Προσοχή Αδιέξοδο!
Διήγημα του Κώστα Χαρίτου
“...και μόνον αυτός που έκανε
τη νύχτα πολλές φορές τον ίδιο δρόμο,
μόνον αυτός έμαθε πώς δεν υπήρξε ποτέ δρόμος”
(Τάσος Λειβαδίτης “Οι Σάλπιγγες της αποκαλύψεως”)
Ο Γιώργος κοίταξε
το ρολόι του. Δώδεκα παρά τέταρτο. Ο αστυνομικός ήταν ακόμα μπροστά στο
στενάκι. ‘Αν δε φύγει σύντομα από εκεί, δε θα προλάβω’, σκέφτηκε.
Πέρασαν άλλα δέκα λεπτά. Ο ιδρώτας κυλούσε πάνω στο μέτωπό του. Έτρεμε
ολόκληρος από την ένταση αλλά ήταν ανήμπορος. Μερικά τετράγωνα παρακάτω
ακούστηκαν φωνές και φασαρία. Ο αστυνομικός κινήθηκε προς εκείνη την
κατεύθυνση. Ο Γιώργος με δυσκολία κρατήθηκε αλλά δεν μπορούσε να το ρισκάρει
τώρα. Περίμενε λίγο για να απομακρυνθεί ο αστυνομικός και ύστερα άρχισε να
τρέχει σαν δαιμονισμένος.
Μπήκε στο στενό και το
διέσχισε γρήγορα. Στο τέρμα του διακλαδωνόταν σε δύο μικρότερα στενάκια. Έριξε
μια βιαστική ματιά και στα δύο. Στο βάθος του ενός είδε αυτό που περίμενε. Μια
τεράστια άσπρη πόρτα που έγραφε με μεγάλα, κόκκινα σαν το αίμα, γράμματα exit.
Κατευθύνθηκε αμέσως προς εκεί. Λίγο πριν φτάσει ακούστηκε ο γνώριμος οξύς
επαναλαμβανόμενος ήχος.
«Όχι, για όνομα του Θεού», ακούστηκε
η κραυγή του Γιώργου, καθώς ένα πράσινος τοίχος ορθώθηκε ξαφνικά μπροστά στην
πόρτα. Ο Γιώργος δεν πρόλαβε να σταματήσει και έπεσε πάνω του. Άρχισε να τον
χτυπάει με τις γροθιές του.
«Ούτε ένα λεπτό, δε δικαιούμαι; Ούτε
ένα λεπτό;». Η ερώτηση αντήχησε κάπως ειρωνικά, σαν απάντηση, μέσα στο στενό.
Το φως είχε αρχίσει να χαμηλώνει. Ο Γιώργος σηκώθηκε και άρχισε να περπατάει
προς την έξοδο του στενού.
Ήταν απογοητευμένος όσο
ποτέ άλλοτε αλλά ήξερε ότι αν δε βιαζόταν σε λίγο δε θα έβλεπε ούτε τη μύτη
του. Δεν είχε μείνει ποτέ έξω από την εστία όταν είχε σκοτάδι και δεν είχε
καμία διάθεση να το δοκιμάσει. Δε θυμόταν ακριβώς πώς τους το είχαν πει αλλά
εκείνοι οι μπάσταρδοι που χειρίζονταν τα μηχανήματα είχαν ξεκαθαρίσει ότι δεν
έπρεπε να είναι κανείς εκτός της εστίας όταν άλλαζαν την πόλη.
Αν και ήξερε τη διαδρομή
της επιστροφής σχεδόν απ’ έξω, συμβουλεύτηκε το χάρτη για να σιγουρευτεί ότι
ακολουθούσε τη σωστή πορεία. Ύστερα από μισή περίπου ώρα, λίγο πριν τον
προλάβει το απόλυτο σκοτάδι, έφτασε στην εστία. Πέταξε τον άχρηστο πια χάρτη
στο σκουπιδοτενεκέ που υπήρχε στην είσοδο και μπήκε μέσα. Ο Ανδρέας ήταν ήδη
εκεί. Πηγαινοερχόταν μέσα στο δωμάτιο. mόλις τον είδε, τινάχτηκε.
«Πού στο διάολο ήσουν;» ,τον ρώτησε
με έντονο ύφος. «Λίγο ακόμα και δε θα προλάβαινες».
«Ηρέμησε, δε θα πιστέψεις τι έγινε σήμερα», είπε ο Γιώργος.
«Τι έγινε;»
«Βρήκα την έξοδο»
«Α ναι! Και προφανώς ξαναμπήκες για να μου πουλήσεις μούρη»
«Άσε τις βλακείες. Αλήθεια σου λέω.
Τη βρήκα αλλά δεν πρόλαβα να βγω. Τελείωσε η μέρα. Γι’ αυτό άργησα τόσο να
έρθω»
«Μπράβο! Ωραίος φίλος είσαι. Θα
έφευγες χωρίς εμένα»
«Γιατί συνεχίζεις να παριστάνεις το
χαζό;», αντέδρασε εκνευρισμένος ο Γιώργος. «Αφού το ξέρεις, αν βγει ο ένας,
βγαίνει και ο άλλος. Τέλος ή μάλλον… game over»
«Το πιστεύεις αυτό;» ρώτησε ο
Ανδρέας.
«Φυσικά το πιστεύω. Άλλωστε μας το
είπαν. Δεν υπάρχει λόγος να τους αμφισβητούμε. Στο κάτω, κάτω είμαστε στην ίδια
ομάδα».
Ο Ανδρέας δε μίλησε. Ανασήκωσε το
κεφάλι, σα να απευθυνόταν σε κάποιον πάνω από αυτούς.
«Βέβαια. Είμαστε στην ίδια ομάδα.
Σχεδόν το είχα ξεχάσει. Ελπίζω αυτοί να το θυμούνται ακόμα».
Ο Γιώργος κοίταξε σαστισμένος τον
Ανδρέα. Πάντα ήταν λίγο παράξενος αλλά ποτέ δεν είχε εκφράσει αμφιβολίες για
αυτό το θέμα.
«Νομίζω ότι πρέπει να κοιμηθούμε»,
είπε στον Ανδρέα ξερά. «Πρέπει να ξεκουραστούμε για αύριο και καλό θα ήταν να
βγάλεις αυτές τις παράλογες σκέψεις από το μυαλό σου. Μόνο κακό θα σου κάνουν».
