[the star ducks] Του bill brown - 1950, Μετάφραση: Αντωνία Κατσαβού
Αμέσως μόλις αντίκρισε το παλιό σπίτι των Άλσοπ, η γερακίσια, ευαίσθητη, δημοσιογραφική μύτη του Γουώρντ Ράφφερτυ μυρίστηκε φάρσα ή και απάτη ακόμα. Πουθενά δεν υπήρχαν άλλοι αγρότες να τριγυρνούν γεμάτοι περιέργεια ή και να κουβεντιάζουν συνωμοτικά σε πηγαδάκια, αλλά ούτε κι ασθενοφόρο.
Ο Ράφφερτυ άφησε το αυτοκίνητο των "Τάιμς" στο δρομάκι, κάτω από μια καρυδιά και στάθηκε για λίγο καταγράφοντας κάθε λεπτομέρεια με την ικανότητα που τον είχε κάνει τον πρώτο ρεπόρτερ των "Τάιμς".
Το σπίτι των Άλσοπ ήταν μαυρισμένο από την πολυκαιρία, διώροφο, με ανοιχτόχρωμες σήτες στα παράθυρα και γρασίδι που είχε μεγαλώσει πολύ και ήταν γεμάτο αγριόχορτα. Πιο πίσω ήταν ο αχυρώνας και κοτέτσια και φράχτες που είχαν στηθεί με σανίδες και κομμάτια από σωλήνες. Η μπροστινή πόρτα κρεμόταν από έναν μεντεσέ και αν την σήκωνες λίγο μπορούσες να την ανοίξεις.
Ο Ράφφερτυ μπήκε μέσα και σκαρφάλωσε τα σκαλοπάτια προσέχοντας για σπασμένες σανίδες.
Ο κύριος Άλσοπ βγήκε στην μπροστινή βεράντα να τον προϋπαντήσει. "Τί χαμπάρια ;" είπε.
Ο Ράφφερτυ έσπρωξε προς τα πίσω το καπέλο του, όπως τό 'κανε πάντα πριν πει : "Είμαι ο Ράφφερτυ των Τάιμς". Ο περισσότερος κόσμος ήξερε τη στήλη του και του άρεσε πολύ να βλέπει τα πρόσωπά τους όταν το έλεγε.
"Ο Ράφφερτυ ;" είπε ο κύριος Άλσοπ κι ο Ράφφερτυ κατάλαβε ότι δεν ήταν αναγνώστης των "Τάιμς".
"Είμαι δημοσιογράφος", είπε ο Ράφφερτυ. "Κάποιος τηλεφώνησε στην εφημερίδα και είπε ότι έπεσε ένα αεροπλάνο στην περιοχή".
Ο κύριος Άλσοπ τον κοίταξε σκεφτικά και κούνησε αργά το κεφάλι του. "Όχι", είπε. Ο Ράφφερτυ κατάλαβε αμέσως ότι ο κύριος Άλσοπ ήταν αργόστροφος κι έτσι του έδωσε λίγο χρόνο, κατατάσσοντάς τον στη κατηγορία του επιφυλακτικού Γιάνκη. Ο κύριος Άλσοπ απάντησε πάλι : "Μπάααααααα".
Η σιτόπορτα έτριξε και η κυρία Άλσοπ εμφανίστηκε. Μια κι ο κύριος Άλσοπ το σκεφτόταν ακόμα, ο Ράφφερτυ επανέλαβε την πληροφορία για την κυρία Άλσοπ, πιστεύοντας ότι φαινόταν λίγο πιο έξυπνη από τον άντρα της. Η κυρία Άλσοπ όμως κούνησε το κεφάλι της και είπε, "Ουόχι", με τον ίδιο τόνο που είχε απαντήσει κι ο άντρας της.
