ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕ ΤΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ ΤΟΥ

 

Του john wyndham, Μετάφραση: Αντωνία Κατσαβού

 

Δεν υπήρχε τίποτ' άλλο. Μόνον εγώ.

     Κρεμόμουν σ' ένα κενό αιώνιο, απέραντο, αδύναμο, που δεν ήταν ούτε φως ούτε σκοτάδι. Είχα οντότητα αλλά δεν είχα μορφή. Είχα αντίληψη, αλλά καθόλου αισθήσεις. Είχα νόηση, αλλά χωρίς αναμνήσεις. Αναρωτιόμουν: αυτό το πράγμα, αυτό το τίποτα, είναι η ψυχή μου; Και μου φάνηκε ότι αναρωτιόμουν γιαυτό συνέχεια και ότι θα συνεχίσω ν' αναρωτιέμαι για πάντα ...

     Κάποια στιγμή όπως, κάπως, η αιωνιότητα σταμάτησε. Αντιλήφθηκα ότι υπήρχε μιά δύναμη: ότι κινήθηκα κι άρα είχε σταματήσει κι εκείνο το απέραντο. Δεν υπήρχε κανείς να δει την κίνησή μου. Ήξερα απλά ότι είχα συρθεί. Ένιωσα ευτυχισμένη επειδή ήξερα ότι υπήρχε κάποιος ή κάτι που ήθελα να πλησιάσω. Δεν επιθυμούσα τίποτ' άλλο από το να στρίψω σαν την βελόνα της πυξίδας και μετά να πέσω μέσα στο κενό ...

     Αλλά απογοητεύτηκα. Δεν ακολούθησε κάποια απαλή, γρήγορη πτώση.

     Αντί γι' αυτό άλλες δυνάμεις κόλλησαν πάνω μου. Σύρθηκα προς μιά κατεύθυνση και μετά αυτή. Δεν ξέρω στ' αλήθεια πώς το ήξερα. Δεν υπήρχε κάποιο στοιχείο απ' έξω, ούτε ένα σταθερό σημείο, ούτε κάποια κατεύθυνση. Μπορούσα όμως να νιώθω ότι είχα τραβηχτεί πέρα-δώθε, όπως κάτι που τραβιέται κόντρα στην αντίσταση ενός εσωτερικού γυροσκόπιου.

     Ήταν σαν να με κατείχε για λίγο κάποια δύναμη μόνο και μόνο για να με εξασθενίσει και να με παραδώσει σε μιά καινούργια. Μετά μου φάνηκε σαν να γλιστρούσα προς κάποιο άγνωστο σημείο, μέχρι που σταμάτησα και άλλαξα πορεία. Συνέχισα την απαλή κίνηση προς τη νέα κατεύθυνση κι αυτό έχοντας την αίσθηση ότι η αντίληψη αυξανόταν διαρκώς και σταθερά. Κι αναρωτιόμουν κατά πόσον αγωνίστηκαν για μένα αντίπαλες δυνάμεις, καλό και κακό, ίσως, ή ζωή και θάνατος ...

     Η αίσθηση ότι σύρομαι πίσω-μπρός έγινε πιο οριστική μέχρι που τινάχτηκα σχεδόν από την μιά πορεία στην άλλη. Τότε, απότομα, το αίσθημα της προσπάθειας έπαψε. Είχα την αίσθηση ότι ταξίδευα όλο και πιο γρήγορα μέχρι που, βουτώντας, σαν περιπλανώμενος μετεωρίτης που παγιδεύτηκε επιτέλους ...

     "Εντάξει", είπε μιά φωνή, "η αναβίωση καθυστέρησε λίγο για κάποιο λόγο. Καλύτερα να γίνει μιά σημείωση γι' αυτό στην κάρτα της. Ποιό είναι το νούμερό της; Α! είναι μόνο η τέταρτη φορά της. Λοιπόν, να γίνει οπωσδήποτε μιά σημείωση. Εντάξει όλα. Να την, συνέρχεται!"

     Ήταν γυναικεία η φωνή που μιλούσε μ' έναν ελαφρά ξενικό τόνο. Η επιφάνεια πάνω στην οποία ήμουν ξαπλωμένη κουνήθηκε. Άνοιξα τα μάτια μου, είδα το ταβάνι να κινείται κι αυτό από πάνω μου και τ' άφησα να κλείσουν ξανά. Εκείνη τη στιγμή άλλη μιά φωνή με τον ίδιο ξενικό τόνο απευθύνθηκε σε μένα: "Πιες αυτό", είπε.

     Ένα χέρι σήκωσε το κεφάλι μου και μιά κούπα πίεσε τα χείλη μου. Αφού ήπια το πράμα, ξάπλωσα πάλι με τα μάτια κλειστά. Λαγοκοιμήθηκα για λίγο και ξύπνησα νιώθοντας δυναμωμένη. Έμεινα για λίγα λεπτά ξαπλωμένη κυττώντας το ταβάνι κι αναρωτιόμουν αόριστα πού να βρίσκομαι. Δεν μπορούσα να θυμηθώ κανένα ταβάνι βαμμένο μ' αυτή τη ρόδινη απόχρωση του κρεμ. Τότε ξαφνικά κι ενώ κυττούσα αφηρημένα το ταβάνι, συγκλονίστηκα, σαν κάτι να χτύπησε το μυαλό μου, σαν μιά έκρηξη στο κεφάλι μου. Αντιλήφθηκα κατατρομαγμένη ότι δεν ήταν μόνο το ροδόχρωμο ταβάνι που μου φαινόταν άγνωστο τα πάντα ήταν άγνωστα. Εκεί που θά 'πρεπε να υπάρχουν αναμνήσεις υπήρχε μόνο ένα τεράστιο κενό. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα για το ποιά ήμουν ή πού ήμουν ... δεν μπορούσα να θυμηθώ τίποτα για το πώς ή για ποιό λόγο βρέθηκα εδώ ... Με τον πανικό να μεγαλώνει, προσπάθησα να σηκωθώ καθιστή, αλλά ένα χέρι με πίεσε πίσω και μου ξανάβαλε στα χείλη την κούπα.

     "Είσαι μιά χαρά, ηρέμησε" μου είπε καθησυχαστικά η ίδια φωνή.

     Ήθελα να κάνω ερωτήσεις, αλλά ένιωθα τόσο μεγάλη εξάντληση που τα πάντα μου φαίνονταν εξαιρετικά κουραστικά. Αναρωτιόμουν τί να μου είχε συμβεί, μήπως ήταν ατύχημα; Ήταν άραγε αυτή η κατάσταση κάποιου που έχει υποστεί σοβαρό σοκ; Δεν ήξερα και 'κείνη ακριβώς τη στιγμή δεν μ' ένοιαζε. Θα το ερευνούσα αργότερα. Ένιωθα τόσο νυσταγμένη που η ερώτηση μπορούσε να περιμένει.

     Υποθέτω πως λαγοκοιμήθηκα για λίγα λεπτά ή για καμμιά ώρα. Το μόνο που ξέρω είναι πως όταν άνοιξα πάλι τα μάτια μου ένιωσα πιο ήρεμη -μπερδεμένη περισσότερο παρά αναστατωμένη- κι έμεινα έτσι ξαπλωμένη, ακίνητη. Είχα ανακτήσει αρκετές δυνάμεις τώρα για να παρηγορηθώ με τη σκέψη ότι αν ήταν ατύχημα, δεν υπήρχε πόνος.

     Λίγα μέτρα πιό πέρα είδα ένα μηχάνημα με ρόδες, κάτι μεταξύ κρεββατιού και τρόλλεϋ. Πάνω του κοιμόταν με το στόμα ανοιχτό η πιό μεγαλόσωμη γυναίκα που είχα δει ποτέ μου. Την κύτταγα κι αναρωτιόμουν αν από πάνω της υπήρχε κάποιο είδος κλωβού για να σηκώνει το βάρος των σκεπασμάτων που της έδιναν αυτή την ογκώδη όψη, αλλά η κίνηση της αναπνοής της μου έδειξε σύντομα ότι δεν υπήρχε. Ύστερα κύτταξα πέρα από κείνην και είδα δύο ακόμα τρόλλεϋ που πάνω τους ήταν δύο επίσης τεράστιες γυναίκες.

     Μελέτησα πιό προσεκτικά την πλησιέστερη σε μένα κι ανακάλυψα με έκπληξη ότι ήταν πολύ νέα. Υπέθεσα όχι παραπάνω από εικοσιδύο - εικοσιτρία. Το πρόσωπό της ήταν λίγο παχουλό ίσως, αλλά με τίποτα δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί χοντρό. Στην πραγματικότητα ήταν πανέμορφη, με κείνο το φρέσκο, υγιέστατο, νεανικό της χρώμα και τις κοντοκουρεμένες χρυσές της μπούκλες. Ένιωσα ν' αναρωτιέμαι ποιά παράξενη διατάραξη των αδένων θα μπορούσε να προκαλέσει μιά ανωμαλία τέτοιου βαθμού στην ηλικία της.

     Θά 'χανε περάσει γύρω στα δέκα λεπτά, όταν ακούστηκαν να πλησιάζουν ζωηρά, επαγγελματικά βήματα και μιά φωνή να ρωτά: "Πώς νιώθεις τώρα;"

     Κύλησα το κεφάλι μου προς την άλλη πλευρά και βρέθηκα να κυττώ ένα πρόσωπο στο ίδιο σχεδόν ύψος με το δικό μου. Σκέφτηκα προς στιγμήν πως θά 'πρεπε να ανήκε σε παιδί, αλλά διαπίστωσα ότι τα χαρακτηριστικά κάτω από το λευκό καπέλλο ανήκαν σε τριαντάρα τουλάχιστον. Χωρίς να περιμένει απάντηση, σήκωσε τα ρούχα κι έπιασε τον σφυγμό μου. Το αποτέλεσμα φάνηκε να την ικανοποίησε και μου ένευσε εμπιστευτικά.

     "Τώρα θα είσαι μιά χαρά, Μητέρα" μου είπε.

     Την κύτταζα ανέκφραστη.

     "Το αυτοκίνητο είναι ακριβώς έξω από την πόρτα. Τί λες, θα τα καταφέρεις να περπατήσεις μέχρις εκεί;".

     Ρώτησα ζαλισμένα: "Ποιό αυτοκίνητο;"

     "Μα αυτό που θα σε πάει σπίτι φυσικά", είπε εκείνη με επαγγελματική υπομονή. "Ελα τώρα" και σήκωσε τα σκεπάσματα.

     Άρχισα να κινούμαι και κύτταξα κάτω. Αυτό που είδα με ακινητοποίησε. Σήκωσα το μπράτσο μου. Δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα παχουλό, λευκό υποστήριγμα μ' ένα γελοίο μικρό χεράκι στερεωμένο στην άκρη του. Το κύτταξα με τρόμο. Μετά άκουσα μιά κραυγή από πολύ μακριά καθώς λιποθυμούσα ...

     Όταν ξανάνοιξα τα μάτια μου, δίπλα μου βρισκόταν μιά γυναίκα - μιά γυναίκα κανονικών διαστάσεων - ντυμένη στα λευκά, μ' ένα στηθοσκόπιο κρεμασμένο στο λαιμό, που με κυττούσε συνοφρυωμένη και παραξενεμένη. Η γυναίκα με το λευκό καπέλλο που νόμισα πως ήταν παιδί στεκόταν δίπλα της και το ύψος της έφτανε μέχρι τον αγκώνα της άλλης και λίγο πιό πάνω.

     "Δεν ξέρω, γιατρέ" έλεγε, "ξαφνικά ούρλιαξε και λιποθύμησε".

     "Τί γίνεται; Τί μου συνέβη; Ξέρω ότι δεν είμαι έτσι, δεν είμαι έτσι, δεν είμαι" είπα και μπορούσα ν' ακούω τη φωνή μου να θρηνεί τις λέξεις.

     Η γιατρός πλησίασε κυττώντας με μπερδεμένη. "Τι να εννοεί άραγε;", ρώτησε.

     "Δεν έχω ιδέα, Δόκτωρ" είπε η μικρή. "Ήταν τόσο ξαφνικό σαν νά 'παθε κάποιου είδους σόκ, αλλά δεν ξέρω για ποιό λόγο".

     "Λοιπόν, ό,τι και νάναι την πέρασαν και την ενέκριναν και εν πάσει περιπτώσει δεν μπορεί να μείνει άλλο εδώ. Χρειαζόμαστε τον χώρο" είπε η δόκτωρ. "Ίσως θά 'ταν καλύτερα να της δώσω ένα καταπραϋντικό".

     "Μα τί συνέβη λοιπόν; Ποιά είμαι; Εδώ έγινε κάποιο τρομερό λάθος. Ξέρω ότι δεν είμαι έτσι. Σας παρακαλώ, εξηγείστε μου ..." την ικέτευσα και μετά χάθηκα πάλι τραυλίζοντας συγχισμένη.

     Οι τρόποι της γιατρού γίνανε καθησυχαστικοί. Άπλωσε το χέρι της κι έπιασε τρυφερά τον ώμο μου. "Ολα πάνε καλά, Μητέρα. Μην ανησυχείς για τίποτα. Πάρε τα πράγματα πιό ήρεμα. Σύντομα θα σε πάμε πίσω στο σπίτι". Μιά άλλη βοηθός με λευκό καπέλλο, όχι πιό ψηλή από την πρώτη, μπήκε βιαστική με μιά σύριγγα και την έδωσε στην γιατρό.

     "Όχι, διαμαρτυρήθηκα. Θέλω να μάθω πού βρίσκομαι. Ποιά είμαι. Ποιοί είστε εσείς; Τί μου συνέβη;" Προσπάθησα να της ρίξω τη σύριγγα απ' το χέρι, αλλά και οι δύο μικρές βοηθοί έπεσαν πάνω στο μπράτσο μου και το κρατούσαν ακίνητο όσο εκείνη πίεζε την βελόνα. Ήταν ένα ηρεμιστικό, εντάξει. Δεν με έβγαλε εκτός μάχης, αλλά με καταπράυνε. Ένα αλλόκοτο συναίσθημα: μου φάνηκε σαν να έπλεα λίγα πόδια έξω από το σώμα μου νιώθοντας μιά αφύσικη ηρεμία. Ήμουν σε θέση, ή ένιωθα ότι ήμουν σε θέση, να εκτιμήσω πράγματα με εξαιρετική διαύγεια ...

     Προφανώς έπασχα από αμνησία. Ένα κάποιο σοκ είχε γίνει αιτία της απώλειας της μνήμης μου όπως λέγεται κοινά. Στην πραγματικότητα ένα μικρό μόνο μέρος της μνήμης μου είχε χαθεί - το προσωπικό κομμάτι μόνον, ποιά ήμουν, πού ζούσα - ενώ όλος ο μηχανισμός της καθημερινότητας φαινόταν ακέραιος. Δεν είχα ξεχάσει πώς μιλάνε ή πώς σκέφτονται και μάλλον είχα ένα μυαλό - καλή αποθήκη - που με βοηθούσε να σκέφτομαι.

     Από την άλλη πάλι υπήρχε η έντονη πεποίθηση ότι όλα όσα με αφορούσαν ήταν κατά κάποιο τρόπο λάθος. Με κάποιο τρόπο ήξερα, ότι δεν είχα ξαναδεί το μέρος που βρισκόμουν τώρα. Ήξερα επίσης ότι η παρουσία των δύο μικρών νοσοκόμων είχε κάτι το παράξενο. Αλλά πάνω απ' όλα ήξερα με απόλυτη βεβαιότητα ότι αυτή η ογκώδης μορφή που ήταν ξαπλωμένη εδώ δεν ήμουν εγώ.

     Δεν μπορούσα να θυμηθώ τί πρόσωπο θά 'πρεπε να δω στον καθρέφτη, ούτε κι αν θά 'τανε σκούρο ή ανοιχτό, νεανικό ή γέρικο, αλλά δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία ότι όπως κι αν ήταν, σίγουρα δεν θά 'χε την μορφή που είχε τώρα.

     Και ήταν εκεί κι άλλη μιά τεράστια γυναίκα. Προφανώς δεν θα ήταν θέμα αδενικής ανωμαλίας σε όλες μας, αλλιώς δεν θα άκουγα εκείνες τις κουβέντες να με στείλουν "σπίτι", ό,τι κι αν σήμαινε αυτό ...

     Εξέταζα ακόμα τη κατάσταση, αναμφίβολα χάρη στο ηρεμιστικό, με έναν φαινομενικά λογικό τρόπο, χωρίς όμως να κάνω την παραμικρή πρόοδο, όταν το ταβάνι πάνω απ' το κεφάλι μου άρχισε να κινείται πάλι και συνειδητοποίησα ότι κάποιος με τσούλαγε. Πόρτες άνοιξαν στο τέλος του δωματίου και το τρόλλεϋ έγυρε από κάτω μου σαν να κατέβαινε μαλακά μιά ράμπα.

     Στην άκρη της ράμπας, με τις πίσω πόρτες του ανοιχτές, περίμενε ένα αυτοκίνητο - ασθενοφόρο με την καρότσα του ν' αστραφτοκοπά απ' το γυάλισμα. Παρατήρησα με ενδιαφέρον ότι έπαιζα έναν ρόλο σε μιά διαδικασία ρουτίνας. Μιά ομάδα από οκτώ μικροκαμωμένες τραυματιοφορείς ανέλαβε το έργο της μεταφοράς μου από το τρόλλεϋ σ' ένα ελαστικό φορείο μέσα στο ασθενοφόρο σαν η όλη υπόθεση να ήταν ένα είδος άσκησης. Δύο απ' αυτές καθυστέρησαν να φτιάξουν τα σκεπάσματά μου και να βάλουν κάτω από το κεφάλι μου ένα έξτρα μαξιλάρι. Μετά βγήκαν έξω, κλείσανε τις πόρτες πίσω τους και σε ένα με δύο λεπτά ξεκινήσαμε. Ήταν τότε ακριβώς - και ίσως να βοήθησε και το ηρεμιστικό σ' αυτό - που άρχισα νά 'χω μιά αυξανόμενη αίσθηση ισορροπίας και το αίσθημα ότι άρχισα ν' αντιλαμβάνομαι τη κατάσταση.

     Μάλλον είχε συμβεί κάποιο ατύχημα, όπως είχα υποπτευθεί, αλλά προφανώς το λάθος μου και ο κύριος λόγος της ανησυχίας μου προήλθαν από την υπόθεση που είχα κάνει ότι ήμουν ένα στάδιο μπροστά από κείνο στο οποίο βρισκόμουν εκείνη τη στιγμή. Είχα υποθέσει ότι μετά από κάποιο χρονικό διάστημα είχα ξαναβρεί τις αισθήσεις μου μ' αυτές τις αντίξοες συνθήκες, ενώ η αλήθεια ήταν σαφώς ότι δεν είχα ξαναβρεί τις αισθήσεις μου. Θά 'πρεπε να βρίσκομαι ακόμα σε μιά μετέωρη κατάσταση που μοιάζει πάρα πολύ με διάσειση, κι αυτό ήταν ένα όνειρο ή παραίσθηση. Αμέσως μετά θα ξυπνούσα σε μιά κατάσταση που θά 'ταν τουλάχιστον λογική αν όχι απαραίτητα οικεία.

     Αναρωτιόμουνα τώρα πώς έτυχε και δεν μου είχε περάσει νωρίτερα απ' το μυαλό αυτή η παρήγορη και ισορροπημένη σκέψη και αποφάσισα ότι εκείνο το ανήσυχο αίσθημα της λεπτομερειακής πραγματικότητας ήταν η αιτία που είχα πανικοβληθεί. Ήταν αξιοπρόσεκτα ηλίθιο από μέρους μου να αφήσω τον εαυτό μου να παρασυρθεί από τόσο αχαλίνωτη φαντασία και να νομίσω ότι ήμουν κάποιο είδος Γκιούλιβερ ανάμεσα σε μάλλον υπερμεγέθεις Λιλλιπούτιους.

     Κι ακόμα ήταν πολύ χαρακτηριστικό των περισσότερων ονείρων ότι δεν είχα σαφή γνώση της ταυτότητας μου, άρα δεν πρέπει να με εκπλήσσει αυτό.

     Αυτό που έπρεπε να κάνω ήταν να δείχνω ένα λογικό ενδιαφέρον για όλα όσα παρατηρούσα. Το όλο πράγμα πρέπει νάναι σοκαριστικό σε συμβολικό περιεχόμενο, η μετέπειτα επεξεργασία του οποίου θά 'χε φοβερό ενδιαφέρον.

     Η ανακάλυψη άλλαξε εντελώς την συμπεριφορά μου κι άρχισα να κυττώ τον εαυτό μου με άλλη προσοχή.

     Το γεγονός ότι οι περιστάσεις ήταν τόσο λεπτομερείς με κατέλαβε με παράξενη αμεσότητα. Όλο αυτό εστιαζόταν στο ότι δεν υπήρχε καμμία αίσθηση προσκήνιου και απότομης αλλαγής ενάντια σ' ένα ασαφές ή και ανύπαρκτο ακόμα φόντο που συναντά κανείς στα όνειρα. Τα πάντα παρουσιάζονταν με τον πλέον πειστικό, τρισδιάστατο τρόπο. Και οι αισθήσεις μου ακόμα έμοιαζαν να βρίσκονται σε πλήρη ισχύ. Ιδιαίτερα η ένεση υπήρξε σχεδόν οξύτατα αυθεντική. Η παραίσθηση της πραγματικότητας με ενθουσίαζε τόσο πολύ που σημείωνα στο μυαλό μου το κάθε τι με ιδιαίτερη φροντίδα.

     Το εσωτερικό του βαν ή του ασθενοφόρου ή ό,τι κι αν ήταν το όχημα, ήταν βαμμένο με το ίδιο ροζ του κοχυλιού, όπως και το εξωτερικό - εκτός από την οροφή που ήταν σκούρα μπλέ με σκόρπια μικρά ασημένια αστεράκια. Πάνω στο μπροστινό χώρισμα ήταν στερεωμένα μερικά ντουλαπάκια με μεταλλικά χερούλια.

     Το ντιβάνι μου ή το φορείο μου, βρισκόταν στην αριστερή πλευρά. Στην άλλη υπήρχαν δύο σταθερά καθίσματα, μάλλον μικρά και ντυμένα με ένα μισογυαλιστερό υλικό για δένει το χρώμα του με το υπόλοιπο. Δυό μικρά παράθυρα σε κάθε πλευρά άφηναν ελάχιστο συμπαγή τοίχο. Το καθένα με κουρτίνες από λεπτό δίχτυ, μαζεμένες τώρα στο πλάι με θηλειές από ροζ σειρήτι, είχε και από ένα στορ μαζεμένο σαν κύλινδρο στο πάνω μέρος του.

     Στρίβοντας απλά το κεφάλι μου πάνω στο μαξιλάρι ήμουν σε θέση να παρατηρήσω το παροδικό σκηνικό - αν και είχα διάφορα τραντάγματα είτε επειδή τα αμορτισέρ του οχήματος ήταν για πέταμα είτε επειδή η επιφάνεια του δρόμου ήταν φρίκη. Όποια κι αν ήταν η αιτία ήμουν χαρούμενη που το ντιβάνι μου είχε τα δικά του ανεξάρτητα και άνετα ελατήρια.

     Η εξωτερική θέα δεν παρουσίαζε και μεγάλη ποικιλία. Κατά μήκος της διαδρομής μας υπήρχαν κτίρια πίσω από περιποιημένο γρασίδι, που απείχαν γύρω στα 18 μέτρα. Το κάθε οικοδόμημα ήταν τριόροφο, μακρύ γύρω στα 48 μέτρα και είχε κεραμοσκεπή με κάποια ελαφρά κλίση και κάποιας ιταλικής επιρροής, υπέθεσα. Από δομικής πλευράς τα οικοδομήματα φαίνονταν πανομοιότυπα, αλλά το καθένα είχε το δικό του χρώμα, με τα πλαίσια των παραθύρων και τις πόρτες στο αντίθετό του. Αν παρατηρούσε κανείς πιό προσεκτικά θα έβλεπε ότι οι κουρτίνες ήταν παντού οι ίδιες.

     Δεν φαινόταν κανείς πίσω απ' τα παράθυρα κι αλήθεια, δεν φαινόταν κανείς γενικά, εκτός από καμμιά γυναίκα εδώ κι εκεί που κούρευε το γρασίδι ή περιποιόταν κάποια ζαρντινιέρα.

     Πιό μακριά, πέρα απ' το δρόμο, ίσως και στα 180 μέτρα, ορθωνόταν μεγαλύτερα, πιό ψηλά κτίρια που φαίνονταν περισσότερο με κτίρια "κοινής ωφέλειας" μερικά δε απ' αυτά είχαν καμινάδες ίδιες με των εργοστασίων. Σκέφτηκα ότι ίσως πράγματι νάταν εργοστάσια, αλλά ήταν αδύνατον να το πω με σιγουριά γιατί και η απόσταση ήταν μεγάλη, αλλά και η θέα φευγαλέα ανάμεσα απ' τα μπροστινά κτίρια.

     Ο δρόμος απ' την άλλη σπάνια είχε ευθείες μεγαλύτερες από ογδόντα μέτρα και οι ελικοειδές στροφές του σε κάνανε ν' αναρωτιέσαι κατά πόσον οι κατασκευαστές ασχολήθηκαν περισσότερο να ακολουθήσουν μιά ισοϋψή καμπύλη παρά μιά κατεύθυνση. Η κυκλοφορία ήταν αραιή, λίγα φορτηγά μεγάλα και μικρά, μεγάλα τα περισσότερα. Ήταν βαμμένα με τα βασικά χρώματα με πενταπλό μόνο συνδυασμό γραμμάτων και σχεδίων στα πλαϊνά τους κι αυτό για πιο εύκολη αναγνώριση της εταιρίας τους. Σαν μορφή, θα μπορούσαν να είναι σαν οποιαδήποτε φορτηγά σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου.

     Συνεχίσαμε αυτή τη μονότονη διαδρομή για είκοσι λεπτά περίπου, μέχρι που φτάσαμε σε μιά ευθεία όπου στο δρόμο γινόταν επισκευές. Το αυτοκίνητο χαμήλωσε ταχύτητα και οι εργάτες μετακινήθηκαν στο πλάι, έξω από την πορεία μας. Καθώς πηγαίναμε αργά πάνω στην σπασμένη επιφάνεια, είχα την ευκαιρία να τους δω καλύτερα. Οι εργάτες ήταν όλοι γυναίκες ή κορίτσια ντυμένες με παντελόνια από δίμιτο, αμάνικα φανελάκια και μπότες εργασίας. Ολες είχαν πολύ κοντοκουρεμένα μαλλιά και μερικές φορούσαν καπέλλο. Ήταν ψηλές, με γερές πλάτες, μαυρισμένες και υγιέστατες. Οι μύς των μπράτσων τους ήταν σαν αντρικοί και χέρια σκληρά και δυνατά, ανθρώπων του μόχθου, κρατούσαν τα κοντάρια των αξίνων και φτυαριών.

     Παρατηρούσαν με ενδιαφέρον καθώς το αυτοκίνητο έφτανε στην άκρη του άγριου μονοπατιού, αλλά όταν έφτασε στο ίδιο επίπεδο μ' αυτές η προσοχή τους στράφηκε πρός το εσωτερικό, σε μένα. Χαμογέλασαν πλατιά, και στα μαυρισμένα τους πρόσωπα φάνηκαν γερά λευκά δόντια. Ενώ χαμογελούσαν, σήκωσαν όλες το δεξί τους χέρι σε σημείο χαιρετισμού. Η καλή τους διάθεση ήταν τόσο εμφανής, που ανταπέδωσα το χαμόγελο.

     Προχώρησαν μαζί κρατώντας με το βάδισμα την αργή ταχύτητα του αυτοκινήτου, κυττώντας με, με προσδοκία ενώ τα χαμόγελα μετατράπηκαν σε απορία. Κάτι έλεγαν αλλά δεν μπόρουσα να ακούσω τα λόγια. Το απογοητευμένο τους ύφος έδειχνε καθαρά ότι περίμεναν ν' ανταποκριθώ με κάτι περισσότερο από ένα χαμόγελο. Μερικές επαναλάμβαναν επίμονα τα νοήματα. Ο μόνος τρόπος που μου ήρθε στο μυαλό ήταν να σηκώσω το δεξί μου χέρι, μιμούμενη τη χειρονομία τους. Είχα μιά κάποια επιτυχία, τα πρόσωπά τους φωτίστηκαν, παρόλο που είχαν ακόμα το βλέμμα της απορίας. Τότε το αυτοκίνητο ξαναμπήκε στο τμήμα του μισοφτιαγμένου δρόμου και τα μισοαπορημένα τους πρόσωπα χάθηκαν καθώς αναπτύσσαμε ταχύτητα για μιά κανονική ήρεμη πορεία. Πιό πολύ ονειρικά σύμβολα, βέβαια - αλλά σίγουρα όχι κάποιο από τα σύμβολα του βιβλίου. Αναρωτιόμουν τί στο καλό γύρευε στο υποσυνείδητό μου μιά ομάδα φιλικών Αμαζόνων, που αντί για τόξα κρατούσαν σκαπτικά εργαλεία; Κάποια απογοήτευση, υπέθεσα. Μιά καταπιεσμένη επιθυμία για επικυριαρχία; Δεν φαινόταν να είμαι σε θέση να καταλήξω σε κάποιο συμπέρασμα, όταν περάσαμε πιά τα ποικιλόχρωμα αλλά παρ' όλ' αυτά μονότονα κτιριακά συγκοτήματα κι αρχίσαμε να τρέχουμε στην εξοχή.