Ο Ανδρέας δεν απάντησε. Έκλεισε το
φως, το μοναδικό φως μέσα σε ολόκληρη την πόλη, και το σκοτάδι τύλιξε το
δωμάτιο. Υπήρχε απόλυτη ησυχία αλλά ο Γιώργος ένοιωθε την ένταση που είχε
γεμίσει το χώρο. Τα λόγια του Ανδρέα στριφογύριζαν στο μυαλό του.
Θυμούνται ότι είμαστε στην
ίδια ομάδα;. Ο αιώνιος Ανδρέας. Δεν αρκούνταν σε αυτά που έβλεπε, πάντα έψαχνε να δει τι
κρύβεται από πίσω, στο παρασκήνιο. Μια φορά είχε πει σε έναν πλασιέ ανιχνευτών
ψεύδους χειρός ότι το μηχάνημά του ήταν τελείως άχρηστο αφού όση ώρα μιλούσε ο
πωλητής, αυτό θα έπρεπε να είχε χτυπήσει τουλάχιστον πέντε φορές. Ο Γιώργος δεν
είχε πρόβλημα με αυτήν τη συμπεριφορά του Ανδρέα. Μάλλον του άρεσε. Αλλά τώρα
είχαν μια δουλειά να κάνουν. Αν άρχιζαν να σκέφτονται έτσι μπορεί να έχαναν
άδικα πολύτιμο χρόνο και τότε ποιος άκουγε την εταιρεία. Τον περίμενε και η
Γιάννα. Έψαχναν για οικόπεδο να χτίσουν όταν τον ειδοποίησε ο Ανδρέας για τη
δουλειά. Νόμιζε ότι θα τελειώσουν γρήγορα με αυτήν την Εικονική Πραγματικότητα
αλλά να που είχαν μπλέξει για τα καλά. Πρώτη φορά που έμεναν τόσο καιρό μέσα,
συνήθως ξεμπέρδευαν σε μια δυο μέρες.
Την άλλη μέρα
ξύπνησε κακόκεφος. Σκούντηξε τον Ανδρέα, ντύθηκε και βγήκε από την εστία. Πήγε
κατευθείαν στο μαγαζί. Εκεί έβρισκαν το καθημερινό φαγητό τους και τον χάρτη
της ημέρας. Ο χάρτης περιείχε σχεδόν τα πάντα για την πόλη εκτός από την έξοδο.
Αυτή έπρεπε να τη βρουν μόνοι τους.
Ξεκίνησε, πηγαίνοντας
βόρεια. Η έξοδος δεν ήταν ποτέ στο ίδιο σημείο και η χθεσινή του προσπάθεια
δεν είχε πια καμία αξία. Λίγο πιο κάτω γίνονταν έργα και αναγκάστηκε να στρίψει
προς τα δυτικά. Μετά από μερικά τετράγωνα τον σταμάτησε ένας τύπος με στολή.
«Δυστυχώς κύριε, δεν μπορείτε να
συνεχίσετε, δε φέρετε τη πρέπουσα ενδυμασία» του είπε ευγενικά.
«Και ποια είναι αυτή;», ρώτησε ο
Γιώργος.
«Φυσικά, γκρίζο κουστούμι με κόκκινη
γραβάτα και τα ανάλογα παπούτσια».
Τώρα έπρεπε να ψάξει να βρει κάπου
τέτοια ρούχα αν ήθελε να συνεχίσει προς εκείνη την κατεύθυνση. Πάντα κάτι
τέτοια περιστατικά συνέβαιναν στην πόλη. Αν δεν υπήρχαν όλα αυτά τα έργα, οι
αστυνομικοί, οι απαγορευμένες περιοχές, οι τροχονόμοι και τα αποκλεισμένα
σημεία από όπου περνούσαν διάφοροι επίσημοι τότε θα την γύριζε μέσα σε δυο,
τρεις ώρες. Τώρα, όμως, που ήταν υποχρεωμένος να ακολουθεί τους κανόνες μόλις
που προλάβαινε να δει ένα κομμάτι της κατά τη διάρκεια της ημέρας. Έτσι, για να
πετύχεις την έξοδο ήθελε πολλή τύχη.
Έφτασε σε έναν κεντρικό
δρόμο αλλά μια μεγάλη ταμπέλα απαγόρευε την κυκλοφορία σε όσους δεν έφεραν την
κονκάρδα ενός συγκεκριμένου κόμματος. Αναγκάστηκε να αλλάξει κατεύθυνση. Σιγά,
σιγά η μέρα περνούσε και φαινόταν ότι δε θα είχε το αποτέλεσμα της
προηγούμενης. Κατά τις έντεκα αναγκάστηκε να παρακάμψει ένα σημείο όπου δύο
συμμορίες προκαλούσαν σοβαρά επεισόδια και όταν είδε την κορδέλα με το ‘απαγορεύεται
η κυκλοφορία σε δίποδους πεζούς’ στη μέση της λεωφόρου που περπατούσε
αποφάσισε να γυρίσει πίσω. Όταν μπήκε στην εστία είδε τον Ανδρέα ξαπλωμένο.
«Δεν περίμενα να σε βρω εδώ» του
είπε.
«Α ναι, και γιατί;»
«Γύρισα νωρίς και σκεφτόμουν ότι εσύ
θα έλειπες ακόμα»
«Λίγο δύσκολο αν λάβουμε υπόψη ότι δεν
έφυγα καθόλου από εδώ».
Ο Γιώργος τον κοίταξε προσπαθώντας να
καταλάβει αν μιλούσε σοβαρά.
«Δεν έφυγες καθόλου; Τι σημαίνει
αυτό, δεν καταλαβαίνω»
«Για να είμαι τελείως ειλικρινής μαζί
σου, έχω τρεις μέρες να βγω από την εστία»..
“Τρεις μέρες; Ωραίος δοκιμαστής Ε.Π.
είσαι. Και τι κάνεις εδώ μέσα;”
“Σκέφτομαι”.
“Μάλιστα. Σκέφτεσαι. Μήπως μπορείς να
μου πεις και εμένα που γυρνάω σαν ηλίθιος μέσα στην πόλη τι ακριβώς
σκέφτεσαι;”.
