαν ακαταμάχητη γοητεία, χθόνια
(αντίθετη δηλαδή με την φύση τους) σε
κάποιους γήινους - δηλαδή ανθρώπους
δεμένους με την γη και την καθημερινότητα.
Ανθρώπους, που ο συγγραφέας αποκαλεί «Φρελκς».
Ανθρώπους που ζουν μέσα στην ρουτίνα, που
είναι (και αυτοί) προσκολλημένοι σε μια
χαμένη παιδική ηλικία. Μιας τέτοιας
κοπελιάς, μιας Φρελκ, την συνάντηση με έναν
διαστημάνθρωπο παρακολουθούμε στο διήγημα.
Ο ίδιος ο delany εξομολογείται ότι εμπνεύστηκε
την ιστορία αυτή όταν άκουσε δύο γυναίκες
να συζητούν στο Παρίσι για κάποιον
αστροναύτη: «Είναι τόσο αντισηπτικός, τόσο
μη ανθρώπινος, σχεδόν ασεξουαλικός» έλεγε η
μία. «Όχι, εγώ τον βρίσκω απόλυτα γοητευτικό»
αντέκρουσε η άλλη.
Ενυπάρχει λοιπόν στην βάση του κειμένου μία
από τις κυρίαρχες κινητήριες δυνάμεις της
ανθρώπινης φύσης: η επιδίωξη του αδύνατου, η
επιζήτηση του απλησίαστου, η κατανόηση του
ξένου, η προσέγγιση στο απροσπέλαστο, η έλξη
προς το παράνομο. Κινητήρια δύναμη της
φιλοσοφίας, της θρησκείας, της επιστήμης,
του έρωτα. Διότι, όπως ο ίδιος ο delany γράφει
στο διήγημα, «Η αγάπη αρχίζει με τον φόβο
της αγάπης».
Η ίδια αυτή κινητήρια δύναμη, ή μάλλον η
παραλλαγή της λογοτεχνικής της υπερβολής,
υπάρχει στα θεμέλια της επιστημονικής
φαντασίας. Και είναι αυτός ένας από τους
λόγους που έλκει το αναγνωστικό της κοινό:
ανήλικους-ενήλικους, που φαντασιώνουν το
σύμπαν ως μια αρένα παλαίστρας, ή μια σκηνή
θεάτρου (ή (σήμερα) μια οθόνη (κινηματογράφου,
τηλεόρασης, υπολογιστή : αδιάφορο)) όπου
διαδραματίζεται η ιστορία της ανθρωπότητας,
όπου τα μυστήρια εξηγούνται, όπου τα μεγάλα
προβλήματα εκτίθενται, συζητούνται,
λύνονται. Όπου η ανθρώπινη φύση, για να
χρησιμοποιήσουμε μια ακόμη υπερβολή, εξανθρωπίζεται,
αναλύεται ως τεχνικό εγχειρίδιο,
επανασυντίθεται.
Η αρχική αυτή έκφανση της ΕΦ, με τα φθηνά
λαϊκά περιοδικά της δεκαετίας του 1930 (και,
ας μην γελιόμαστε, με την πλειονότητα των
σημερινών βιβλίων τσέπης) εξηγείται από (αλλά
και με τη σειρά της εξηγεί) την ανωριμότητα,
συναισθηματική, των κειμένων και των
αναγνωστών ταυτόχρονα. Τα συναισθήματα
γενικά, ο έρωτας ειδικότερα, και φυσικά το
σεξ, απουσιάζουν από την ΕΦ, τουλάχιστον
μέχρι την δεκαετία του 1960 και το «Νέο Κύμα».