     Οι λουλουδιασμένες εκτάσεις μου έδειχναν ότι ήταν άνοιξη, και τώρα μπορούσα να δώ, βοσκότοπους και περιποιημένους οργωμένους αγρούς που είχαν κιόλας πρασινίσει. Υπήρχε μιά καταχνιά σαν πράσινος καπνός πάνω από το κουρεμένο γρασίδι και μερικά από τα δέντρα στα τακτοποιημένα δασύλλια είχαν νέα φυλλώματα. Ο ήλιος έλαμπε με μιά λαμπρή γλυκύτητα πάνω από το πιό όμορφο εξοχικό τοπίο που είχα δει ποτέ μου. Μόνο τα ζωντανά που ήταν σκόρπια στους αγρούς τάραζαν ελαφρά τη φροντισμένη τάξη. Τα ίδια τα αγροκτήματα αποτελούσαν μέρος αυτού του πρότυπου. Μεγάλα και τετράγωνα με περιποιημένα κτίρια είχαν στη μιά πλευρά λαχανόκηπους γύρω στα 4000 τμ, στην άλλη δεντρόκηπους και στη τρίτη τον αχυρώνα. Υπήρχε μιά υποψία κουκλίστικου τοπίου, μόνο που ήταν πιο περιποιημένο και ορθολογικό.

     Μπορούσα να δώ εξοχικά υπόστεγα τοποθετημένα τυχαία ή παραπήγματα των αγροτόσπιτων χωρίς κανένα σχεδιασμό. Κι αναρωτιόμουνα τι συμπέρασμα θα βγάζαμε απ' αυτή την σχεδόν παθολογική έκθεση νοικοκυροσύνης. Ότι ήμουν πιο αβέβαιο άτομο από όσο είχα υποθέσει, άτομο που λαχταρούσε υποσυνείδητα την απλότητα και την ασφάλεια; Για φαντάσου ...

     Ένα ανοιχτό φορτηγό, που μάλλον θα προπορευόταν, έστριψε σε μιά κατηφορική λεωφόρο με κράσπεδα όλο καλοκουρεμένο όμορφο γρασίδι και κατευθύνθηκε προς μιά από τις φάρμες. Το φορτίο του ήταν μισή ντουζίνα νεαρές γυναίκες που κρατούσαν ένα είδος εργαλείων. Αμαζόνες πάλι. Μιά απ' αυτές κύτταξε πίσω και τράβηξε πάνω μας την προσοχή και των υπολοίπων. Σήκωσαν το χέρι τους στον ίδιο χαιρετισμό που είχαν κάνει και οι άλλες και μετά το κούνησαν κεφάτα. Ανταπόδωσα.

     Συγχισμένη κάπως σκέφτηκα: Αμαζόνες για κυριαρχία και αυτό το τοπίο για παθητική ασφάλεια. Αυτά τα δυό δεν φαινόταν να ταιριάζουν και πολύ.

     Συνεχίζαμε την ανιαρή πορεία μας, την περίπου είκοσι μιλίων την ώρα, για διάστημα που υπέθεσα πως ήταν τρία τέταρτα της ώρας, και δεν υπήρχε η παραμικρή προοπτική αλλαγής. Η εξοχή έκανε απαλούς κυματισμούς και φαινόταν να συνεχίζει έτσι ως τους πρόποδες μιάς σειράς χαμηλών, γαλάζιων λόφων πολλά μίλια μακριά. Τα νοικοκυρεμένα αγροτόσπιτα συνέχιζαν κι αυτά με μιά τακτικότητα, σαν χιλιομετρικοί δείκτες, μόνο που είχαν κάτι που διπλασίαζε την συχνότητά τους. Κάπου-κάπου υπήρχαν και ομάδες εργατών στους αγρούς. Πιό σπάνια έβλεπε κανείς μεμονωμένα άτομα να ασχολούνται στη φάρμα και άλλα να οργώνουν με τρακτέρ. Όλοι τους όμως ήταν τόσο μακριά μου που δεν μπορούσα να δω λεπτομέρειες. Ήταν εκείνη τη στιγμή που ήρθε μιά αλλαγή.

     Λίγο μακρύτερα, στ' αριστερά του δρόμου, φάνηκαν συστάδες δέντρων σε εκτάσεις που σχημάτιζαν ορθές γωνίες με τον δρόμο κι η γιρλάντα αυτή είχε μήκος μεγαλύτερο από ένα μίλι. Με την πρώτη ματιά μου φάνηκαν απλώς δέντρα. Μετά όμως παρατήρησα ότι οι κορμοί ήταν σε ίσες αποστάσεις μεταξύ τους και τα φυλλώματα είχαν τέτοιο κλάδεμα μέχρι την κορυφή τους που έδιναν πιο πολύ την εντύπωση ενός ψηλού φράχτη.

     Η γιρλάντα τέλειωνε στα είκοσι πόδια περίπου από τον δρόμο, όπου κι έστριβε, και μεις την ακολουθήσαμε για μισό μίλι περίπου μέχρι που το αυτοκίνητο χαμήλωσε ταχύτητα, έστριψε αριστερά και σταμάτησε μπροστά σε μιά διπλή ψηλή πύλη. Ακούστηκε ένα διπλό κορνάρισμα.

     Οι πόρτες ήταν από κατεργασμένο σίδηρο μάλλον, βαμμένες ροζ κι είχαν διακοσμήσεις. Η αψιδωτή είσοδος που αποκάλυψαν ήταν σοβατισμένη και βαμμένη στο ίδιο χρώμα.

     Αναρωτήθηκα γιατί άραγε αυτή η επικράτηση του ροζ, που έτσι κι αλλιώς θεωρούσα πάντα σαχλό; Το χρώμα της σάρκας; Συμβολισμός ενός σαρκικού πόθου που δεν είχα ικανοποιήσει επαρκώς; Δεν μου είχε περάσει απ'το μυαλό. Το κόκκινο της φωτιάς σίγουρα ... Δεν νομίζω να ξέρω κάποιον που να παθιάζεται μέσα στα ροζ ...

     Ενώ περιμέναμε, όλο και μεγάλωνε μέσα μου η αίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με το θυρωρείο. Η κατασκευή του ήταν σαν απλής αποθήκης. Βρισκόταν στην αριστερή μεριά του εσωτερικού της αψιδωτής εισόδου και το χρώμα του ήταν ταιριαστό. Τα ξύλινα μέρη ήταν βαμμένα ανοιχτό μπλέ και στα παράθυρα υπήρχαν καθαρές λευκές κουρτίνες.

     Η πόρτα άνοιξε και βγήκε μιά μεσήλικη γυναίκα ντυμένη με λευκή φόρμα, παντελόνι-μπλούζα. Δεν φορούσε καπέλο και στα κοντά μαύρα μαλλιά της υπήρχαν και μερικές γκρίζες μπούκλες. Μόλις με είδε, σήκωσε το χέρι της κάνοντας τον ίδιο χαιρετισμό που είχαν κάνει και οι Αμαζόνες, αν και εντελώς μηχανικά, και προχώρησε για ν' ανοίξει τις πύλες. Και τη στιγμή που άνοιγε τις πύλες για να μας υποδεχτεί, τότε ξαφνικά είδα πόσο μικροκαμωμένη ήταν - σίγουρα το ύψος της δεν ξεπερνούσε τα τέσσερα πόδια. Κι αυτό εξηγούσε τί δεν πήγαινε καλά με τις πύλες. Ήταν φτιαγμένες για την κλίμακά της ακριβώς ...

     Καθώς περνούσαμε, το βλέμμα μου έμεινε καρφωμένο πάνω της και στο σπίτι της. Τί συνέβαινε λοιπόν; Η μυθολογία είναι πλούσια σε καλικαντζάρους και μικρά ανθρωπάκια κι είναι εμπλουτισμένη αρκετά και με όνειρα επίσης, έτσι είμαι σίγουρη ότι κάποιος θάχει αποφασίσει για το τί ακριβώς συμβολίζουν όλ' αυτά τα πλάσματα, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ με ακρίβεια αυτή τη στιγμή. Μήπως ήταν καταπιεσμένη επιθυμία για απόκτηση απογόνων; Μάλλον χονδροειδής ερμηνεία. Το αποθήκευσα κι αυτό στο βάθος του μυαλού μου για να το σκεφτώ αργότερα και συγκέντρωσα ξανά την προσοχή μου στο περιβάλλον.

     Προχωρούσαμε χωρίς να βιαζόμαστε σε κάτι που έμοιαζε περισσότερο με δρομάκι παρά με οδό και περιβαλλόταν, από όσο μπορούσα να υποθέσω, μάλλον από δημόσιο κήπο και δημοτικά κτίρια. Υπήρχαν φαρδιές πρασιές από ένα αψεγάδιαστο βελουδένιο πράσινο, με λουλουδιασμένα τμήματα εδώ κι εκεί, ντελικάτες ομάδες με ασημένιες σημύδες και σκόρπια μερικά μεγαλύτερα δέντρα. Ανάμεσά τους στεκόταν ροζ, τριόροφα κτίρια, σκορπισμένα εδώ κι εκεί χωρίς κανένα ιδιαίτερο προγραμματισμό.

     Μερικές γυναίκες του τύπου της Αμαζόνας, που φορούσαν παντελόνια και μπλούζες στο χρώμα του ξεθωριασμένου κόκκινου της σκουριάς, ήταν αφοσιωμένες στην μεταφύτευση μιάς πρασιάς τόσο κοντά στο δρομάκι, που αναγκαστήκαμε να σταματήσουμε για λίγο ώσπου να περάσουν, σέρνοντας ένα χειράμαξο γεμάτο τουλίπες. Μόλις το πήγανε στο γρασίδι μπορέσαμε να περάσουμε και κείνες με χαιρέτησαν με τον συνηθισμένο χαιρετισμό όλο φιλοφρόνηση, όπως και οι προηγούμενες.

     Την επομένη στιγμή είχα την αίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με την θέα μου, γιατί μόλις περάσαμε το ένα κτίριο, συναντήσαμε αμέσως ένα άλλο. Ήταν λευκό αντί για ροζ, κατά τα άλλα όμως ακριβώς το ίδιο με τα υπόλοιπα - εκτός απ' το γεγονός ότι η κλίμακά του ήταν μικρότερη κατά ένα τρίτο τουλάχιστον ...

     Το κύτταξα με προσοχή και για αρκετή ώρα, αλλά το μέγεθός του δεν άλλαζε. Λίγο μακρύτερα, μιά γκροτέσκα τεράστια γυναίκα ντυμένη σε ροζ πλισέδες, περπατούσε αργά και βαριά διασχίζοντας την πρασιά. Την συνόδευαν τρείς από τις μικρές λευκοντυμένες γυναίκες, που σε αντίθεση έμοιαζαν με παιδιά ή με μεγάλες κούκλες. Η μιά μάλιστα θύμιζε ρυμουλκό πλάι σε υπερωκεάνιο.

     Άρχισα να τελματώνω. Ο πολλαπλασιασμός και ο συνδυασμός των συμβόλων ξεπερνούσε πια τα όριά μου.

     Το αυτοκίνητο κατευθύνθηκε προς τα δεξιά και τώρα σταματούσε μπροστά σε μιά σειρά σκαλοπάτια που οδηγούσαν σ' ένα από τα ροζ κτίρια - ένα κτίριο κανονικού μεγέθους μεν, χωρίς να του λείπουν όμως οι παραδοξότητες, με τα σκαλοπάτια του χωρισμένα από ένα κεντρικό κιγκλίδωμα. Τα αριστερά ήταν κανονικά, εκείνα όμως της δεξιάς πλευράς ήταν μικρότερα και περισσότερα.

     Τρία κορναρίσματα ανήγγειλαν τον ερχομό μας. Σε δέκα δευτερόλεπτα περίπου, εμφανίστηκαν στην πόρτα μισή ντουζίνα μικρές γυναίκες που άρχισαν να τρέχουν κατεβαίνοντας τα σκαλιά της δεξιάς πλευράς. Μιά πόρτα χτύπησε με πάταγο, καθώς η οδηγός βγήκε και πήγε να την συναντήσει. Όταν η γυναίκα ήρθε στην ακτίνα του οπτικού μου πεδίου, είδα ότι κι αυτή ήταν μία από τις μικρές, μόνο που δεν ήταν ντυμένη στα λευκά όπως οι άλλες. Φορούσε ένα ροζ γυαλιστερό κοστούμι σαν λιβρέα, που ταίριαζε ακριβώς με το αυτοκίνητο.

     Ανταλλάξανε μερικές φράσεις στα γρήγορα, πριν κάνουν τον κύκλο για ν' ανοίξουν την πόρτα που ήταν πίσω μου. Τότε μιά φωνή είπε ζωηρά: "Καλώς όρισες, Μητέρα Ορχιδέα, καλώς ήρθες σπίτι."

     Το ντιβάνι ή φορείο, κύλησε προς τα πίσω πάνω στα ροδάκια του και χαμήλωσε προς το έδαφος ανάμεσά τους. Μιά νέα γυναίκα που είχε στην αριστερή μεριά της μπλούζας της ένα σήμα με τον κοκκινωπό σταυρό του Αγίου Ανδρέα, έσκυψε προς το μέρος μου και με ρώτησε γλυκά: "Μητέρα, πιστεύεις πως μπορείς να περπατήσεις;" Δεν χρειαζόταν να αναρωτηθώ σε ποιόν απευθυνόταν η ερώτηση. Ήταν για μένα φυσικά.

     "Να περπατήσω;" επανέλαβα. "Φυσικά και μπορώ να περπατήσω." Και σηκώθηκα όρθια ενώ με βοηθούσαν οκτώ χέρια περίπου. Το φυσικά μάλλον ήταν υπερβολική δήλωση. Συνειδητοποίησα ότι ήμουν βαρειά για τα πόδια μου. Ακόμη και με όλη τη βοήθεια που μου προσφέρθηκε ήταν μιά άσκηση που μου έκοψε την ανάσα. Κύτταξα χαμηλά στην τερατώδη μορφή που ξεφύτρωνε κάτω από τους ροζ πλισέδες μου με μιά αποστροφή που μούφερνε αναγούλα και το αίσθημα πως ό,τι και να έκρυβε αυτό το ιδιαίτερο μπέρδεμα συμβολισμών, θα αποδεικνυόταν αργότερα δυσάρεστα αποκαλυπτικό.

     Δοκίμασα ένα βήμα μπροστά. Το περπατώ μόλις που πλησίαζε την έννοια της προσπάθειάς μου. Έδινε την εντύπωση και φαινόταν σαν μιά σειρά μεγάλων κυμάτων που πήγαιναν προς τα μπρός. Οι γυναίκες που έφταναν λίγο πιο πάνω απ' τον αγκώνα μου, με περιτριγύριζαν σαν κοπάδι νευρικές κότες. Τώρα που άρχισα, ήμουν αποφασισμένη να συνεχίσω και μ' αυτή την κυματοειδή κίνηση προχώρησα διασχίζοντας αρχικά λίγες γυάρδες στο χαλίκι και μετά αργά κι επιφυλακτικά ανέβηκα την αριστερή πλευρά των σκαλιών.

     Όταν έφτασα στην κορυφή ήταν διάχυτο σε όλους το αίσθημα της ανακούφισης και του θριάμβου. Σταματήσαμε για λίγο εκεί, ίσα να ξαναβρώ την ανάσα μου, και μετά συνεχίσαμε μέσα στο κτίριο. Ένας διάδρομος οδηγούσε ίσια μπροστά και στην κάθε πλευρά του είχε τρείς ή τέσσερις κλειστές πόρτες. Στο τέλος του διακλαδιζόταν δεξιά κι αριστερά. Πήραμε την αριστερή πλευρά και στο τέλος της, για πρώτη φορά από τότε που άρχισε αυτή η παραίσθηση, ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο μ' έναν καθρέφτη.

     Μου χρειάστηκε όλο το απόθεμα της ψυχραιμίας μου για να μην πανικοβληθώ μ' αυτό που αντίκρυσα. Ξόδεψα τα πρώτα μου δευτερόλεπτα, ενώ κυττούσα άναυδη, πολεμώντας να καταπνίξω την αυξανόμενη υστερία μου.

     Μπροστά μου στεκόταν μιά τερατώδης παρωδία: μιά ελεφάντινη γυναικεία μορφή, που φαινόταν ακόμα πιο τεράστια μέσα στο ροζ της περιτύλιγμα. Αυτό το φιλεύσπλαχνο περιτύλιγμα που έκρυβε τα πάντα εκτός από το κεφάλι και τα χέρια. Αυτά που φαίνονταν όμως ήταν από μόνα τους ένα άλλου είδους σοκ.

     Τα χέρια, ενώ ήταν μαλακά και γεμάτα λακάκια έμοιαζαν εντελώς δυσανάλογα ενώ το κεφάλι και το πρόσωπο ήταν κοριτσίστικο. Ήταν κι όμορφη. Δεν θα την έκανες πάνω από εικοσιένα. Τα σγουρά της μαλλιά είχαν ανταύγειες του φθινοπώρου και ήταν κουρεμένα σε κοντό καρέ. Τα χρώματα του προσώπου της ήταν στα ροζ και κρεμ, το στόμα της ευγενικό με κόκκινα φυσικά χείλη χωρίς κραγιόν. Δυό πρασινογάλανα μάτια με ελαφρά γυριστές βλεφαρίδες μου αντιγύρισαν το βλέμμα και κύτταξαν και τις γυναίκες που με περιτριγύριζαν νευρικές. Κι αυτό το λεπτοκαμωμένο πρόσωπο, αυτός ο μικρός Φραγκονάρ, στεκόταν πάνω σ' ένα τερατόμορφο σώμα: το θέαμα ήταν τόσο φρικιαστικό, σαν νάβλεπες άνθος φρέζας πάνω σε παντζάρι.

     Όταν κούνησα τα χείλη μου, κινήθηκαν και τα δικά της. Όταν λύγισα το μπράτσο μου, λύγισε και το δικό της. Και τότε, όταν άρχισα να συνέρχομαι πιά από κείνον τον απειλητικό πανικό, έπαψε να είναι μιά αντανάκλαση. Δεν μου έμοιαζε σε τίποτα, άρα αυτή που παρατηρούσα έπρεπε νάναι μιά ξένη, όσο παράξενο κι αν ήταν αυτό. Τον πανικό και την αποστροφή μου διαδέχτηκαν η θλίψη κι ένας πονεμένος οίκτος γιαυτήν. Θα μπορούσα να κλάψω γιαυτήν. Κι έκλαψα. Παρατηρούσα τα δάκρυα που ξεχύλιζαν από τα βλέφαρά της και σαν μέσα από ομίχλη τα είδα να κατρακυλούν στα μάγουλά της.

     Μιά από τις μικρόσωμες γυναίκες που ήταν πλάι μου μού 'σφιξε το χέρι. "Μητέρα Ορχιδέα, τί συμβαίνει, καλή μου;" ρώτησε γεμάτη ανησυχία.

     Δεν ήμουν σε θέση να της πώ. Ούτε και 'γώ ήξερα. Η εικόνα στον καθρέφτη κούνησε το κεφάλι της, ενώ τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της. Μικρά χεράκια με χαϊδεύανε εδώ κι εκεί. Χαμηλές, γλυκειές φωνούλες μ' ενθαρρύνανε να προχωρήσω. Η πλαϊνή πόρτα άνοιξε για μένα και με οδήγησαν στο εσωτερικό του δωματίου γεμάτες αναστάτωση κι ανησυχία.

     Μπήκαμε σ' έναν χώρο που μου φάνηκε κάτι μεταξύ μπουντουάρ και θαλάμου νοσοκομείου. Την εντύπωση του μπουντουάρ έδινε η αφθονία του ροζ. Στο χαλί, στα σκεπάσματα, στα μαξιλαράκια, στα αμπαζούρ και στις λεπτές κουρτίνες των παραθύρων. Την αίσθηση του θαλάμου νοσοκομείου έδιναν τα έξι ντιβάνια ή φορεία που ήταν σε παράταξη. Ένα μόνον ήταν άδειο.

     Ήταν ένας χώρος αρκετά άνετος για τρία ντιβάνια, χωρισμένα με σιφονιέρα, καρέκλα και τραπέζι για το καθένα, τοποθετημένα δεξιά κι αριστερά, χωρίς να κλείνει ο χώρος και στο κέντρο υπήρχε ένα άνοιγμα αρκετά μεγάλο, όπου χωρούσαν άνετα αρκετές ξαπλώστρες κι ένα κεντρικό τραπέζι που το στόλιζε μιά περίπλοκη σύνθεση με λουλούδια.

     Ένα ευχάριστο άρωμα ίσα που πλανιόταν στην ατμόσφαιρα κι από κάπου ερχόταν ένας απαλός ήχος από κουαρτέτο εγχόρδων που έπαιζε μιά γλυκειά μελωδία. Πέντε από τα κρεββάτια - καναπέδες ήταν υπερ - κατειλημμένα. Από την ομάδα της υποδοχής μου αποσπάστηκαν δύο και προχώρησαν βιαστικά για να ξεστρώσουν το ροζ σατινέ κάλυμμα του έκτου.

     Τα πρόσωπα στα υπόλοιπα πέντε κρεββάτια στράφηκαν προς το μέρος μου. Τρία απ' αυτά χαμογέλασαν για καλωσόρισμα. Τα δύο ήταν λιγώτερο εκδηλωτικά. "Γειά σου, Ορχιδέα", με χαιρέτησε ένα πρόσωπο σε φιλικό τόνο. Αμέσως μετά και λίγο ανήσυχα πρόσθεσε: "Τί τρέχει, καλή μου; Είχες πρόβλημα;"

     Την κύτταξα. Είχε ένα ευγενικό, αφράτο όμορφο πρόσωπο, πλαισιωμένο με ανοιχτά καστανά μαλλιά κι ήταν μισοξαπλωμένη, ακουμπισμένη στα μαξιλάρια. Το πρόσωπο έδειχνε μιά ηλικία γύρω στα εικοσιτρία με εικοσιτέσσερα. Το υπόλοιπο ήταν ένας τεράστιος όγκος από ροζ σατέν. Δεν κατάφερα να αρθρώσω κάποια απάντηση, αλλά έκανα ό,τι μπορούσα για ν' ανταποδώσω το χαμόγελο, ενώ περνούσαμε από μπροστά της.

     Η ακολουθία μου κατευθυνόταν προς το άδειο κρεββάτι. Μετά από κάποια προετοιμασία και σωστό στήσιμο με βοήθησαν όλες μαζί να ξαπλώσω και μου βάλανε κι ένα μαξιλάρι πίσω απ' το κεφάλι.

     Η εξάντληση που μου προκάλεσε η διαδρομή από το αυτοκίνητο μέχρις εκεί ήταν μεγάλη κι ένιωσα ανακούφιση που μπορούσα να ξεκουραστώ. Ενώ δύο από τις μικρόσωμες γυναίκες με σκεπάζανε με την κουβέρτα και την τακτοποιούσαν στα πλάγια του κρεββατιού, μιά τρίτη πήρε ένα μαντήλι και σκούπισε απαλά τα μάγουλά μου. Με ενθάρρυνε: "Νάμαστε λοιπόν, καλή μου. Τώρα είσαι πάλι ασφαλής στο σπίτι. Μόλις ξεκουραστείς λίγο θα γίνεις εντελώς καλά. Το μόνο που χρειάζεσαι είναι λίγος ύπνος. Προσπάθησε να κοιμηθείς λίγο".

     "Τί συμβαίνει; Τί έχει;", ρώτησε μιά φωνή από ένα άλλο κρεββάτι. "Τα έκανε θάλασσα;"

     Η μικρόσωμη γυναίκα με το χαρτομάντηλο -ήταν από κείνες που έφεραν τον σταυρό του Αγίου Ανδρέα και φαινόταν επικεφαλής της όλης επιχείρησης- γύρισε απότομα το κεφάλι της.

     "Δεν υπάρχει λόγος γιαυτό το ύφος, Μητέρα Χέηζελ. Φυσικά και η Μητέρα Ορχιδέα είχε τέσσερα όμορφα μωρά - έτσι δεν είναι καλή μου;", γύρισε προς το μέρος μου. "Απλώς είναι λίγο κουρασμένη απ' το ταξίδι, αυτό είν' όλο".

     "Χμ, χμ" μουρμούρισε το κορίτσι μ' έναν τόνο που έδειχνε ότι δεν είχε πειστεί, δεν έκανε όμως άλλα σχόλια.

     Η αίσθηση της αναστάτωσης υπήρχε ακόμα. Η μικρόσωμη γυναίκα μου έδινε τώρα ένα ποτήρι με κάτι που έμοιαζε με νερό, αλλά ήταν απίστευτα δυνατό. Έκανα μιά γκριμάτσα απέχθειας με τη γεύση της πρώτης γουλιάς, γρήγορα όμως ένιωσα πολύ καλύτερα. Μου άρεσε. Αφού με τακτοποίησε λίγο ακόμα και μ' έσιαξε, η συνοδεία μου έφυγε αφήνοντάς με ακουμπισμένη στα μαξιλάρια μου, με τα μάτια των υπόλοιπων εκτρωματικών γυναικών να με κυττούν σκεφτικά.

     Την αμήχανη σιωπή έσπασε το κορίτσι που με είχε χαιρετίσει όταν έμπαινα.

     "Πού σ' έστειλαν για τις διακοπές σου, Ορχιδέα;"

     "Διακοπές;" ρώτησα ανέκφραστα. Το κορίτσι κι οι υπόλοιπες με κύτταξαν έκπληκτες. "Δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάς" της απάντησα. Συνέχισαν να κυττούν ηλίθια, αποσβολωμένα.

     "Δεν έχω την ευκαιρία να κάνω συχνά διακοπές" παρατήρησε κάποια φανερά μπερδεμένη. "Δεν θα ξεχάσω όμως τις τελαυταίες μου. Με στείλανε στη θάλασσα και μου διέθεσαν κι ένα μικρό αυτοκίνητο έτσι που να μπορώ να πηγαίνω σχεδόν παντού. Όλοι ήταν ευγενικοί μαζί μας και μαζί με μένα είμασταν έξι Μητέρες εκεί. Εσύ πού πήγες, στο βουνό ή στη θάλασσα;" Ήταν αποφασισμένες να είναι περίεργες κι αργά ή γρήγορα έπρεπε να πάρουν μιά απάντηση. Διάλεξα την πιό απλή κι εκείνη που θα με έβγαζε απ' το αδιέξοδο για λίγο τουλάχιστον.

     "Δεν μπορώ να θυμηθώ" είπα "Δεν θυμάμαι τίποτα. Φαίνεται σαν νά 'χασα με μιάς τη μνήμη μου". Ούτε κιαυτό το άκουσαν με συμπάθεια.

     "Ω", είπε εκείνη που ονομαζόταν Χέηζελ, μ' έναν τόνο ικανοποίησης. "Ήμουν σίγουρη ότι κάτι δεν πάει καλά. Και υποθέτω ότι σίγουρα δεν θα θυμάσαι αν αυτή τη φορά τα μωρά σου ήταν Πρώτου Βαθμού, έτσι Ορχιδέα;"

     "Μη λές βλακείες, Χέηζελ", της είπε μιά απ' τις άλλες. "Φυσικά και ήταν Πρώτου Βαθμού. Άλλωστε αν δεν ήταν, η Ορχιδέα δεν θάταν τώρα πάλι εδώ. Θα την είχαν επαναταξινομήσει σαν Μητέρα Δεύτερης Τάξης και θα είχε σταλεί στο Γουάιτγουϊτς". Και σε πιό ευγενικό τόνο με ρώτησε: "Πότε σου συνέβη Ορχιδέα;"

     "Δεν ξέρω", είπα "δεν θυμάμαι τίποτα πέρα απ' το σημερινό πρωινό στο νοσοκομείο. Χάθηκαν τα πάντα, εντελώς".

     "Νοσοκομείο !" επανέλαβε περιφρονητικά η Χέηζελ.

     "Μάλλον θα εννοεί το Κέντρο", είπε η άλλη. "Ορχιδέα, μήπως αυτό σημαίνει, θέλεις να πεις δηλαδή πως δεν θυμάσαι ούτε κι εμάς;"

     "Όχι", παραδέχτηκα, κουνώντας το κεφάλι μου. "Λυπάμαι, αλλά δεν υπάρχει τίποτα πριν τη στιγμή που βρέθηκα στο Νοσο- στο Κέντρο".

     "Πολύ περίεργο", είπε η Χέηζελ σ' έναν κάπως εχθρικό τόνο. "Το ξέρουν;".