«Βεβαίως. Θυμάσαι τότε που δοκιμάσαμε
εκείνο το πολεμικό παιχνίδι με τους κινέζους; Πόσες πίστες είχαμε περάσει πριν
μας αποσυνδέσουν;»
«Δώδεκα»
«Ενώ είχε εκατό τριάντα»
«Σωστά, αλλά δεν καταλαβαίνω τι σχέση
έχει αυτό»
«Και τότε με το διαστημικό
προσομοιωτή… που ξεκινήσαμε για το διαστημικό σταθμό αλλά βγήκαμε από το ηλιακό
σύστημα.»
«Ε καλά, το βελτίωσαν μετά που τους
τρίξαμε τα δόντια για τα χάλια του συστήματος πλοήγησης»
Ο Ανδρέας χαμήλωσε το βλέμμα του.
Έμεινε για λίγο σιωπηλός σαν να περίμενε από τον Γιώργο να καταλάβει κάτι
προφανές. Ύστερα, άρχισε να μιλάει αργά.
«Ωραία. Αυτές τις Ε.Π. τις τεστάραμε,
φάγαμε τα μούτρα μας, μας έβγαλαν, τους συμβουλέψαμε πως να τις βελτιώσουν και
φύγαμε. Και σκέφτομαι… Τι είδους εικονική πραγματικότητα είναι η τωρινή; Το
μόνο που βλέπω να περιλαμβάνει είναι αυτές οι συνεχείς απαγορεύσεις για το πού
μπορούμε να πάμε και τι επιτρέπεται να κάνουμε. Εσένα δε σε παραξένεψε αυτό;»
«Μπορεί να είναι κανένα παιχνίδι. Τι
με νοιάζει εμένα; Ίσως είναι κάποιο πρόγραμμα ειδικά για ψώνια. Εγώ θέλω να βρω
την έξοδο και να φύγω από εδώ, να πάω σπίτι μου. Εσύ που έχεις και ένα παιδί
δεν ενδιαφέρεσαι πως θα φύγεις;».
«Α, μάλιστα. Τώρα έθιξες το πιο
κρίσιμο σημείο. Γιατί είναι τόσο δύσκολο να βγούμε από εδώ; Μόνο ένας χαζός θα
μας πλήρωνε για να ψάχνουμε την έξοδο τόσο καιρό. Ότι ήταν να δούμε το έχουμε
δει. Γιατί σώνει και καλά πρέπει να ανακαλύψουμε μια έξοδο που αλλάζει κάθε
μέρα και απ’ ότι φαίνεται ποτέ δε θα βρούμε;».
Ο Γιώργος δε μίλησε για λίγο. Τον
είχαν προβληματίσει τα λόγια του Ανδρέα.
«Εγώ όμως την βρήκα χθες», είπε κάπως
διστακτικά.
«Ναι αλλά τελείωσε η μέρα πριν βγεις.
Τι βολική σύμπτωση! Τώρα με ανυψωμένο ηθικό θα συνεχίσεις την αναζήτηση και τις
επόμενες μέρες».
«Δηλαδή, θέλεις να πεις ότι δε
βρίσκουμε την έξοδο επειδή δε θέλουν αυτοί που χειρίζονται τον υπολογιστή της
εικονικής πραγματικότητας;».
«Κάτι τέτοιο. Εγώ κάθομαι τρεις μέρες
εδώ και κανένας δε μου είπε τίποτα. Αν πλήρωναν για αυτό που κάνουμε δε θα
έπρεπε να μου γίνει κάποια παρατήρηση, μια επίπληξη;».
Ο Γιώργος κάθησε στο κρεβάτι του.
«Τι γίνεται τώρα; Τι θα κάνουμε;»,
είπε στον Ανδρέα. «Όσο είμαστε πάνω στο μηχάνημα εξαρτόμαστε από τους έξω. Αν
θέλουν μας κρατούν εδώ για πάντα. Δε γίνεται να αποσυνδεθούμε από μόνοι μας.
Υποτίθεται ότι αν επιθυμούμε να βγούμε θα πατήσουμε το εικονίδιο της εξόδου
αλλά αυτό δεν μπορούμε να το βρούμε. Είσαι σίγουρος ότι υπάρχει πρόβλημα. Μήπως
κάνεις λάθος; Μήπως είναι μια δοκιμασία που πρέπει να περάσουμε;».
«Και γιατί δεν μας λέει κανείς
τίποτα;»
«Ίσως μας δίνουν μια ευκαιρία, ίσως
πρέπει τελικά να βρούμε αυτήν την έξοδο.»
«Δεν είναι λογικό αυτό που λες. Σε καμία
δουλειά μέχρι τώρα δεν μας έτυχε κάτι τέτοιο. Κάποιος μας κρατάει εδώ και μας
χρησιμοποιεί παρά τη θέλησή μας. Πρέπει να βρούμε τρόπο για να φύγουμε».
«Εντάξει να φύγουμε, αλλά πώς;»,
επέμεινε ο Γιώργος. «Στο κάτω, κάτω οι περισσότεροι άνθρωποι βρίσκονται κάπου
που δε θέλουν και κάνουν κάτι που δεν τους αρέσει. Δεν ψάχνουν όμως κανέναν
τρόπο για να φύγουν. Κάνουν τη δουλειά τους και ζουν κανονικά».
Ο Ανδρέας χαμογέλασε.
«Υποτίθεται ότι ο φιλόσοφος στην
παρέα είμαι εγώ. Άλλωστε το καταλαβαίνεις ότι κάτι δεν πάει καλά», είπε στο
Γιώργο.
«Το καταλαβαίνω, αλλά εσύ έμεινες
τρεις μέρες άπραχτος και δεν έγινε τίποτα. Μήπως τελικά συμβαίνει κάτι άλλο,
μήπως μας ξέχασαν εδώ και δεν ασχολείται κανείς μαζί μας»
«Όχι, γιατί τότε θα είχαμε πεθάνει.
Μπορεί να τρώμε τα εικονικά φαγητά και να πίνουμε το εικονικό νερό για να
πείθεται ο εαυτός μας σχετικά με την αίσθηση του κορεσμού, αλλά κάποιος πρέπει
να ασχολείται με τη συντήρησή μας εκεί έξω. Κάποιος πρέπει να αλλάζει τους
ορούς των θρεπτικών συστατικών και να φροντίζει τους καθετήρες, αλλιώς θα
είχαμε καταρρεύσει από μέρες»
«Σωστά, αλλά αν ήθελαν απλώς να μας
ξεφορτωθούν γιατί δε μας καθάριζαν. Ποιος ο λόγος να μας κρατούν εδώ μέσα και
να ξοδεύουν τόσα λεφτά για τη συντήρησή μας;»
«Ίσως να μας θέλουν φυλακισμένους»
«Ε, τότε γιατί δεν μας έβαλαν σε μια
φυλακή;», αναρωτήθηκε ο Γιώργος.