Απουσιάζουν όμως πράγματι; Σε πόσα από
εκείνα τα πρώτα κείμενα ο ηρωικός
αστροναύτης σώζει την κόρη του τρελού
επιστήμονα από την τελική καταστροφή; Σε
πόσα από εκείνα τα ναϊφ εξώφυλλα ο
ΑηΓιώργης ήρωας σώζει την παρθένα από τα
νύχια του θανάτου σφαγιάζοντας τον Δράκο-Εξωγήινο
με τα πολλά πλοκάμια; Και αν σήμερα, με τον
εξεζητημένο σνομπισμό μας, αναρωτιόμαστε (ειρωνικά)
τι θα έκαναν ακριβώς τα τέρατα εκείνα με
τις γήινες παρθένες (πέρα απ' το ότι, λογικά,
θα έπρεπε κι αυτά να τις βρίσκουν,
αντίστοιχα, εξίσου απεχθείς) δεν έχουμε
παρά να αναρωτηθούμε τί ακριβώς κάνουν
οι Φρελκς με τους ουδέτερους αστροναύτες
στο διήγημά μας.
Η απάντηση είναι: τίποτα. Απολύτως
τίποτα. Το θέμα δεν είναι τι κάνουν, αλλά τι
φαντασιώνουν ότι μπορεί να συμβεί. Η μόνη,
λοιπόν, διαφορά ανάμεσα στις παρθένες των
pulps και τους φρελκς του delany είναι ότι οι
πρώτες βιώνουν το τίποτα ως απειλή, ενώ οι
δεύτεροι το βιώνουν ως απρόσιτο επιθυμητό.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ο ίδιος ο delany
χαρακτηρίζει το διήγημα αυτό ως ιστορία
τρόμου.
Θα μπορούσε συνεπώς να υποστηρίξει κάποιος
ότι η απόσταση αυτή, απόσταση μεγάλη που
διένυσε η ΕΦ μέσα σε τριάντα μόλις χρόνια,
οριοθετεί και την ωρίμανσή της.
Οι ουδέτεροι διαστημάνθρωποι του delany
ανήκουν σε ένα γενεαλογικό δένδρο
απρόσιτων όντων που εκτείνεται, προς τα
πίσω μέχρι το αρκουδάκι των παιδικών μας
χρόνων και προς τα εμπρός μέχρι τις
φουσκωτές κούκλες των πορνοσόπ. Ή, αν θέλετε,
από τον ΕΤ του Σπίλμπεργκ μέχρι το Τέρας του
Φράνκενσταϊν.
Το μυθιστόρημα αυτό που (δικαίως ή αδίκως,
αδιάφορο) έχει πολιτογραφηθεί ως η πρώτη
συνειδητή απόπειρα για ΕΦ αφορά, ας το
θυμηθούμε, την προσπάθεια δημιουργίας ενός
νέου είδους ανθρώπου (ενός Νέου Προμηθέα
μας λέει η mary shelley (και είναι ασαφές από τον
υπότιτλο του βιβλίου της αν ο τίτλος του
Νέου Προμηθέα αφορά τον Φράνκενσταϊν ή το
δημιούργημά του...)) την περιπλάνηση ενός
γήινου στα χωράφια που ανήκουν μόνο στον
Θεό. Και γι' αυτό τιμωρείται. Με θάνατο. Με
άλλα λόγια: μόνον αυτά που είναι παραδεκτά
από τον Θεό, δηλαδή από τους επί της γης
ερμηνευτές της θέλησής του, είναι αποδεκτά.
Είναι, αυτό, ένα μάθημα που έμαθαν καλά οι
κάτοικοι της Γομόρρας.
Και γιατί ο μύθος του Φράνκενσταϊν είναι
τόσο γοητευτικός; Είναι διότι ο καλός
γιατρός, ο πρόγονος όλων των τρελών
επιστημόνων της ΕΦ, περπάτησε εκεί που
ακόμη κι οι άγγελοι φοβούνται να διαβούν;
Είναι επειδή έβαλε το δάχτυλο στο βάζο με
την μαρμελάδα από μήλο; Ή μήπως είναι γιατί
το Τέρας είναι, από μόνο του, γοητευτικό;
Διότι σφύζει από ζωή, από ενεργητικότητα,
από πάθος. Από ζωτικότητα. Από ζωικό
μαγνητισμό. Από ζωώδη ένστικτα. Από όλα
εκείνα τα στοιχεία (τα στοιχειά) που
ζουν στο υποσυνείδητό μας, που μας
καταδυναστεύουν, που προσπαθούμε (συχνά
απεγνωσμένα) να περιορίσουμε. Στοιχειά που
τα αφήνουμε ελεύθερα μόνο στη μυθοπλασία;
Κι είναι αυτή η δεύτερη, η αντίστροφη,
έκφανση της επιστημονικής φαντασίας και
γενικότερα της λογοτεχνίας του φανταστικού.