     Μιά από τις άλλες πήρε το μέρος μου. "Φυσικά και πρέπει να το ξέρουν. Δεν νομίζω να συνδέουν το αν θυμάσαι ή όχι με την ικανότητα να έχεις μωρά Πρώτου Βαθμού. Και γιατί να το κάνουν άλλωστε; Ορχιδέα ..."

     "Γιατί δεν την αφήνετε να ξεκουραστεί λίγο;" την έκοψε μιά άλλη. "Δεν νομίζω να νιώθει και πολύ καλά μετά το Κέντρο, και το ταξίδι και την εγκατάστασή της εδώ. Προσωπικά δεν νιώθω ποτέ άνετα. Ορχιδέα, καλή μου, μην τους δίνεις σημασία. Κοιμήσου λίγο. Όταν ξυπνήσεις θα δεις ότι όλα θά 'ναι εντάξει".

     Δέχτηκα μ' ευγνωμοσύνη την πρότασή της. Το όλο ζήτημα ήταν τόσο μπερδεμένο για να το αντιμετωπίσει κανείς άμεσα. Εκτός αυτού ένιωθα τόσο εξαντλημένη. Έκλεισα τα μάτια μου όσο πιό επιδεικτικά μπορούσα. Το πιό εκπληκτικό ήταν ότι κοιμήθηκα, αν μπορεί να πει κανείς ύπνο αυτό το κάτι μεταξύ παραίσθησης κι ονείρου ...

     Την στιγμή της αφύπνισης, πριν καν ανοίξω τα μάτια μου, είχα μιά μικρή ελπίδα ότι η παραίσθηση θα είχε εξαφανιστεί. Δυστυχώς δεν ήταν έτσι. Ένα χέρι κουνούσε απαλά τον ώμο μου και το πρώτο πράγμα που είδα ήταν το πρόσωπο της μικρόσωμης γυναίκας-επικεφαλής κοντά στο δικό μου. Με τον τρόπο των νοσοκόμων είπε: "Λοιπόν, Μητέρα Ορχιδέα, δεν νιώθεις πολύ καλύτερα μετά τον ήσυχο ύπνο σου;"

     Πίσω της, δύο από τις μικρόσωμες γυναίκες κρατούσαν προς το μέρος μου έναν μικρό δίσκο-τραπεζάκι για κρεββάτι. Τον ακούμπησαν κάτω, έτσι που με γεφύρωσε σαν Π κι ήταν βολικό να τον φτάσω. Κύτταξα αυτά που ήταν πάνω στον δίσκο. Χωρίς υπερβολή, ήταν το πιό ποικίλο και θρεπτικό γεύμα που είχε προσφερθεί ποτέ σε άνθρωπο. Η πρώτη ματιά που του έριξα μ' αηδίασε και μ' έκανε να επαναστατήσω - μετά όμως ένα εσωτερικό μου σχίσμα καταγάλιασε τα επαναστατικά μου αισθήματα, είδα και το μέγεθος που είχα κι ο δεύτερος εαυτός μου είχε ένα αχόρταγο στόμα κι ανυπομονούσε ν' αρχίσει. Ένα κομμάτι μέσα μου ξαφνιάστηκε με κάποιο είδος ημιαπόσχισης ενώ το υπόλοιπο κατανάλωνε δύο ή τρία ψάρια, ένα ολόκληρο κοτόπουλο, λίγες φέτες κρέατος, μιά γαβάθα λαχανικά, φρούτα κρυμένα κάτω από βουνά σφικτής κρέμας, και πάνω από ένα τέταρτο γάλα χωρίς την παραμικρή αίσθηση κορεσμού. Φευγαλέες ματιές μου έδειξαν ότι κι οι άλλες Μητέρες κάνανε το ίδιο με το περιεχόμενο των δίσκων τους.

     Μου ρίξανε κα'να δυό περίεργες ματιές, αλλά ήταν τόσο σοβαρά απασχολημένες, που ξέχασαν προς στιγμήν την περιέργειά τους. Αναρωτήθηκα πώς θα τις αντιμετώπιζα αργότερα και ξαφνικά ευχήθηκα να είχα ένα βιβλίο ή ένα περιοδικό για να κρυφτώ πίσω του αποτελεσματικά και καθόλου ευγενικά.

     Όταν επέστρεψαν οι υπηρέτριες ζήτησα από μιά αν θα μπορούσε να μου αφήσει κάτι για διάβασμα. Το αποτέλεσμα μιάς τόσο απλής ερώτησης ήταν καταπληκτικό: Οι δύο που σήκωναν τον δίσκο μου, τον έρριξαν. Η άλλη δίπλα μου έμεινε κόκκαλο για μιά στιγμή πριν συνέλθει για να με κυττάξει με υποψία στην αρχή κι ύστερα μ' ανησυχία.

     "Δεν αισθάνεσαι αρκετά καλά ακόμα, καλή μου;" ρώτησε.

     "Είμαι μιά χαρά", διαμαρτυρήθηκα. "Είμαι εντελώς καλά τώρα".

     Παρόλα αυτά είχε ακόμα ανήσυχο ύφος. "Αν ήμουν στη θέση σου θα προσπαθούσα να κοιμηθώ λίγο ακόμα", με συμβούλεψε.

     "Μα δεν θέλω, θάθελα να διαβάσω κάτι", αντιγύρισα.

     Μου χάϊδεψε τον ώμο λίγο αβέβαια. "Φοβάμαι πως είχες μιά εξαντλητική εμπειρία, Μητέρα. Μην ανησυχείς όμως. Είμαι βέβαιη ότι θα περάσει πολύ γρήγορα".

     Άρχισα να εκνευρίζομαι. "Είναι κακό που θέλω να διαβάσω κάτι;" ρώτησα.

     "Έλα, έλα, καλή μου, προσπάθησε να ξεκουραστείς λίγο ακόμα. Αλήθεια για ποιό λόγο θά 'θελε να ξέρει ανάγνωση μιά Μητέρα;" Και με τα λόγια αυτά έσιαξε τα σκεπάσματά μου κι απομακρύνθηκε, αφήνοντάς με να να με καρφώνουν τα ορθάνοιχτα μάτια των πέντε συντρόφων μου. Η Χέηζελ άφησε ένα περιφρονητικό γελάκι. Για μερικά λεπτά δεν υπήρξε κανένα άλλο εμφανές σχόλιο.

     Είχα φτάσει σ' ένα στάδιο όπου η επιμονή της παραίσθησης είχε αρχίσει να μειώνει την αμεροληψία μου. Ένιωθα πως αν πιεζόμουν λίγο ακόμα θα έχανα την εμπιστοσύνη μου και θα άρχιζα να αμφιβάλλω για την απάτη της. Δεν μ' ένοιαζε καθόλου η ήρεμη συνέχισή της. Υπερβολές χωρίς συνέπεια και άλματα, τρελλές προοπτικές και όλα τα συνηθισμένα ονειρικά χαρακτηριστικά ίσως και να ήταν καθησυχαστικά, αλλά στο μεταξύ η παραίσθηση εξακολουθούσε να παρουσιάζει εμφανείς ανοησίες μ' έναν ανησυχητικό τρόπο που γινόταν πιά πεποίθηση και συνείδηση. Τα αποτελέσματα, για παράδειγμα, ακολουθούσαν αλάθητα τις αιτίες που τα προκαλούσαν. Άρχισε να με διακατέχει η πολύ άβολη αίσθηση ότι ψάχνοντας για πράγματα αρκετά βαθειά, ίσως άρχιζα να βρίσκω λογικές αιτίες και για τους παραλογισμούς ακόμα. Η ολοκλήρωση ήταν πολύ καλύτερη για την πνευματική παρηγοριά - ακόμα και το γεγονός ότι είχα απολαύσει το γεύμα μου σαν να ήμουν εντελώς ξύπνια και είχα και συνειδητή αίσθηση της γεύσης - ενθάρρυνε την διαταραγμένη ποιότητα της πραγματικότητας.

     "Ακου να διαβάσει !" είπε ξαφνικά η Χέηζελ, μ' ένα περιφρονητικό γελάκι. "Και να γράψεις κιόλας υποθέτω;"

     "Γιατί όχι, λοιπόν;", αντιγύρισα. Με κύτταξαν όλες τους πιο προσεκτικά από ποτέ. Μετά αντάλλαξαν μεταξύ τους κάτι ματιές όλο υπονοούμενα. Δύο ανταπέδωσαν κάτι χαμόγελα. Εκνευρισμένη ρώτησα: "Πού στο καλό βρίσκετε το περίεργο; Υποτίθεται ότι δεν είμαι ικανή να διαβάζω ή να γράφω, αυτό είναι;"

     Κάποια είπε γλυκά κι ευγενικά: "Ορχιδέα, καλή μου, δεν νομίζεις πως θάταν καλύτερα να ζητήσεις να δεις τη γιατρό; Έτσι για έναν γενικό έλεγχο;"

     "Όχι", της είπα επίπεδα. "Δεν έχω τίποτα. Απλώς προσπαθώ να καταλάβω. Ένα βιβλίο ζήτησα μόνο και με κυττάτε όλες σας σα νάμαι τρελλή. Γιατί;"

     Μετά από μιά σιωπή γεμάτη αμηχανία, κάποια κάνοντας χιούμορ και χρησιμοποιώντας τα λόγια της νοσοκόμας σχεδόν είπε: "Ορχιδέα, καλή μου, προσπάθησε να συγκεντρωθείς. Τί καλό θα μπορούσαν να προσφέρουν σε μιά Μητέρα η ανάγνωση και η γραφή; Με ποιό τρόπο θα την βοηθούσαν να κάνει καλύτερα μωρά;"

     "Υπάρχουν κι άλλα πράγματα στη ζωή εκτός απ' την τεκνοποιία" απάντησα τηλεγραφικά. Αν πριν είχαν εκπλαγεί, τώρα πια κεραυνοβολήθηκαν. Ακόμα κι η Χέηζελ δεν μπόρεσε να βρει το κατάλληλο σχόλιο. Η ηλίθια έκπληξή τους με εξαγρίωσε και η όλη αυτή βλακώδης υπόθεση μούφερε αηδία. Για μιά στιγμή ξέχασα πως ήμουν ο αμερόληπτος παρατηρητής ενός ονείρου. "Στο διάολο", ξέσπασα "τι είναι όλες αυτές οι αηδίες; Ορχιδέα ! Μητέρα Ορχιδέα ! Για τόνομα του Θεού ! Πού βρίσκομαι; Τί είναι εδώ; Μήπως είναι τρελλοκομείο;" Τις κυττούσα θυμωμένα, αηδιασμένη απ' την εμφάνισή τους κι αναρωτιόμουνα αν αποτελούσαν κάποια εκδικητική ομάδα εναντίον μου. Μέσα μου είχα την έντονη πεποίθηση ότι όποια κι αν ήμουν κι ό,τι κι αν ήμουν, δεν ήμουν μητέρα. Το είπα τόσο αποφασιστικά και μετά απ' τη σκασίλα μου ξέσπασα σε κλάμματα. Μιά και δεν είχα τίποτ' άλλο να χρησιμοποιήσω, σκούπισα τα μάτια μου με το μανίκι μου. Όταν κατάφερα να ξαναδώ καθαρά, πρόσεξα ότι τέσσερις με κυττούσαν με καλωσύνη κι ανησυχία. Όχι όμως κι η Χέηζελ.

     "Το είπα εγώ ότι κάτι δεν πάει καλά μ' αυτήν" είπε θριαμβευτικά στις άλλες "είναι τρελλή, αυτό είναι".

     Εκείνη που προηγουμένως ήταν η πιο καλοπροαίρετη προσπάθησε πάλι: "Μα, Ορχιδέα, φυσικά και είσαι Μητέρα. Είσαι Μητέρα πρώτης Τάξης - με τρεις τοκετούς στο ενεργητικό σου. Δώδεκα τέλεια Μωρά πρώτου Βαθμού, καλή μου. Δεν γίνεται να το ξέχασες κι αυτό !".

     Για κάποιο λόγο δάκρυσα πάλι. Είχα την αίσθηση ότι κάτι προσπαθούσε να διαπεράσει το μυαλό μου μέσα απ' τις κουβέρτες. Δεν ήξερα τί ήταν. Ήξερα μόνον ότι μ' έκανε να νιώθω έντονη δυστυχία. "Αυτό είναι σκληρό, πολύ σκληρό! Γιατί να μην μπορώ να το σταματήσω; Γιατί δεν φεύγει να μ' αφήσει ήσυχη; Πρόκειται για τρομερά σκληρή κοροϊδία - δεν μπορώ να την καταλάβω πιά. Τί μου συμβαίνει; Δεν είμαι καταθλιπτική - δεν είμαι - εγώ - αχ, δεν μπορεί να με βοηθήσει κανείς;"

     Κράτησα τα μάτια μου ερμητικά κλειστά για λίγο κι ευχήθηκα μ' όλη μου τη ψυχή να χαθεί αυτή η παραίσθηση, να εξαφανιστεί. Δεν έγινε όμως. Όταν τα ξανάνοιξα ήταν όλες τους ακόμα εκεί, με τ' ανόητα, όμορφα πρόσωπά τους να με κυττούν ηλίθια, πνιγμένα σε βουνά από ροζ σατέν. "Δεν πάει άλλο, θα φύγω από 'δω", είπα.

     Η προσπάθεια που έκανα για να σηκωθώ σε καθιστή στάση ήταν τεράστια. Ήξερα ότι όσο προσπαθούσα, οι υπόλοιπες με παρακολουθούσαν με τα μάτια ορθάνοιχτα. Αγωνίστηκα σκληρά για να φέρω το πόδι μου κύκλο και να το βάλω στο πλάι του κρεββατιού, αλλά ήταν τόσο μπερδεμένο με τα σατινέ σκεπάσματα, που δεν κατάφερα να το ελευθερώσω. Ήταν η αλήθεια, απελπισμένη ματαιότητα ενός ονείρου. Άκουσα τη φωνή μου να ικετεύει: "Βοήθησέ με ! Ντόναλντ, αγάπη μου, σε παρακαλώ, βοήθησέ με ..."

     Και ξαφνικά, λες κι η λέξη Ντόναλντ να απελευθέρωσε μιά πηγή, κάτι έκανε κλικ στο μυαλό μου. Το παράθυρο άνοιξε μέσ' στο κεφάλι μου, όχι εντελώς, αρκετά όμως για να ξέρω ποιά ήμουν. Κατάλαβα ξαφνικά πού βρισκόταν η σκληρότητα. Ξανακύτταξα τις άλλες. Με κυττούσαν ακόμα μισοζαλισμένες - μισοανήσυχες. Παραιτήθηκα από κάθε προσπάθεια να κινηθώ και ξαναξάπλωσα πίσω στα μαξιλάρια μου. "Δεν μπορείτε να με κοροϊδεύετε άλλο", τους είπα "τώρα ξέρω ποιά είμαι".

     "Μα Μητέρα Ορχιδέα" άρχισε κάποια.

     "Κόφτο αυτό" της είπα απότομα. Έδινα την εντύπωση ότι είχα πάρει ξαφνική στροφή από την αυτολύπηση σε κάποιο είδος μαζοχιστικής αναισθησίας. "Δεν είμαι Μητέρα", είπα άγρια. "Είμαι απλά και μόνο μιά γυναίκα που είχε σύζυγο για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα και που ήλπιζε - ήλπιζε μόνο - να γεννήσει κάποτε τα παιδιά του". Παύση διαδέχτηκε τα λόγια μου. Μιά παράξενη παύση θάλεγα, που κατέληξε σ' ένα μουρμουρητό. Δεν έμοιαζαν νάχουν καταλάβει τα λόγια μου. Τα πρόσωπα δεν έδειχναν ν' ανταποκρίνονται. Ήταν το ίδιο ανέκφραστα σαν νά 'ταν κούκλες.

     Μετά, η πιό φιλική, φάνηκε σαν να νιώθει υποχρεωμένη να σπάσει τη σιωπή. Ζαρώνοντας λίγο το μέτωπο ανάμεσα στα φρύδια ρώτησε με ένταση στη φωνή: "Τί είναι σύζυγος;"

     Κύτταξα σκληρά ένα-ένα τα πρόσωπα. Κανένα τους δεν έδειχνε το παραμικρό ίχνος δόλου. Δεν διέκρινα τίποτα παραπάνω από σαστιμάρα κι έκπληξη, όπως βλέπουμε μερικές φορές στο μπερδεμένο βλέμμα ενός παιδιού. Για μιά στιγμή ένιωσα πολύ κοντά στην υστερία. Μετά συγκεντρώθηκα. Εντάξει λοιπόν, αφού η παραίσθηση δεν εννοούσε να μ' αφήσει ήσυχη, θά 'παιζα το παιχνίδι της, έτσι από περιέργεια να δω πού θα το πάει. Άρχισα λοιπόν να εξηγώ ανέκφραστα, με απλά λόγια, αλλά σοβαρά: "Σύζυγος είναι ένας άντρας που μιά γυναίκα παίρνει ..."

     Από την έκφρασή τους ήταν φανερό ότι δεν τις διαφώτιζα και τόσο. Μ' άφησαν λοιπόν να συνεχίσω με τρεις-τέσσερις φράσεις χωρίς να με διακόψουν καθόλου. Τότε και μόλις σταμάτησα για να πάρω ανάσα, εκείνη η ευγενικιά, πετάχτηκε ζητώντας προφανώς διευκρινήσεις για κάτι: "Μα τί στο καλό" ρώτησε φανερά μπερδεμένη, "τί είναι άντρας;"

     Μιά παγωμένη σιωπή πλανιόταν στο χώρο μετά τις εξηγήσεις μου. Είχα την εντύπωση ότι με στείλανε στο Κόβεντρυ ή στα μισά του Κόβεντρυ, αλλά δεν μ' ενοχλούσε καθόλου να το δοκιμάσω. Ήμουν τόσο απασχολημένη να ανοίξω έστω και με τη βία την πόρτα της μνήμης μου για να διαπιστώσω ότι δεν άνοιγε πέρα από κάποιο σημείο.

     Τώρα ήξερα ότι ήμουν η Τζέην. Υπήρξα η Τζέην Σάμμερς και είχα γίνει Τζέην Γουώτερλέη όταν είχα παντρευτεί τον Ντόναλντ. Ήμουν – υπήρξα - εικοσιτεσσάρων ετών όταν παντρευτήκαμε. Μόλις εικοσιπέντε όταν σκοτώθηκε ο Ντόναλντ, έξι μήνες αργότερα. Κι εκεί σταμάτησε. Εμοιαζε σαν νά 'ταν χτές, αλλά δεν μπορούσα να πω ... Πριν απ' αυτό τα πάντα ήταν εντελώς ξεκάθαρα. Οι γονείς μου κι οι φίλοι μου, το σπίτι μου, το σχολείο μου, η εκπαίδευσή μου, η δουλειά μου, ως Δόκτωρ Σάμμερς στο Νοσοκομείο του Ρέητσεστερ.

     Θυμόμουν όταν πρωτοείδα τον Ντόναλντ, εκείνο το βράδυ που τον έφεραν στο νοσοκομείο με σπασμένο πόδι - καθώς και όλα όσα έγιναν στη συνέχεια.

     Θυμόμουνα τώρα το πρόσωπο που έπρεπε να δω στον καθρέφτη - και σίγουρα δεν έμοιαζε σε τίποτα με κείνο που είχα δει έξω στον διάδρομο - έπρεπε να είναι πιό οβάλ μ' ένα χρώμα που μόλις έδειχνε ηλιοκαμμένο. Μ' ένα μικρότερο και πιό λεπτό στόμα. Πλαισιωμένο από καστανά μαλλιά με φυσικές μπούκλες. Με καστανά μάτια μάλλον μεγάλα και ίσως λίγο σοβαρά συνήθως. Ήξερα επίσης πώς ήμουν η υπόλοιπη. Λεπτή, με ψηλά πόδια, με μικρό, σφιχτό στήθος - ένα όμορφο κορμί, αλλά έτσι το είχα αποδεχτεί σαν δώρο της φύσης μέχρι που το αγάπησε ο Ντόναλντ και μ' έκανε να νιώθω περήφανη γιαυτό.

     Κύτταξα προς τον αποκρουστικό σωρό των ροζ σατέν και μ' έπιασε φρίκη. Άρχισα να νιώθω ένα αίσθημα κατάφορης αδικίας. Λαχταρούσα τον Ντόναλντ να με παρηγορήσει, να με χαϊδέψει και να μ' αγαπήσει και να μου πει ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Ότι δεν ήμουν καθόλου έτσι, όπως έβλεπα τον εαυτό μου και ότι πράγματι αυτό ήταν ένα όνειρο. Την ίδια στιγμή μ' έπιασε τρόμος και θλίψη στη σκέψη ότι ο Ντόναλντ θα μ' έβλεπε έτσι, έναν παχύσαρκο όγκο. Και τότε θυμήθηκα ότι ο Ντόναλντ δεν θα μ' έβλεπε ποτέ - ποτέ πιά - κι ένιωσα δυστυχισμένη κι αξιολύπητη και τα δάκρυα κύλησαν πάλι στα μάγουλά μου.

     Οι άλλες πέντε εξακολουθούσαν να με κυττάζουν μ' ορθάνοιχτα μάτια όλο απορία. Μισή ώρα πέρασε μέσ' στη σιωπή, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε μιά ολόκληρη ομάδα μικρόσωμων γυναικών με λευκές στολές. Είδα την Χέηζελ να στρέφεται προς το μέρος μου και μετά προς την επικεφαλής. Φαινόταν έτοιμη να μιλήσει και μετά άλλαξε γνώμη. Οι μικρόσωμες γυναίκες χωρίστηκαν, δύο ανά ντιβάνι. Στάθηκαν η μιά απέναντι της άλλης, ξέστρωσαν τα σκεπάσματα, σήκωσαν τα μανίκια τους, κι άρχισαν το μασάζ. Στην αρχή ήταν ευχάριστο και εξαιρετικά καταπραϋντικό. Ξάπλωσα πίσω και χαλάρωσα. Τώρα δεν μου άρεσε και τόσο πολύ. Σύντομα δε το βρήκα προσβλητικό.

     "Σταμάτα", είπα κοφτά σ' αυτήν στα δεξιά. Εκείνη σταμάτησε, μου χαμογέλασε φιλικά, αν και λίγο αβέβαια, και μετά συνέχισε.

     "Κόφτο, σου είπα" της είπα σπρώχνοντάς την μακριά. Τα μάτια της κύτταξαν τα δικά μου. Ήταν σαστισμένα και προσβεβλημένα, ενώ στις άκρες των χειλιών της κρεμόταν ένα ακόμα επαγγελματικό χαμόγελο. "Το εννοώ", πρόσθεσα κοφτά. Εξακολουθούσε να διστάζει και έρριξε μιά ματιά στη συνάδελφό της στην άλλη άκρη του κρεββατιού. "Και συ να κάνεις το ίδιο", είπα στην άλλη. Η άλλη ούτε που άλλαξε τον ρυθμό της. Η εκ δεξιών πήρε θάρρος και ξαναγύρισε. Ξανάρχισε αυτό που μόλις είχα σταματήσει. Άπλωσα το χέρι μου και την έσπρωξα, πιό δυνατά αυτή τη φορά. Απεδείχθη ότι αυτό το παραφουσκωμένο μπράτσο είχε πολύ περισσότερη μυϊκή δύναμη απ' όση φανταζόμουν. Η σπρωξιά την έστειλε στην άλλη άκρη του δωματίου, όπου παραπάτησε κι έπεσε.

     Ξαφνικά κόπηκε κάθε κίνηση μέσα στο δωμάτιο. Ολοι κυττούσαν μιά εκείνη, μιά εμένα. Η διακοπή ήταν σύντομη. Ξανάρχισαν όλες τη δουλειά. Εσπρωξα μακριά μου και την κοπέλλα απ' τ' αριστερά - λίγο πιό μαλακά αυτή τη φορά. Η άλλη σηκώθηκε. Έκλαιγε και φαινόταν τρομοκρατημένη, αλλά έσκυψε υποτακτικά το κεφάλι κι έκανε νά 'ρθει προς το μέρος μου.

     "Μακριά από μένα, μικρά τέρατα", τους είπα απειλητικά. Αυτό τις αναχαίτισε. Κρατήθηκαν μακριά και κυτταζόταν αξιοθρήνητα μεταξύ τους. Η βαθμοφόρος ταράχτηκε.

     "Τι πρόβλημα υπάρχει, Μητέρα Ορχιδέα;", ρώτησε. Της εξήγησα. Φάνηκε σαστισμένη. "Μα αυτό είναι φυσιολογικό" απεφάνθη.

     "Όχι για μένα. Δεν μ' αρέσει και δεν το θέλω" απάντησα. Στεκόταν αμήχανη, χαμένη.

     Απ' την άλλη μεριά του δωματίου ακούστηκε η φωνή της Χέηζελ: "Η Ορχιδέα δεν είναι στα καλά της. Μας έλεγε τα πιό αηδιαστικά πράγματα. Έχει τρελλαθεί εντελώς". Η μικρόσωμη γυναίκα γύρισε να την κυττάξει και μετά κύτταξε ερωτηματικά και μιά άλλη. Όταν η κοπέλλα επιβεβαίωσε από απόσταση μ' ένα νεύμα και με την έκφρασή της, εκείνη στράφηκε προς το μέρος μου και με παρατήρησε ερευνητικά.

     "Εσείς οι δυό να πάτε αμέσως για αναφορά" είπε στις απαρηγόρητες μασέζ μου. Κλαίγανε κι οι δυό τώρα και φύγανε μαζί όπως-όπως απ' το δωμάτιο. Η επικεφαλής μού 'ριξε άλλη μιά ματιά όλο σκεπτικισμό και μετά τις ακολούθησε. Σε λίγα λεπτά κι όλες οι άλλες τα μάζεψαν κι έφυγαν. Οι έξι μας μείναμε πάλι μόνες. Κι ήταν η Χέηζελ που έσπασε τη σιωπή που ακολούθησε.

     "Αυτό που έκανες ήταν δουλειά παλιοθήλυκου. Τα φουκαριάρικα τα μικρά διαβολάκια τη δουλειά τους έκαναν μόνο", παρατήρησε.

     "Αν είναι αυτή η δουλειά τους, δεν μ' αρέσει", της είπα.

     "Γιαυτό λοιπόν ρίχνεις μιά σπρωξιά στις κακομοίρες. Φταίει η αμνησία πάλι, υποθέτω. Δεν θα θυμάσαι ότι μιά Υπηρέτρια που θυμώνει μιά Μητέρα τρώει ξύλο, έτσι;" πρόσθεσε σαρκαστικά.

     "Τρώει ξύλο;" επανέλαβα ανήσυχα.

     "Τρώει ξύλο, μάλιστα", κορόϊδεψε. "Αλλά ούτε που σε νοιάζει τι θα πάθουν, έτσι; Δεν ξέρω τι σου συνέβη όσο έλειπες, αλλά ό,τι κι αν ήταν φαίνεται ότι είχε πολύ δυσάρεστα αποτελέσματα. Ποτέ μου δεν νοιάστηκα για σένα, Ορχιδέα, παρόλο που οι άλλες πίστευαν ότι ήταν λάθος μου. Τώρα λοιπόν ξέρουμε όλες μας" Καμμιά τους δεν έκανε το παραμικρό σχόλιο. Η αίσθηση ότι συμμερίζονταν τη γνώμη της ήταν έντονη, αλλά ευτυχώς άνοιξε η πόρτα και γλύτωσα την επιβεβαίωση. Η βαθμοφόρος υπηρέτρια ξαναμπήκε με μισή ντουζίνα μικρών μυρμηδόνων, αυτή τη φορά όμως αρχηγός της ομάδας ήταν μιά όμορφη γυναίκα γύρω στα τριάντα. Η εμφάνισή της με ανακούφισε τρομερά. Δεν ήταν ούτε μικρόσωμη, ούτε Αμαζόνα, ούτε και τεράστια. Η ομάδα που την συνόδευε την έκανε ίσως να φαίνεται λίγο περισσότερο ψηλή απ' το κανονικό, αλλά την έκανα γύρω στο 1,70 μ. Μιά κανονική, ευπαρουσίαστη νέα γυναίκα με καστανά μαλλιά κομμένα λίγο κοντά και μιά πλισέ μαύρη φούστα, που από κάτω έδειχνε ένα κατάλευκο σύνολο. Η βαθμοφόρος υπηρέτρια έτρεχε σχεδόν για να προλάβει τον βηματισμό της και κάτι έλεγε για παραισθήσεις και "μόλις σήμερα επέστρεψε από το Κέντρο, Δόκτωρ". Η γυναίκα σταμάτησε πλάι στο μαξιλάρι μου, ενώ οι μικρόσωμες ζάρωσαν όλες μαζί και με κύτταξε με κάποια αμφιβολία. Μούβαλε το θερμόμετρο στο στόμα και κράτησε τον καρπό μου. Ικανοποιημένη κι απ' τις δυό μετρήσεις, ρώτησε: "Πονοκέφαλος; Άλλος πόνος ή ενόχληση;"

     "Όχι", της είπα. Με κύτταξε προσεκτικά. Της αντιγύρισα το βλέμμα.