Ο Ανδρέας δεν απάντησε. Η τελευταία
φράση του Γιώργου τον έβαλε σε σκέψεις. Ύστερα, σαν να είχε βρει τη λύση στο
πρόβλημα, φώναξε θριαμβευτικά.
«Μήπως τελικά αυτό ακριβώς έκαναν!».
Ο Γιώργος τον κοίταξε σκεφτικός. Τα
δεδομένα άλλαζαν ξανά. Πριν λίγες μέρες έκαναν τη δουλειά τους, ύστερα
βρίσκονταν εγκλωβισμένοι μέσα στην εικονική πραγματικότητα και τώρα....
«Δηλαδή, θέλεις να πεις ότι όλα αυτά
που συμβαίνουν είναι πραγματικά; Δεν είμαστε συνδεδεμένοι πάνω σε υπολογιστή;».
«Αν εσύ έχεις κάποια καλύτερη
εξήγηση, είμαι πρόθυμος να την ακούσω».
Ο Γιώργος άρχισε να βηματίζει μέσα
στο δωμάτιο. Στάθηκε δίπλα στον Ανδρέα.
«Μα πώς μπορούμε να είμαστε βέβαιοι;
Η Ε.Π. δε διαφέρει σε τίποτα από την αληθινή. Και στις δύο πεινάς, διψάς,
νοιώθεις τον πόνο. Πώς θα μπορέσουμε να τις ξεχωρίσουμε;»
«Αυτό δεν το ξέρω. Όλα, όμως,
δείχνουν ότι πρέπει να είμαστε μέσα σε μια πραγματική φυλακή», απάντησε ο
Ανδρέας.
«Φυλακή χωρίς κάγκελα»
«Δε χρειάζονται. Όσο περιφερόμαστε
ψάχνοντας την έξοδο, θα μένουμε εδώ μέσα».
Ο Γιώργος εξαντλημένος ξάπλωσε στο
κρεβάτι βγάζοντας έναν αναστεναγμό. Η φωνή του ακούστηκε άψυχη.
«Μα γιατί να μας έχουν εδώ μέσα.
Γιατί όχι σε μια κανονική φυλακή με κελιά και δεσμοφύλακες».
«Αυτό ούτε εγώ μπορώ να το καταλάβω.
Όσο και να το σκέφτομαι δε βρίσκω κάποια λογική αίτία. Ίσως να είμαστε κάποιο
πείραμα ή μια διαστροφή ενός τρελού. Πάντως πρέπει να βγούμε από εδώ το
συντομότερο δυνατόν».
Ο Γιώργος ήταν
πολύ προβληματισμένος. Δεν ήταν πια σίγουρος για τίποτα. Ακόμα και ο ίδιος ο
Ανδρέας μερικές φορές του φαινόταν εξωπραγματικός. Το βέβαιο ήταν ότι η
κατάσταση δεν έμοιαζε φυσιολογική και έπρεπε να κάνουν κάτι για να την
αλλάξουν. Συζήτησαν για πολλή ώρα με τον Ανδρέα. Συμφώνησαν ότι ήταν αδύνατον
να δράσουν το βράδυ αφού δεν είχαν κάτι που θα μπορούσε να τους βοηθήσει μέσα
στο απόλυτο σκοτάδι που επικρατούσε. Τους έμενε η μέρα αλλά ήδη είχαν δοκιμάσει
τόσες φορές να βρουν την έξοδο και δεν τα είχαν καταφέρει. Για ποιο λόγο να
ελπίζουν ότι θα την έβρισκαν στις επόμενες προσπάθειές τους; Μετά από μερικές
αποτυχημένες προτάσεις, ο Γιώργος είχε μια έξυπνη ιδέα. Ο λόγος που δεν
έβρισκαν την έξοδο ήταν όλες αυτές οι απαγορεύσεις και τα εμπόδια που τους
ανάγκαζαν συνεχώς να αλλάζουν πορεία και να στριφογυρνούν άσκοπα. Αν δεν
ακολουθούσαν αυτές τις, κατά κανόνα γελοίες, υποδείξεις τότε μπορεί να ήταν
πολύ πιο εύκολο να φτάσουν στο στόχο τους. Άλλωστε ο μόνος σκοπός που φαινόταν
να έχουν όλα αυτά ήταν να τους εγκλωβίσουν μέσα στη πόλη έμμεσα, χωρίς να το καταλάβουν.
Αποφάσισαν, λοιπόν, την επόμενη μέρα να αγνοήσουν οποιοδήποτε εμπόδιο τους
παρουσιαζόταν και να προχωρήσουν σαν να μην υπήρχε καμία απαγόρευση.
Το πρωί έφυγαν
μαζί από την εστία αλλά δε χώρισαν όπως τις άλλες φορές. Πήραν ένα χάρτη από το
μαγαζί και άρχισαν να προχωρούν ανατολικά. Διέσχισαν με άνεση ένα δρόμο στον
οποίο απαγορευόταν η κυκλοφορία των πεζών με δύο χέρια και μετά έστριψαν προς
τα νότια στο σημείο που υπήρχε μια μεγάλη κόκκινη ταινία που εμπόδιζε τη
διέλευση. Ύστερα από τρία τετράγωνα συνάντησαν έναν τοίχο που έκοβε το δρόμο
στη μέση. Σκαρφάλωσαν επάνω του και πέρασαν από την άλλη μεριά. Συνέχισαν να
προχωρούν για ένα τέταρτο και ενώ κατευθύνονταν προς μια γαλαρία στην οποία
απαγορευόταν η είσοδος, τους σταμάτησε ένας αστυνομικός.
«Δυστυχώς, δεν μπορείτε να μπείτε
εδώ», τους είπε κάπως απότομα.
«Γιατί;», ρώτησε αδιάφορα ο Ανδρέας.
«Γιατί απαγορεύεται, δε βλέπετε
εκεί;», είπε ο αστυνομικός δείχνοντας το απαγορευτικό σήμα.
