ΑΦΗΣΤΕ ΤΗ ΔΥΣΤΥΧΙΑ ΠΙΣΩ ΣΑΣ
Διήγημα του Κώστα Χαρίτου
Ήταν
μια συνηθισμένη μέρα για τον Κώστα Βασιλείου. Το ραδιόφωνο έπαιζε εδώ και λίγα
λεπτά τη γνωστή, μονότονη μουσική. Όλες οι εκπομπές τα ίδια παίζουν, σκέφτηκε ο
Κώστας. Αν δεν ήθελε το ράδιο-ξυπνητήρι κυρίως για το δεύτερο συνθετικό του θα
το είχε πετάξει εδώ και καιρό στο κάδο ανακύκλωσης ηλεκτρονικών συσκευών.
Σηκώθηκε, ξυρίστηκε σε δέκα λεπτά, έφαγε πρωινό σε άλλα δεκαπέντε και ύστερα
άνοιξε την ντουλάπα και πήρε ένα από τα δέκα, σχεδόν πανομοιότυπα, γκρι σκούρα
κουστούμια. Βγήκε από το διαμέρισμα ακριβώς μισή ώρα από τη στιγμή που ξύπνησε.
Ήταν 21 Σεπτεμβρίου και δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει κανένα από τα δύο
αυτοκίνητά του. Οι πινακίδες τους έληγαν σε 5 και 8. Με την πρώτη ευκαιρία θα
αγόραζε άλλο ένα με πινακίδα σε 1. Αυτά κυκλοφορούσαν 39 μέρες το χρόνο και
έτσι ήταν περιζήτητα. Κοίταξε τον ουρανό. Ο γνωστός αρρωστημένος ήλιος και λίγα
σύννεφα. Μάλλον δε θα έβρεχε αν και είχε μαζί του, όπως πάντα, την ομπρέλα του.
Σταμάτησε ένα οκταθέσιο ταξί. Δυστυχώς η ειδική λωρίδα για τα μισθωμένα
αυτοκίνητα ανάμεσα σε αυτές για τα λεωφορεία και τα ηλεκτροκίνητα είχε πολλή
κίνηση. Παρόλα αυτά πρόλαβε να φτάσει στη δουλειά του πριν τις οκτώμισι.
Ένα στενό πριν το
εικοσαόροφο κτίριο από πλαστομπετόν βρισκόταν κατάχαμα. ένας ζητιάνος. Ο
Κώστας συνήθως τον προσπερνούσε με αδιαφορία αλλά αυτή τη φορά καθώς του
άπλωσε το χέρι ένοιωσε στιγμιαία μια ανεξήγητη δυσφορία. Κοντοστάθηκε, κοίταξε
το ζητιάνο που μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο αλλά σύντομα συνήλθε και συνέχισε να
περπατάει προς το κτίριο.
«Καλημέρα σας κ. Βασιλείου», τον
χαιρέτησε μία υπάλληλος κλάσης Δ’ της εταιρείας.
«Καλημέρα δεσποινίς», είπε ο Κώστας.
Η υπάλληλος Γεωργοπούλου βρισκόταν σε χώρο όπου δεν προβλεπόταν η παρουσία
υπαλλήλων της κλάσης της. Ο Κώστας το σημείωσε στην πρωινή του αναφορά. Η
υπόλοιπη μέρα κύλησε ομαλά και ο Κώστας θα είχε ξεχάσει το περίεργο συμβάν με
το ζητιάνο αν δεν είχε χρησιμοποιήσει το μετρό για να γυρίσει σπίτι του.
Βγαίνοντας από το σταθμό είδε τρεις νεαρούς να πλησιάζουν έναν άλλο με ασιατικά
χαρακτηριστικά.
«Γύρνα πίσω στη
χώρα σου. Δε γουστάρουμε εδώ τους κιτρινιάρηδες», του είπαν σε μία γλώσσα
υβρίδιο ελληνικών, αλβανικών και αγγλικών. Ο Κώστας έβλεπε σχεδόν καθημερινά
τέτοιες καταστάσεις. Μάλλον οι τρεις νεαροί ήταν Ελληνο-Αλβανοί τρίτης ή
τέταρτης γενεάς. Μια μερίδα τους πίστευε ότι οι Ασιάτες μετανάστες τους
έπαιρναν τις δουλειές και έμεναν άνεργοι.
Ο Ασιάτης δε μίλησε αλλά
αυτό δεν ηρέμησε τους άλλους. Σύντομα άρχισαν να τον χτυπούν με γροθιές και
κλωτσιές. Ο Κώστας σε αυτές τις περιπτώσεις απομακρυνόταν προσπαθώντας να μην
προκαλέσει το ενδιαφέρον. Έτσι και αλλιώς ήταν κάτι που δεν τον αφορούσε. Τώρα
όμως διαπίστωσε με τρόμο ότι, καθώς έβλεπε την σκηνή, ένοιωσε μια απέχθεια η
οποία τον παρέλυσε. Ένα περίεργο συναίσθημα οργής και λύπης τον κρατούσε
ακίνητο. Για λίγα δευτερόλεπτα απόμεινε αδρανής σαν θεατής που παρακολουθεί τον
ξυλοδαρμό. Ύστερα, σαν να ξύπνησε από κάποιο λήθαργο, συνειδητοποίησε ότι όσο
έμενε εκεί κινδύνευε και ο ίδιος. Άρχισε να περπατάει γρήγορα προς το σπίτι
του.