Ο Δόκτωρ Τζέκυλ αποτελεί την προσωποποίηση
αυτής ακριβώς της διάστασης. Είναι άνθρωπος,
αλλά τις νύχτες μεταπίπτει (σε μια
διαδικασία αντίθετη από την εξέλιξη (όπως
τουλάχιστον έχουμε μάθει να την πιστεύουμε:
devolution αντί για evolution)) σε απάνθρωπο τέρας.
Και, αντίθετα από τον προσηνή και «γνωστό»
δόκτορα Τζέκυλ, είναι ο κτηνώδης κύριος
Χάιντ (που πατάει ένθεν κακείθεν της
διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα σε άνθρωπο
και ζώο, φορέας του «άλλου» εαυτού μας, των
αρχέγονων ενστίκτων) αυτός που ασκεί μια
τρομακτική γοητεία, μια έλξη που οδηγεί
στον θάνατο.
Ο Κόμης των Καρπαθίων συμβολίζει, κι αυτός,
την ίδια διχοστασία: είναι άνθρωπος-ζώο,
είναι μορφή που γοητεύει και οδηγεί στην
απώλεια (και μιά άλλη, δεύτερη, τρομακτική
ζωή). Ο Δράκουλας είναι απέθαντος, πατάει
ένθεν κακείθεν της διαχωριστικής γραμμής
ανάμεσα σε ζωή και θάνατο. Και, ακόμη κι αν
προτιμά το αίμα μιας παρθένας, δεν κάνει
διακρίσεις μεταξύ των θυμάτων του. Ούτε
όμως και τα θύματά του μπορούν να αποφύγουν
τον μαγνητισμό του: πέφτουν στο στόμα του
σαν μικρά τρωκτικά στο στόμα ενός φιδιού
που τα πλανεύει.
Μια τρίτη εκπρόσωπος αυτής της «Εγκυκλοπαίδειας
των Φανταστικών Όντων» (για να παραφράσουμε
τον τίτλο ενός βιβλίου του borges) είναι η
ηρωίδα ενός διηγήματος της catherine moore, η shambleau,
της οποίας η κώμη αποτελείται από πλοκάμια,
σαν φίδια, της οποίας το πρόσωπο, τα μάτια,
μαγνητίζουν τους άντρες που πέφτουν στην
απατηλή αγκαλιά της και, ενόσω κάνουν έρωτα
μαζί της, μετατρέπονται σε άψυχη ύλη.
Μια τέταρτη είναι η Ζανέτ στο μυθιστόρημα «the
lovers» του philip josé farmer, βιβλίο που
θεωρείται ως εκείνο που εισήγαγε το θέμα
του έρωτα, και του σεξ, στην ΕΦ το 1952. Η Ζανέτ,
που μοιάζει με άνθρωπο, είναι στην
πραγματικότητα το πιο πετυχημένο παράσιτο
στην φύση, ένα θαύμα της εξέλιξης (ακριβώς)
και της φυσικής επιλογής, ένα ανθρωπόμορφο (γυναικόμορφο)
χορδωτό ψευδοαρθρόποδο, μια λαλιθά,
ένα ον που πεθαίνει γεννώντας τα αυγά του ή,
αν μείνει στείρο, γίνεται αθάνατο.