«Εμείς θέλουμε να προχωρήσουμε και
καλά θα κάνεις να μην μας εμποδίσεις»
«Σας παρακαλώ κύριοι, ακολουθήστε την
παρακαμπτήριο όπως ο υπόλοιπος κόσμος», επέμεινε ο αστυνομικός.
Πριν προλάβει καλά, καλά να
ολοκληρώσει τη φράση του, η γροθιά του Ανδρέα τον χτύπησε με δύναμη στο πρόσωπο
και σωριάστηκε κάτω.
«Έλα φύγαμε», φώναξε στο Γιώργο και
άρχισε να τρέχει μέσα στη γαλαρία.
Ο Γιώργος τον ακολούθησε ενώ πίσω του
άκουγε σφυρίγματα και φωνές που προέρχονταν μάλλον από τον αστυνομικό. Ύστερα
από λίγα λεπτά βγήκαν από τη γαλαρία. Περίπου πεντακόσια μέτρα πιο μακριά,
βρισκόταν η άσπρη πόρτα με την ένδειξη exit.
«Για δες!», αναφώνησε θριαμβευτικά ο
Ανδρέας. «Η πόρτα του Αλαντίν».
Άξαφνα ακούστηκε ο ήχος που σήμαινε
το τέλος της ημέρας. Ο Γιώργος άργησε να το συνειδητοποιήσει γιατί δεν είχαν
περάσει πάνω από δύο ώρες από τότε που είχαν ξεκινήσει από την εστία.
«Μα τι στο διάολο γίνεται», είπε
λαχανιασμένος, «δεν είναι ακόμα ούτε μεσημέρι».
«Τελειώνουν τη μέρα για να μη
βγούμε», του φώναξε ο Ανδρέας μόλις είδε τον πράσινο τοίχο να ανεβαίνει μπροστά
στην έξοδο.
Ο Γιώργος κοίταξε τριγύρω. Είδε ένα
μεγάλο σιδερένιο λοστό. Έσκυψε και τον έπιασε στα χέρια του.
«Ή τώρα ή ποτέ», είπε στον Ανδρέα.
«Βρες και εσύ κάτι και πάμε να ρίξουμε αυτόν τον αναθεματισμένο τοίχο».
Άρχισε να κινείται με
αποφασιστικότητα προς τον τοίχο. Ήταν πια βέβαιος ότι κάποιος έπαιζε μαζί τους
και ο μόνος τρόπος να τον βρουν ήταν να γκρεμίσουν το πράσινο τοίχωμα που τους
έκρυβε την έξοδο. Πλησίασε με μεγάλα βήματα, σχεδόν τρέχοντας, και τον χτύπησε
με δύναμη. Ακούστηκε ένας δυνατός τριγμός, σαν κάτι να τσακίστηκε.
«Μα αυτό είναι πλαστικό», είπε
απορημένος στον Ανδρέα που ερχόταν κρατώντας έναν παρόμοιο λοστό στα χέρια του.
«Με πλαστικά τοιχώματα μας κρατούσαν μέσα;»
«Ότι και να είναι, πρέπει να το
σπάσουμε. Δεν μένω ούτε μια ώρα παραπάνω σε αυτό το μέρος», απάντησε ο Ανδρέας.
Συνέχισαν να χτυπούν τον πλαστικό
τοίχο και σε λιγότερο από δέκα λεπτά τον είχαν διαλύσει. Πίσω του εμφανίστηκε
πάλι η άσπρη πόρτα της εξόδου. Ο Γιώργος στάθηκε μπροστά της και γύρισε προς
τον Ανδρέα. Ξαφνικά αισθάνθηκε σαν να είχε μαζέψει όλο του το θάρρος σε μια
κούπα και κάποιος την είχε κλωτσήσει με δύναμη. Ένοιωσε τα πόδια του να
κόβονται.
«Φοβάμαι», του είπε, νοιώθοντας
ντροπή που δείλιασε αυτή τη στιγμή.
«Τι φοβάσαι;», τον ρώτησε αυτός.
«Φοβάμαι τι θα βρούμε εκεί έξω, τι
μας περιμένει. Τουλάχιστον εδώ μέσα ήμασταν ασφαλείς».
«Ότι και να είναι το προτιμώ από
αυτόν τον εμπαιγμό. Έτσι και αλλιώς δε νομίζω ότι μπορούμε να γυρίσουμε πίσω»,
είπε ο Ανδρέας και στράφηκε προς την πόρτα. Ήταν κλειδωμένη αλλά αυτό δεν ήταν
πια πρόβλημα. Μερικά ζυγισμένα χτυπήματα με το λοστό και μερικές δυνατές
κλωτσιές ξεχαρβάλωσαν την κλειδαριά. Ύστερα, με μια τελευταία κλωτσιά στην άκρη
της, η πόρτα άνοιξε.
Ο Ανδρέας διάβηκε
το άνοιγμα και ο Γιώργος τον ακολούθησε. Μπήκε σε ένα μεγάλο δωμάτιο με πολλούς
ανθρώπους πίσω από μια τζαμαρία στο βάθος που τον κοίταζαν κάπως ανήσυχα. Οι
περισσότεροι φορούσαν άσπρες ιατρικές ποδιές. Άξαφνα όλα του φάνηκαν σαν να
ήταν μια παραίσθηση, ότι εξακολουθούσε να βρίσκεται μέσα στην εικονική
πραγματικότητα. Οι μορφές γύρω του έμοιαζαν ρευστές, σαν να μην έχουν
συγκεκριμένο σχήμα. Έβλεπε τον Ανδρέα να χάνεται προς κάποιο διάδρομο,
αναλαμπές από την εστία, την πόλη και τους δρόμους της και όλα αυτά
ανακατεύονταν με το δωμάτιο και τους ανθρώπους που τον κοίταζαν. Μια φωνή
ακούστηκε:
«Θεέ μου, βγήκαν έξω!». Αναγνώρισε τη
φωνή της γυναίκας του και του φάνηκε ότι βρισκόταν πίσω από την τζαμαρία
προσπαθώντας να έρθει προς το μέρος του. Οι υπόλοιποι τη σταμάτησαν. Ο Γιώργος
έχωσε το πρόσωπο του μέσα στα χέρια του και γονάτισε, προσπαθώντας να μη σωριαστεί
στο έδαφος. Δοκίμασε να ανοίξει τα μάτια του. Ένοιωθε ότι σιγά, σιγά
συνερχόταν, οι παραισθήσεις σταδιακά σταμάτησαν και τώρα ήταν βέβαιος ότι εκεί
πίσω στεκόταν η γυναίκα του.