Ο Ράφφερτυ έκανε στροφή με το χέρι στο κιγκλίδωμα της βεράντας , έτοιμος να κατέβει τα σκαλοπάτια. "Μάλλον ήταν τηλεφωνική φάρσα λοιπόν", είπε. "Μας κάνουν αρκετές. Κάποιος είπε ότι ένα αεροπλάνο έπεσε σήμερα το πρωί στα χωράφια σας κι έπιασε φωτιά".
Το πρόσωπο της κυρίας Άλσοπ φωτίστηκε "Ουάου" έκανε. "Ναι, έπεσε, αλλά δεν διαλύθηκε. Εκτός αυτού δεν είναι αληθινό αεροπλάνο. Αλήθεια λέω, αφού δεν έχει ούτε φτερά".
Ο Ράφφερτυ σταμάτησε με το πόδι να αιωρείται πάνω από το πρώτο σκαλοπάτι. "Ορίστε ;" είπε. "΄Επεσε ένα αεροπλάνο και δεν έχει και φτερά ;"
"Ναι" είπε η κυρία Άλσοπ. "Να, τώρα είναι εκεί, πέρα, στον αχυρώνα. Ανήκει σε κάποιους τύπους που λυγίζουν σίδερα μ' ένα σφυρί".
Ο Ράφφερτυ σκέφτηκε πως η ιστορία μάλλον άρχισε να μοιάζει πάλι με είδηση. "Ελικόπτερο, δηλαδή", είπε.
Η κυρία Άλσοπ κούνησε το κεφάλι της. "Δεν νομίζω ότι είναι ελικόπτερο. Δεν έχει ούτε έλικες. Πήγαινε στον αχυρώνα να δεις και μόνος σου. Πήγαινέ τον Άλφρεντ. Πες του να προσέχει πού πατάει μέσ' στη λασπουριά".
"Πάμε λοιπόν" είπε ζωηρά ο κος Άλσοπ. "Πολύ θάθελα να δω άλλη μια φορά αυτό το μαραφέτι".
Ο Ράφφερτυ ακολούθησε τον κύριο Άλσοπ γύρω από το σπίτι στο μονοπάτι με τις σανίδες, ενώ σκεφτόταν ότι σ' αυτή την ιστορία έμπλεξε με παράξενους ανθρώπους, λίγο ψωνισμένους, λίγο τρελάρες, κάπως βλαμμένους κι ηλίθιους. Αν μιλήσουμε δε για καθαρή χαζομάρα, αυτοί οι Άλσοπ νικούν τους πάντες.
"Αυτή τη χρονιά είχα πολλές κότες" είπε ο κύριος Άλσοπ. "Όλες τους πρώτο πράγμα. Έστειλα για κοκόρια κι έφτιαξα έναν τέλειο ορνιθώνα. Δεν μου λέτε, κύριε Ράφφερτυ, λέτε οι κότες να τα καταφέρουν εκεί πάνω στ' άστρα ;"
Εντελώς αυθόρμητα ο Ράφφερτυ κοίταξε προς τον ουρανό και παραπάτησε στη σανίδα, χώνοντας το πόδι του στη λάσπη. "Εκεί πάνω, πού ;" ρώτησε.
"Εκεί πάνω στ' άστρα, είπα". Ο κύριος Άλσοπ είχε φτάσει ήδη στην πόρτα του αχυρώνα και προσπαθούσε να την ανοίξει με σπρωξιές. "Κολλάει" είπε. Ο Ράφφερτυ την έσπρωξε με τον ώμο του κι η πόρτα γλίστρησε . Όταν το άνοιγμα έφτασε τους τριάντα πόντους περίπου ο Ράφφερτυ έριξε μια ματιά στο εσωτερικό και κατάλαβε ότι είχε βρει λαβράκι.