     "Τί;" άρχισε ...

     "Είναι τρελλή", πετάχτηκε η Χέηζελ απ' την άλλη μεριά του δωματίου. "Λέει ότι έχασε τη μνήμη της κι ότι δεν μας γνωρίζει".

     "Μας μίλαγε για τρομερά, αηδιαστικά πράγματα" πρόσθεσε μιά από τις άλλες.

     "Εχει παραισθήσεις. Νομίζει ότι μπορεί να διαβάζει και να γράφει" συμπλήρωσε η Χέηζελ.

     Η Δόκτωρ χαμογέλασε με το τελευταίο. "Είναι αλήθεια; Μπορείς;" με ρώτησε.

     "Δεν βλέπω γιατί να μην μπορώ - αλλά θα ήταν πολύ εύκολο να τ' αποδείξω" απάντησα απότομα.

     Φάνηκε να ξαφνιάζεται, ένα μικρό σάστισμα, μετά ξαναβρήκε το ανεκτικό της χαμόγελο. "Εντάξει", είπε αστειευόμενη μαζί μου. Έβγαλε από την τσέπη της ένα μικρό σημειωματάριο και μου το έδωσε μαζί μ' ένα μολύβι. Το μολύβι ήταν λίγο παράξενο στο χέρι μου. Τα δάχτυλα δεν μπορούσαν να βρουν τη σωστή θέση γύρω του, παρόλα αυτά έγραψα:

     "Ξέρω πολύ καλά ότι έχω παραισθήσεις και ότι εσείς όλοι είστε ένα μέρος των παραισθήσεων αυτών."

     Η Χέηζελ κρυφογελούσε καθώς έδινα πίσω το σημειωματάριο. Η Δόκτωρ δεν έμεινε μεν με το στόμα ανοιχτό, της κόπηκε όμως το χαμόγελο. Κι επιπλέον με κυττούσε σκληρά. Βλέποντας την έκφρασή της οι υπόλοιπες ησύχασαν, λες και μόλις είχα κάνει κάποιο μαγικό κόλπο. Η δόκτωρ στράφηκε προς την Χέηζελ.

     "Τί είδους πράγματα σου έλεγε λοιπόν;" ρώτησε.

     Η Χέηζελ δίστασε, μετά αποκάλυψε: "Τρομερά πράγματα. Μιλούσε για ανθρώπινα φύλα – σαν νά 'μασταν ζώα. Ήταν αηδιαστικό !"

     Η δόκτωρ σκέφτηκε για λίγο και μετά είπε στη βαφμοφόρο υπηρέτρια: "Καλύτερα να την πάτε στο νοσοκομείο. Θα την εξετάσω εκεί". Καθώς έφευγε, οι μικρόσωμες γυναίκες έφεραν βιαστικά ένα χαμηλό τρόλλεϋ από την γωνία, το στερέωσαν δίπλα στο κρεββάτι μου. Μιά ντουζίνα χέρια με βοήθησαν ν' ανέβω πάνω του και μετά με τσούλησαν βιαστικά έξω από το δωμάτιο.

     "Για να τα πούμε τώρα" είπε αυστηρά η δόκτωρ. "Ποιός σου είπε όλα αυτά τα πράγματα περί δύο ανθρώπινων φύλων; Θέλω το όνομά του". Είμασταν μόνες μέσα σ' ένα μικρό δωμάτιο με ταπετσαρία στο χρυσαφί. Οι υπηρέτριες είχαν εξαφανιστεί, αφού με είχαν μετέφεραν πάλι από το τρόλλεϋ σ' ένα κρεββάτι. Η δόκτωρ ήταν καθισμένη μ' ένα μπλοκ στο γόνατό της κι ένα μολύβι, όλα έτοιμα για σημειώσεις. Οι τρόποι της έμοιαζαν με ανακριτή που δεν μπλοφάρει. Δεν είχα την παραμικρή αίσθηση τακτ. Της είπα να μη λέει βλακείες. Φάνηκε σαστισμένη, μετά φούντωσε, για μιά στιγμή όμως. Συνήλθε αμέσως και συνέχισε: "Μετά την Κλινική πήγες διακοπές ασφαλώς. Πού σε στείλανε λοιπόν;"

     "Δεν ξέρω" απάντησα. "Θα σου πω αυτό που είπα και στις άλλες - αυτή η παραίσθηση ή αυταπάτη ή ό,τι κι αν είναι, άρχισε σε κείνον τον νοσοκομειακό χώρο που ονομάζετε Κέντρο".

     Με σταθερή υπομονή εκείνη είπε: "Κύττα να δεις, Ορχιδέα. Πριν έξι βδομάδες πού 'φυγες από δω ήσουν εντελώς φυσιολογική. Πήγες στην Κλινική και γέννησες τα μωρά σου με φυσιολογικό τρόπο. Ανάμεσα στο τότε όμως και στο τώρα κάποιος γέμισε το κεφάλι σου μ' αυτές τις αηδίες - και σε δίδαξε και ανάγνωση και γραφή. Τώρα λοιπόν θα μου πεις ποιός ήταν αυτός ο κάποιος. Σε προειδοποιώ ότι δεν πρόκειται να μου ξεφύγεις. Δεν πιάνουν σε μένα αυτές οι ανοησίες περί απώλειας μνήμης. Αφού είσαι σε θέση να θυμάσαι όλα αυτά τα σιχαμερά που είπες στις άλλες, θα θυμάσαι και πού ή από ποιόν τα έμαθες".

     "Ω, πιά για τ' όνομα του Θεού, μίλα λογικά" της είπα.

     Φούντωσε πάλι. "Μπορώ να βρω από την Κλινική πού σε στείλανε, κι ακόμα μέσω του Οίκου Ανάπαυσης μπορώ να βρω ποιός ήταν ο επικεφαλής των συνεργατών όσο ήσουν εκεί, δεν θέλω όμως να χάνω το χρόνο μου ακολουθώντας τις επαφές που είχες, γιαυτό και σε ρωτάω. Θα γλυτώσουμε πολλούς μπελάδες αν μου πεις τώρα. Εσύ αποφασίζεις. Δεν θέλουμε να σε κάνουμε να μιλήσεις" συμπλήρωσε δυσοίωνα.

     Κούνησα το κεφάλι μου. "Κάνεις μεγάλο λάθος. Όσο για μένα τώρα, αυτή η παραίσθηση, συμπεριλαμβανομένης και της σύνδεσής μου μ' αυτή την Ορχιδέα, άρχισε άγνωστο πώς στο Κέντρο - δεν μπορώ να σου πω πώς συνέβη και δεν είναι της παρούσης να θυμηθώ τί της συνέβη πριν απ' αυτό".

     "Ποιά παραίσθηση;" ρώτησε προσεκτικά.

     "Μα αυτή, αυτό το φανταστικό σκηνικό κι εσύ επίσης". Έκανα μιά κίνηση με το χέρι μου και τα συμπεριέλαβα όλα. "Αυτό το φρικιαστικό σώμα, αυτές οι μικρόσωμες γυναίκες, τα πάντα. Προφανώς όλ' αυτά είναι προβολή του υποσυνείδητου - κι η κατάσταση του υποσυνειδήτου μου είναι που με ανησυχεί, για το οποίο όλ' αυτά είναι ανεκπλήρωτες επιθυμίες".Συνέχισε να με κυττάει πιό ανήσυχα τώρα.

     "Ποιός διάολος σου μίλησε για υποσυνείδητα κι ανεκπλήρωτες επιθυμίες;" ρώτησε αβέβαια.

     "Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί, ακόμα κι άν είμαι σε παραίσθηση, θα πρέπει να με αντιμετωπίζουν σαν αγράμματη ηλίθια", απάντησα.

     "Μα μιά Μητέρα δεν γνωρίζει τίποτα απ' αυτά. Δεν χρειάζεται να ξέρει".

     "Κύττα να δεις", είπα "στο εξήγησα όπως το εξήγησα και σε κείνες τις άμοιρες γκροτέσκες στο δωμάτιο, ότι δεν είμαι Μητέρα. Δεν είμαι τίποτα παραπάνω από μιά άτυχη Γ.Π. που έχει κάποιον εφιάλτη".

     "Γ.Π.;" με ρώτησε εκείνη αόριστα.

     "Γενική Παθολόγος. Είμαι γιατρός", της εξήγησα. Συνέχισε να με κυττά περίεργα. Τα μάτια της περιεργάζονταν αβέβαια την ογκώδη μορφή μου.

     "Δηλώνεις ότι είσαι γιατρός;" είπε με παράξενη φωνή.

     "Ναι, και πάλι ναι" συμφώνησα.

     Υπήρχε αγανάκτηση ανάμικτη με έκπληξη καθώς διαμαρτυρόταν: "Μα αυτό είναι εντελώς παράλογο ! Ανατράφηκες κι αναπτύχθηκες για να γίνεις Μητέρα. Είσαι Μητέρα. Για δες πώς είσαι !"

     "Ναι", είπα με πικρία. "Βλέπω πολύ καλά πώς είμαι !" Σωπάσαμε για λίγο. "Μου φαίνεται", πρότεινα τελικά "ότι παραίσθηση ή όχι, δεν κάνουμε τίποτα κατηγορώντας η μία την άλλη ότι λέει βλακείες. Τί θά 'λεγες να μου εξηγήσεις τί είναι αυτό το μέρος και ποιά νομίζεις ότι είμαι. Ίσως και να ταρακουνήσει λίγο το μνημονικό μου !" Εδειξε να το μετράει.

     "Ας υποθέσουμε", είπε, "ότι μου λες πρώτα όσα μπορείς να θυμηθείς. Αυτό θα με βοηθούσε να καταλάβω τί ακριβώς είναι αυτό που σε μπερδεύει".

     "Πολύ καλά λοιπόν" συμφώνησα κι άρχισα να διηγούμαι την ιστορία μου, όσα μπορούσα να θυμηθώ μέχρι τη στιγμή - ας πούμε - που έπεσε το αεροσκάφος του Ντόναλντ. Ήταν μεγάλη μου βλακεία να πέσω στην παγίδα της. Φυσικά και δεν είχε καμμιά πρόθεση να μου εξηγήσει το παραμικρό. Όταν άκουσε όλα όσα είχα να πω, τόσκασε, αφήνοντάς με να βράζω στο ζουμί μου. Περίμενα μέχρι να ησυχάσει εντελώς ο χώρος. Η μουσική είχε σταματήσει. Μιά υπηρέτρια είχε κυττάξει μέσα για να ρωτήσει αν ήθελα κάτι μ' ένα ύφος "λέγε γρήγορα,τελειώνει η βάρδια μου". Δεν ήθελα τίποτα. Αφησα να περάσει ένα περιθώριο μισής ώρας και μετά άρχισα τον αγώνα μου για να σηκωθώ - πολύ προσεκτικά αυτή τη φορά και κάνοντας αργά-αργά κάθε βήμα. Η μεγαλύτερη προσπάθεια ήταν να σταθώ στα πόδια μου από την καθιστή θέση. Τα κατάφερα όμως αν και λαχάνιασα. Προχωρούσα τώρα προς την πόρτα και τη βρήκα ξεκλείδωτη. Την άνοιξα μιά στάλα, ενώ αφουγκραζόμουν. Δεν ακουγόταν κανένας θόρυβος στον διάδρομο, έτσι την άνοιξα εντελώς και βγήκα έξω για να δω τί μπορούσα ν' ανακαλύψω γι' αυτό το μέρος.

     Όλες οι πόρτες των δωματίων ήταν κλειστές. Βάζοντας τ' αυτί μου σε μερικές απ' αυτές μπόρεσα ν' ακούσω μόνο μερικές βαριές ανάσες, κανένας άλλος ήχος δεν ακουγόταν μέσ' στην ησυχία. Συνέχισα, στρίβοντας σ' αρκετές γωνίες, μέχρι που αναγνώρισα μπροστά μου την κεντρική πόρτα. Δοκίμασα τον σύρτη και είδα ότι δεν ήταν ούτε τραβηγμένος ούτε κλειδωμένος. Σταμάτησα πάλι ν' αφουγκραστώ για μερικά λεπτά και μετά τον έσπρωξα ν' ανοίξει και βγήκα έξω.

     Μπροστά μου απλωνόταν ο κήπος που έμοιαζε μέ πάρκο γεμάτος σκιές και σχήματα κάτω από το φεγγαρόφωτο. Πέρα απ' τα δέντρα, στα δεξιά, υπήρχε νερό που αστραφτοκοπούσε και στ' αριστερά ένα σπίτι, ίδιο μ' εκείνο που ήταν πίσω μου, χωρίς ούτε ένα παράθυρο φωτισμένο.

     Σκεφτόμουν ποιά θά 'ταν η επόμενη κίνησή μου. Παγιδευμένη σ' αυτό το κουφάρι, εντελώς αβοήθητη μέσα του, δεν είχα και μεγάλα περιθώρια, αποφάσισα ωστόσο να συνεχίσω για να ανακαλύψω τουλάχιστον τί θα μπορούσα να κάνω ευκαιρίας δοθείσης. Προχώρησα μπροστά στην άκρη της σκάλας που νωρίτερα είχα ανεβεί βγαίνοντας απ' το ασθενοφόρο κι άρχισα να κατεβαίνω προσεκτικά τα σκαλοπάτια, ενώ στηριζόμουν στην κουπαστή.

     "Μητέρα", είπε μιά απότομη, κοφτή φωνή πίσω μου, "τί κάνεις εκεί;" Γύρισα και είδα μιά από τις μικρόσωμες γυναίκες με την λευκή στολή της να λάμπει στο φεγγαρόφωτο. Ήταν μόνη. Δεν απάντησα, αλλά κατέβηκα άλλο ένα σκαλοπάτι. Θα είχα δακρύσει απ' το κατάφωρο αδίκημα αυτού του υπέρβαρου, αδέξιου σώματος και την προσοχή που μου επέβαλε. "Γύρνα πίσω. Γύρνα πίσω αμέσως" μου είπε εκείνη. Δεν έδωσα σημασία. Κατέβηκα τα σκαλιά κι ήρθε πίσω μου κι άρπαξε τις πιέτες μου για να με συγκρατήσει. "Μητέρα", είπε πάλι. "Πρέπει να γυρίσεις πίσω. Θ' αρπάξεις κανένα κρυολόγημα εδώ έξω".

     Ξεκίνησα για το επόμενο βήμα κι εκείνη με άρπαξε από τις πιέτες μου για να με τραβήξει προς τα πίσω. Έσπρωξα προς τα εμπρός, κόντρα στο πισωτράβηγμα. Ακούστηκε ένας γρήγορος κι απότομος ήχος καθώς σχιζόταν το ύφασμα. Ταλαντεύτηκα κι έχασα την ισορροπία μου. Το τελευταίο πράγμα που είδα ήταν τα υπόλοιπα σκαλοπάτια να έρχονται προς το μέρος μου.

     Μόλις άνοιξα τα μάτια μου μιά φωνή είπε: "Ευτυχώς, Μητέρα Ορχιδέα, ήταν μεγάλη απερισκεψία σου κι είσαι τυχερή που δεν έπαθες και χειρότερα ακόμα. Μα να κάνεις τέτοια ανοησία! Ντρέπομαι για λογαριασμό σου, αλήθεια στο λέω". Το κεφάλι μου πονούσε κι ήμουν εξαγριωμένη που ανακάλυπτα ότι αυτή η ηλίθια ιστορία συνεχιζόταν ακόμα. Δεν είχα τη διάθεση ούτε για μιά στάλα επίπληξης. Της είπα να πάει στο διάολο. Το μικρό της πρόσωπο στράφηκε προς στιγμήν προς το μέρος μου με γουρλωμένα μάτια και μετά έγινε παγωμένα τυπικό. Μου έβαλε μιά κομπρέσσα στην αριστερή μεριά του μετώπου μου κι αποχώρησε ψυχρά.

     Έπεισα με το ζόρι τον εαυτό μου ότι είχε απόλυτο δίκιο. Τί διάολο περίμενα να πετύχω - τί στα κομμάτια θα μπορούσα να πετύχω μ' αυτό το ογκώδες κι απαίσιο περίβλημα σάρκας; Ένα απέραντο κύμα αηδίας με κατέκλυσε γι' αυτό το κορμί κι ένα αίσθημα απελπισμένης απογοήτευσης και να πάλι τα δάκρυα της απελπισίας. Λαχτάρησα το όμορφο, λεπτό κορμί μου που μ' ευχαριστούσε κι έκανε ό,τι του ζητούσα. Θυμήθηκα κάποτε που ο Ντόναλντ δείχνοντας ένα λεπτό δέντρο να λυγίζει στον άνεμο, μου το σύστησε σαν δίδυμη αδερφή μου. Κι αυτό μόνο μιά ή δυό μέρες πριν ... Τότε, εντελώς ξαφνικά, έκανα μιά ανακάλυψη που μ' έκανε, με αγώνα βέβαια, να αναπηδήσω. Το κενό μέρος του μυαλού μου είχε γεμίσει. Μπορούσα να θυμηθώ τα πάντα ... Η προσπάθεια μου ξανάφερε πονοκέφαλο κι έτσι χαλάρωσα και ξάπλωσα πάλι, ξαναφέρνοντάς τα όλα στο μυαλό μου μέχρι το σημείο που αποτραβήχτηκε η βελόνα και κάποιος καθάρισε το μπράτσο μου ...

     Τί συνέβη όμως μετά απ' αυτό; Περίμενα όνειρα και παραισθήσεις ... όχι όμως κι αυτή την εστιασμένη λεπτομερή αίσθηση της πραγματικότητας ... όχι αυτή τη κατάσταση που έμοιαζε με εφιάλτη τόσο ολοκληρωμένο ... Μα τί, για τ' όνομα του Θεού, τί στο καλό μου είχαν κάνει;

     Θα πρέπει να κοιμήθηκα πάλι γιατί όταν άνοιξα τα μάτια μου, έξω ήταν μέρα και μιά ομάδα μικρόσωμων γυναικών είχε έρθει ν' ασχοληθεί με την τουαλέτα μου. Έστρωσαν επιδέξια τα σεντόνια μου και με κύλησαν δεξιά-αριστερά με τεχνική σπεσιαλίστα για να με πλύνουν. Απολάμβανα τις υπηρεσίες τους νιώθοντας την φρεσκάδα της καθαριότητας και χαιρόμουν που ο πονοκέφαλος είχε σταματήσει εντελώς. Ενώ βρισκόμασταν στο τέλος της διαδικασίας ήρθε το τελικό χτύπημα. Μπήκαν απρόσκλητες δυο φιγούρες ντυμένες με μαύρες στολές κι ασημένια κουμπιά. Ήταν ο τύπος της Αμαζόνας, ψηλές, εύσωμες, καλοβαλμένες κι όμορφες. Οι μικρόσωμες γυναίκες τα παράτησαν όλα και με φοβισμένες κραυγές έφυγαν προς την πιό μακρινή γωνία του δωματίου όπου και λούφαξαν τρομαγμένες.

     Οι δυο με χαιρέτησαν με τον γνωστό τρόπο. Μ' ένα παράξενο μίγμα αποφασιστικότητας και σεβασμού η μιά απ' τις δυό με ρώτησε: "Εσύ είσαι η Ορχιδέα, η Μητέρα Ορχιδέα;"

     "Ετσι με φωνάζουν", παραδέχτηκα.

     Το κορίτσι δίστασε και μετά μ' ένα τόνο περισσότερο παρακλητικό παρά επιτακτικό, είπε: "Εχω διαταγές να σε συλλάβω, Μητέρα. Έλα μαζί μας, σε παρακαλώ". Ένα μουρμουρητό αναστάτωσης και δυσπιστίας ξέσπασε ανάμεσα στις μικρόσωμες γυναίκες της γωνίας. Η κοπέλλα με τη στολή τις ησύχασε με το βλέμμα και μόνο. "Ντύστε κι ετοιμάστε τη Μητέρα" διέταξε. Οι μικρόσωμες γυναίκες βγήκαν διστακτικά απ' τη γωνία απευθύνοντας νευρικά, εξευμενιστικά χαμόγελα προς το ζεύγος των ένστολων. Η δεύτερη τους είπε ζωηρά και κάπως ευγενικά: "Ελάτε, λοιπόν, ορμήστε" Και όρμησαν.

     Ήμουν πάλι φασκιωμένη σχεδόν μέσα στα ροζ μου υφάσματα όταν όρμησε μέσα η δόκτωρ. Σκυθρώπιασε μόλις είδε τις δυο ένστολες.

     "Τί είναι αυτά τα πράγματα; Τι κάνετε εδώ;" ρώτησε.

     Η αρχηγός των δυο εξήγησε.

     "Σύλληψη !" αναφώνησε η δόκτωρ. "Σύλληψη Μητέρας ! Ποτέ μου δεν άκουσα τέτοια βλακεία. Ποιά είναι η κατηγορία;"

     Η ένστολη κοπέλλα είπε λίγο ντροπαλά: "Κατηγορείται για Αντιδραστικότητα"

     Η δόκτωρ την κάρφωσε με το βλέμμα. "Αντιδραστική Μητέρα ! Τι άλλο θα σοφιστείτε; Δρόμο, έξω κι οι δυό σας".

     Η νεαρή γυναίκα διαμαρτυρήθηκε: "Εχουμε διαταγές Δόκτωρ"

     "Τρίχες. Δεν υπάρχει εντολή. Έχετε ακούσει ποτέ σας να συλλαμβάνεται Μητέρα;"

     "Όχι, Δόκτωρ"

     "Εντάξει, δεν θα δημιουργήσετε προηγούμενο τώρα. Εμπρός, δρόμο".

     Η ένστολη κοπέλλα δίστασε απελπισμένη και ξαφνικά της ήρθε μιά ιδέα. "Εάν μ' αφήνατε να έχω μιά υπογεγραμμένη άρνηση στη σύλληψη της Μητέρας ...;" πρότεινε απελπισμένα. Όταν οι δυό έφυγαν, ικανοποιημένες απόλυτα με το υπογεγραμμένο χαρτί, η δόκτωρ στράφηκε σκυθρωπά προς τις μικρόσωμες γυναίκες.

     "Δεν βοηθάτε φλυαρώντας ή μήπως κι οι υπηρέτριες τα καταφέρνουν; Αν σας ξεφύγει το παραμικρό απ' όσα έτυχε ν' ακούσετε εδώ μέσα θα ανάψετε φωτιές και θα μας βάλετε όλους σε μπελάδες. Αν ακούσω λοιπόν έστω και μιά κουβέντα θα ξέρω από ποιό στόμα ξέφυγε". Στράφηκε προς το μέρος μου. "Οσο για σένα, Μητέρα Ορχιδέα, θα σε παρακαλούσα πολύ να περιορίζεσαι στο Μέλλον σ' ένα ναι ή ένα όχι όταν ακούς τέτοιες ενοχλητικές κουβεντούλες. Θα τα ξαναπούμε σύντομα. Έχουμε μερικές ερωτήσεις ακόμα" πρόσθεσε κι έφυγε αφήνοντας πίσω της μιά συντριπτική, επιμελημένη σιωπή.

     Επέστρεψε μόλις μου είχαν πάρει το δίσκο με το λουκούλειο πρωϊνό και δεν ήταν μόνη. Τις τέσσερις γυναίκες που την συνόδευαν και φαίνονταν κανονικές σαν και κείνην, τις ακολουθούσε ένας αριθμός μικρόσωμων γυναικών, που έσερνε με δυσκολία τις καρέκλες, τις οποίες και τακτοποίησε στο πλάι του κρεββατιού μου. Όταν έφυγαν, οι πέντε γυναίκες που ήταν ντυμένες μ' ολόλευκες φόρμες, κάθισαν και και με παρατηρούσαν λες κι ήμουν κάποιο έκθεμα. Η μιά φαινόταν της ίδιας ηλικίας με την πρώτη γιατρό, δύο ήταν γύρω στα πενήντα και μιά γύρω στα εξήντα ή και λίγο παραπάνω.

     "Λοιπόν, Μητέρα Ορχιδέα", είπε η δόκτωρ μ' ένα τόνο σαν να άρχιζε τη διαδικασία, "είναι ολοφάνερο ότι συνέβη κάτι το εντελώς ασυνήθιστο. Φυσικό είναι να μας ενδιαφέρει να καταλάβουμε τί ακριβώς και πώς, αν είναι δυνατόν. Δεν υπάρχει λόγος ν' ανησυχείς για κείνες της αστυνομίας που εμφανίστηκαν το πρωί. Έτσι κι αλλιώς ήταν εντελώς απαράδεκτο νάρθουν εδώ. Αυτό που κάνουμε τώρα είναι μιά απλή έρευνα - μιά επιστημονική έρευνα - για να κατανοήσουμε αυτό που συνέβη".

     "Δεν γίνεται να ζητάς να καταλάβεις περισσότερα απ' όσα καταλαβαίνω κι εγώ η ίδια", απάντησα. Κύτταξα προς το μέρος τους, μετά το χώρο γύρω μου και τελικά το ογκώδες σχήμα μου. "Ξέρω καλά ότι όλ' αυτά πρέπει νά 'ναι μιά παραίσθηση, αλλά αυτό που με μπερδεύει περισσότερο είναι ότι φανταζόμουνα πάντα πως όλες οι παραισθήσεις πρέπει να είναι ατελείς σε μιά διάσταση τουλάχιστον - πρέπει να τους λείπει η πραγματικότητα σε μιά απ' τις αισθήσεις. Σ' αυτήν όμως δεν λείπουν. Έχω όλες τις αισθήσεις μου και μπορώ να τις χρησιμοποιήσω. Τίποτα δεν είναι σε μορφή υποκατάστατου. Είμαι παγιδευμένη σε σάρκα που είναι εμφανέστατη και στέρεα επίσης. Από όσα μπορώ να δω η μόνη φανερή ατέλεια είναι η αιτία - η οποιαδήποτε συμβολική αιτία".

     Οι άλλες τέσσερις γυναίκες με κυττούσαν κατάπληκτες. Η δόκτωρ τους έρριξε μιά ματιά σαν νά 'λεγε -τώρα ίσως και να με πιστεύετε - και στράφηκε πάλι σε μένα. "Θ' αρχίσουμε με μερικές ερωτήσεις" είπε.

     "Πριν αρχίσεις" την έκοψα, "θέλω να προσθέσω κάτι σ' αυτά που σου είπα χτες το βράδυ. Τα θυμήθηκα όλα".

     "Ίσως νά 'ναι το χτύπημα απ' το πέσιμο" υπέθεσε η άλλη, κυττώντας την κομπρέσα μου. "Τί προσπαθούσες να κάνεις;"

     Αγνόησα το τελευταίο σχόλιο. "Νομίζω πως θά 'ταν προτιμότερο να σου διηγηθώ το κομμάτι που λείπει - ίσως βοηθήσει τα πράγματα - ή κάπως τέλος πάντων".

     "Εντάξει", συμφώνησε. "Μου είπες ότι ήσουν παντρεμένη κι ότι ο σύζυγός σου σκοτώθηκε σχεδόν αμέσως μετά". Κύτταξε τις άλλες. Το ανέκφραστο του προσώπου τους φαινόταν κάπως προσεγμένο. "Ήταν μετά απ' αυτό το σημείο που δεν θυμόταν τίποτα" πρόσθεσε.

     "Ναι", είπα, "ήταν πιλότος δοκιμών", τους εξήγησα. "Συνέβη έξι μήνες μετά τον γάμο μας και μόλις έναν μήνα πριν λήξει το συμβόλαιό του". "Μετά το γεγονός, μιά θεία με πήρε μακριά για λίγες βδομάδες. Δεν νομίζω πως θα θυμηθώ ποτέ μου αυτό το κομμάτι ειδικά, δεν πρόσεχα τίποτα εκείνο το διάστημα ... Θυμάμαι όμως μετά που ξύπνησα ένα πρωϊ και είδα τα πράγματα διαφορετικά και είπα στον εαυτό μου πως δεν μπορούσα να συνεχίσω έτσι. Ήξερα πως έπρεπε να έχω κάποια δουλειά, κάτι που να με κρατά απασχολημένη. Ο Δόκτωρ Χελλάϋερ, ο επικεφαλής του Νοσοκομείου Ρέητσεστερ, όπου εργαζόμουν πριν παντρευτώ, μου είπε πως θα ήταν χαρά του να με έχει πάλι κοντά του. Έτσι γύρισα και δούλεψα πολύ σκληρά, τόσο που να μη μου μένει χρόνος να σκέφτομαι. Αυτό νομίζω πως έγινε πριν οκτώ μήνες περίπου από τώρα. Μιά μέρα λοιπόν ο Δρ. Χελλάϋερ μου μίλησε για ένα φάρμακο που είχε καταφέρει να παρασκευάσει ένας φίλος του.Δεν νομίζω πως έψαχνε για εθελοντές, εγώ όμως προσφέρθηκα να το δοκιμάσω. Σύμφωνα με τα λόγια του το φάρμακο αυτό μάλλον παρουσίαζε σημαντικές ιδιότητες. Το είδα σαν μιά ευκαιρία να κάνω κάτι χρήσιμο. Αργά ή γρήγορα κάποιος θα το δοκίμαζε και μιά κι εγώ δεν είχα να χάσω τίποτα πιά κι ούτε και μ' ένοιαζε ό,τι και να συνέβαινε, σκέφτηκα να είμαι αυτή που θα το δοκίμαζε".