«Τι συμβαίνει, τι γίνεται εδώ;»,
μπόρεσε να ψελλίσει.
Τον πλησίασαν δύο από τους ανθρώπους
με τις ιατρικές μπλούζες σπρώχνοντας ένα φορείο με ρόδες.
«Μην ανησυχείτε κύριε Συκάντη. Θα σας
τα εξηγήσουμε όλα σύντομα αλλά πρώτα θα πρέπει να σας μεταφέρουμε σε ένα
δωμάτιο για να ξεκουραστείτε.», του είπε ο ένας.
Τον μετέφεραν δύο ορόφους πιο πάνω σε
κάτι που ήταν προφανώς δωμάτιο νοσοκομείου και τον έβαλαν να ξαπλώσει πάνω σε
ένα κρεβάτι.
«Σύντομα θα είναι εδώ οι υπεύθυνοι
γιατροί για να σας πουν αναλυτικά τι συνέβη. Πάντως να είστε σίγουρος ότι όλα
όσα έγιναν ήταν για το δικό σας καλό. Τώρα, καλά θα κάνετε να κοιμηθείτε», του
είπαν και έφυγαν.
Ο Γιώργος ένοιωθε τα βλέφαρά του να
βαραίνουν επικίνδυνα. Δεν ήθελε να κοιμηθεί πριν του εξηγήσει κάποιος τι έτρεχε
αλλά δεν μπορούσε να αντέξει άλλο την κούραση που του είχε προκαλέσει η εμπειρία
που πέρασε. Έκλεισε τα μάτια του και βυθίστηκε σε ένα βαθύ ύπνο.
Όταν ξύπνησε είδε
να στέκονται από πάνω του δύο γιατροί. Συνομιλούσαν χαμηλόφωνα, αλλά μόλις
είδαν ότι ο Γιώργος άνοιξε τα μάτια του σταμάτησαν και στράφηκαν προς το μέρος
του.
«Καραπλής Ιωάννης», συστήθηκε ο πιο
ηλικιωμένος. «Νευροβιολόγος με ειδίκευση στην εικονική πραγματικότητα.
Φαντάζομαι ότι θα αισθάνεστε τουλάχιστον έκπληξη για όσα σας συμβαίνουν».
«Έκπληξη;» έκανε μια γκριμάτσα
αποδοκιμασίας ο Γιώργος. «Πολύ επιεικής ο χαρακτηρισμός σας. Μου είπαν ότι θα
μου εξηγήσετε τι συμβαίνει και ειλικρινά αν δεν έβλεπα τη γυναίκα μου εδώ θα
γνωρίζατε μια πολύ άσχημη πλευρά του χαρακτήρα μου. Και που είναι ο Ανδρέας;
Θέλω να τον δω»
«Δυστυχώς κύριε Συκάντη θα πρέπει
για λίγο καιρό να μην έχετε επαφή με τον Ανδρέα. Όσο για τη γυναίκα σας,
η αλήθεια είναι ότι εμείς
ζητήσαμε από τη σύζυγό σας να παραβρίσκεται. Συνήθως είναι χρήσιμη η παρουσία
κάποιου οικείου προσώπου σαν γέφυρα σταθεροποίησης της πραγματικότητας».
«Γέφυρα σταθεροποίησης; Τι σημαίνει
αυτό;»
Ο Καραπλής έπιασε το πηγούνι του και
έμεινε για λίγο σκεπτικός. Ύστερα σαν να του ήρθες κάποιο είδος έμπνευσης είπε:
«Ακούστε, όπως όλοι ξέρουμε είστε
δοκιμαστής εικονικής πραγματικότητας. Αυτό που εσείς δεν ξέρετε είναι ότι εδώ
και τρεις μήνες πάσχετε από το σύνδρομο matrix ή, για να το πούμε
επιστημονικότερα, τη ναυτία της εικονικής πραγματικότητας»
«Και τι είναι αυτό;», ρώτησε ο
Γιώργος.
«Στη τελευταία σας δουλειά, η
αποσύνδεση από την Ε.Π. δεν υπήρξε επιτυχής. Δεν ήμαστε ακόμα σίγουροι για το
τι έφταιξε. Ίσως κάποιες διακοπές του ηλεκτρικού ρεύματος, ίσως η υπερκόπωση,
ίσως και η ίδια η φύση της Ε.Π. Κάποιοι ψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι απλώς
προτιμούσατε να μείνετε εκεί. Τέλος πάντων, το σίγουρο είναι ότι όταν
αποσυνδεθήκατε δεν αποκτήσατε επαφή με το περιβάλλον. Ο εγκέφαλός σας ,κατά μια
έννοια, εγκλωβίστηκε σε ένα βρόχο και συνέχισε να πιστεύει ότι βρίσκετε μέσα
στην Ε.Π.. Ότι ποτέ δε βγήκατε. Το αποτέλεσμα ήταν να απορρίπτει συλλήβδην όλες
τις πληροφορίες που έπαιρνε από το περιβάλλον εκτός από αυτές που ταίριαζαν με
την εικόνα της Ε.Π. που είχε σχηματίσει. Βρεθήκατε σε μια κατάσταση αυτισμού».
Ο Καραπλής έκανε μια παύση σε αυτό το
σημείο. Μάλλον ήθελε να του δώσει λίγο χρόνο για να χωνέψει αυτά που του είπε.
«Παλαιότερα, πριν διαδοθούν τόσο οι
Ε.Π., πολύς κόσμος έπαιζε ηλεκτρονικά παιχνίδια οθόνης. Σχεδόν όλοι, όταν το
παράκαναν, μόλις σταματούσαν το παιχνίδι και έσβηναν την οθόνη συνέχιζαν να
βλέπουν τα σχήματά της μπροστά τους. Κάτι τέτοιο πάθατε και εσείς αλλά σε
μεγαλύτερη κλίμακα».
«Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι τι
σχέση έχουν όλα αυτά με το ότι βρίσκομαι εδώ πέρα».
«Εδώ είναι ο χώρος αποκατάστασης των
πασχόντων από ναυτία της Ε.Π., δεν ήσαστε οι πρώτοι που τους συνέβη αυτή η
ατυχία»
«Ναι αλλά εγώ κάνω τόσα χρόνια αυτό
το επάγγελμα και δεν έχω ακούσει τίποτα για σύνδρομα matrix και ναυτίες Ε.Π.»