Το αντικείμενο που ήταν μέσα έμοιαζε με γιγάντιο πλαστικό μπαλόνι φουσκωμένο κατά το ήμισυ έτσι ώστε το πάνω μέρος του να είναι στρογγυλό ενώ το επίπεδο κάτω μέρος ακουμπούσε στο σκεπασμένο με άχυρα πάτωμα. Το μέγεθός του ήταν τέτοιο, ώστε να μπορεί να περάσει από την πόρτα του αχυρώνα. Μόνο ένα ψώνιο θα είχε τέτοια ιδέα για τα διαστημόπλοια, σκέφτηκε ο Ράφφερτυ. Η επικεφαλίδα που φλασάρισε στο μυαλό του με παχιά γράμματα θα έλεγε : "Ντόπιος Αγρότης Κατασκευάζει Διαστημόπλοιο για Ταξίδι στη Σελήνη". Ο Ράφφερτυ ρώτησε γεμάτος ελπίδα : "Πείτε μου ότι δεν το φτιάξατε εσείς αυτό το πράγμα, κύριε Άλσοπ, έτσι δεν είναι ;"
Ο κύριος Άλσοπ γέλασε "Και βέβαια δεν τό 'φτιαξα εγώ. Ούτε που ξέρω πώς φτιάχνονται αυτά τα πράγματα. Κάποιοι φίλοι μας ήρθαν μ' αυτό. Ήμαρτον Κύριε, εγώ ούτε να το κάνω να πετάξει δεν ξέρω".
Ο Ράφφερτυ κοίταξε προσεκτικά τον κύριο Άλσοπ και διαπίστωσε ότι το πρόσωπο του άντρα ήταν πολύ σοβαρό. "Και ποιοί είναι αυτοί οι φίλοι σας, κύριε Άλσοπ ;" ρώτησε επιφυλακτικά ο Ράφφερτυ.
"Κοίτα να δεις ακούγεται λίγο αστείο" είπε ο κύριος Άλσοπ, "αλλά δεν μπορώ να πω ότι ξέρω ακριβώς. Δεν μιλούν και καλά. Εδώ που τα λέμε δεν μιλούν καθόλου. Το μόνο που καταφέραμε να μάθουμε για το όνομά τους είναι ότι σημαίνει λυγίζω σίδερα με σφυρί".
Ο Ράφφερτυ έκανε έναν κύκλο γύρω από το μαραφέτι αρχίζοντας σιγά-σιγά να το πλησιάζει. Ξαφνικά τράκαρε πάνω σε κάτι που δεν μπορούσε να δει. "Ωχ" αναφώνησε, τρίβοντας το καλάμι του ποδιού του.
"Ω, ξέχασα να σας πω, κύριε Ράφφερτυ" είπε ο Άλσοπ, "έχουν μια συσκευή που δεν σ΄αφήνει να πλησιάσεις, κάτι σαν αόρατο τοίχο. Αυτό είναι που κρατάει μακριά τα παιδιά".
"Και πού είναι τώρα αυτοί οι φίλοι σας, κύριε Άλσοπ ;"
"Α, είναι πάνω, στο σπίτι", είπε ο κύριος Άλσοπ. "Αν θέλεις μπορείς να τους δεις. Πιστεύω πάντως ότι θα διαπιστώσεις και μόνος σου πόσο δύσκολο είναι να τους μιλήσεις".
"Ρώσοι ;" ρώτησε ο Ράφφερτυ.
"Α, μπα, δεν το νομίζω. Άλλωστε δεν φορούν κοζάκικα".
"Φύγαμε" είπε ο Ράφφερτυ με χαμηλή φωνή και προπορεύτηκε στη λασπωμένη αυλή του αχυρώνα με κατεύθυνση προς το σπίτι.