     Η δόκτωρ που μιλούσε με διέκοψε για να ρωτήσει: "Ποιό ήταν αυτό το φάρμακο;"

     "Λεγόταν τσουϊνζουατίν" της είπα "Μήπως το ξέρεις;" Εκείνη κούνησε το κεφάλι της. Μιά από τις άλλες πετάχτηκε: "Εχω ακούσει το όνομα. Τί είναι;"

     "Είναι ένα ναρκωτικό", της είπα. "Στην πρωταρχική του μορφή βρίσκεται στα φύλλα ενός δέντρου που ευδοκιμεί κυρίως στα νότια της Βενεζουέλας. Η φυλή των Ινδιάνων που ζει εκεί έκανε την πρώτη ανακάλυψη, όπως έκαναν κι άλλοι με κινίνο και μεσκαλίν. Και το χρησιμοποιούσαν για όργια πάνω απ' όλα. Μερικοί απ' αυτούς καθόταν και μασούσαν τα φύλλα - έπρεπε να μασήσουν γύρω στις έξι ουγγιές από δαύτα - και περιέρχονταν σταδιακά σε μιά κατάσταση έκστασης, κάτι σαν ζόμπι. Αυτό διαρκούσε γύρω στις τρεις με τέσσερις μέρες. Στο διάστημα αυτό οι άνθρωποι ήταν εντελώς ανίσχυροι κι ανίκανοι ακόμα και να αυτοεξυπηρετηθούν. Έτσι ορίζονταν άλλα μέλη της φυλής να τους προσέχουν σαν να ήταν παιδιά και να τους φυλάνε. Είναι απαραίτητο να τους επιτηρούν επειδή οι Ινδιάνοι πιστεύουν ότι το τσουϊνζουατίν απελευθερώνει το πνεύμα από το σώμα, αφήνοντάς το εντελώς αχαλίνωτο να περιπλανάται οπουδήποτε στο χώρο και στο χρόνο. Η πιό σημαντική φροντίδα του φύλακα είναι να προσέχει μήπως και κάποιο άλλο περιπλανόμενο πνεύμα γλιστρήσει στο σώμα ενώ ο πραγματικός ιδιοκτήτης είναι μακριά. Όταν οι εκστασιασμένοι επανέλθουν πλήρως, ισχυρίζονται ότι είχαν υπέροχες μυστικιστικές εμπειρίες. Μάλλον δεν υπάρχουν παρενέργειες, όπως τις εννοούμε στις κανονικές αρρώστιες, ούτε και συμπτώματα εθισμού. Παρόλα αυτά λέγεται ότι μυστικιστικές εμπειρίες είναι πολύ έντονες και ότι τις θυμούνται πολύ καθαρά. Ο φίλος του Δρα. Χελλάϋερ είχε δοκιμάσει το παρασκευασμένο τσουϊνζουατίν σε αρκετά ζώα στο εργαστήριο και επεξεργάστηκε και τη δόση και τις αντοχές κι όλα τα σχετικά, μόνο που δεν μπορούσε να πει τίποτα φυσικά για την όποια ισχύ είχαν οι αναφορές σχετικά με τις μυστικιστικές εμπειρίες, αν υπήρχε κάποια δηλαδή. Πιθανώς να ήταν προϊόν της επίδρασης του ναρκωτικού στο νευρικό σύστημα. Για την περίπτωση όμως που αυτή η παρενέργεια προκαλούσε την αίσθηση της ευχαρίστησης, της έκστασης, του τρόμου, του φόβου, της φρίκης ή και μιάς ντουζίνας ακόμα αισθημάτων, δεν ήταν σε θέση να πει το παραμικρό χωρίς ένα ανθρώπινο ινδικό χοιρίδιο. Γιαυτό και προσφέρθηκα εθελοντικά".

     Σταμάτησα. Κύτταξα τα σοβαρά, σαστισμένα τους πρόσωπα και τα βουνά από ροζ σατέν που είχα μπροστά μου. "Τελικά" πρόσθεσα, "φαίνεται ότι προκάλεσε έναν συνδυασμό παράλογου, ακατανόητου και γκροτέσκου". Επρόκειτο για γυναίκες σοβαρές, που δεν ήταν και τόσο εύκολο να τις παραπλανήσεις. Βρίσκονταν εδώ για να αναιρέσουν μιά ανωμαλία, αν μπορούσαν βέβαια.

     "Κατάλαβα", είπε η γυναίκα που μιλούσε σαν εκπρόσωπος μ' έναν τόνο όλο επιφύλαξη κι έτσι για να πει κάτι. Χαμήλωσε το βλέμμα στα χαρτιά της όπου είχε κρατήσει κάποιες σημειώσεις. "Μπορείς να μας δώσεις τώρα το χρόνο και την ημερομηνία της διεξαγωγής αυτού του πειράματος;"

     Και μπορούσα και τους είπα και μετά απ' αυτό οι ερωτήσεις πέσανε βροχή. Το πιό ικανοποιητικό κομμάτι της όλης ιστορίας ήταν κατά τη γνώμη μου ότι ακόμα κι όταν οι απαντήσεις μου τις έκαναν να νιώθουν όλο και πιό αβέβαιες για τον εαυτό τους όσο προχωρούσαμε, δείχνανε τουλάχιστον να τις δέχονται. Ενώ όταν έκανα εγώ κάποια ερώτηση, κυττούσαν να την αποφύγουν ή να απαντήσουν με το ζόρι σαν να επρόκειτο για μιά διακοπή άνευ σημασίας. Συνεχίζανε ακάθεκτες και διέκοψαν μόνον όταν ήρθε το επόμενο γεύμα μου. Τότε έφυγαν αφήνοντάς με ήσυχη. Τις περίμενα και δεν τις περίμενα να επιστρέψουν κι όταν δεν γύρισαν, έπεσα σ' έναν λήθαργο από τον οποίο με ξύπνησε η επιδρομή μιάς ομάδας μικρόσωμων γυναικών που έπεσαν πάνω μου σαν μέλισσες. Είχαν κουβαλήσει κι ένα τρόλλεϋ και σε χρόνο μηδέν με είχαν βγάλει μ' αυτό έξω από το κτίριο - όχι όμως από την διαδρομή του ερχομού μου. Αυτή τη φορά κατεβήκαμε μιά ράμπα που στην άκρη της περίμενε το ίδιο ή κάποιο άλλο ροζ ασθενοφόρο. Αφού με επιβίβασαν με ασφάλεια, μπήκαν και τρεις απ' αυτές μέσα για συνοδεία. Άρχισαν να φλυαρούν όπως συνήθιζαν και συνέχισαν ασταμάτητα τη μιάμιση ώρα που κράτησε η διαδρομή.

     Η εξοχή ελάχιστα διέφερε από κείνη που είχα ήδη δει. Με το που περάσαμε την πύλη πάλι τα ίδια νοικοκυρεμένα χωράφια και τα τυποποιημένα αγροκτήματα. Οι κατά περίπτωση χτισμένες περιοχές δεν ήταν εκτεταμένες και τις αποτελούσαν ομοιόμορφα πυκνοχτισμένα κτίρια και τρέχαμε πάλι σε δρόμο που το οδόστρωμά του δεν ήταν και τόσο καλό. Υπήρχαν μερικές ομάδες γυναικών τύπου Αμαζόνας και πιό σπάνια μεμονωμένα άτομα που φαίνονταν να δουλεύουν στους αγρούς. Η αραιή κυκλοφορία ήταν φορτηγά κυρίως, μεγάλα ή μικρά, μερικά λεωφορεία που και πού, πουθενά όμως δεν είδαμε γιωταχί. Συλλογίστηκα ότι η παραίσθησή μου ήταν φοβερά ακριβής στις λεπτομέρειες. Για παράδειγμα, ούτε μιά ομάδα Αμαζόνων δεν παρέλειψε να σηκώσει το δεξί χέρι σ' έναν φιλικό χαιρετισμό όλο σεβασμό προς το ροζ αυτοκίνητο.

     Κάποτε περάσαμε μιά διασταύρωση. Κυττώντας κάτω από τη γέφυρα νόμισα για μιά στιγμή ότι ήμασταν πάνω από ξερή κοίτη κάποιου χείμαρου. Μετά όμως πρόσεξα έναν στύλο να γέρνει σε παράξενη γωνία ανάμεσα σε πρασινάδες και αγριόχορτα. Τα περισσότερα εξαρτήματά του ήταν πεσμένα στο έδαφος. Ωστόσο είχαν μείνει αρκετά για να καταλάβω ότι επρόκειτο για σιδηροδρομικό σήμα.

     Περάσαμε μέσα από μιά ομάδα συγκεντρωμένων κτιρίων που λόγω μεγέθους έμοιαζε με πόλη σχεδόν και μετά από δυό-τρία μίλια κι αφού περάσαμε μιά καταστόλιστη πύλη τρέχαμε μέσα σ' ένα πάρκο. Ως προς τις λεπτομέρειες έμοιαζε μ' εκείνο που είχαμε αφήσει πίσω μας. Οι πρασιές σαν βελούδο, τα παρτέρια ζωντανά και γεμάτα ανοιξιάτικα λουλούδια. Η σημαντική διαφορά ήταν στα κτίρια που δεν ήταν ογκώδη. Ήταν σπίτια, πολύ μικρά τα περισσότερα, με ποικιλία στο στυλ και συχνά όχι μεγαλύτερα από μονόχωρα εξοχικά. Για πρώτη φορά σταμάτησαν τη φλυαρία και τα παρατηρούσαν με φανερό δέος.

     Η οδηγός σταμάτησε κάπου, για να ρωτήσει για το δρόμο μιά Αμαζόνα με φόρμα που περπατούσε μ' ένα πηλοφόρι στους ώμους της. Μας κατηύθυνε και μου έστειλε απ' το παράθυρο έναν χαρούμενο χαιρετισμό όλο σεβασμό. Συνεχίσαμε, ώσπου φτάσαμε μπροστά σ' ένα κομψό, μικρό διόροφο σπίτι σαν κατοικία.

     Αυτή τη φορά δεν υπήρξε τρόλλεϋ. Οι μικρόσωμες γυναίκες, με τη βοήθεια της οδηγού, σκορπίστηκαν για να με βοηθήσουν να βγώ έξω και μετά, σε σχηματισμό αντηρίδας, με υποστήριξαν να μπω μέσα στο σπίτι.

     Στο εσωτερικό του σπιτιού, με μανουβράρανε με δυσκολία, περνώντας με μέσα από μιά πόρτα στ' αριστερά, έτσι που βρέθηκα μέσα σ'ένα όμορφο δωμάτιο, διακοσμημένο με λεπτότητα κι επιπλωμένο σύμφωνα με την εποχή του σπιτιού. Δίπλα στο τζάκι και σε μιά πολυθρόνα καθόταν μιά ασπρομάλλα γυναίκα ντυμένη μ' ένα μεταξωτό πορφυρό φόρεμα. Και το πρόσωπο και τα χέρια της φανέρωσαν κάποια ηλικία, με κυττούσε όμως με κοφτερό, αξιολάτρευτο βλέμμα.

     "Καλώς ήρθες, αγαπητή μου", είπε με μιά φωνή που δεν είχε ίχνος από το τρέμουλο που περίμενα ν' ακούσω. Το βλέμμα της έδειξε μιά καρέκλα. Υστερα με ξανακύτταξε και το σκέφτηκε καλύτερα. "Μάλλον θάσαι πιό άνετα στον καναπέ", πρότεινε.

     Παρατήρησα τον καναπέ - ένα γνήσιο Γεωργιανό κομμάτι, υπέθεσα - με αμφιβολία. "Θα το αντέξει;" αναρωτήθηκα φωναχτά.

     "Ω! υποθέτω πως ναι", είπε αλλά όχι και τόσο σίγουρη. Η ακολουθία μου με τοποθέτησε προσεκτικά στον καναπέ και στάθηκε δίπλα μου με μιά έκφραση άγχους. Όταν έγινε φανερό πιά ότι ακόμα κι αν έσπαγε θα μπορούσε να με αντέξει, η γηραιά κυρία έδιωξε την συνοδεία μου και χτύπησε ένα ασημένιο καμπανάκι. Τότε μπήκε μιά φιγούρα - μινιατούρα, μιά τέλεια σερβιτόρα ύψους ένα και δέκα περίπου. "Το ισπανικό κρασί, σε παρακαλώ, Μίλντρεντ", είπε η γηραιά κυρία. "Θα πιείς ένα κρασί, έτσι καλή μου;" πρόσθεσε απευθυνόμενη σε μένα.

     "Ννναί, νναί", απάντησα αδύναμα σαν χαμένη. Μετά από μιά παύση πρόσθεσα: "Συγνώμη Κυρία ... Δεσποινίς ..."

     "Ω! έπρεπε να συστηθώ. Με λένε Λώρα. Ούτε Κυρία ούτε Δεσποινίδα. Σκέτο Λώρα. Εσένα σε ξέρω. Είσαι η Ορχιδέα. Η Μητέρα Ορχιδέα".

     "Έτσι με φωνάζουν", παραδέχτηκα αηδιασμένη. Μελετούσαμε η μιά την άλλη. Για πρώτη φορά από τότε που άρχισα να ζω αυτή τη παραίσθηση είδα συμπάθεια στο βλέμμα κάποιου άλλου και οίκτο ακόμα. Ξανακύτταξα το δωμάτιο, σημειώνοντας την τελειότητα των λεπτομερειών. "Πείτε μου, δεν είμαι τρελλή, έτσι;" ρώτησα.

     Εκείνη κούνησε αργά το κεφάλι της, αλλά πριν προλάβει ν' απαντήσει, μπήκε η σερβιτόρα, κουβαλώντας έναν δίσκο με μιά μισογεμάτη καράφα και ποτήρια. Καθώς γέμιζε τα ποτήρια μας είδα την γηραιά κυρία να κυττά μιά την σερβιτόρα και μιά εμένα και μετά πάλι τη σερβιτόρα, σαν να μας συνέκρινε. Στο πρόσωπό της υπήρχε μιά περίεργη, ερευνητική έκφραση. Έκανα μιά προσπάθεια.

     "Μήπως είναι Μαδέρας;" υπέθεσα δυνατά. Φάνηκε έκπληκτη, μετά χαμογέλασε κι έκανε ένα νεύμα που έδειχνε εκτίμηση.

     "Νομίζω ότι πέρασες τις εξετάσεις που ήταν σκοπός αυτής της επίσκεψης με μιά παρατήρηση", είπε. Η σερβιτόρα - μινιατούρα έφυγε και σηκώσαμε τα ποτήρια μας. Η γηραιά κυρία ήπιε απ'το δικό της και μετά το ακούμπησε σ' ένα τραπεζάκι που βρισκόταν δίπλα της. "Οπως και νά 'χει, ίσως θά 'πρεπε να συνεχίσουμε λίγο ακόμα. Μήπως σου εξήγησαν, αγαπητή μου, το λόγο που σ' έστειλαν σε μένα;"

     "Όχι", κούνησα το κεφάλι μου.

     "Επειδή είμαι ιστορικός" με πληροφόρησε. "Η πρόσβαση στην ιστορία είναι ένα προνόμιο. Δεν το έχουν και πολλοί στις μέρες μας - και καμμιά φορά δίνεται κάπως απρόθυμα. Ευτυχώς υπάρχει ακόμα η αίσθηση να μην χαθούν εντελώς ολόκληροι τομείς της γνώσης - αν και μερικοί απ' αυτούς καταδιώκονται στο όνομα κάποιας πολιτικής υποψίας". Χαμογέλασε με αποδοκιμασία και συνέχισε. "Έτσι, όταν χρειαστεί επιβεβαίωση, είναι απαραίτητο να απευθυνθεί κανείς στον ειδικό. Σου δώσανε κάποια αναφορά για τη διάγνωσή σου;"

     Κούνησα πάλι το κεφάλι μου.

     "Το φαντάστηκα πως δεν θα σου είχανε δώσει. Πολύ επαγγελματικό, έτσι; Λοιπόν, θα σου πω τι μου είπαν στο τηλέφωνο όταν με πήραν από το Σπίτι των Μητέρων και έτσι θα καταλάβουμε καλύτερα περί τίνος πρόκειται. Με πληροφόρησαν λοιπόν ότι σου πήραν συνέντευξη διάφορες γιατροί που τους κίνησες το ενδιαφέρον, τις μπέρδεψες - κι υποψιάζομαι πως τις έφερες και σε πολύ δύσκολη θέση - τις φουκαριάρες. Βλέπεις οι γνώσεις που έχουν όλες τους στην ιστορία δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα επιπόλαιο πασάλειμμα. Εν συντομία λοιπόν δύο απ' αυτές είναι της γνώμης ότι υποφέρεις από παραισθήσεις σχιζοφρενικής φύσεως. Και τρεις τείνουν περισσότερο στη γνώμη ότι είσαι γνήσια περίπτωση μεταβιβασμένης προσωπικότητος. Είναι μιά εξαιρετικά σπάνια περίπτωση. Δεν υπάρχουν πάνω από τρεις αξιόπιστες καταγεγραμμένες περιπτώσεις, και όπως μου είπαν, η μία είναι η πιό αμφίβολη. Από τις επιβεβαιωμένες όμως, οι δύο συνδέονται με το ναρκωτικό τσουϊνζουατίν και η τρίτη μ'ένα ναρκωτικό με παρόμοιες ιδιότητες. Η πλειοψηφία των τριών γιατρών τώρα βρήκε τις απαντήσεις σου ως επί το πλείστον συνεπείς και είχε την αίσθηση ότι ήταν αυθεντικά λεπτομερείς. Αυτό σημαίνει ότι από όσα τους είπες δεν βρέθηκε τίποτα που να έρθει σε αντίθεση με όσα ήξεραν, αλλά, επειδή οι γνώσεις τους πέραν του επαγγελματικού τους πεδίου είναι πολύ λίγες, τους ήταν τρομερά δύσκολο και να τα πιστέψουν και να τα ελέγξουν. Έτσι κλήθηκα εγώ για να πω τη γνώμη μου, επειδή έχω καλύτερα μέσα ελέγχου". Σταμάτησε και με κύτταξε σκεφτική.

     "Είμαι σχεδόν σίγουρη", πρόσθεσε, "ότι η περίπτωσή σου θα είναι από τα πιό περίεργα και ενδιαφέροντα πράγματα που μου έτυχαν στη ζωή μου, που είναι και μακριά. Αχ! καλή μου, το ποτήρι σου είναι άδειο".

     "Μεταβιβασμένη προσωπικότητα", επανέλαβα με απορία καθώς έτεινα το ποτήρι μου. "Λοιπόν, αν ήταν δυνατόν αυτό ..."

     "Ω! δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία για την δυνατότητα. Οι τρεις περιπτώσεις που σου ανέφερα είναι εντελώς αυθεντικές".

     "Ίσως νά 'ναι κι αυτό - μάλλον", παραδέχτηκα. "Ίσως και νά 'ναι για μερικούς λόγους - για άλλους πάλι όχι. Είναι αυτή η ποιότητα του εφιάλτη. Εσύ, για παράδειγμα, μου φαίνεσαι κανονικότατη, κύττα εμένα όμως - και την μικρή σου σερβιτόρα! Σίγουρα υπάρχει κάποιο στοιχείο αυταπάτης. Φαίνομαι να βρίσκομαι εδώ, έτσι, και να σου μιλώ - αλλά δεν μπορεί νά 'ναι έτσι στ' αλήθεια, άρα πού βρίσκομαι;"

     "Νομίζω πως είμαι σε θέση να καταλάβω καλύτερα απ' τον καθένα πόσο εξωπραγματική φαίνεται η όλη κατάσταση σε σένα. Είναι γεγονός ότι σπατάλησα τόσο πολύ από τον χρόνο μου στα βιβλία που και σε μένα φαίνεται καμμιά φορά σαν μη πραγματικό - σαν να μην ανήκω τελικά πουθενά δηλαδή. Για πες μου τώρα, καλή μου, πότε γεννήθηκες;" Της είπα. Έμεινε σκεφτική για λίγο. "Χμ", έκανε. "Γεώργιος ο Έκτος - αλλά δεν θυμάσαι τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο;"

     "Όχι", συμφώνησα.

     "Ίσως όμως να θυμάσαι την στέψη του επόμενου μονάρχη; Ποιός ήταν;"

     "Η Ελισάβετ - Ελισάβετ η Δεύτερη. Η μητέρα μου με πήγε να δω όλη την τελετή" της είπα.

     "Θυμάσαι κάτι απ' αυτή;"

     "Όχι και πολλά, είναι η αλήθεια - εκτός του ότι έβρεχε όλη τη μέρα σχεδόν", παραδέχτηκα.

     Συνεχίσαμε κατ' αυτό το τρόπο για λίγο, και μετά χαμογέλασε καθησυχαστικά. "Λοιπόν, δεν νομίζω να μας χρειάζεται τίποτ' άλλο για να καθορίσουμε το σημείο. Έχω ακούσει κι από πριν γι' αυτή τη στέψη - από δεύτερο χέρι. Θα πρέπει να ήταν μιά υπέροχη σκηνή στο αββαείο". Ονειροπόλησε για λίγο κι έβγαλε έναν αναστεναγμό. "Ησουν πολύ υπομονετική μαζί μου, αγαπητή μου. Θα ήταν δίκαιο να σου τα πω με τη σειρά - πολύ φοβάμαι όμως ότι πρέπει να προετοιμαστείς για κάποιο σοκ".

     "Νομίζω πως συνήθισα πιά μετά τις τελευταίες μου τριανταέξι ώρες - ή ό,τι εμφανίστηκε σαν τριανταέξι ώρες" της είπα.

     "Αμφιβάλλω", μου απάντησε κυττώντας με σοβαρά.

     "Πες μου", της ζήτησα. "Αν μπορείς εξήγησέ τα μου όλα, σε παρακαλώ".

     "Το ποτήρι σου, καλή μου. Μετά θα σου ξετυλίξω το κουβάρι". Γέμισε τα ποτήρια μας και μετά με ρώτησε: "Ποιό πράγμα σου φάνηκε σαν το πιό παράξενο στην μέχρι τώρα εμπειρία σου;"

     Σκέφτηκα. "Είναι τόσα πολλά ..."

     "Δεν σου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι δεν είδες ούτε έναν άντρα;", πρότεινε. Το ξανασκέφτηκα. Θυμήθηκα τον απορημένο τόνο μιάς από τις Μητέρες όταν ρωτούσε: "Τί είναι άντρας;"

     "Αυτό είναι σίγουρα ένα από τα παράξενα" συμφώνησα. "Πού είναι οι άντρες;"

     Εκείνη κούνησε το κεφάλι της παρατηρώντας με διαρκώς. "Δεν υπάρχουν, καλή μου. Δεν υπάρχουν πιά. Ούτε ένας". Την κυττούσα απλώς με τα μάτια γουρλωμένα. Η έκφρασή της ήταν απόλυτα σοβαρή και συμπονετική. Δεν υπήρχε ούτε ίχνος δόλου ή πονηριάς όσο εγώ πάλευα με την ιδέα. Τελικά τα κατάφερα να ψελλίσω:

     "Μα, - μα αυτό είναι αδύνατον! Κάποιοι θα υπάρχουν, κάπου ... Δεν θα μπορούσατε - Εννοώ, πώς; Δηλαδή ..." Οι υποθέσεις που έκανα με οδηγούσαν σε πλήρη σύγχυση.

     Εκείνη κούνησε το κεφάλι της. "Ξέρω ότι θα πρέπει να σου φαίνεται εντελώς αδύνατον, Τζέην - μπορώ να σε φωνάζω Τζέην; Αλλά έτσι είναι. Είμαι γριά γυναίκα πιά, κοντεύω τα ογδόντα, και σ' όλη τη διάρκεια της ζωής μου δεν είδα ποτέ μου έναν άντρα - παρά μόνο σε παλιές εικόνες και φωτογραφίες. Πιές το κρασί σου, καλή μου. Θα σου κάνει καλό". Σταμάτησε. "Πολύ φοβάμαι ότι σε αναστάτωσε αυτή η αποκάλυψη".

     Υπάκουσα, τόσο χαμένη προς στιγμήν για περαιτέρω σχόλια, επαναστατώντας μέσα μου, δυσπιστώντας όχι κι εντελώς, αφού σίγουρα δεν είχα δει ούτε έναν άντρα, ούτε ίχνος του. Εκείνη παρέμεινε σιωπηλή, δίνοντάς μου το χρόνο να μαζέψω τις σκέψεις μου: "Έχω μιά μικρή ιδέα για το πώς πρέπει να νιώθεις. Δεν χρειάστηκε, ξέρεις, να μάθω όλη την ιστορία μου αποκλειστικά και μόνο από βιβλία. Όταν ήμουν κοπελλίτσα, δεκάξι ή δεκαεπτά, συνήθιζα να ακούω πολύ τη γιαγιά μου. Ήταν τότε στην ίδια ηλικία περίπου που είμαι εγώ τώρα, αλλά είχε πολύ γερό μνημονικό για τα χρόνια της νιότης της. Μπορούσα να δω σχεδόν τα μέρη για τα οποία μιλούσε - αλλά αποτελούσαν κομμάτια ενός κόσμου τόσο διαφορετικού, που μου ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβω πώς ένιωθε. Όταν μιλούσε για τον νεαρό που είχε αρραβωνιαστεί, τα δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά της, κι όχι μόνο για κείνον αλλά και για τον κόσμο γενικά που γνώρισε σαν κοπέλλα. Την λυπόμουνα, παρόλο που δεν μπορούσα να καταλάβω στ' αλήθεια πώς ένιωθε. Πώς μπορούσα άλλωστε; Τώρα όμως που είμαι και γω γριά κι έχω διαβάσει τόσο πολύ, νομίζω πως μπορώ να καταλάβω κάπως τα αισθήματά της". Με κύτταξε σοβαρά "Και συ, καλή μου. Ίσως και συ να ήσουν αρραβωνιασμένη και να ετοιμαζόσουνα για γάμο;"

     "Ήμουν παντρεμένη για λίγο" της είπα.

     Το συλλογίστηκε για λίγα λεπτά και μετά: "Θα πρέπει να είναι παράξενη εμπειρία να είσαι κτήμα κάποιου" παρατήρησε σκεπτικά.

     "Κτήμα;" αναφώνησα έκπληκτη.

     "Να σε εξουσιάζει ένας σύζυγος" εξήγησε συμπονετικά.

     Την κυττούσα επίμονα. "Μα δεν ήταν έτσι, δεν ήταν καθόλου έτσι" διαμαρτυρήθηκα. "Ήταν ..." αλλά εκεί έσπασα και ήμουν έτοιμη να με πάρουν τα κλάμματα. Για να την βοηθήσω να συνεχίσει την διήγησή της, ρώτησα: "Τί συνέβη λοιπόν; Τί στο καλό απέγιναν οι άντρες;"

     "Πέθαναν όλοι", μου είπε. "Αρρώστησαν. Κανείς δεν μπόρεσε να κάνει κάτι γι' αυτούς, κι έτσι πέθαναν. Σ' ένα χρόνο και κάτι είχαν φύγει όλοι - όλοι, αλλά πολύ σύντομα".

     "Ήταν σίγουρο όμως, σίγουρα θα κατέρρεαν τα πάντα;"

     "Ω, ναί. Έγινε σε μεγάλο βαθμό. Ήταν πολύ άσχημο. Έπεσε τρομερός λιμός. Τα βιομηχανικά μέρη χτυπήθηκαν χειρότερα. Στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες και στις αγροτικές περιοχές όπως και στην ύπαιθρο οι γυναίκες είχαν την δυνατότητα να στραφούν στη γη και να την καλλιεργήσουν για να κρατήσουν στη ζωή τους εαυτούς τους και τα παιδιά τους. Όλοι οι μεγάλοι οργανισμοί όμως κατέρρευσαν παντελώς. Οι μεταφορές διεκόπησαν πολύ σύντομα. Το πετρέλαιο τελείωσε και δεν έβγαινε πιά καθόλου κάρβουνο. Ήταν μιά φοβερή κατάσταση επειδή ενώ υπήρχε μεγάλος αριθμός γυναικών, που υπερτερούσε έναντι των ανδρών, στην πραγματικότητα για το μόνο πράγμα που θεωρούντο σημαντικές ήταν για τον καταναλωτισμό τους, για να ξοδεύουν χρήμα δηλαδή. Έτσι όταν ήρθε η κρίση άλλαξαν τακτική πιστεύοντας ότι η καθεμιά τους ήταν ικανή να τα βγάλει πέρα με ο,τιδήποτε το σημαντικό. Κι αυτό επειδή σχεδόν όλες τους είχαν υποστεί την αντρική κυριαρχία και έπρεπε να ζήσουν τη ζωή τους σαν οικόσιτα ζώα ή παράσιτα".