«Δεν είναι περίεργο», είπε ο
Καραπλής. «Συνήθως αυτός ο αποπροσανατολισμός διαρκεί λίγα δευτερόλεπτα και
ύστερα ο εγκέφαλος αποκτά πάλι επαφή με το περιβάλλον. Εσείς είστε η εξαίρεση».
Ο Γιώργος δεν μπορούσε να καταλάβει
από την έκφραση στο πρόσωπο του Καραπλή, αν λυπόταν ή χαιρόταν με αυτές τις
εξαιρέσεις.
«Άλλωστε έχουν επενδυθεί τεράστια
ποσά σε αυτά τα προγράμματα Ε.Π. Τα χρησιμοποιούν σχολεία, νοσοκομεία, ο
στρατός, τα κέντρα ψυχαγωγίας. Φαντάζεστε τις επιπτώσεις αν μαθευόταν ότι
υπάρχει περίπτωση να συμβεί κάτι τέτοιο; Θα καταστρέφονταν οικονομικά πάρα
πολλές εταιρείες, για να μην μιλήσουμε για το πολιτικό κόστος. Ευτυχώς τα
περιστατικά είναι λίγα αλλά υπάρχουν»
«Και πώς γίνεται η αποκατάσταση αυτού
του προβλήματος εδώ;», ρώτησε ο Γιώργος.
Ο Καραπλής δεν έκρυψε την χαρά που
του προκάλεσε αυτή η ερώτηση. Ξεκίνησε μια διάλεξη που μάλλον είχε ξανακάνει.
«Μόλις διαπιστώσαμε το πρόβλημα που
αντιμετωπίζατε σας φέραμε εδώ όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Ύστερα αναπλάσαμε όσο
πιστότερα γινόταν το περιβάλλον της Ε.Π. που δοκιμάζατε και σας τοποθετήσαμε
μέσα σε αυτό. Επειδή το καινούριο περιβάλλον σας ανταποκρινόταν σε αυτό που
περίμενε ο εγκέφαλός σας, μπορούσατε πια να αλληλεπιδράσετε μαζί του. Για τα
υπόλοιπα θα σας μιλήσει ο νευροψυχολόγος μας ο κ. Τζαρέπης».
Ο Καραπλής έκανε μια θεατρική κίνηση
με το χέρι υποδεικνύοντας τον μεσόκοπο άντρα που στεκόταν λίγο πιο πίσω του όλη
αυτή την ώρα. Αυτός έκανε ένα βήμα μπροστά για να σταθεί δίπλα στον Καραπλή και
είπε:
«Δεν θα μπω σε πολλές λεπτομέρειες
για να μην σας κουράσω. Απλώς σας λέω ότι η γενική ιδέα έχει ψυχαναλυτική
προέλευση. Η έξοδος συμβολίζει την επιθυμία σας να βγείτε από την Ε.Π. Δυστυχώς
τα πρώτα πειράματα έδειξαν ότι όσοι έβρισκαν αμέσως την έξοδο παρέμεναν στην
κατάσταση που βρίσκονταν και αρχικά, δηλαδή διατηρούσαν την εντύπωση ότι
παρέμεναν μέσα στην Ε.Π. και απλώς είχαν προχωρήσει σε ένα άλλο σημείο της».
Ο Γιώργος κοιτούσε αποσβολωμένος μην
πιστεύοντας στα αυτιά του. Ο Τζαρέπης συνέχισε:
«Χάρη σε μια πρόταση του κ. Καραπλή
ακολουθήσαμε μια εναλλακτική διαδικασία όπου η πρόσβαση στην έξοδο είναι
αδύνατη για τον ασθενή εξαιτίας διαφόρων λιγότερο ή περισσότερο παραλόγων
περιορισμών. Έτσι, σιγά, σιγά αυτός αρχίζει να καταλαβαίνει ότι δε θα την βρει
ποτέ. Αν είναι τυχερός κάποια στιγμή συνειδητοποιεί το παράλογο του κόσμου μέσα
στον οποίο ζει και προσπαθεί να ξεπεράσει τους περιορισμούς του και να φτάσει
στην έξοδο πάση θυσία. Σε αυτό το σημείο πιστεύουμε ότι ο εγκέφαλος βγαίνει από
το βρόχο που ανέφερε προηγουμένως ο κ. Καραπλής και μπορεί πάλι να αντιληφθεί
την πραγματικότητα όπως προηγουμένως. Δε σας κρύβω ότι η θεραπεία δεν έχει
πάντα αποτέλεσμα αλλά είναι ότι καλύτερο έχουμε στα χέρια μας. Είμαστε πολύ
ευτυχείς που στη δική σας περίπτωση πέτυχε».
«Πέτυχε και στον Ανδρέα;», ρώτησε με
ανησυχία ο Γιώργος.
Ο Τζαρέπης κοίταξε στιγμιαία τον
Καραπλή.
«Ναι. Βεβαίως. Όμως για να αποφύγουμε
τυχόν υποτροπή, δεν πρέπει να συναντηθείτε για κάποιο χρονικό διάστημα»
«Και τώρα τι θα γίνει; Θα μείνω για
πολύ καιρό εδώ;»
«Όχι, μην ανησυχείτε. Δυο, τρεις
μέρες ακόμα και ύστερα θα είστε ελεύθερος να φύγετε»
Ο Γιώργος ηρέμησε λίγο μόλις το
άκουσε αυτό. Είχε αναστατωθεί από το γεγονός ότι κινδύνεψαν να παγιδευτούν σε
μια ψεύτικη πραγματικότητα και ήθελε να γυρίσει στη φυσιολογική του ζωή.