Ο Δόκτωρ, ο Κόμης, η Μέδουσα και η lilith (η
πρώτη γυναίκα του Αδάμ) ενσαρκώνουν τον
ίδιο εκείνο πειρασμό, απαγορευμένο τόσο από
την ηθική όσο και από την λογική, που
εκπροσωπούν ο Δράκος του ΑηΓιώργη, το
πολυπλόκαμο Τέρας, το δημιούργημα του
Φράνκενσταϊν, οι Φρελκς του delany.
Όμως, ο παράγοντας-Χ, αυτός που μεταλλάσσει,
που διαβάλλει, την ανθρώπινη φύση, δεν είναι
κατ’ ανάγκην ένα πρόσωπο. Μπορεί να
είναι και μια συλλογική οντότητα, μια
ομάδα, μια φυλή: οι σατανόμορφοι
Επικυρίαρχοι από το «childhood's end» του arthur
clarke, που λειτουργούν ταυτόχρονα ως βάγια,
νταντεύοντας την Ανθρωπότητα μέσα από την
διαδικασία μεταμόρφωσής της σε κάτι άλλο,
και ως μαία, ξεγεννώντας (εκμαιεύοντας) αυτό
το νέο είδος. Ή οι πλοκαμοφόροι oankali της
σειράς «xenogenesis» της octavia butler που
εμπορεύονται γονίδια και συμβάλλουν μέσω
γενετικής μηχανικής στην μεταστοιχείωση
της Ανθρωπότητας σε κάτι άλλο,
δημιουργώντας μικτές οικογένειες που
αποτελούνται από έναν άνδρα, μια γυναίκα,
έναν αρσενικό, μια θηλυκιά και ένα ουδέτερο
oankali. Γιατί η φυλή αυτή έχει τρία φύλα, και το
ουδέτερο, το ooloi, είναι εκείνο που
αποθηκεύει τις γενετικές πληροφορίες και
καθιστά δυνατή την επιμειξία. Ή πάλι το
Τάγμα των bene gesserit από την εξαλογία «dune»
του frank herbert, μια μυστική οργάνωση γυναικών
που εκτελεί ένα πείραμα διάρκειας
χιλιετηρίδων, ένα πρόγραμμα διασταύρωσης
ανθρώπινων γονιδίων, προκειμένου να
δημιουργήσουν κάτι άλλο, έναν υπερανθρώπινο
Μεσσία.
Όχι μόνον δεν είναι ανάγκη ο παράγοντας-Χ να
είναι πρόσωπο: μπορεί να μην είναι καν όν.
Στο «demon seed» του dean koontz, ο
υπερυπολογιστής Πρωτέας 4 παγιδεύει,
αποπλανά και βιάζει μια γυναίκα,
επιδιώκοντας να δημιουργήσει ένα υβρίδιο
ανθρώπου-μηχανής, ένα απρόσωπο κτίσμα,
ένα πραγματικό (γενετικά πραγματικό) cyborg.
Ο Έρωτας ως Φόβος του Άλλου, όμως, δεν
περιορίζεται στον τρόμο μπροστά στην
πιθανότητα μετάλλαξης, τεχνητής ή φυσικής,
του Ανθρώπινου Είδους σε κάτι άλλο.
Εκδηλώνεται και μέσα από την πρόσωπο με
πρόσωπο αντιπαράθεση του ξένου με το οικείο,
σε ατομικό επίπεδο: στο διήγημα που
θεωρείται πως εισάγει το θέμα της
ομοφυλοφιλίας στην ΕΦ το 1953, το «the world well
lost» του theodore sturgeon, δύο εξωγήινοι φθάνουν
στην γη και ο κόσμος λατρεύει την εξώκοσμη,
ερμαφρόδιτη ομορφιά τους και τους δίνει το
παρατσούκλι «lovebirds» (στα ελληνικά θα λέγαμε
«τα πιτσούνια»). Όταν μαθαίνουν ότι είναι
φυγάδες του κοινού ποινικού δικαίου του
κόσμου τους, εξ αιτίας ακριβώς της
ομοφυλοφιλίας τους, οι άνθρωποι στρέφονται
εναντίον τους και τους εκδίδουν πίσω στην
πατρίδα τους όπου θα αντιμετωπίσουν το
εκτελεστικό απόσπασμα.