     Ξεκίνησα να διαμαρτύρομαι, το αριστερό της χέρι όμως μου έκανε νόημα να σταματήσω.

     "Δεν ήταν δικό τους το λάθος, όχι εντελώς τουλάχιστον" εξήγησε. "Παγιδεύτηκαν μέσα σε μιά πορεία και τα πάντα συνωμοτούσαν ενάντια στην απόδρασή τους. Ήταν μιά μακριά πορεία που πήγαινε πίσω στη Νότια Γαλλία του ενδέκατου αιώνα. Η ιδέα περί Ρομαντισμού άρχισε εκεί σαν κομψή και διασκεδαστική μόδα για τις αργόσχολες τάξεις. Σιγά-σιγά κι όσο περνούσε ο καιρός, διαδόθηκε στα περισσότερα κοινωνικά στρώματα αλλά μόνο στα τελευταία χρόνια του δέκατου ένατου αιώνα άρχισαν να διακρίνονται έξυπνες εμπορικές διαφημίσεις, η δε πραγματική τους εκμετάλλευση έγινε τον εικοστό αιώνα.
     Στις αρχές του εικοστού αιώνα οι γυναίκες άρχισαν να έχουν την ευκαιρία να οδηγούν τις ζωές τους χρήσιμα, δημιουργικά και με πολύ ενδιαφέρον. Αυτό όμως δεν ταίριαζε με το εμπόριο: το εμπόριο τις χρειαζόταν πολύ περισσότερο σαν μαζικές καταναλώτριες παρά στην παραγωγή - εκτός από τα επίπεδα ρουτίνας. Έτσι υιοθετήθηκε το Ρομάντσο κι αναπτύχθηκε σαν όπλο ενάντια στην περαιτέρω εξέλιξη των γυναικών και στην προώθηση της κατανάλωσης, και χρησιμοποιήθηκε εντονότατα.
     Οι γυναίκες ούτε για μιά στιγμή δεν επιτρεπόταν να ξεχνούν το φύλο τους και να νιώθουν ισότητα. Το καθετί έπρεπε νάχει την θηλυκή άποψη που να διαφέρει φυσικά από την αντίστοιχη αρσενική, και να σερβίρεται ασταμάτητα. Δεν θά 'ταν καθόλου δημοφιλές αλήθεια στους κατασκευαστές να βγάλουν μιά διαταγή επιστροφή στην κουζίνα, αλλά υπήρχαν κι άλλοι τρόποι. Θα μπορούσαν να εφεύρουν ένα επάγγελμα χωρίς καμμία διαφορά και να το ονομάσουν σύζυγος για το σπίτι. Οι κουζίνες μπορούσαν να γίνουν πιό εμφανίσιμες και πιό ακριβές στην κατασκευή τους. Θα μπορούσαν να το κάνουν να φανεί πιο επιθυμητό και να δείξουν ότι ο μόνος δρόμος για την πραγματοποίηση αυτού του εγκάρδιου πόθου περνούσε μέσα απ'τον γάμο.
     Έτσι ο τύπος στράφηκε σε εκατοντάδες εβδομαδιαία περιοδικά, τα οποία συγκέντρωναν την προσοχή των γυναικών αδιάκοπα κι αλύπητα στο πώς να πουλήσουν τον εαυτό τους σε κάποιον άντρα, έτσι ώστε ίσως να κατάφερναν να κάνουν μιά μικρή ασύμφορη οικονομικά μονάδα για ένα σπίτι, στο οποίο θα μπορούσαν να ξοδέψουν χρήματα.
     Ολόκληροι κλάδοι του εμπορίου προσαρμόστηκαν σ' αυτή την ρομαντική προσέγγιση και η μαγεία διαδόθηκε όλο και πιό πλατιά σε άρθρα, σε επιγραφές στους τοίχους και περισσότερο από παντού σε διαφημίσεις. Το Ρομάντσο βρήκε θέση σε ο,τιδήποτε μπορούσε να αγοράσει μιά γυναίκα, από εσώρουχα μέχρι μοτοσυκλέτες, από υγιεινές τροφές μέχρι φούρνους της κουζίνας, από αποσμητικά μέχρι ταξίδια στο εξωτερικό, μέχρι που σύντομα ζαλίστηκαν τόσο πολύ που δεν γινόταν να διασκεδάσουν άλλο.
     Ο αέρας γέμισε από αναστεναγμούς απογοήτευσης. Οι γυναίκες παραληρούσαν μπροστά στα μικρόφωνα λαχταρώντας μόνο να εξαγοραστούν, και να παραδοθούν, να λατρέψουν και να λατρευτούν. Το σινεμά διατήρησε την προπαγάνδα περισσότερο απ' όλους, πείθοντας το κυριότερο και πιό σημαντικό μέρος των θεατών του, που ήταν θηλυκού γένους, ότι τίποτα άλλο δεν άξιζε περισσότερο να πετύχεις στη ζωή από την πλήρη παθητικότητα στα δυνατά μπράτσα του Ρομάντσου. Η πίεση ήταν τέτοια που η πλειονότητα των νεαρών γυναικών περνούσε τον ελεύθερο χρόνο της ονειροπολώντας το Ρομάντσο και με ποιούς τρόπους θα το εξασφάλιζε. Έφτασαν σε τέτοιο σημείο που πίστευαν ειλικρινά πως το να γίνουν κτήμα κάποιου άντρα και να στήσουν ένα μικρό σπιτικό για να αγοράσουν όλα εκείνα τα πράγματα που οι κατασκευαστές ήθελαν να αγοράσουν θα ήταν η μεγαλύτερη ευτυχία που μπορούσε να τους προσφέρει η ζωή".

     "Μα", άρχισα να διαμαρτύρομαι πάλι. Η γηραιά κυρία όμως είχε ξεσηκωθεί τώρα και συνέχισε χωρίς να μου δίνει σημασία.

     "Ολα αυτά δεν βοηθούσαν καθόλου φυσικά στην αλλαγή της κοινωνίας. Τα διαζύγια τινάχτηκαν στα ύψη. Η αληθινή ζωή απλά δεν ήταν ικανή ούτε να πλησιάσει, πόσο μάλλον να προσφέρει το βαθμό της ρομαντικής μαγείας σαν καθαρή κληρονομιά κάθε κοπέλας. Ίσως υπήρχε τελικά περισσότερη απογοήτευση, ξύπνημα από την αυταπάτη και έλλειψη ικανοποίησης ανάμεσα στις γυναίκες από ό,τι τις άλλες φορές. Τί άλλο θα μπορούσε να κάνει μιά ευσυνείδητη ιδεαλίστρια μ' αυτή τη γελοία ιδέα λατρείας που καλλιεργούσε μιά ασταμάτητη προπαγάνδα από το να πάρει τα κατάλληλα μέτρα για να σπάσει αυτό τον αδύναμο γάμο που είχε κάνει και να ψάξει αλλού για το ιδανικό που, όπως πίστευε, της ανήκε δικαιωματικά;
     Ήταν μιά θλιβερή κατάσταση που δημιουργήθηκε από μιά εσκεμμένα προωθημένη δυσαρέσκεια. Ένα είδος ποντικοδρομίας που σε κάποιο σημείο της είχε σαν άπιαστο πάντα δόλωμα το θαυμαστό ρομαντικό ιδανικό. Μιά μικρή, εξαίρεση ίσως και να το έφτασε σχεδόν, αλλά για τις υπόλοιπες, εκτός αυτής της εξαίρεσης, υπήρξε μιά σκληρή, βασανιστική απάτη, που για χάρη της ξόδεψαν μάταια και τους εαυτούς τους και τα χρήματά τους φυσικά".

     Αυτή τη φορά κατάφερα να διαμαρτυρηθώ. "Μα δεν ήταν έτσι. Μερικά απ' αυτά που είπες ίσως και νά 'ναι αλήθεια - αλλά είναι μόνο η επιφάνεια. Ο τρόπος που έθεσες τα πράγματα δεν αγγίζει ούτε στο έλάχιστο την πραγματικότητα. Εγώ τα έζησα. Ξέρω".

     Κούνησε επικριτικά το κεφάλι της. "Υπάρχει και η άποψη ότι όταν είσαι πολύ κοντά στα πράγματα κάνεις σωστή εκτίμηση. Όταν όμως είμαστε από μακριά μπορούμε να τα δούμε πιό καθαρά. Μπορούμε να αντιληφθούμε μιά κατάσταση έτσι όπως ήταν πραγματικά - μιά χονδροειδέστατη και άκαρδη εκμετάλλευση της πλειοψηφίας με αδύναμη θέληση. Μερικές γυναίκες με μόρφωση κι αποφασιστικότητα στάθηκαν ικανές ν' αντισταθούν βέβαια στην όλη κατάσταση, αλλά με κάποιο κόστος.
     Πάντα θα υπάρχει ένα οδυνηρό τίμημα στην αντίσταση ενάντια της πίεσης της πλειοψηφίας. Ακόμα και κείνες λοιπόν δεν κατάφερναν πάντα να ξεφύγουν από την αμφιβολία. Μήπως έκαναν λάθος και οι υπόλοιπες αγωνιζόμενες στην ποντικοδρομία ίσως και να το διασκέδαζαν περισσότερο το πράγμα;
     Ξέρεις, είχαν παραμεριστεί οι μεγάλες ελπίδες για την χειραφέτηση της γυναίκας με τις οποίες είχε αρχίσει ο αιώνας. Η αγοραστική δύναμη είχε περάσει στα χέρια των αμόρφωτων κι αυτών που παρασύρονταν πολύ εύκολα. Η επιθυμία για το Ρομάντσο είναι στην ουσία μιά εγωιστική ευχή, κι όταν ενθαρρύνεται να κυριαρχήσει πάνω σε κάθε άλλη, καταρίπτει κάθε άλλη ενσωματωμένη πίστη .
     Η μεμονωμένη γυναίκα που αποκόπηκε λοιπόν απ' τις υπόλοιπες και μπήκε συγχρόνως στον συναγωνισμό με τις άλλες ήταν σχεδόν ανυπεράσπιστη. Έγινε το θύμα μιάς οργανωμένης υποβολής. Όταν λοιπόν η έλλειψη κάποιων αγαθών ή ανέσεων της παρουσιαζόταν ότι ίσως και νάταν μοιραία για το Ρομάντσο, εκείνη κατατρόμαζε, ανησυχούσε και γινόταν έτσι εξαιρετικά εκμεταλλεύσιμη. Θα πίστευε μόνον ό,τι της έλεγαν και θα ξόδευε ατέλειωτο χρόνο ανησυχώντας αν και κατά πόσον είχε κάνει όλα τα σωστά βήματα για να ενθαρρύνει το Ρομάντσο. Ετσι, με πανούργο τρόπο γινόταν και πάλι πιο εκμεταλλεύσιμη, πιο εξαρτημένη και λιγώτερο δημιουργική απ' όσο υπήρξε ποτέ πριν".

     "Λοιπόν", είπα "αυτή είναι η πιο περίεργα απαράδεκτη περιγραφή του κόσμου απ' όσες έχω ακούσει - μοιάζει σαν αντίγραφο, μόνο που όλες του οι αναλογίες είναι λάθος. Κι όσον αφορά το λιγότερο δημιουργικές - λοιπόν ίσως οι οικογένειες να ήταν μικρότερες, αλλά οι γυναίκες εξακολουθούσαν να κάνουν παιδιά. Ο πληθυσμός συνέχιζε ν' αυξάνεται".

     Τα μάτια της γηραιάς γυναίκας έμειναν για λίγο καρφωμένα πάνω μου.

     "Χωρίς αμφιβολία είσαι ένα σχεδόν σκεπτόμενο παιδί της εποχής σου" παρατήρησε, "τί σε κάνει να πιστεύεις ότι υπάρχει κάτι το δημιουργικό στο να κάνεις παιδιά; Θα αποκαλούσες δημιουργική μιά γλάστρα επειδή μέσα της φυτρώνουν και αναπτύσσονται σπόροι; Είναι μιά μηχανική λειτουργία, κι όπως όλες οι μηχανικές λειτουργίες, διενεργείται πάρα πολύ εύκολα με την ελάχιστη εξυπνάδα. Το να μεγαλώνεις ένα παιδί, να το μορφώνεις, να το βοηθάς να γίνει μιά προσωπικότητα, αυτό είναι δημιουργικό. Δυστυχώς όμως στην εποχή για την οποία μιλάμε, οι περισσότερες γυναίκες είχαν καθοδηγηθεί με επιτυχία έτσι ώστε να μεγαλώνουν τα κορίτσια τους με τέτοιο τρόπο που να καταντούν μόνον αλόγιστες καταναλώτριες όπως ήταν και οι ίδιες".

     "Μα", είπα απελπισμένα, "την ξέρω την εποχή. Ήταν η εποχή μου. Αυτή είναι διαστρέβλωση".

     "Η άποψη της ιστορίας πρέπει νά 'ναι ακριβέστερη" μου ξανά 'πε απαθής και συνέχισε: "Αν όμως αυτό που συνέβη έπρεπε να συμβεί, τότε διάλεξε μιά τυχαία χρονική στιγμή για να συμβεί. Εκατό χρόνια νωρίτερα, ακόμα και πενήντα χρόνια νωρίτερα, με λίγη τύχη θα σήμαινε εξαφάνιση. Πενήντα χρόνια αργότερα ίσως πολύ απλά να ήταν πολύ αργά. Ίσως να ερχόταν σ' έναν κόσμο στον οποίο όλες οι γυναίκες θα είχαν αυτοπεριοριστεί επωφελώς στα οικιακά και στην κατανάλωση. Ευτυχώς που στα μέσα του αιώνα μερικές γυναίκες εξακολούθησαν να γίνονται επαγγελματίες και πολύ γρήγορα ο μεγαλύτερος αριθμός επαγγελματιών γυναικών βρισκόταν στην ιατρική, πράγμα που σήμαινε ότι ο αριθμός τους ήταν στ' αλήθεια μεγάλος και ήταν και εξαιρετικά ικανές. Οι πιό ικανές επαγγελματίες ανάμεσά τους αποδείχτηκαν ζωτικής σημασίας αν θέλαμε να επιβιώσουμε στη νέα κατάσταση που βρεθήκαμε.
     Δεν έχω ιατρικές γνώσεις και δεν μπορώ να σου δώσω λεπτομέρειες για τα μέτρα που έλαβαν. Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ότι έγιναν εντατικές έρευνες σε σημεία που πιθανόν εσύ να μπορείς να καταλάβεις καλύτερα από μένα.
     Ένα είδος, ακόμα και το ανθρώπινο είδος, έχει φοβερή θέληση για επιβίωση και οι γιατροί διέγνωσαν ότι η θέληση έχει τους τρόπους της για να εκφραστεί. Μέσα στη πείνα και στο χάος και σ' όλες τις άλλες στερήσεις οι γεννήσεις των παιδιών συνεχίζονταν. Αυτό έπρεπε να γίνει. Η ανασυγκρότηση μπορούσε να περιμένει. Την προτεραιότητα είχε η νέα γενιά που θα βοηθούσε στην ανασυγκρότηση και μετά θα την κληρονομούσε. Έτσι γεννιόντουσαν παιδιά. Τα κορίτσια ζούσαν, τα αγόρια πέθαιναν. Αυτό ήταν πολύ λυπηρό και μεγάλη απώλεια συγχρόνως κι έτσι τώρα γεννιούνται μόνο κορίτσια - και πάλι ίσως εσύ να καταλάβαινες πιο εύκολα από μένα τα μέσα για την επίτευξη αυτού του γεγονότος.
     Όπως μου είπαν, δεν είναι και τόσο εντυπωσιακό όπως φαίνεται στην αρχή. Είναι φανερό πως η ακρίδα θα συνεχίσει να παράγει θηλυκές ακρίδες χωρίς αρσενικό, ή και χωρίς τη βοήθεια οποιουδήποτε άλλου είδους. Και η μελίγκρα επίσης είναι ικανή να επιβιώνει αναπαραγόμενη μόνη της και σε πλήρη μονήρη βίο για οκτώ γενιές στα σίγουρα, ίσως και περισσότερο. Συνεπώς θα ήταν μεγάλη δυστυχία για μας, έχοντας για βοήθεια όλη τη γνώση μας και τις δυνατότητες έρευνας, να βρεθούμε σ' αυτό το σημείο κατώτερες από την ακρίδα και τη μελίγκρα. Μήπως έχω άδικο;"

     Σταμάτησε κυττώντας με, περιμένοντας με περιέργεια την απάντησή μου. Ίσως να περίμενε κάποια ένδειξη θαυμασμού με μιά δόση δυσπιστίας ή και σοκαρίσματος ακόμα. Αν ήταν έτσι, την απογοήτευσα: Τεχνικά επιττεύγματα είχαν πάψει πια απλά να προκαλούν τον θαυμασμό από τότε που η ατομική φυσική έδειξε τον τρόπο με τον οποίο μιά ομάδα δυνατών μυαλών μπορεί με πίεση να καταρρίψει όλα τα εμπόδια. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι τα πάντα μπορούν να πραγματοποιηθούν. Αν είναι επιθυμητό αυτό ή αν αξίζει να το επιχειρήσουμε, αυτό είναι ένα θέμα εντελώς διαφορετικό. Κι αυτό μου φαίνεται πως εννοεί κάποιος σχετικά με την ερώτησή της. Την ρώτησα: "Και τί πετύχατε μ' αυτό;"

     "Την επιβίωση" είπε απλά.

     "Αντικειμενικά", συμφώνησα, "νομίζω ότι πετύχατε. Αλλά όταν αυτή η επιβίωση κόστισε όλα τα υπόλοιπα, όταν αγάπη, τέχνη, ποίηση, συγκίνηση και φυσική απόλαυση θυσιάστηκαν για την απλή συνέχιση της ύπαρξης, τί άλλο απομένει πέραν μιάς άψυχης ερημιάς; Ποιός μπορεί να είναι ο λόγος για περαιτέρω επιβίωση;"

     "Δεν ξέρω ποιός είναι ο λόγος, εκτός του ότι η επιβίωση είναι επιθυμία κοινή σε όλα τα είδη. Είμαι απολύτως σίγουρη ότι ο λόγος αυτής της επιθυμίας δεν ήταν περισσότερο σαφής στον εικοστό αιώνα από όσο είναι τώρα. Οσον αφορά τα υπόλοιπα, να ρωτήσω τώρα, γιατί υποθέτεις ότι έχουν εκλείψει;
     Η Σαπφώ δεν έγραψε ποίηση; Και η άποψή σου ότι το νάχεις ψυχή εξαρτάται από τον δυϊσμό των φύλων με εκπλήσσει. Δεν θεωρήθηκε συχνά ότι αυτά τα δύο φύλα βρίσκονται σ'ένα είδος διαμάχης ή μήπως κάνω λάθος;"

     "Σαν ιστορικός, που οφείλεις νάχεις μελετήσει άντρες, γυναίκες και κίνητρα, έπρεπε να καταλάβεις καλύτερα το νόημα των λόγων μου" της είπα.

     Εκείνη κούνησε το κεφάλι της με επίπληξη. "Αχ, καλή μου, είσαι τόσο πολύ το κατευθυνόμενο προϊόν της εποχής σου! Σου το είπαν σε όλα τα επίπεδα. Από τη δουλειά του Φρόυντ μέχρι τα πιό ασήμαντα γυναικεία περιοδικά, ότι μόνο το σεξ, εκλεπτυσμένο σε ρομαντική αγάπη, είναι η κινητήρια δύναμη του κόσμου - και συ τους πίστεψες. Αλλά ο κόσμος συνέχισε να γυρίζει και για άλλους επίσης - για τα έντομα, τα ψάρια, τα πουλιά, τα ζώα - και τι ιδέα λες νάχουν αυτά για την αγάπη, έστω και στις σύντομες εποχές του ζευγαρώματος; Εξαπατήθηκες, αγαπητή μου. Τα κατάφεραν να βάλουν τα ενδιαφέροντά σου σε κανάλια και τις φιλοδοξίες σου σε δρόμους που ήταν βολικοί κοινωνικά, κερδοφόροι οικονομικά και το κυριότερο ακίνδυνοι".

     Κούνησα το κεφάλι μου. "Απλώς δεν το πιστεύω. Εντάξει, κάτι γνωρίζεις για τον κόσμο μου - επιφανειακά όμως. Δεν μπορείς να τον καταλάβεις, ούτε να τον νιώσεις".

     "Αυτή είναι η καθοδήγησή σου, αγαπητή μου" είπε ήρεμα.

     Η επαναλαμβανόμενη υπόθεσή της με ερέθισε. Ρώτησα: "Ας υποθέσουμε ότι πιστεύω τα όσα λες, τότε τί είναι αυτό που κινεί τον κόσμο;"

     "Μα αυτό είναι απλό, καλή μου. Είναι η θέληση για δύναμη. Αυτό που τό 'χουμε από μωρά. Τό 'χουμε ακόμα και στα γεράματά μας. Είναι πιο θεμελιώδες κι επιθυμητό από το σεξ. Στο είπα ότι καθοδηγήθηκες άσχημα - ότι σε εκμεταλλεύτηκαν, ότι σε ξεζούμισαν για οικονομικά οφέλη.
     Μετά το χτύπημα της ασθένειας, οι γυναίκες, για πρώτη φορά στην ιστορία, έπαψαν να είναι η εκμεταλλεύσιμη τάξη. Χωρίς αρσενικούς ηγέτες να τις μπερδεύουν και να τις αποπροσανατολίζουν, άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι όλη η αληθινή δύναμη επανέρχεται στην γυναικεία αρχή. Το αρσενικό εξυπηρέτησε μόνον για έναν σύντομο, χρήσιμο σκοπό. Για το υπόλοιπο της ζωής του ήταν ένα οδυνηρό και δαπανηρό παράσιτο.
     Μόλις οι γιατρίνες άρχισαν να καταλαβαίνουν τη δύναμη, πιάστηκαν απ' αυτήν. Σε είκοσι χρόνια είχαν τον πλήρη έλεγχο. Μαζί τους είχαν και μερικές γυναίκες μηχανικούς, αρχιτέκτονες, δικηγόρους, διοικητικούς, μερικές δασκάλες και κάποιες άλλες ειδικότητες, αλλά οι γιατρίνες ήταν εκείνες που κρατούσαν τα κλειδιά της ζωής και του θανάτου. Το μέλλον ήταν στα χέρια τους και καθώς τα πράγματα άρχισαν σιγά-σιγά να ξαναβρίσκουν τον ρυθμό τους, εκείνες, μαζί με τις άλλες επαγγελματίες, παρέμειναν η άρχουσα τάξη κι έγιναν γνωστές σαν το Διδακτορείο. Εκείνο ήταν που ασκούσε εξουσία, έκανε νόμους και τους επέβαλε.
     Υπήρξε κι αντιπολίτευση, βέβαια. Ούτε η ανάμνηση της παλιάς εποχής ούτε και η επίδραση των είκοσι χρόνων ανομίας μπορούσαν να ξεχαστούν με μιάς. Οι γιατρίνες όμως είχαν το πάνω χέρι- κάθε γυναίκα που ήθελε παιδί έπρεπε να προστρέξει σ' αυτές κι έγινε γρήγορα αντιληπτό ότι η όλη διαδικασία θα μπορούσε να γίνει ικανοποιητικότατα μέσα σε μιά κοινότητα. Οι περιπλανώμενες ομάδες λιγόστεψαν και σιγά-σιγά αποκαταστάθηκε η τάξη.
     Αργότερα οι γιατρίνες αντιμετώπισαν μιά καλύτερα οργανωμένη αντιπολίτευση. Υπήρξε ένα κόμμα που ισχυριζόταν ότι η αρρώστια που είχε χτυπήσει τους άντρες και τους είχε κατατροπώσει, είχε κάνει τον κύκλο της και η ισορροπία μπορούσε κι έπρεπε να επανέλθει - ήταν γνωστές σαν Αντιδραστικές, κι έγιναν σκέτος πονοκέφαλος.
     Οι περισσότερες του Συμβουλίου του Διδακτορείου θυμόταν ακόμα πολύ καθαρά ένα σύστημα που έκανε χρήση της κάθε γυναικείας αδυναμίας και γιαυτό το λόγο το Διδακτορείο δεν κατάφερε να γίνει τίποτα περισσότερο από ένα απλό πολιτισμένο αποκορύφωμα της εκμετάλλευσης των γυναικών δια μέσου των αιώνων. Θυμόταν πως και στις ίδιες είχε δοθεί εντελώς απρόθυμα η άδεια να αποκτήσουν προσόντα για το επάγγελμά τους. Τώρα είχαν το πάνω χέρι. Δεν ένιωθαν καμμιά υποχρέωση να παραδώσουν την δύναμη και την εξουσία τους κι ίσως, χωρίς καμμιά αμφιβολία, την ελευθερία τους σ' ένα πλάσμα στο οποίο είχαν αποδείξει ότι ήταν αναλώσιμο, όχι μόνον βιολογικά αλλά μ' όλους τους άλλους τρόπους. Αρνήθηκαν ομόφωνα να κάνουν το παραμικρό βήμα που θα οδηγούσε στη δημιουργία σωματείου αυτόχειρων και οι Αντιδραστικές κηρύχθηκαν εκτός νόμου σαν ανατρεπτική κι εγκληματική οργάνωση.
     Το Συμβούλιο άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι είχε στα χέρια του μιά ανισόρροπη κοινωνία - μιά κοινωνία που ήταν αδύνατον να έχει κάποια συνέχεια - αφού η δομή της, μπορούμε να πούμε, ότι ήταν κατάλοιπο μιάς μορφής που είχε εκλείψει πιά. Ήταν αδύνατον να συνεχίσει μ' αυτό το σακατεμένο σχήμα κι όσο διάστημα το προσπάθησε η δυσαρέσκεια αυξανόταν. Έτσι, αν θέλαμε να σταθεροποιηθεί η δύναμη, έπρεπε να βρεθεί ένα νέο σχήμα κατάλληλο των περιστάσεων.
     Στην απόφαση για το σχήμα που θα έπαιρνε η κοινωνία, ελήφθησαν σοβαρά υπ' όψιν οι φυσικές τάσεις της ημιμαθούς και της αμόρφωτης γυναίκας, όπως π.χ. το ένστικτό της για τις αρχές της ιεραρχίας και την προδιάθεσή της να σέβεται τις τεχνητές διακρίσεις.
     Θα θυμάσαι ασφαλώς ότι και στην εποχή σου κάθε ανόητη γυναικούλα που ο σύζυγός της έπαιρνε κάποια διάκριση ή παράσημο, απαιτούσε αμέσως περισσότερο σεβασμό και ζήλια από τις άλλες γυναίκες, παρόλο που εκείνη παρέμενε η ίδια ανόητη γυναικούλα. Κι ακόμα ότι κάθε ομάδα ή κοινωνία ελεύθερων γυναικών έπεφτε σύντομα στην παγίδα και θα της γινόταν έμμονη ιδέα η δημιουργία και διαφύλαξη των κοινωνικών διακρίσεων. Συνδεδεμένη μ' αυτό τώρα είναι και η μεγάλη αξία που δίνουν συνήθως στο αίσθημα ασφάλειας αυτές οι κατηγορίες γυναικών .
     Σημαντική επίσης είναι η ικανότητα για αυτοθυσία και αφοσίωση και η ευσυνείδητη σκλαβιά στους κανόνες οποιουδήποτε τοπικού έθιμου. Φυσικά και είμαστε πολύ πειθαρχικά πλάσματα. Οι περισσότερες από μας είμαστε πιο ευτιχισμένες όταν γινόμαστε ορθόδοξες, συνεπώς ένας αμύητος μπορεί να βρει παράξενες τις συνήθειές μας. Η δυσκολία στην μεταχείρησή μας συνδέεται κυρίως με την εγκαθίδρυση των απαιτουμένων στάνταρ της ορθοδοξίας.
     Είναι φανερό ότι το Συμβούλιο σχεδιάζοντας ένα σύστημα που έχει σαν στόχο τη διατήρηση της επιτυχίας σε όλες τις περιπτώσεις, θά 'πρεπε να παρέχει έναν σκοπό σ' αυτά και σε άλλα χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Θά 'πρεπε να είναι ένα σχήμα, στο οποίο το εσωτερικό παιχνίδι των δυνάμεων να διατηρεί μιά ισορροπία καθώς και σεβασμό στην εξουσία. Ομως είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστούν οι λεπτομέρειες ενός τέτοιου οργανισμού.
     Διενεργήθηκε λοιπόν μιά εκτεταμένη μελέτη κοινωνικών σχημάτων και εντολών αλλά για αρκετά χρόνια κάθε σχέδιο που προωθούσε κάπως τα πράγματα απερρίπτετο πάντα σαν ακατάλληλο.
     Η αρχιτεκτονική της δομής που επιλέχτηκε τελικά ήταν λέει, αν και δεν ξέρω κατά πόσον είναι αλήθεια, εμπευσμένη από την Βίβλο - ένα βιβλίο που δεν ήταν ακόμα απαγορευμένο εκείνη την εποχή και πηγή πολλών αναβρασμών. Μου είπαν ότι έγινε κάπως έτσι:
     Πήγαινε στο μυρμήγκι, εσύ ο τεμπέλης, πρόσεξε τους τρόπους του.
     Το Συμβούλιο φάνηκε να ένιωσε ότι αυτή η συμβουλή, τροποποιημένη κατάλληλα, ίσως και να οδηγούσε σε μιά κατάσταση πραγμάτων που θα πρόσφερε τα πλέον απαραίτητα χαρακτηριστικά.
     Επιλέχθηκε σαν βάση ένα σύστημα τεσσάρων τάξεων, και μεγάλες διαφοροποιήσεις εισήχθησαν προοδευτικά. Αυτές τώρα που εγκαθιδρύθηκαν καλά, βοήθησαν πάρα πολύ στην διασφάλιση της σταθερότητας. Υπάρχει κάποιος σκοπός και φιιλοδοξία μέσα στη τάξη του καθενός, αλλά ποτέ κάποιος δεν σκέφτεται να περάσει από τη μιά τάξη στην άλλη. Ετσι, έχουμε το Διδακτορείο, την διοικητική τάξη των μορφωμένων - 50% των γυναικών προέρχονται βασικά από τον ιατρικό κλάδο. Τις Μητέρες, ο τίτλος τους δίνει από μόνος του την εξήγηση. Τις Υπηρέτριες, που είναι πολυάριθμες και μικρόσωμες για ψυχολογικούς λόγους. Τις Εργάτριες, που είναι δυνατές οργανικά και μυϊκά για να κάνουν τις βαρειές δουλειές. Και οι τρεις κατώτερες τάξεις σέβονται την εξουσία του Διδακτορείου. Και οι δύο υπηρετικές τάξεις σέβονται τις Μητέρες. Οι Υπηρέτριες θεωρούν τους εαυτούς τους πιο ευνοημένους από πλευράς καθηκόντων από τις Εργάτριες. Και οι Εργάτριες τείνουν να βλέπουν την αδυναμία των Υπηρετριών με μιά μισο-τρυφερή περιφρόνηση.
     Βλέπεις λοιπόν ότι πετύχαμε μιά ισορροπία η οποία αν και δουλεύει λίγο άγαρμπα προς το παρόν, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα βελτιωθεί. Φάνηκε προς στιγμήν ότι η εισαγωγή υποδιαιρέσεων θα παρουσίαζε πλεονεκτήματα ιδιαίτερα στην τάξη των Εργατριών και οι αστυνομικίνες θεωρήθηκε από μερικές ότι πρέπει να υπολογίζονται μειονεκτικά μιά και δεν απαιτείται παρά ελάχιστη μόρφωση για να ξεχωρίζουν από τις κανονικές εργάτριες."