Πραγματικά, μετά
από τρεις μέρες ο Καραπλής του ανακοίνωσε ότι μπορεί να φύγει. Του εξήγησε,
βέβαια, ότι όλα όσα είχε μάθει ήταν απόρρητα και δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση
να διαδοθούν. Οι συνάδελφοι και οι συγγενείς τους είχαν ενημερωθεί ότι
επρόκειτο για μια μορφή επιληψίας που εμφανίζεται σε μερικούς ανθρώπους όταν
δουλεύουν για μεγάλο χρονικό διάστημα με υπολογιστές. Υπέγραψε κάποια έντυπα
και βγήκε από το νοσοκομείο. Το κοίταξε για πρώτη φορά απέξω. Δεν έδειχνε να
κρύβει μια πόλη μέσα του. Ούτε και μπορούσε.. Μερικοί έξυπνοι αυτόματοι
μηχανισμοί, του είχαν πει, και μερικές εκατοντάδες τετραγωνικά μεταμορφώνονται
σε απέραντη πολιτεία. Στο χώρο στάθμευσης τον περίμενε η γυναίκα του. Ο Γιώργος
μπήκε στο αυτοκίνητο φανερά συγκινημένος.
«Γιάννα, το ξέρεις ότι δεν μπορώ
ακόμα να πιστέψω αυτό που έγινε;», είπε στη γυναίκα του.
«Σε καταλαβαίνω. Εμείς κοντέψαμε να
τρελαθούμε. Ευτυχώς, όλα τελείωσαν καλά. Α, να μην το ξεχάσω. Πρέπει να
περάσουμε από την τράπεζα για να ενεργοποιήσουμε ξανά την πιστωτική σου.».
Το αυτοκίνητο σταμάτησε στο κόκκινο
φανάρι.
«Θεέ μου, τι κίνηση είναι αυτή πάλι
σήμερα. Θα αργήσουμε να φτάσουμε στο εμπορικό κέντρο».
Η Γιάννα έδειχνε εκνευρισμένη.
«Γιατί πάμε εκεί;», ρώτησε ο Γιώργος.
«Μα πρέπει να αγοράσουμε ένα
καινούριο κουστούμι για εσένα και ένα φόρεμα για μένα. Η εταιρεία σου δίνει μια
δεξίωση για να γιορτάσει την επιστροφή σου. Το ξέχασες;»
«Έχεις δίκιο. Απλώς προσπαθώ να
συνειδητοποιήσω που βρίσκομαι και μου είχε διαφύγει αυτό. Μα γιατί καθυστερούμε
τόσο;».
Στο επόμενο φανάρι υπήρχε ένας
τροχονόμος που τους έδειξε ότι έπρεπε να στρίψουν αριστερά.
«Τώρα εξηγείται», αναφώνησε η Γιάννα
μόλις είδε τις σημαίες στην κολόνα δίπλα στον τροχονόμο. «Έχει έρθει επίσκεψη ο
πρόεδρος της Νότιας Αμερικής και έχουν πάρει αυξημένα μέτρα ασφαλείας. Θα
πρέπει να κάνουμε κύκλο. Για βρες στην οθόνη πώς θα πάμε στο κέντρο και μετά
σπίτι χωρίς να περάσουμε από τη Νίκαια».
Ο Γιώργος ενεργοποίησε τον χάρτη στη
βιντεοθόνη και άρχισε να τον μελετάει.
«Γιατί να μην περάσουμε από τη Νίκαια;»,
ρώτησε.
«Άκουσα ότι τα πράγματα έχουν
αγριέψει εκεί την τελευταία εβδομάδα από τους άστεγους», απάντησε αδιάφορα η
Γιάννα.
«Συνέχισε ευθεία και στη λεωφόρο
στρίψε δεξιά. Γιάννα, πρέπει να σου πω κάτι. Δεν είμαι σίγουρος ότι θέλω να
συνεχίσω την ίδια δουλειά μετά από αυτήν την εμπειρία».
Η Γιάννα του χάιδεψε τα μαλλιά.
«Έχεις δίκιο Γιώργο. Ίσως καλύτερα να
κάνεις κάτι λιγότερο επικίνδυνο. Προγραμματιστής ή κάτι τέτοιο. Είναι και το
δάνειο για το σπίτι που πρέπει να ξεπληρώσουμε. Μείναμε μερικές δόσεις πίσω
τώρα που είχες αρρωστήσει. Αλλά ας τα αφήσουμε αυτά, θα τα συζητήσουμε
αργότερα. Αλήθεια, οι Γεωργίου μου είπαν να τους επισκεφτούμε αύριο βράδυ για
να σε ξαναδούν».
«Δε γίνεται να το αποφύγουμε;»,
ξίνισε το πρόσωπό του ο Γιώργος. «Αφού ξέρεις πώς δεν τους συμπαθώ. Το μόνο που
τους νοιάζει είναι να κάνουν δημόσιες σχέσεις. Δεκάρα δε δίνουν για μάς»
«Ίσως να είναι έτσι αλλά ο Γεωργίου
έχει σημαντική θέση στο κυβερνητικό κόμμα. Δε χάνουμε τίποτα να κρατάμε μια
επαφή. Άλλωστε θα σου κάνει καλό να βγεις λίγο έξω»
«Καλά, θα δούμε», είπε ο Γιώργος και
κοίταξε αφηρημένα το δρόμο. Οι περισσότεροι άνθρωποι φορούσαν τις μάσκες
οξυγόνου αφού το νέφος ήταν πολύ αυξημένο. Αρκετοί είχαν και την ολόσωμη φόρμα
απορρόφησης uv αν και εκείνη την εποχή το στρώμα του όζοντος ήταν κάπως
πυκνότερο όπως φαινόταν από τις ενδείξεις στους φωτεινούς πίνακες.
«Ξέρεις Γιάννα, δεν κοιμήθηκα καλά
αυτές τις μέρες. Χθες, μάλιστα, είδα ένα περίεργο όνειρο. Κρατούσα ένα τεράστιο
σφυρί, κάτι σαν βαριά και περπατούσα μέσα σε μια έρημο. Έψαχνα, λέει, να βρω
έναν τοίχο να γκρεμίσω αλλά δεν υπήρχε πουθενά τοίχος. Μόνο η έρημος.»
«Δεν είναι τίποτα αγάπη μου», τον
παρηγόρησε η Γιάννα. «Φταίει που ήσουν τόσο καιρό εκεί μέσα. Θα δεις ότι όλα θα
περάσουν μόλις συνηθίσεις την καθημερινή ζωή»
Ο Γιώργος ακούμπησε στο προσκέφαλο
της θέσης και κοίταξε το πλήθος των αυτοκινήτων που γέμιζαν το δρόμο για
χιλιόμετρα μπροστά του.
«Μόλις συνηθίσω την καθημερινή ζωή»,
ακούστηκε μετά από λίγο η φωνή του σαν ηχώ.
ΤΕΛΟΣ