"Αυτοί οι τύποι πρωτόρθαν εδώ πριν έξι χρόνια" είπε ο κος Άλσοπ. "Ζήτησαν λίγα αυγά. Σκέφτηκα ότι ίσως και νάθελαν να μεγαλώσουν κότες εκεί πάνω στην πατρίδα τους. Τους πήρε τρία χρόνια για να επιστρέψουν. Τα αυγά κλούβιασαν. Έτσι οι τύποι έκαναν στροφή και γύρισαν πάλι πίσω. Αυτή τη φορά τους έφτιαξα μια μικρή κλωσσομηχανή, έτσι ώστε να μπορούν να έχουν κότες στη διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής". Ξαφνικά τον έπιασαν τα γέλια. "Μόλις τώρα μούρθε η εικόνα, αυτό το μικρό μαραφέτι εκεί έξω στον ουρανό, φίσκα στα κοτόπουλα".
Ο Ράφφερτυ σκαρφάλωσε στην πίσω βεράντα πριν τον κύριο Άλσοπ και κατευθύνθηκε στη κουζίνα από την πίσω πόρτα. Ο κύριος Άλσοπ τον σταμάτησε πριν μπουν στο καθιστικό. "Κύριε Ράφφερτυ, η γυναίκα μου μπορεί και μιλάει μ' αυτούς τους τύπους καλύτερα από μένα. Αν θέλεις λοιπόν να μάθεις κάτι περισσότερο, το καλύτερο είναι να την ρωτήσεις. Η γυναίκα μου και η κυρία τα πάνε πολύ καλά".
"Εντάξει", είπε ο Ράφφερτυ. Έσπρωξε απαλά τον κύριο Άλσοπ στην πόρτα και μπήκαν στο καθιστικό, ενώ σκεφτόταν ότι θά 'παιζε μαζί τους μια σκηνή ηλιθίων.
Η κυρία Άλσοπ καθόταν σε μια φαρδιά πολυθρόνα και είχε μπροστά της μια σόμπα. Ο Ράφφερτυ είδε τους επισκέπτες να κάθονται πλάι-πλάι στον καναπέ, τους είδε να κυματίζουν ευγενικά τις μακριές, εύκαμπτες κεραίες τους, είδε τα μοβ τους πρόσωπα ανέκφραστα σαν γυάλινα, τα στρογγυλά τους μάτια που φαίνονταν σαν ζωγραφισμένα. Ο Ράφφερτυ πιάστηκε στο χερούλι της πόρτας κι έμεινε εκεί να κοιτά αποσβολωμένος.
Η κυρία Άλσοπ στράφηκε ζωηρά προς το μέρος του. "Κύριε Ράφφερτυ" είπε "αυτοί είναι που ήρθαν να μας δουν με κείνο το αεροπλάνο". Η κυρία Άλσοπ σήκωσε το δάχτυλό της και οι δυο ξένοι λύγισαν τις κεραίες τους προς το μέρος της. "Αυτός είναι ο κύριος Ράφφερτυ", είπε η κυρία Άλσοπ. "Είναι δημοσιογράφος εφημερίδας. Ήθελε να δει το αεροπλάνο σας".
Ο Ράφφερτυ κατάφερε να κάνει ένα νεύμα και οι ξένοι καμπύλωσαν τις κεραίες τους κι ένευσαν ευγενικά. Η γυναίκα έξυσε το πλευρό της με το αριστερό της νύχι. Κάτι μέσα στο κεφάλι του Ράφφερτυ του έλεγε : Ράφφερτυ, είσαι ένα έξυπνο παιδί, είσαι πολύ έξυπνος για να πιαστείς κορόιδο. Κάποιος γελάει τώρα, ικανότατο διαφημιστικό μοντέλο, κάποιος σε περνάει για κορόιδο. Ή αυτό είναι ή είσαι τρελός, μεθυσμένος ή ονειρεύεσαι".