     Συνέχισε εξηγώντας με αυξανόμενες λεπτομέρειες ενώ η απεραντοσύνη της όλης δομής και διαδικασίας με κατακούρασε.

     "Μυρμήγκια!", διέκοψα ξαφνικά. "Η φωλιά των μυρμηγκιών! Αυτό πήρατε για μοντέλο σας;"

     Φαινόταν έκπληκτη, είτε από τον τόνο μου είτε από το γεγονός ότι τα όσα έλεγε έπαιρναν πολύ χρόνο για να καταγραφούν στο μυαλό μου. "Και γιατί όχι;" ρώτησε. "Σίγουρα πρόκειται για το πιο παλιό και αυθεντικό κοινωνικό πρότυπο που έφτιαξε η φύση - αν και μερικές προσαρμογές ..."

     "Θέλεις να πεις, μου λες δηλαδή, ότι μόνον οι Μητέρες έχουν παιδιά;" ρώτησα.

     "Ω, και τα μέλη του Διδακτορείου κάνουν παιδιά, όταν το θελήσουν" με διαβεβαίωσε.

     "Μα, - μα"

     "Το Συμβούλιο αποφασίζει τις αναλογίες" και συνέχισε να εξηγεί.
     "Οι Γιατρίνες εξετάζουν στις κλινικές τα μικρά και τα τοποθετούν καταλλήλως στις διάφορες τάξεις. Μετά απ' αυτό φυσικά είναι θέμα επίβλεψης για κατάλληλη σίτιση, αδενικό έλεγχο και σωστή εκπαίδευση".

     "Μα", αντιγύρισα άγρια. "Γιατί γίνεται όλη αυτή η φασαρία; Τί νόημα έχει; Τί νόημα έχει να ζεις έτσι;"

     "Α, τί νόημα έχει να είσαι ζωντανή; Εσύ θα μου πεις" πρότεινε.

     "Μα προοριζόμαστε για να αγαπάμε και να μας αγαπούν, να κάνουμε παιδιά που να τα αγαπάμε με ανθρώπους που αγαπάμε."

     "Νάτην πάλι η καθοδήγησή σου. Να θριαμβολογείς και να βλέπεις με ρομαντισμό πρωτόγονες ζωώδεις καταστάσεις. Είσαι σίγουρη ότι πιστεύεις πως είμαστε ανώτεροι από τα ζώα;"

     "Φυσικά το πιστεύω, αλλά ..."

     "Μιλάς γι' αγάπη, αλλά τι μπορεί να ξέρεις εσύ από αγάπη που υπάρχει μεταξύ μάνας και κόρης όταν δεν υπάρχει άντρας να προκαλεί ζήλια; Ξέρεις κάποιο συναίσθημα πιο αγνό και άδολο από την αγάπη ενός κοριτσιού για τις μικρότερες αδελφές του;"

     "Μα δεν καταλαβαίνεις" διαμαρτυρήθηκα πάλι. "Πώς μπορείς να καταλάβεις μιά αγάπη που χρωματίζει τον κόσμο όλο; Που συγκεντρώνεται στην καρδιά σου κι έρχεται από κεί να διαπεράσει ολάκερη την ύπαρξή σου, που μπορεί να επηρεάσει όλο σου το είναι, ό,τι αγγίζεις, ό,τι ακούς ... Μπορεί να πληγώσει φρικτά, το ξέρω, ναί, το ξέρω, αλλά μπορεί και να τρέξει σαν ηλιαχτίδα στις φλέβες σου ... Μπορεί να σε κάνει κήπο έξω από τενεκομαχαλά ... Από κουρέλι να σε μετατρέψει σε χρυσοκέντητο ύφασμα. Να βγάλει μουσική από χείλια που μιλούν μόνο. Μπορεί να σε κάνει να δεις τον κόσμο ολόκληρο μέσα στα μάτια κάποιου. Ω, δεν πρόκειται να καταλάβεις ... δεν ξέρεις ... δεν μπορείς ... Ω, Ντόναλντ, αγάπη μου, πώς είναι δυνατόν να της δείξω κάτι που ούτε να υποθέσει δεν μπορεί;"

     Μεσολάβησε μιά αβέβαιη διακοπή και μετά εκείνη είπε: "Μα φυσικά, στο δικό σου κοινωνικό σχήμα, ήταν αναγκαίο για σένα να έχεις αυτή την κατευθυνόμενη αντίδραση, αλλά δύσκολα θα περίμενες από μας να παραδώσουμε την ελευθερία μας, να γίνουμε συνεργοί στην υποταγή μας, επαναφέροντας στο προσκήνιο τους καταπιεστές μας".

     "Ω, δεν θα καταλάβεις! Μόνον οι πιό ανόητοι άντρες και γυναίκες ήταν εκείνοι που βρίσκονταν σε διαρκή διαμάχη μεταξύ τους. Οι περισσότεροι από μας συμπληρώναμε ο ένας τον άλλο. Ήμασταν ζευγάρια που σχηματίζανε μονάδες".

     Εκείνη χαμογέλασε. "Λοιπόν, αγαπητή μου, είτε είσαι εκπληκτικά άρρωστα πληροφορημένη για την εποχή σου ή διαφορετικά η ανοησία για την οποία μίλησες κυριαρχούσε φανταστικά. Ούτε σαν γυναίκα, ούτε και σαν ιστορικός, μπορώ να πιστέψω ότι θα υπήρχε τρόπος να βρούμε κάποια δικαιολογία για να επαναφέρουμε τέτοια κατάσταση πραγμάτων. Το πρωτόγονο στάδιο της ανάπτυξής μας έδωσε πια τη θέση του σε πολιτισμένη κατάσταση.
     Η Γυναίκα που είναι το πλοίο της ζωής, είχε την ατυχία να βρει τον άντρα απαραίτητο για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά αυτό πάει, έληξε πια. Προτείνεις λοιπόν ένα τέτοιο άχρηστο κι επικίνδυνο φορτίο να διατηρηθεί μόνο και μόνο για καθαρά συναισθηματικούς λόγους;
     Θα παραδεχτώ ότι χάσαμε κάποιες μηδαμινές ανέσεις .Θα πρόσεξες, πιστεύω, ότι από μηχανικής πλευράς στερούμαστε επινοήσεων και τείνουμε να αντιγράφουμε τις πατέντες που κληρονομήσαμε. Αυτό όμως ελάχιστα μας δυσκολεύει. Τα ενδιαφέροντά μας δεν σχετίζονται με τα ανόργανα, αλλά με τα οργανικά και τα αισθαντικά. Οι άντρες ίσως μπορούσαν να μας δείξουν πώς να ταξιδεύουμε πιο γρήγορα ή πώς να πετάξουμε στο φεγγάρι ή πώς να σκοτώσουμε γρηγορότερα περισσότερους ανθρώπους. Δεν νομίζουμε όμως ότι τέτοιου είδους γνώση θα ήταν καλό αντίτιμο για να ξαναγίνουμε σκλάβες.
     Όχι, αυτός ο κόσμος μας ταιριάζει περισσότερο, ταιριάζει σε όλες μας, εκτός από μερικές Αντιδραστικές. Είδες τις Υπηρέτριές μας. Ίσως οι τρόποι τους να είναι λίγο μαζεμένοι, αλλά μήπως τις είδες τυραννισμένες ή θλιμένες; Δεν φλυαρούν μεταξύ τους ζωηρά και κεφάτα σαν σπουργιτάκια; Και οι Εργάτριες - αυτές που αποκάλεσες Αμαζόνες - δεν φαίνονται δυνατές, υγιείς και γεμάτες ζωή;"

     "Ναι, αλλά τις κλέβετε, κλέβετε απ' όλες τα πατρογονικά τους δικαιώματα."

     "Μην υποκρίνεσαι, αγαπητή μου. Μήπως και το δικό σου κοινωνικό σύστημα δεν συνωμοτεί για να ληστέψει το γενετήσιο δικαίωμα μιάς γυναίκας εκτός κι αν παντρευτεί; Κι όχι μόνο δεν την αφήνετε να το μάθει, αλλά της το κοπανάτε κοινωνικά. Στη δική μας κοινωνία οι Εργάτριες και οι Υπηρέτριές μας δεν το ξέρουν και δεν ανησυχούν με την έννοια της ακαταλληλότητας. Η Μητρότητα είναι η λειτουργία των Μητέρων και σαν τέτοια την καταλαβαίνουν."

     Κούνησα το κεφάλι μου. "Κι όμως ληστεύτηκαν. Μιά γυναίκα έχει το δικαίωμα ν' αγαπά ..."

     Για πρώτη φορά ήταν ανυπόμονη καθώς μ'έκοψε γρήγορα. "Επαναλαμβάνεις συνέχεια την προπαγάνδα της εποχής σου. Η αγάπη για την οποία μιλάς, αγαπητή μου, υπήρξε στο μικρό προστατευμένο κομμάτι του κόσμου σου κι αυτό λόγω της ευγένειας και των ευνοϊκών συνθηκών. Σπάνια σου επιτρεπόταν να δεις το άλλο της πρόσωπο που δεν είχε το λούστρο του Ρομάντσου. Ποτέ δεν αγοράστηκες και δεν πουλήθηκες ανοιχτά σαν ζωντανό στοκ. Ποτέ σου δεν χρειάστηκε να πουληθείς στον πρώτο τυχόντα μόνο και μόνο για να ζήσεις. Δεν σου έτυχε ποτέ να είσαι μιά από τις γυναίκες που διαμέσου των αιώνων ούρλιαξαν από αγωνία και υπέφεραν και πέθαναν από την αγριότητα εισβολέων σε κάποια λεηλατημένη πόλη - ούτε και ρίχτηκες ποτέ σε μιά κόλαση φωτιάς για να σωθείς. Δεν υποχρεώθηκες ποτέ σου να καείς μαζί με την σορό του πεθαμένου συζύγου σου. Ούτε και πέρασες όλη σου τη ζωή φυλακισμένη σ' ένα χαρέμι. Δεν υπήρξες ποτέ σου φορτίο σε σκλαβοκάραβο. Δεν χρειάστηκες ποτέ σου να μείνεις ζωντανή μόνο και μόνο για την ευχαρίστηση του κύριου και αφέντη σου ...
     Αυτή είναι η άλλη πλευρά - η αιώνια πλευρά. Δεν πρόκειται να ξαναγίνουν αυτά. Τέλειωσαν επιτέλους. Και τολμάς να προτείνεις να τα ανακαλέσουμε και να τα υποφέρουμε πάλι;

     "Μα τα περισσότερα απ' αυτά είχαν εκλείψει ήδη" διαμαρτυρήθηκα. "Ο κόσμος πήγαινε καλύτερα".

     "Πήγαινε;", είπε. "Αναρωτιέμαι αν οι γυναίκες του Βερολίνου σκέφτονταν το ίδιο όταν έπεφτε η πόλη. Στ' αλήθεια πήγαινε καλύτερα; Ή μήπως βρισκόταν στα όρια ενός νέου βαρβαρισμού;"

     "Αν όμως για να απαλλαγείς από το κακό πρέπει να πετάξεις και το καλό, τότε τί απομένει;"

     "Εδώ είναι το μεγάλο πρόβλημα. Ο άντρας ήταν μόνο το μέσον για έναν σκοπό. Τον χρειαζόμασταν για να κάνει παιδιά. Το υπόλοιπο της ζωτικότητάς του μετρούσε μόνο για όλη τη δυστυχία του κόσμου. Είμαστε σαφώς καλύτερα χωρίς αυτόν".

     "Θεωρείς λοιπόν ότι στ' αλήθεια έχετε βελτιωθεί σωματικά;" πέταξα.

     "Αχά", είπε δυσανασχετώντας με τον τόνο μου. "Ο Πολιτισμός είναι σωματική βελτίωση. Μήπως θά 'θελες να ζεις σε μιά σπηλιά και τα περισσότερα απ' τα παιδιά σου να πεθαίνουν μετά τη γέννα;"

     "Υπάρχουν μερικά πράγματα, μερικά βασικά πράγματα ..." άρχισα, αλλά εκείνη μ' έκοψε σηκώνοντας το χέρι της για να σωπάσω. Έξω οι σκιές είχαν απλωθεί πάνω στις πρασιές. Στο ήσυχο βραδυνό μπορούσα ν' ακούσω μιά χορωδία γυναικείων φωνών να τραγουδά κάπου εκεί κοντά. Ακούγαμε για μερικά λεπτά μέχρι που το τραγούδι τέλειωσε.

     "Υπέροχο !", είπε η γηραιά κυρία. "Ούτε οι άγγελοι δεν θα τραγουδούσαν τόσο γλυκά! Δεν ακούγονται αρκετά ευτυχισμένες; Τα δικά μας πολυαγαπημένα παιδιά. Ανάμεσά τους ήταν και δύο εγγονές μου. Είναι ευτυχισμένες κι έχουν λόγο να είναι: δεν θα μεγαλώσουν σ' έναν κόσμο που θα είναι υποχρεωμένες να ποντάρουν στην καλή θέληση ενός άντρα για να τις κρατήσει. Δεν θα χρειαστεί ποτέ να σκύψουν δουλικά μπροστά σ'έναν κύριο και αφέντη. Ούτε θα περάσουν ποτέ τον κίνδυνο του βιασμού και της σφαγής. Άκουσέ τες !"

     Ένα άλλο τραγούδι άρχισε, ρυθμικό κι ανάλαφρο, κι έφτασε στ' αυτιά μας απ' τη σκοτεινιά.

     "Γιατί κλαίς;" με ρώτησε η γηραιά κυρία όταν τέλειωσε το τραγούδι.

     "Το ξέρω πως είναι ανόητο - δεν πιστεύω πως αυτό που φαίνεται να συμβαίνει γίνεται στ' αλήθεια - υποθέτω λοιπόν πως κλαίω για όλα εκείνα που θα χάνατε αν ήταν αλήθεια", της είπα. "Εκεί έξω, κάτω απ'τα δέντρα, θά 'πρεπε να βρίσκονται εραστές. Θά 'πρεπε ν' ακούνε το τραγούδι πιασμένοι χέρι-χέρι και να βλέπουν το φεγγάρι να προβάλλει στον ουρανό. Τώρα όμως δεν υπάρχουν εραστές, δεν θα υπάρξουν ποτέ πιά, ..." την κύτταξα.
     "Εχεις διαβάσει ποτέ σου τους στίχους: Αρκετά ώριμο γεννιέται ένα λουλούδι για να κοκκινίσει χωρίς να το βλέπει κανείς και να χάσει άσκοπα την ομορφιά του στον αέρα της ερήμου; Μπορείς να νιώσεις την απελπισία του κόσμου που φτιάξατε; Μήπως πράγματι δεν καταλαβαίνεις;" ρώτησα.

     "Ξέρω ότι είδες ένα πολύ μικρό μέρος του κόσμου μας, δεν άρχισες ωστόσο να καταλαβαίνεις πώς μπορεί να είναι τα πράγματα όταν οι γυναίκες δεν μαλώνουν πια μεταξύ τους για την εύνοια ενός άντρα;" αντιγύρισε.

     Κουβεντιάζαμε ενώ το σούρουπο έδωσε τη θέση του στο σκοτάδι και φώτα άλλων σπιτιών άρχισαν να τρεμοφέγγουν ανάμεσα στα δέντρα. Η μελέτη που είχε κάνει ήταν εκτενέστατη. Της είχε προκαλέσει και στοργή ακόμα για μερικές περιόδους του παρελθόντος, αλλά η πίστη της για την ορθότητα της εποχής της ήταν αμετακίνητη. Δεν ένιωθε το παραμικρό ίχνος σκληρότητας σ' αυτήν. Και πάντα έφταιγε η καθοδήγησή μου, που με εμπόδιζε να δω ότι ο χρυσός αιώνας της γυναίκας είχε επιτέλους αρχίσει.

     "Είσαι προσκολλημένη σε πάρα πολλούς μύθους" μου είπε. "Μιλάς για μιά γεμάτη ζωή, και το παράδειγμά σου είναι κάποια άτυχη γυναίκα που αγκαλιάζει με τις αλυσίδες της μιά βίλλα στα προάστεια. Γεμάτη ζωή, βλακείες! 'Ήταν πολύ βολικό ασφαλώς για τους εμπόρους να την κάνουν να πιστεύει ότι είναι έτσι. Μιά πραγματικά γεμάτη ζωή θα ήταν μιά συναρπαστική βραχύχρονη ζωή σε μιά κοινωνία οποιασδήποτε μορφής!"

     Και συνέχισε έτσι ...

     Από μακριά ξαναφάνηκε η τραπεζοκόμος για να πει ότι οι υπηρέτριές μου ήταν έτοιμες για αναχώρηση όποια στιγμή το ζητούσα. Υπήρχε όμως ένα πράγμα που ήθελα πάρα πολύ να μάθω πριν φύγω. Ετσι έκανα την ερώτηση στη γηραιά κυρία.

     "Πείτε μου, σας παρακαλώ. Πώς έγινε, πώς συνέβη όλη αυτή η κατάσταση;"

     "Πολύ απλά, από ατύχημα, αγαπητή μου - αν και ήταν από κείνου του είδους τα ατυχήματα που συμβαίνουν σαν προϊόντα της εποχής τους. Ένα μέρος έρευνας που έδειξε απρόσμενα δευτερεύοντα αποτελέσματα, αυτό είν'όλο".

     "Μα πώς;"

     "Από περιέργεια, μάλλον -και σχεδόν άσχετα, θάλεγε κανείς. Έτυχε ν' ακούσεις ποτέ σου για έναν άντρα που τον έλεγαν Πέρριγγαν;"

     "Πέρριγγαν;" επανέλαβα. "Δεν νομίζω, είναι πολύ ασυνήθιστο όνομα".

     "Έγινε πάρα πολύ κοινότυπο, ξέρεις" με διαβεβαίωσε. "Ο Δρ. Πέρριγγαν ήταν βιολόγος και βασική του δουλειά ήταν η εξολόθρευση των ποντικών -ιδιαίτερα των καφέ ποντικών, οι οποίοι και προκαλούσαν συνήθως τις περισσότερες ζημιές. Προσέγγισε το πρόβλημα προσπαθώντας να βρει μιά ασθένεια που θα μπορούσε να τα προσβάλει με μοιραίο τρόπο. Για να την παράγει, πήρε σαν βάση του έναν μολυσματικό ιό που συχνά ήταν μοιραίος για τα ποντίκια - ή μάλλον μιά ομάδα μολυσματικών ιών, αποτέλεσμα πολύ προσεκτικής επιλογής, αλλά η οποία ήταν και εξαιρετικά ασταθής, μιά και μπορούσε να μεταλλαχτεί φοβερά εύκολα.
     Πράγματι, λοιπόν, υπήρξε τόσο μεγάλη μεταβολή στα είδη, που όταν επιχειρήθηκε η μόλυνση των ποντικών στην Αυστραλία, πέτυχε στην έκτη προσπάθεια!
     Όλα τα προηγούμενα είδη πέθαιναν καθώς τα κουνέλια ανέπτυσαν ανοσία. Δοκιμάστηκε και σε άλλα μέρη, επίσης, με μέτρια αποτελέσματα, ώσπου ξεκίνησε στη Γαλλία ένα ακόμα πιο αποτελεσματικό είδος, και δοκιμάστηκε σ' όλα τα κουνέλια της Ευρώπης.
     Παίρνοντας λοιπόν σαν βάση μερικούς απ' αυτούς τους ιούς, ο Δρ. Πέρριγγαν παρήγαγε τεχνητά νέες μεταλλάξεις με ακτινοβολία και άλλα μέσα, και πέτυχε την δημιουργία μιάς ποικιλίας που θα μπορούσε να προσβάλει τα ποντίκια.
     Αυτό δεν ήταν αρκετό, ωστόσο, και συνέχισε την έρευνά του μέχρι που πέτυχε ένα είδος, το οποίο περιείχε αρκετά στοιχεία από την πρωταρχική επιλογή για να προσβάλει μόνο τα καφέ ποντίκια, και μάλιστα με μεγάλη τοξικότητα. Κατ' αυτό τον τρόπο έλυσε το πρόβλημα μιάς μακροχρόνιας μάστιγας, και γι' αυτό δεν υπάρχουν πιά καφέ ποντικοί.
     Κάτι πήγε στραβά όμως. Παραμένει ακόμα αναπάντητο το ερώτημα, μήπως ο επιτυχής εκείνος ιός μεταλλάχτηκε ξανά, ή μήπως ένας από τους πρώτους πειραματικούς ιούς ελευθερώθηκε τυχαία μέσα σε φορέα ποντικό που τό 'σκασε.
     Αυτό είναι εντελώς ακαδημαϊκό, φυσικά. Το σημαντικό είναι ότι ελευθερώθηκε κάποιο είδος ικανό να προσβάλει ανθρώπινα όντα, κι αυτό στο μεταξύ διαδόθηκε ευρύτατα πριν κάν ανιχνευτεί - κι επίσης με το που ελευθερώθηκε, διαδόθηκε με εξολοθρευτική ταχύτητα. Πολύ γρήγορα για να υπάρξουν περιθώρια να ληφθούν μέτρα για τον έλεγχό του.
     Η πλειονότητα των γυναικών βρέθηκε να έχει ανοσία. Και από το δέκα τοις εκατό εκείνων που μολύνθηκαν, πάνω από ογδόντα τοις εκατό ανάρρωσαν.
     Ανάμεσα στους άντρες, ωστόσο, δεν υπήρξε σχεδόν καθόλου ανοσία και μερικές αναρρώσεις που υπήρξαν, ήταν μόνο προσωρινές. Μερικοί άντρες συντηρήθηκαν με τις πιό επιμελείς προφυλάξεις, δεν ήταν δυνατόν όμως να κρατηθούν για πάντα σε καραντίνα, και τελικά ο ιός, ο οποίος είχε εξαιρετική ικανότητα να μένει σε υπολανθάνουσα μορφή, τους πήρε κι αυτούς".

     Φυσικό ήταν ότι μού 'ρθαν στο μυαλό πολλές ερωτήσεις επαγγελματικού ενδιαφέροντος, αλλά σαν απάντηση κούνησε το κεφάλι της.

     "Φοβάμαι πως δεν μπορώ να σε βοηθήσω σ' αυτό το σημείο. Ίσως να σου δώσει εξηγήσεις το ιατρικό προσωπικό", μου είπε, αλλά η έκφρασή της με γέμισε αμφιβολίες.

     Μετακινήθηκα σε μιά καθιστή θέση στην άκρη του καναπέ. "Κατάλαβα", είπα "ένα ατύχημα όλο κι όλο, ναί, υποθέτω ότι σπάνια θα πίστευε κανείς πως θα μπορούσε να συμβεί με άλλο τρόπο".

     "Εκτός", παρατήρησε εκείνη, "εκτός κι αν το έβλεπε κανείς σαν θεϊκή παρέμβαση".

     "Δεν είναι λίγο ανίερη η παρατήρηση;"

     "Σκεφτόμουν τον Θάνατο των Πρωτόπλαστων" είπε αυτόματα.

     Δεν μου φάνηκε άμεση απάντηση και ρώτησα: "Μπορείς να μου πεις ειλικρινά αν είχες ποτέ σου την αίσθηση ότι ζεις σ'ένα είδος σκοτεινού εφιάλτη;"

     "Ποτέ" είπε εκείνη. "Υπήρξε κάποτε ένας εφιάλτης, αλλά τέλειωσε πιά. Άκου!" Οι φωνές της χορωδίας ενισχυμένες τώρα κι από κάποια ορχήστρα, έφταναν στ' αυτιά μας απ' τον σκοτεινιασμένο πια κήπο. Δεν ήταν μελαγχολικές, μάλλον ακούγονταν γεμάτες αγαλλίαση - αλλά πώς ήταν δυνατόν να καταλάβουν τα φτωχά πλάσματα; ...

     Έφτασαν οι υπηρέτριές μου και με βοήθησαν να σταθώ όρθια. Ευχαρίστησα την γηραιά κυρία για την υπομονή της και την ευγένεια που είχε μαζί μου. Εκείνη όμως κούνησε το κεφάλι της: "Εγώ είμαι αυτή που πρέπει να σ' ευχαριστήσω, αγαπητή μου. Μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα έμαθα περισσότερα για την καθοδήγηση των γυναικών μιάς μικτής κοινωνίας από όσα ήταν σε θέση να μου πουν όλα τα βιβλία μου στο υπόλοιπο της ζωής μου. Ελπίζω, αγαπητή μου, οι γιατρίνες να βρούν κάποιο τρόπο και να σε κάνουν να το ξεχάσεις και να ζήσεις ευτυχισμένη εδώ, μαζί μας".

     "Λώρα", είπα, χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά το όνομά της. "Πάρα πολλά από τα επιχειρήματά σου είναι σωστά - ωστόσο νά 'ξερες τελικά πόσο λάθος κάνεις. Δεν διάβασες ποτέ σου για εραστές; Δεν οραματίστηκες ποτέ σου, σαν κορίτσι, έναν Ρωμαίο που θα σου έλεγε: Είναι η ανατολή κι η Λώρα είναι ο ήλιος!".

     "Δεν το σκέφτηκα ποτέ, αν και διάβασα το έργο. Ένας όμορφος, εξιδανικευμένος μύθος! Αναρωτιέμαι πόσα καρδιοχτύπια θα προκάλεσε σε πόσες υποτιθέμενες Ιουλιέτες; Εγώ όμως θα σου έκανα μιά ερώτηση κόντρα στις δικές σου, αγαπητή μου Τζέην. Έχεις δει ποτέ σου τη σειρά πινάκων του Γκόγια που ονομάζεται Ο Τρόμος του Πολέμου;".