Δύο άλλοι συγγραφείς, ο delany στο «triton»
και ο john varley στο «steel beach», αντίθετα,
περιγράφουν μια κοινωνία όπου καθένας
μπορεί, κατά βούλησιν και όσες φορές θέλει,
να αλλάξει φύλο. Εξερευνούν με τον τρόπο
αυτό πώς μαθαίνει ένας άνθρωπος (όχι μόνον
να ποθεί, το θέμα τους δεν είναι το σεξ αλλά
ο έρωτας) να αγαπά έναν άλλο άνθρωπο, πώς η
οπτική γωνία του καθενός μας αλλάζει όταν
αλλάζουμε τα μάτια με τα οποία κοιτάμε τον
κόσμο.
Δεν συμφωνούν όμως όλοι με την
εναλλακτικότητα των φύλων. Η joanna russ στο
σημαντικότατο μυθιστόρημά της «the female man»
(«Ο Θηλυκός Άνδρας») περιγράφει μια
κοινωνία όπου υπάρχουν μόνον γυναίκες, όπου
οι άνθρωποι (δηλαδή οι γυναίκες)
γεννιούνται με τεχνητή γονιμοποίηση, όπου ο
πόλεμος έχει εξαλειφθεί επειδή ήταν το
γονίδιο Υ αυτό που οδηγούσε στον πόλεμο. Ο
φόβος του άλλου πηγάζει από την
ανταγωνιστικότητα, λέει η russ. Όταν όλοι οι
άνθρωποι έχουν γονίδια Χ η ανθρώπινη φύση
θα γίνει συνεργατική. Και οι άντρες,
προσθέτει η alice sheldon (που υπογράφει με το
ψευδώνυμο james tiptree) δεν μπορούν να
προσαρμόσουν την ιεραρχική τους νοοτροπία
σε μια μη ανταγωνιστική κοινωνική δομή. «Πώς
ονομάζετε τον εαυτό σας;» ρωτάει ο
πρωταγωνιστής του «houston, houston, do you read?»
τις εκπροσώπους του γυναικείου, λεσβιακού
κόσμου στον οποίο βρέθηκε. Κι αυτές
απαντούν «Ανθρωπότητα». Το ήμισυ του
ανθρώπου, το κακό ήμισυ, το βίαιο ζωώδες
ήμισυ, έχει ξεριζωθεί. Η βιολογική του
χρησιμότητα, η αναπαραγωγή, αιτία της
προσκόλλησης στην υπεράσπιση της περιοχής,
της χάραξης συνόρων, της χθόνιας εξάρτησης
έχει εξαλειφθεί. Είναι άραγε αυτή η νέα
ανθρωπότητα μισή; Ή μήπως είναι για πρώτη
φορά ολόκληρη;
Τόσο οι κόσμοι αυτοί όσο και οι άλλοι στους
οποίους θα αναφερθούμε στη συνέχεια
συνιστούν μύθους που διηγούνται ξανά την
διχοστασία του ανθρώπινου είδους που
πρώτος, στην ΕΦ, ο h. g. wells άγγιξε με το «time
machine», την «Μηχανή που Ταξιδεύει μες τον
Χρόνο». Ποιοι είμαστε όμως, εμείς: οι elois ή
οι morlocks; Ή, με άλλα λόγια: οι μεταάνθρωποι
ή οι υπάνθρωποι;
Στο μυθιστόρημα «the city and the stars» του clarke
δύο κλάδοι της Ανθρωπότητας που χωρίστηκαν
πριν από μισό δισεκατομμύριο χρόνια (κάποιοι
κλείστηκαν σε μια πόλη, το diaspar, και έζησαν
μέσα σε ένα τεχνητό περιβάλλον, κάποιοι
άλλοι έμειναν στη χώρα του lys, σε χωριά,
ανοιχτά στον κόσμο) ξανασυναντιούνται. Οι
αστοί, οι κάτοικοι του diaspar έχουν, μέσα από
την χρήση γενετικής μηχανικής αλλάξει το
σώμα τους: δεν είναι πια το μυώδες πρωτόγονο
σώμα των εργατών της γης αλλά ένα ισχνό,
εύθραυστο σώμα ενός ατόμου που υπηρετείται
από ρομπότ. Τα γεννητικά τους όργανα είναι
κρυμμένα μέσα στο σώμα τους όπου είναι με
μεγαλύτερη ασφάλεια προστατευμένα. Οι
κάτοικοι του lys αντίθετα έχουν κρατήσει την
επαφή τους με τον κόσμο, την γη, την φύση. Η
αρχική αντίδραση απέχθειας (σαν να
συναντιούνται ένας σύγχρονος άνθρωπος με
έναν Νεαντερτάλιο) δίνει τη θέση της σε μια
αμήχανη, σχεδόν ένοχη, σχεδόν αρρωστημένη (παρ'
όλο που ο συγγραφέας δεν αναφέρεται ρητά σε
αυτήν) έλξη για το σώμα του Άλλου (ή για το
Άλλο σώμα).