Ο Ράφφερτυ προσπάθησε να κρατήσει τη φωνή του σταθερή. "Και ποιά είπατε, κυρία Άλσοπ, ότι είναι τα ονόματά τους ;"
"Δεν ξέρω ακριβώς", είπε η κυρία Άλσοπ. "Να, το πρόβλημα είναι ότι μπορούν να σε κάνουν να βλέπεις μόνον εικόνες. Σε σημαδεύουν μ' αυτά τα αστεία, κυματιστά κέρατα και σκέφτονται απλώς. Αυτό σε κάνει και σένα να σκέφτεσαι το ίδιο πράγμα που σκέφτονται κι αυτοί. Τους ρώτησα το όνομά τους και μετά τους άφησα να σκεφτούν για μένα. Αυτό που είδα ήταν η εικόνα ενός ανθρώπου που σφυροκοπούσε κάτι σιδερένιο πάνω σ' ένα αμόνι. Έτσι υπέθεσα ότι το όνομά τους είναι κάπως σαν Άνθρωπος-Που-Λυγίζει-Σίδερα. Ίσως νάναι σαν τα Ινδιάνικα ονόματα".
Ο Ράφφερτυ κοίταξε πονηρά τους τύπους που λύγιζαν σίδερα και την κυρία Άλσοπ. "Πιστεύετε", είπε με αθώο ύφος, "ότι θάθελαν να μου μιλήσουν ή να σκεφτούν για μένα ;"
Η κυρία Άλσοπ έμοιαζε μπερδεμένη. "Νομίζω πως θα ήταν μεγάλη τους χαρά, κύριε Ράφφερτυ. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι στην αρχή είναι πολύ δύσκολο. Δύσκολο για σας, εννοώ".
"Θα το προσπαθήσω" είπε ο Ράφφερτυ. Έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε. Κράτησε το σπίρτο μέχρι που του έκαψε τα δάχτυλα.
"Πέτα το στο κουβά με τα κάρβουνα" είπε ο κος Άλσοπ.
Ο Ράφφερτυ πέταξε το σπίρτο στον κουβά με τα κάρβουνα. "Ρώτα αυτά τα πράγματα ..... δηλαδή ....τα πλάσματα από πού έρχονται" είπε.
Η κα Άλσοπ χαμογέλασε. "Αυτή είναι πολύ δύσκολη ερώτηση. Τους την έκανα και πριν, δυστυχώς όμως δεν κατάλαβα και πολλά πράγματα. Θα τους ρωτήσω πάλι". Η κα Άλσοπ σήκωσε το δάχτυλό της και τα δυο κέρατα λύγισαν προς το μέρος της και σημάδεψαν κατευθείαν το κεφάλι της. "Αυτός ο νεαρός θέλει να μάθει από πού έρχεστε" είπε η κα Άλσοπ με δυνατή φωνή, σαν να μιλούσε σε βαρήκοους.
Ο κος Άλσοπ συμβούλεψε τον Ράφφερτυ : "Όταν θέλεις την απάντησή σου σήκωσε το δάχτυλό σου".
Ο Ράφφερτυ ένιωσε εντελώς ηλίθιος, αλλά σήκωσε το δάχτυλό του. Η γυναίκα που ο άντρας της λύγιζε σίδερα χαμήλωσε την κεραία της, μέχρι που εστίασε στο σημείο ανάμεσα στα μάτια του Ράφφερτυ.
Εκείνος χωρίς να το θέλει πισωπάτησε και στηρίχτηκε στην πόρτα. Ξαφνικά ένιωσε το μυαλό του σαν από λάστιχο. Σαν κάποιος να το μούσκευε και να το έστριβε και να το χτυπούσε ανελέητα και να του άλλαζε το σχήμα και να το μετέτρεπε ξανά σε κάτι καινούργιο. Ο τρόπος που του 'φερε η αίσθηση αυτή τον τύφλωσε. Πετούσε στο διάστημα, μέσα σ' ένα μεγάλο, λευκό κενό. Άστρα και μετεωρίτες περνούσαν σφυρίζοντας δίπλα του κι ένα μεγάλο αστέρι αστραποβολούσε όλο λαμπρότητα, λευκό και λαμπερό και ήταν εκεί, στο μυαλό του και μετά εξαφανίστηκε. Το μυαλό του Ράφφερτυ ελευθερώθηκε, εκείνος όμως βρέθηκε να τρέμει αρπαγμένος από την πόρτα.