     Το ροζ αυτοκίνητο δεν με γύρισε στο Σπίτι. Προορισμός μας ήταν ένα πιό απλό κι αυστηρό στη μορφή κτίριο σαν νοσοκομείο, όπου και με τοποθέτησαν σ'ένα κρεββάτι ενός μονόκλινου δωμάτιου. Το πρωί, μετά το υπερβολικό πρωινό μου, μ' επισκέφθηκαν τρεις νέες γιατρίνες. Οι τρόποι τους ήταν περισσότερο κοινωνικοί παρά επαγγελματικοί και φλυαρήσαμε φιλικά για μισή ώρα περίπου. Προφανώς ήταν πλήρως ενημερωμένες για την συζήτηση που είχα με την γηραιά κυρία και δεν είχαν καμμιά αντίρρηση να απαντήσουν στις ερωτήσεις μου.
     Στην ουσία αρκετές απ' αυτές τις βρήκαν διασκεδαστικές, ενώ εγώ δεν βρήκα καμμία, μιά και αυτά που μου είπαν ήταν εντελώς ασαφή - ακούγονταν όλα τόσο ενοχλητικά πρακτικά, από τη στιγμή που άρχισε να δουλεύει η τεχνική. Πρός το τέλος της συζήτησης ωστόσο η διάθεσή τους άλλαξε.
     Μιά απ' αυτές, με το ύφος του ανθρώπου που λέει: τέρμα τ' αστεία, δουλειά τώρα είπε: "Θα κατάλαβες ότι μας δημιούργησες πρόβλημα. Τις αγαπητές σου Μητέρες, που σπάνια φυσικά είναι ευαίσθητες στη δυσαρέσκεια των Αντιδραστικών, εσύ κατάφερες σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα να τις αηδιάσεις και να τις συγχίσεις σημαντικά. Σε άλλες όμως, λιγότερο σταθερές, η επιρροή σου μπορεί νά 'ναι πιο σοβαρή. Και δεν είναι μόνο το θέμα του τι μπορείς να λες. Η διαφορά σου με τις υπόλοιπες φαίνεται στην όλη σου συμπεριφορά. Δεν μπορείς να το διορθώσεις αυτό, κι ειλικρινά, δεν βλέπουμε τον τρόπο που σαν διανοούμενη γυναίκα θα μπρούσες να προσαρμοστείς στη γαλήνη και την αποδοχή χωρίς σκέψη, πράγματα αναμενόμενα από μιά Μητέρα. Γρήγορα θα νιώσεις απογοήτευση πέρα από κάθε όριο αντοχής. Επιπλέον είναι σαφές ότι η καθοδήγησή που είχες στο δικό σου σύστημα σ' εμποδίζει να νιώσεις κάποιο αίσθημα καλής θέλησης απέναντι στα δικά μας".

     Θεώρησα το σχόλιο δίκαιο, σαν μιά απλή κριτική χωρίς προκατάληψη. Δεν θα μπορούσα να το αντικρούσω άλλωστε. Η προοπτική να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου μέσα σε ροζ αρωματισμένη αγραμματοσύνη υπό τους ήχους απαλής μουσικής, που θα διακόπτεται σε τακτικά διαστήματα μόνον από την παραγωγή τετράπαχων θυγατέρων, πολύ σύντομα θα μ' έφερνε σε κατάσταση βίαιης παραφροσύνης.

     "Και λοιπόν;" Ρώτησα. "Μπορείς να μετατρέψεις αυτό το τεράστιο κουφάρι σε κανονικό σχήμα και μέγεθος;"

     Εκείνη κούνησε το κεφάλι της. "Φαντάζομαι πως όχι - αν και δεν ξέρω αν έχει γίνει ποτέ παρόμοια προσπάθεια. Ακόμα κι αν ήταν δυνατόν όμως, θα ήσουν τόσο αταίριαστη στο Διδακτορείο κι ακόμα θα σε θεωρούσαν υπεύθυνη ότι προσπαθείς να επηρεάσεις υπέρ των Αντιδραστικών".

     "Αρα λοιπόν;" ρώτησα.

     Εκείνη δίστασε για λίγο και μετά είπε γλυκά: "Η μόνη πρακτική λύση που μπορούμε να εφαρμόσουμε είναι να συμφωνήσεις για θεραπεία με υπνωτισμό, η οποία θα σου σβύσει τη μνήμη".

     Μόλις συνειδητοποίησα το νόημα των λόγων της άρχισα ν'αγωνίζομαι ενάντια σ' έναν πανικό που όλο και μεγάλωνε. Τελικά, έλεγα στον εαυτό μου, υπήρξαν πολύ λογικές μαζί μου. Πρέπει να κάνω ό,τι καλύτερο γίνεται για να ανταποκριθώ λογικά. Στο μεταξύ πέρασαν μερικά λεπτά πριν απαντήσω αβέβαια:

     "Μου ζητάτε να αυτοκτονήσω. Το μυαλό μου είναι οι αναμνήσεις μου, κι αυτές είμαι εγώ. Αν τις χάσω, θα πεθάνω, ακριβώς σαν να σκοτώνατε το σώμα μου, αυτό το σώμα".

     Δεν αμφισβήτησαν τα λόγια μου, πώς θα μπορούσαν άλλωστε; Ένα πράγμα μόνο υπάρχει που δίνει αξία στη ζωή μου - να ξέρω πως μ'αγάπησες, γλυκειέ μου Ντόναλντ. Τώρα ζεις μόνο στις αναμνήσεις μου. Αν κάποτε χαθείς κι απ' αυτές, τότε θα πεθάνεις ξανά κι αυτή τη φορά για πάντα.
     "Όχι", τους είπα. "ΟΧΙ! ΟΧΙ!"

     Κατά τη διάρκεια της μέρας μικρόσωμες υπηρέτριες έμπαιναν σε τακτικά διαστήματα και ταλαιπωρούντο με το βάρος της σάρκας μου. Ανάμεσα στις επισκέψεις τους δεν είχα τίποτ' άλλο να με απασχολεί πέρα απ' τις σκέψεις μου, που δεν ήταν και η καλύτερη συντροφιά.

     "Ειλικρινά" μου είχε πει μιά γιατρίνα με κανένα ίχνος αντιπάθειας, "δεν βλέπουμε άλλη εναλλακτική λύση. Για χρόνια μετά το γεγονός, η μεγαλύτερη ανησυχία μας ήταν τα ετήσια ποσοστά νευρικής κατάπτωσης - ακόμα και τότε που οι γυναίκες ήταν πλήρως απασχολημένες με φοβερή δουλειά που έπρεπε να γίνει, πολλές απ' αυτές δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν. Και στην περίπτωσή σου δεν έχουμε ούτε αυτή τη δυνατότητα, να σου προσφέρουμε δουλειά δηλαδή".

     Τό 'ξερα ότι αυτό που μου έλεγε ήταν μιά αληθινή προειδοποίηση, κι ήξερα ότι εγώ ήμουν παγιδευμένη, εκτός κι αν γινόταν να διαλυθεί αυτή η παραίσθηση, που όσο περνούσε ο καιρός φαινόταν όλο και πιο αληθινή.
     Στη διάρκεια μιάς μεγάλης μέρας και της νύχτας που ακουλούθησε προσπάθησα όσο μπορούσα πιο σκληρά να επανέλθω στην αντικειμενικότητα, όπως το έκανα νωρίτερα, αλλά απέτυχα. Η όλη διαλεκτική ήταν τώρα πια πολύ δύσκολη για μένα.
     Οι ασθήσεις μου είχαν πλήρη συνείδηση του περιβάλλοντός μου. Η αίσθηση της σπουδαιότητας και της συνέπειας πολύ πειστικά επίμονες ... Αφού μ' άφησαν να το σκεφτώ ένα εικοσιτετράωρο, το ίδιο τρίο μ' επισκέφθηκε ξανά.

     "Νομίζω" τους είπα "ότι καταλαβαίνω καλύτερα τώρα. Αυτό που μου προσφέρετε είναι ανώδυνη λήθη, αντί της λησμονιάς σαν επακόλουθο μιάς νευρικής κατάπτωσης - και δεν βλέπετε άλλη λύση".

     "Όχι, δεν βλέπουμε" παραδέχτηκε η εκπρόσωπος των τριών κι οι άλλες δύο κούνησαν το κεφάλι τους. "Αλλά για την ύπνωση θα χρειαστούμε την συνεργασία σου φυσικά".

     "Το καταλαβαίνω αυτό", της είπα "και βλέπω επίσης ότι με τις παρούσες συνθήκες θα ήταν μάταιο να το αναβάλλω από πείσμα και μόνο. Λοιπόν, λοιπόν ... ναί, εντάξει, θα το κάνω με τη θέλησή μου - αλλά υπό έναν όρο".

     Με κύτταξαν ερωτηματικά.

     "Λοιπόν ο όρος μου είναι ο εξής", εξήγησα, "ότι θα δοκιμάσετε προηγουμένως μιά άλλη διαδικασία. Θέλω να μου κάνετε μιά ένεση με τσουϊνζουατίν. Την θέλω στην ίδια ακριβώς περιεκτικότητα όπως και την πρώτη φορά. Μπορώ να σας πω για την ακριβή δόση. Γιατί είτε αυτή εδώ είναι μιά έντονη παραίσθηση είτε είναι κάποιο είδος προβολής, η οποία την κάνει να φαίνεται το ίδιο έντονη, πρέπει νά 'χει σχέση με το ναρκωτικό οπωσδήποτε. Είμαι σίγουρη ότι πρέπει να σχετίζονται τα δύο. Ποτέ πριν δεν μου είχε συμβεί κάτι τόσο αόριστο σαν αυτό. Ετσι λοιπόν σκέφτηκα πως αν μπορούσα να επαναλάβω τις συνθήκες - ή θα λέγατε ότι ενδόμυχα είμαι πεπεισμένη ότι μπορούν να επαναληφθούν οι προϋποθέσεις; Τότε ίσως να υπάρξει μιά ελπίδα ... Δεν ξέρω. Ίσως και νά 'ναι απλώς και μόνο μιά ανοησία ... όμως ακόμα κι αν δεν προκύψει το παραμικρό, στο κάτω-κάτω αποκλείεται να γίνουν τα πράγματα χειρότερα από όσο είναι τώρα, έτσι δεν είναι; Θα μ' αφήσετε λοιπόν να δοκιμάσω;"

     Οι τρεις τους σκέφτηκαν για λίγα λεπτά. "Δεν βλέπω κανένα λόγο να στο αρνηθούμε" είπε η μία. Η εκπρόσωπός τους ένευσε. "Δεν νομίζω, ειδικά λόγω των συνθηκών, ότι θα έχουμε πρόβλημα να πάρουμε την άδεια" συμφώνησε. "Αν θέλεις να δοκιμάσεις, είναι δίκαιο να σ'αφήσουμε, αλλά - δεν περιμένω και πολλά απ'αυτό ...".

     Το απόγευμα κατέφθασαν έξι μικρόσωμες υπηρέτριες κι άρχισαν να προετοιμάζουν κι εμένα και το χώρο, με κινήσεις αγχώδους υπερδραστηριότητας. Μετά ήρθε κι άλλη μία, μάλλον αρκετά ψηλή, για να επιθεωρήσει το τρόλλεϋ με τα μπουκάλια και τις φιάλες και τους δίσκους και να το σπρώξει στο πλάι του κρεββατιού μου. Οι τρεις γιατρίνες μπήκαν μαζί. Η μιά από τις μικρές υπηρέτριες άρχισε, σηκώνοντας το μανίκι μου ψηλά. Η γιατρός που είχε τις περισσότερες κουβέντες μαζί μου με κυττούσε ευγενικά και σοβαρά.

     "Το ξέρεις ότι πρόκειται για καθαρό τζόγο, έτσι;" μου είπε.

     "Το ξέρω. Είναι όμως η μόνη μου ελπίδα. Και θέλω να το ρισκάρω".

     Εκείνη ένευσε, σήκωσε τη σύριγγα και τη γέμισε, ενώ η μικρόσωμη υπηρέτρια περνούσε με βαμβάκι το τερατώδες μπράτσο μου. Πλησίασε στο πλάι του κρεββατιού μου και δίστασε.

     "Έλα λοιπόν, κάν' το" της είπα. "Μήπως υπάρχει και τίποτα για μένα εδώ, έτσι κι αλλιώς;" Εκείνη κούνησε το κεφάλι της και πίεσε τη βελόνα.

      

     Τώρα λοιπόν έγραψα όλα τα προηγούμενα για κάποιο σκοπό. Θα καταθέσω αυτό το ντοκουμέντο στην τράπεζά μου, όπου θα μείνει αδιάβαστο εκτός κι αν το χρειαστώ. Δεν μίλησα με κανέναν γι' αυτό. Η αναφορά για την επίδραση του τσουϊνζουατίν - αυτή που έφτιαξα για τον Δρα Χελλάϋερ, στην οποία περιέγραψα την αίσθηση που είχα σαν απλή αιώρηση στο διάστημα - ήταν ψεύτικη. Τα προηγούμενα ήταν η αληθινή μου εμπειρία.
     Απέκρυψα το γεγονός γιατί, αφού επέστρεψα, αφού αντιλήφθηκα ότι ήμουνα μέσα στο δικό μου σώμα και στον δικό μου κανονικό κόσμο, η εμπειρία με στοίχειωσε τόσο ζωηρά, σαν νά 'ταν πραγματικότητα. Οι λεπτομέρειες ήταν για μένα τόσο ζωντανές, τόσο έντονες, που δεν μπορούσα να τις βγάλω απ' το μυαλό μου. Κρεμόταν πάνω απ' το κεφάλι μου συνεχώς σαν απειλή. Δεν επρόκειτο να μ' αφήσουν να ησυχάσω.
     Δεν τόλμησα να πω στον Δρα Χελλάϋερ πόσο με αναστάτωσε - θα μου επέβαλε ειδική αγωγή. Εάν οι άλλοι φίλοι μου δεν το θεωρούσαν τόσο σοβαρό, για να συστήσουν κι αυτοί αγωγή, τότε θα γελούσαν και θα διασκέδαζαν εις βάρος μου ερμηνεύοντας τους συμβολισμούς. Έτσι το κράτησα για τον εαυτό μου.

Όσο το εξέταζα, κομμάτι-κομμάτι, ξανά και ξανά σε όλες του τις λεπτομέρειες, τόσο περισσότερο θύμωνα με τον εαυτό μου που δεν είχα ζητήσει περισσότερα στοιχεία από την γηραιά κυρία, πράγματα π.χ. όπως ημερομηνίες και λεπτομέρειες που θα μπορούσα να πιστοποιήσω. Αν για παράδειγμα η όλη κατάσταση είχε αρχίσει σύμφωνα με τους υπολογισμούς της δύο ή τρία χρόνια πριν, τότε η όλη αίσθηση της απειλής θα διαλυόταν εντελώς, θα έχανε την αξιοπιστία της.

Αλλά, ούτε που μου πέρασε απ' το μυαλό να κάνω μιά τέτοια κρίσημη ερώτηση ... Και τότε, καθώς συνέχισα να το σκέφτομαι, θυμήθηκα ότι υπήρχε μία, μόνο μία μικρή πληροφορία που θα μπορούσα να τσεκάρω κι άρχισα τις έρευνες.
     Τώρα θα ευχόμουν να μην το είχα κάνει, τότε όμως ένιωθα κάτι να με σπρώχνει να βρώ . Έτσι ανακάλυψα ότι:
     Υπάρχει ένας Δρ Πέρριγγαν, είναι βιολόγος και δουλεύει πράγματι με κουνέλια και ποντίκια.
     Κι είναι και πολύ γνωστός στον τομέα του. Έχει δημοσιεύσει εργασίες πάνω στον έλεγχο των επιδημιών σε διάφορα περιοδικά. Δεν είναι μυστικό ότι αναπτύσει νέα είδη μυξωμάτωσης [Σ.τ.Μ. ασθένεια των κουνελιών] με σκοπό την καταπολέμηση των ποντικών. Πράγματι, έχει ήδη αναπτύξει μιά ομάδα τους και τα ονομάζει μικοσυμόρμπους, αν και δεν πέτυχε ακόμα ούτε να τα σταθεροποιήσει αρκετά ούτε να τα κάνει επιλεκτικά για γενική χρήση ...
     Δεν είχα ακούσει ποτέ όμως γι' αυτό τον άντρα μέχρι τη στιγμή που μου τον ανέφερε η γηραιά κυρία στην παραίσθησή μου ...
     Το όλο θέμα με απασχόλησε πάρα πολύ. Τί είδους εμπειρία ήταν αυτή που είχα καταγράψει; Αν ήταν ένα είδος οράματος ενός αναπόφευκτου, προδιαγεγραμμένου μέλλοντος, τότε κανένας και τίποτα δεν θα μπορούσαν να το αλλάξουν. Παρόλα αυτά δεν έβγαζα νόημα: ό,τι είχε συμβεί και συνέβαινε τώρα, είναι αυτά που προσδιορίζουν το μέλλον. Συνεπώς, πρέπει να υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός με πιθανά μέλλοντα, το καθένα από τα οποία είναι ένα πιθανό αποτέλεσμα των όσων συμβαίνουν τώρα. Μου φαίνεται λοιπόν ότι υπό την επίδραση του τσουϊνζουατίν είδα ένα από τα μέλλοντα αυτά ...
     Πιστεύω ότι ήταν μιά προειδοποίηση του τι μπορεί να συμβεί - εκτός κι αν γίνεται να το προλάβουμε ...
     Η όλη ιδέα είναι τόσο αποκρουστική, τόσο παρανοϊκή, οδηγεί σε τόσο τερατώδη παρέκκλιση από την κανονική πορεία, ώστε αν αποτύχουμε να λάβουμε σοβαρά υπ'όψη μας την προειδοποίηση, θα ήταν αμέλεια καθήκοντος προς το ίδιο μας το είδος.
     Θα πρέπει λοιπόν, αναλαμβάνοντας την ευθύνη ολομόναχη και χωρίς να εμπιστεύομαι κανένα άλλο άτομο, να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για να είμαι σίγουρη ότι δεν πρόκειται ποτέ να προκύψει μιά κατάσταση σαν αυτή που περιέγραψα.
     aυτό το έγγραφο θα αποτελεί στοιχείο υπεράσπισης για την περίπτωση που κάποιο άλλο άτομο κατηγορηθεί άδικα ότι συμμετείχε ή ότι με βοήθησε να κάνω αυτό που σκοπεύω να κάνω. Γι' αυτό το λόγο και το έγγραψα.
     Είναι εντελώς δική μου απόφαση ότι ο Δρ Πέρριγγαν δεν επιτρέπεται και δεν πρέπει να συνεχίσει τις μελέτες του.
     (υπογραφή) Τζέην Γουώτερλέηθ



     Ο συνήγορος κάρφωσε το βλέμμα του για λίγα λεπτά στην υπογραφή και μετά κούνησε το κεφάλι του: "Κι έτσι" είπε "πήρε τ' αυτοκίνητό της και πήγε στου Πέρριγγαν μ' αυτό το τραγικό αποτέλεσμα. Από τα λίγα που ξέρω γι' αυτήν θα έλεγα ότι μάλλον έκανε ό,τι μπορούσε για να τον πείσει να παρατήσει τις έρευνές του - αν και μάλλον δεν θα περίμενε να το πετύχει. Είναι μάλλον δύσκολο να φανταστώ έναν άντρα να παρατάει οικειοθελώς έρευνες ετών δίνοντας βάση σε κάτι που θα του φάνηκε κάπως σαν προειδοποίηση γύφτισσας. Άρα είναι σαφές ότι πήγε εκεί προετοιμασμένη για άμεσα μέτρα, αν χρειαζόταν.
     Μάλλον η αστυνομία έχει απόλυτο δίκιο όταν υποθέτει ότι τον πυροβόλησε εκ προμελέτης. Δεν έχει όμως και τόσο δίκιο όταν υποθέτει ότι έκαψε όλο το σπίτι για να σβύσει τα ίχνη του εγκλήματος.
     Η δήλωσή της δείχνει σαφέστατα ότι κύρια πρόθεσή της για την φωτιά ήταν να εξαφανίσει κάθε στοιχείο της δουλειάς του Πέρριγγαν". Κούνησε το κεφάλι του.
     "Κακόμοιρο κορίτσι! Στις τελευταίες σελίδες υπάρχει σαφής πίστη στο καθήκον. Η απλοϊκή πίστη που οδηγεί τους μάρτυρες, άσχετα με τις συνέπειες. Δεν αρνήθηκε ποτέ ότι εκείνη τό 'κανε. Αυτό που δεν θα μπορούσε να πει στην αστυνομία ήταν το γιατί τό 'κανε".
     Σταμάτησε ξανά πριν προσθέσει: "Τέλος πάντων, ευτυχώς που βρέθηκε αυτό το έγγραφο. Κατάφερε τουλάχιστον να σώσει τη ζωή της. Θα μού 'κανε κατάπληξη, όντως, να απορριφθεί ο ισχυρισμός ότι δεν έχει σώας τας φρένας αν βασιστεί πάνω σ' αυτό φυσικά". Χτύπησε το δάχτυλό του στο χειρόγραφο: "Είναι ευτύχημα που έγραψε την πρόθεσή της να το φυλάξει στην τράπεζά της".

     Το πρόσωπο του Δρα Χελλάϋερ ήταν ανέκφραστο κι ανήσυχο. "Τά 'βαλα με τον εαυτό μου πολλές φορές", είπε. "Απ' την αρχή δεν έπρεπε να την αφήσω να δοκιμάσει το καταραμένο το ναρκωτικό, αλλά νόμιζα ότι είχε ξεπεράσει το σοκ του θανάτου του συζύγου της. Προσπαθούσε να είναι διαρκώς απασχολημένη κι είχε μεγάλο άγχος να προσφερθεί εθελοντικά. Την γνωρίσατε αρκετά για να καταλάβετε πόσο πολύ αφοσιώνεται σ' ένα σκοπό. Το είδε σαν ευκαιρία να συμβάλει κι αυτή στην ιατρική γνώση - κι έτσι ήταν φυσικά.
     Όφειλα όμως να είμαι περισσότερο προσεκτικός και όφειλα να είχα καταλάβει μετά ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Η πραγματική ευθύνη για ό,τι έγινε είναι στην ουσία δική μου".

     "Χμ", είπε ο συνήγορος. "Ξέρεις, Χελλάϋερ, αν το βάλω αυτό σαν αρχή στην υπεράσπισή μου, δεν θα σου κάνει και πολύ καλό, επαγγελματικά εννοώ".

     "Ίσως όχι. Αυτό όμως άσ' το για μετά, όταν έρθει η ώρα του. Το βασικό είναι ότι έχω ευθύνη γι' αυτήν, αν όχι για άλλο λόγο, τουλάχιστον σαν μέλους του προσωπικού μου. Δεν μπορεί να το αρνηθεί κανείς ότι αν είχα απορρίψει την προσφορά της να πάρει μέρος στο πείραμα, δεν θα συνέβαινε αυτό που συνέβη. Συνεπώς μου φαίνεται ότι πρέπει να είμαστε σε θέση να καταρρίψουμε μιά δήλωση για προσωρινή διανοητική διατάραξη. Μπορούμε να επιχειρηματολογήσουμε ότι η ισορροπία του μυαλού της διαταράχτηκε από την επίδραση του ναρκωτικού που της έδωσα. Κι αν καταφέρουμε τέτοια ετυμηγορία, θα έχει σαν αποτέλεσμα την κράτηση σε ψυχιατρείο για παρακολούθηση και αγωγή - κι ίσως για μιά πολύ βραχύχρονη αγωγή".

     "Δεν μπορώ να πω τίποτα. Σίγουρα όμως μπορούμε να το θέσουμε στον νομικό σύμβουλο και να δούμε πώς το βλέπει εκείνος".

     "Και είναι και έγκυρο", επέμενε ο Χελλάϋερ, "Άνθρωποι σαν την Τζέην δεν κάνουν φόνους όταν έχουν σώας τας φρένας παρά μόνον όταν στριμώχνονται και τότε το κάνουν με πιο έξυπνο τρόπο. Σίγουρα δεν σκοτώνουν εντελώς άγνωστους. Πράγματι το ναρκωτικό προκάλεσε μιά παραίσθηση τόσο ζωντανή που στάθηκε ικανή να την μπερδέψει σε τέτοιο σημείο, ώστε να μην είναι πια σε θέση να ξεχωρίσει καθαρά την πραγματικότητα από την εικασία. Περιήλθε σε μιά κατάσταση στην οποία πίστεψε την οπτική απάτη για αληθινή κι έπραξε αναλόγως".

     "Ναι, εντάξει, υποθέτω πως μπορεί να το θέσει κι έτσι κανείς", συμφώνησε ο συνήγορος. Ξανακύτταξε στη στίβα των εγγράφων που είχε μπροστά του.
     "Το όλο ζήτημα είναι φυσικά παράλογο" είπε "και μέχρι τώρα έχει εμποτιστεί με τέτοια έννοια λογικής. Αναρωτιέμαι ..." σταμάτησε συλλογισμένος και συνέχισε: "Αυτή την εξαφάνιση του αρσενικού, Χελλάϋερ. Δεν φαίνεται να την βρήκε τόσο απίστευτη. Μάλλον ανεπιθύμητη θα έλεγα. Αυτό δείχνει παράξενο από μόνο του για έναν λαϊκό, ο οποίος παίρνει τη φυσική τάξη σαν δεδομένη, εσύ όμως σαν ιατρικός επιστήμονας θα έλεγες πως ήταν - τέλος πάντων έστω και θεωρητικά - δυνατόν;"

     Ο Δρ. Χελλάϋερ συνοφρυώθηκε. "Αυτό είναι και το είδος της ερώτησης που πρέπει να προσέξει κανείς περισσότερο. Θα ήταν πολύ βιαστικό να το ανακηρύξει κανείς αδύνατον. Θεωρώντας το καθαρά σαν ένα αφηρημένο πρόβλημα, μπορώ να δω δύο ή τρία σημεία προσέγγισης ... Αν βέβαια προέκυπτε μιά τελείως απίθανη κατάσταση που θα απαιτούσε έρευνα σε βάθος - έρευνα που να είναι σε τέτοια κλίμακα ώστε να φτάνει στο άτομο - έ, τότε, ποιός μπορεί να ξέρει ...;" σήκωσε τους ώμους του.

     Ο συνήγορος ένευσε πάλι. "Σ' αυτό ακριβώς το σημείο είναι που ήθελα να φτάσω" παρατήρησε. "Βασικά είναι τόσο λίγο μόνο έξω απ' το φυσιολογικό. Αρκετά κοντά στην πιθανότητα να είναι μόλις διαταραγμένη. Σκέψου τώρα για την υπεράσπιση, τον αέρα της της πλήρους πεποίθησης λαμβάνονάς τον από κοινού με την σχεδόν ευλογοφάνεια του πράγματος ... ίσως και να βοηθήσει. Εγώ πάντως, να, γι' αυτό το μόλις είναι που ανησυχώ".

     Ο Δόκτορας τον κύτταξε μάλλον πονηρά. "Ω, έλα τώρα! Άσε τ' αστεία! Άλλος ένας σκληρός συνήγορος! Μη μου πεις τώρα ότι θα το πας για φανταστικό κατασκεύασμα. Τέλος πάντων. Αν το πας για τέτοιο θα πρέπει να επινοήσεις ακόμα ένα. Αν αυτό το καημένο το κορίτσι, η Τζέην, ρύθμισε ένα θέμα, αυτό είναι ότι δεν υπάρχει μέλλον σ' αυτήν ειδικά την φαντασίωση. Ο Πέρριγγαν την τέλειωσε κι όλη η δουλειά του έγινε στάχτη και καπνός".

     "Χμ", έκανε ξανά ο συνήγορος. "Πάλι τα ίδια. Θα ήταν πιο ικανοποιητικό αν ξέραμε κάτι με άλλο τρόπο απ' αυτόν" χτύπησε το σωρό των εγγράφων "μέ κάποιον άλλο τρόπο με τον οποίο να φαίνεται σαν η Τζέην να απέκτησε κάποια γνώση του Πέρριγγαν και της δουλειάς του. Απ' όσα γνωρίζουμε, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να βρέθηκε εκείνος στο δρόμο της - εκτός ίσως ... ενδιαφερόταν ποτέ η Τζέην για κτηνιατρικά θέματα;"

     "Όχι, είμαι σίγουρος γιαυτό" του είπε ο Χελλάϋερ κουνώντας το κεφάλι του.

     "Καλά. Τότε λοιπόν μένει μόνο μιά περίπτωση ελαφράς διατάραξης. Κι είναι και κάτι άλλο. Θα με θεωρήσεις τρελλό - είμαι σίγουρος - και δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο χρόνος θα σου δείξει ότι δεν έχεις άδικο - αλλά πρέπει να παραδεχτώ ότι το μυαλό μου θα ήταν λίγο πιο ήσυχο αν η Τζέην ήταν λίγο πιο προνοητική στις αναζητήσεις της πριν προβεί σε δράση".

     "Που σημαίνει;" ρώτησε ο Δρ. Χελλέϋερ κυττώντας σαστισμένος.

     "Μόνον ότι δεν φαίνεται να ανακάλυψε ότι υπάρχει ένας γιός. Υπάρχει όμως, ξέρεις. Και μάλιστα ενδιαφέρεται εντονότατα για την δουλειά του πατέρα του και είναι αποφασισμένος να μην την αφήσει να πάει χαμένη. Ανακοίνωσε λοιπόν, για να μπω στην ουσία, ότι θα κάνει τα πάντα για να την συνεχίσει με τα λίγα δείγματα που σώθηκαν απ' τη φωτιά ... Αξιέπαινος γιός, χωρίς αμφιβολία. Εντούτοις με αναστάτωσε λίγο που ανακάλυψα ότι είναι κι αυτός επιστήμονας, Δόκτορας, βιοχημικός είναι. Και ότι φυσικά το όνομά του είναι Πέρριγγαν ...".