Στο μυθιστόρημα του theodore sturgeon «venus plus x»
ένας σύγχρονος άνθρωπος μεταφέρεται στο
μέλλον, σε μια ουτοπική γη, στην χώρα ledom (αντιστροφή
της λέξης model = υπόδειγμα) ώστε να κρίνει
κατά πόσον έχουν πράξει σωστά οι κάτοικοί
της. Κι αυτό που έχουν κάνει οι Υποδειγματικοί
Άνθρωποι είναι να αναστείλουν, να
καταργήσουν, τον πόλεμο των φύλων
καθιστώντας την Ανθρωπότητα μια ράτσα
ερμαφρόδιτων. Ο ήρωας προσβάλλεται από
αυτήν την επέμβαση, την άρνηση (ή μήπως την
υπέρβαση;) της ανθρώπινης φύσης. Σοκάρεται.
Όπως ακριβώς σοκάρεται και απορεί και ο
ήρωας του μυθιστορήματος της ursulla le guin «the
left hand of darkness» όταν αντιμετωπίζει μια
αντίστοιχη κοινωνία στον πλανήτη gethen, όταν
ερωτεύεται έναν / μία κάτοικό του, στην φάση
του οίστρου, δηλαδή στην θηλυκή της μορφή.
Αναρωτιέται ο ήρωας της le guin, ο gentli ai (σε άλλη
γραφή ο Ευγενώς Εγώ), πώς να διαχειριστεί
την αγάπη του για ένα άτομο που δεν ξέρει,
για ένα άτομο που μπορεί αύριο να
εμφανιστεί διαφορετικό. Σε αυτό,
τουλάχιστον, δεν διαφέρει από τον καθένα ή
την καθεμιά από εμάς, που ερωτευόμαστε, ή
που ζευγαρώνουμε, με ένα άλλο ανθρώπινο
πλάσμα, χωρίς τελικά (κατά βάσιν) να
γνωρίζουμε ποιος ή ποια είναι, τί είναι. Τί
άνθρωπος θα προκύψει.
Όπως στο μυθιστόρημα «cyteen» της carolyn cherryh
όπου η ηρωίδα, η ειδική στην γενετική ariane emory
είναι ερωτευμένη με τον ειδικό στην
ψυχολογία jordan warrick. Η emory έχει εξελίξει την
τεχνολογία της κλωνοποίησης σε τέτοιο
σημείο που να είναι δυνατή η παραγωγή
ανθρώπων κατά παραγγελία, βιολογικών
αυτομάτων που κατατάσσονται σε κατηγορίες (Γάμα,
Βήτα, Άλφα, Άλφα συν) (και σ’ αυτό ο μύθος μας
θυμίζει το «brave new world» του aldous huxley). Τα παρανθρώπινα
αυτά πλάσματα, γιατί δεν είναι ακριβώς
άνθρωποι, είναι κάτι «άλλο», ονομάζονται azi.