Το αναμμένο του τσιγάρο ήταν στο πάτωμα. Ο κος Άλσοπ σταμάτησε και το σήκωσε. "Το τσιγάρο σας, κύριε Ράφφερτυ. Πήρατε την απάντησή σας".
Ο Ράφφερτυ ήταν άσπρος. "Κύριε Άλσοπ", είπε, "Κυρία Άλσοπ, αυτό είναι φανταστικό ! Αυτά τα πλάσματα είναι στ' αλήθεια από κει έξω, από κάπου στο διάστημα !".
Ο κος Άλσοπ είπε : "Φυσικά, έρχονται από πολύ μακριά".
"Καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό ;". Ο Ράφφερτυ άκουγε τη φωνή του να γίνεται υστερική και προσπάθησε να ηρεμήσει. "Καταλαβαίνετε ότι αυτό είναι το πιο σημαντικό γεγονός που συνέβη στην παγκόσμια ιστορία ; Καταλαβαίνετε ότι αυτό ...ναι, είναι το πιο σπουδαίο γεγονός στο κόσμο και συνέβη σε μένα ; Το καταλαβαίνετε ;" Ο Ράφφερτυ ούρλιαζε . "Πού είναι το τηλέφωνο ;"
"Δεν έχουμε τηλέφωνο", είπε ο κύριος Άλσοπ. "Υπάρχει ένα εκεί πέρα, στο βενζινάδικο. Αυτοί όμως φεύγουν σε λίγα λεπτά. Γιατί δεν περιμένεις να τους δεις που θα φεύγουν ; Έχουν βάλει κιόλας στο σκάφος και τα αυγά και την κλωσσομηχανή και την τροφή".
"Όχι", ούρλιαξε ο Ράφφερτυ. "Δεν είναι δυνατόν να φύγουν σε λίγα λεπτά ! Σε παρακαλώ, πρέπει να τηλεφωνήσω, πρέπει να φέρω έναν φωτογράφο !".
Η κα Άλσοπ χαμογέλασε. "Κύριε Ράφφερτυ, προσπαθήσαμε να τους κρατήσουμε για το δείπνο, αλλά ξέρετε, πρέπει να φύγουν κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Πρέπει να προλάβουν την παλίρροια ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων".
"Είναι το φεγγάρι", είπε με ύφος ο κος Άλσοπ. "Είναι κάτι που έχει σχέση με τη σωστή θέση του φεγγαριού".
Τα πλάσματα από το διάστημα καθόταν εκεί σεμνά, με τα νύχια τους διπλωμένα στα πλευρά τους, με τις κεραίες τους χαμηλωμένες να δείχνουν ότι δεν ανακατεύονται στα μυαλά των άλλων.
Ο Ράφφερτυ έψαχνε απελπισμένα το δωμάτιο με το βλέμμα για τηλέφωνο που ήξερε πως δεν υπήρχε. Σκεφτόταν ότι έπρεπε να πάρει τον Τζόε Πέγκλεϋ στο γραφείο, στην πόλη. Ο Τζόε ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Αλλά όχι, ο Τζόε θάλεγε ότι ήταν μεθυσμένος. Το μυαλό του Ράφφερτυ συνέχισε να του λέει ότι αυτό ήταν το σπουδαιότερο γεγονός του κόσμου κι εκείνος στεκόταν εκεί απλός θεατής.
"Δεν μου λες Άλσοπ" ούρλιαξε ο Ράφφερτυ, "έχεις φωτογραφική μηχανή ; Μια φωτογραφική μηχανή, οποιαδήποτε. Πρέπει να βρω μια φωτογραφική μηχανή !".
"Βεβαίως και έχω" είπε ο κος Άλσοπ. "Έχω μια τέλεια φωτογραφική μηχανή. Είναι απλή, αλλά βγάζει πολύ καλές φωτογραφίες. Να σου δείξω μερικές που τράβηξα στις κότες μου !".
"Όχι, δεν θέλω να δω τις φωτογραφίες σου. Τη μηχανή σου θέλω μόνο !"
Ο κος Άλσοπ πήγε προς το σαλόνι κι ο Ράφφερτυ τον έβλεπε να ψάχνει στο πάνω μέρος ενός ντουλαπιού. "Κυρία Άλσοπ", φώναξε ο Ράφφερτυ "έχω να κάνω τόσες πολλές ερωτήσεις !"
"Εμπρός, ρωτήστε" είπε γλυκά η κα Άλσοπ, "δεν τους πειράζει καθόλου".
Τί ερωτήσεις όμως μπορούσε να κάνει στα πλάσματα από το διάστημα ; Ήξερε τα ονόματά τους. Ήξερε το λόγο της επίσκεψής τους : αυγά. Ήξερε από πού έρχονταν ...
Η φωνή του κου Άλσοπ ακούστηκε απ' το σαλόνι : "Έθελ, μήπως είδες τη μηχανή μου ;"
"Όχι, δεν την είδα. Κάπου θα την έκρυψες".
"Το μόνο πρόβλημα είναι ότι δεν έχω φιλμ" είπε ο κος Άλσοπ.
Ξαφνικά τα πλάσματα απ' το διάστημα έστρεψαν τις κεραίες τους το ένα προς το άλλο για ένα δευτερόλεπτο και σαν να συμφώνησαν σε κάτι, σηκώθηκαν και άρχισαν να κινούνται μέσα στο δωμάτιο σαν πυγολαμπίδες, τόσο γρήγορα, που ο Ράφφερτυ μόλις και κατάφερνε να τα διακρίνει. Όρμησαν έξω από την πόρτα προς τον αχυρώνα. Το μόνο που μπόρεσε να σκεφτεί ο Ράφφερτυ ήταν : Παναγία μου, είναι σαν έντομα !".
Ο Ράφφερτυ πετάχτηκε έξω απ' την πόρτα και τρέχοντας μες τη λάσπη προς τον αχυρώνα ούρλιαζε στα πλάσματα να σταματήσουν. Πριν καν φτάσει στα μισά του δρόμου, το γυαλιστερό πλαστικό μαραφέτι γλίστρησε έξω από τον αχυρώνα, ένας συριστικός ήχος ακούστηκε και το πράγμα εξαφανίστηκε μέσα στη χαμηλή νέφωση. Δεν έμεινε τίποτα περισσότερο για να δει ο Ράφφερτυ από ένα σημάδι με ατμούς μέσα στη λάσπη κι έναν κύκλο καμένης γης.
Ο Ράφφερτυ έκατσε μέσα στη λασπουριά μ' ένα αίσθημα κενού, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι η μεγαλύτερη ιστορία του κόσμου είχε πετάξει στον ουρανό. Ούτε φωτογραφίες ούτε αποδεικτικά στοιχεία ούτε ιστορία.. Στο μυαλό του στριφογύριζε συνέχεια η πληροφορία που είχε : "Η Κυρία και ο Κύριος-Που-Λυγίζουν-Σίδερα... Σιγά-σιγά ο Ράφφερτυ άρχισε να πιάνει το νόημα. Σιδεράς ! Ο Άνθρωπος-Που-Λυγίζει-Σίδερα πάνω στο αμόνι. Μα φυσικά αυτός ήταν ένας Σιδεράς ... "Ο Κύριος και η Κυρία Σιδερά την Κυριακή στο σπίτι του Άλφρεντ Άλσοπ. Επέστρεψαν σπίτι τους, στο σύστημα του Άλφα Κενταύρου με δυο καφάσια αυγά για κλώσσημα !".