Ο warrick έχει αναπτύξει μια τεχνική
αποτύπωσης εντυπώσεων και εξειδικευμένων
γνώσεων που μετατρέπουν τους azi σε
ειδικευμένους εργάτες, πολεμιστές, αγρότες.
Θρυλείται πως υπάρχει μια διαδικασία που
μπορεί να μετατρέψει έναν azi κατηγορίας
Άλφα συν σε πραγματικό άνθρωπο. Η emory,
προβλέποντας την δολοφονία της, κλωνοποιεί
τον εαυτό της και φροντίζει το παιδί, όταν η
ίδια πεθάνει, να ανατραφεί σε ένα
περιβάλλον που προσεγγίζει όσο το δυνατόν
περισσότερο τις συνθήκες της δικής της ζωής
ώστε ο κλώνος της να αναπτύξει τις ίδιες μ’
αυτήν ικανότητες. Ο warrick έχει επίσης
κλωνοποιήσει τον εαυτό του. Δύο φορές: μία
με τον «πραγματικό» γιο του, τον justin, κι άλλη
μία με έναν azi κατηγορίας Άλφα συν, τον grant. Η
emory θεωρεί τον warrick επικίνδυνο πολιτικά
αντίπαλο και τον εξορίζει. Αυτή είναι και η
τελευταία της πολιτική πράξη πριν
δολοφονηθεί. Η ariane-κλώνος μεγαλώνει,
συναντά τον justin και τον ερωτεύεται. Ξανά. Ο
justin όμως είναι ζευγάρι με τον grant, τον δίδυμο
azi αδελφό του. Η σεξουαλική ζωή της ariane
περιορίζεται στους δύο azi σωματοφύλακές της,
τον florian και την catlin (που είναι και μεταξύ
τους ζευγάρι, και που είναι κλώνοι των original
florian και catlin, των σωματοφυλάκων της νεκρής
πια emory). Η ariane και ο justin προσπαθούν να βρουν
ένα modus vivendi, έναν τρόπο να ζήσουν την
προδιαγεγραμμένη ζωή τους αλλά και να
αυτονομηθούν από τα πρότυπά τους, να
πραγματοποιήσουν τα όνειρα των γονέων τους,
των οποίων αποτελούν τέλεια αντίγραφα, και
ταυτόχρονα να οριοθετήσουν μια ολοδική
τους, χωριστή, σχέση. Να αντιπαλέψουν τη
μοναξιά τους. Ενώ ο grant επιζητεί την τεχνική
που θα τον κάνει από azi «πραγματικό» άνθρωπο.
«Τί θα μου δώσεις; Θέλω κάτι», λέει ο
διαστημάνθρωπος στην φρελκ, στο διήγημα του
delany. «Γι' αυτό ήρθα. Νοιώθω μοναξιά.» Κι όταν
η φρελκ παρεξηγεί τις λέξεις, ο
διαστημάνθρωπος εξοργίζεται «Δεν
χρειάζομαι λεφτά. Σου είπα ότι θα μου
αρκούσε κάτι, οτιδήποτε.» Και οι δυο τους
χωρίζουν. Χωρίς να έχουν επικοινωνήσει.
Κι όμως, ξανά και ξανά, βουτάμε στις
διαπροσωπικές σχέσεις, βουτάμε στον έρωτα,
χωρίς να ξέρουμε (ή ίσως επειδή ακριβώς δεν
ξέρουμε) τί θα μας προκύψει. Ίσως γιατί ένα
μέρος (ίσως ένα μεγάλο μέρος) αυτών των
σχέσεων είναι μια περιπέτεια, μια
εξερεύνηση του μόνου πραγματικά άγνωστου
τοπίου που γνωρίζουμε. Της ανθρώπινης ψυχής.
Και (ίσως πάλι) αυτό το άγνωστο μας τρομάζει,
μας ερεθίζει. Διότι, όπως ομολογεί η φρελκ
στον άγνωστό της, και απόμακρο
διαστημάνθρωπο:
«my love starts with the fear of love».