Ο Ράφφερτυ σηκώθηκε και κούνησε το κεφάλι του. Στεκόταν ακόμα καταμεσής της λάσπης όταν ξαφνικά τα μάτια του στένεψαν, σημάδι ότι το μυαλό του δούλευε και το μυαλό του Ράφφερτυ κατάφερνε πάντα να βρει μια λύση. Όρμησε προς το σπίτι και μπήκε σαν σίφουνας από την πίσω πόρτα. "Αλσοπ", ούρλιαξε, "μήπως αυτά τα πλάσματα σε πλήρωσαν για τ' αυγά ;"
Ο κύριος Άλσοπ ανεβασμένος σε μια καρέκλα μπροστά στο ντουλάπι έψαχνε ακόμα για τη φωτογραφική του μηχανή. "Ε, κατά κάποιο τρόπο, ναί" είπε.
"Δώσε μου να δω τα λεφτά" απαίτησε ο Ράφφερτυ.
"Α, όχι με λεφτά" είπε ο κος Άλσοπ. "Δεν έχουν λεφτά. Όταν όμως ήταν πάλι εδώ, έξι χρόνια πριν, μου έφεραν για αντάλλαγμα κάτι δικά τους αυγά".
"Έξη χρόνια πριν !" μούγκρισε ο Ράφφερτυ. Και μετά : "Αυγά ! Τί είδους αυγά ;"
Ο κος Άλσοπ κρυφογέλασε ελαφρά, "Α, δεν ξέρω" είπε "τα ονομάσαμε αστροπάπιες. Τα αυγά είχαν το σχήμα του άστρου. Και καταλαβαίνεις τώρα, τα βάλαμε κάτω από μια κλώσσα και τα μυτερά τους άκρα την βασάνισαν άσχημα τη φουκαριάρα". Ο κύριος Άλσοπ κατέβηκε απ' την καρέκλα. "Αστροπάπιες δεν είναι και πολύ καλή σκέψη. Έμοιαζαν λίγο με μικρούς ιπποπόταμους και λίγο με χελιδόνια. Είχαν όμως και έξι πόδια. Μόνο δυο απ' αυτά έζησαν και τα φάγαμε τη μέρα των Ευχαριστιών !".
Το μυαλό του Ράφφερτυ δούλευε ακόμα ψάχνοντας για κείνο το ελάχιστο αποδεικτικό στοιχείο που θα έκανε τον συντάκτη του και τον υπόλοιπο κόσμο να τον πιστέψουν. Ο Ράφφερτυ πλησίασε ακόμα περισσότερο. "Κύριε Άλσοπ" ψιθύρισε σχεδόν, "μήπως ξέρετε πού είναι οι σκελετοί αυτών των αστρόπουλων ;"
Ο κος Άλσοπ φάνηκε μπερδεμένος. "Εννοείς τα κόκαλα ; Τα κόκαλα τα δώσαμε στο σκύλο. Αυτό έγινε πριν πέντε χρόνια. Ακόμα κι ο σκύλος έχει ψοφήσει πια".
Σαν άνθρωπος που βρίσκεται σε παραζάλη, ο Ράφφερτυ πήρε το καπέλο του . "Ευχαριστώ, κύριε Άλσοπ" είπε άτονα.. "Ευχαριστώ".
Ο Ράφφερτυ στάθηκε στη μπροστινή βεράντα και φόρεσε το καπέλο του. Το έσπρωξε προς τα πίσω. Κάρφωσε το βλέμμα του στον συννεφιασμένο ουρανό τόσο επίμονα, μέχρι που ένιωσε ζαλάδα, σαν να στριφογύριζε μέσα σε ομίχλη.
Ο κύριος Άλσοπ βγήκε έξω ξεσκονίζοντας με το μανίκι του το κουτί της φωτογραφικής του μηχανής. "Α, κύριε Ράφφερτυ", είπε, "βρήκα τη μηχανή μου !"