Έφτασε στο διαμέρισμα
πέντε λεπτά μετά από τη συνηθισμένη ώρα. Το περιστατικό στο μετρό τον είχε
αφήσει εκτός προγράμματος. Αυτό, όμως, που τον ανησυχούσε περισσότερο ήταν ότι
η πρωινή δυσφορία με το ζητιάνο δεν ήταν κάτι τυχαίο αλλά επαναλήφθηκε το
απόγευμα. Έπρεπε να επισκεφτεί το γιατρό του. Αυτό θα δημιουργούσε κάποιο
πρόβλημα στο χρονοδιάγραμμα της δουλειά του αλλά θα μπορούσε να το καλύψει
δουλεύοντας σε μία από τις τρεις αργίες του χρόνου.
Ο Κώστας ήταν τυχερός
γιατί διέθετε την κάρτα υγείας υπαλλήλου κλάσης Α’, η οποία του έδινε
προτεραιότητα στις ιατρικές εξετάσεις. Επιπλέον θα είχε τα αποτελέσματα της
εξέτασης αίματος, που του συνέστησε ο παθολόγος, μέσα σε λίγες μέρες. Όλοι
ήξεραν ότι το χρονικό διάστημα αναμονής των εξετάσεων ήταν αντιστρόφως ανάλογο
της κλάσης υπάλληλου που κατείχε κανείς. Έτσι, πολλοί υπάλληλοι Δ΄ έπαιρναν τα
αποτελέσματα ένα χρόνο μετά την εξέταση, όταν ήταν κατά κανόνα άχρηστα. Αρκετοί
προτιμούσαν να αγοράζουν φάρμακα χωρίς εξετάσεις. Ο Κώστας δεν αντιμετώπισε
τέτοια προβλήματα. Παρέλαβε τη διάγνωση στη δουλειά του τέσσερις μέρες μετά τις
εξετάσεις. Μαζί έλαβε και δύο έντυπα. Στο πρώτο αναγραφόταν ότι όλοι οι δείκτες
είχαν τιμές εντός των φυσιολογικών ορίων. Το δεύτερο τον πληροφορούσε ότι τα
τεστ για τις επτά μεταλλάξεις του ιού hiv
για τις οποίες δεν υπήρχε ακόμα εμβόλιο, αποδείχτηκαν αρνητικά.
Επέστρεψε σπίτι του
ικανοποιημένος. Άνοιξε την τηλεόραση και επέλεξε ειδήσεις από το cnn.
Οι γνωστές καθημερινές εικόνες
άρχισαν να περνούν από την οθόνη. Πόλεμος μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν. Αμέτρητοι
πρόσφυγες που σχημάτιζαν καραβάνια προσπαθώντας να φύγουν από τις εμπόλεμες
ζώνες. Το πυρηνικό ατύχημα στην Κορέα που μόλυνε μια τεράστια έκταση και
προκάλεσε εκατοντάδες θανάτους. Τίποτα καινούριο δε φαινόταν να είχε συμβεί.
«Τώρα θα δείξουν τους πεινασμένους
της Βραζιλίας», μουρμούρισε ο Κώστας. Πράγματι. Λίγο μετά η τηλεόραση άρχισε
να προβάλλει πλάνα από σκελετωμένα παιδιά της Βραζιλίας. Η οικονομική κρίση των
τελευταίων δεκαετιών είχε εξουθενώσει μεγάλα στρώματα του πληθυσμού. Ο Κώστας
τα είχε ξαναδεί όλα αυτά. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τα
αλλάξει.
Τα πλάνα συνέχιζαν.
Άνθρωποι, εξαντλημένοι από την πείνα, μαζεύονταν σαν σμάρι μέλισσες μπροστά από
τα φορτηγά του Οργανισμού Ενωμένων Ευρωπαϊκών Κρατών, ελπίζοντας να αρπάξουν
μια φρατζόλα ψωμί ή κάποιο κουτί γάλα. Η κάμερα εστίασε σε μια απόμερη γωνιά
όπου μερικά παιδιά παζάρευαν πιθανότατα τα νεφρά τους με δύο καλοντυμένους
κύριους. Ο Κώστας είχε προσηλωθεί στην οθόνη. Το πλάνο άλλαξε. Έδειχνε ένα νοσοκομείο
γεμάτο ανθρώπους αφυδατωμένους, χτυπημένους από το λιμό που μάστιζε την
περιοχή. Δίπλα τους υπήρχαν σωροί άλλων που είχαν χάσει τη ζωή τους. Μια
απερίγραπτη αηδία κυρίευσε τον Κώστα. Ήταν αδύνατο να παραμείνει καθισμένος
στην πολυθρόνα. Γονάτισε και ξέσπασε σε λυγμούς. Μετά από λίγο η κρίση
σταμάτησε ξαφνικά όπως άρχισε. Σηκώθηκε προσεχτικά. Τα πράγματα δεν πήγαιναν
καλά. Ότι και να είχε δεν μπορούσε να το δείξει μία απλή εξέταση αίματος. Πήγε
γρήγορα στον υπολογιστή, μπήκε στη σελίδα ενός ιδιωτικού νοσοκομείου και αφού
έγραψε τα συμπτώματά του έκλεισε ένα ραντεβού για γενικές εξετάσεις. Ύστερα,
έπεσε για να κοιμηθεί.
Τον ξύπνησε πάλι το
ραδιόφωνο. Ξανά το ίδιο τραγούδι. Κάτι έλεγε για έναν τύπο που προσπαθούσε να
βρει μια κοπέλα αλλά την έχανε πάντα για λίγο. Ο Κώστας το έκλεισε, ξυρίστηκε,
έφαγε πρωινό, φόρεσε ένα γκρι κουστούμι, πήρε την τσάντα με την ομπρέλα του και
βγήκε από το διαμέρισμα. Οχτώ παρά τέταρτο, ακριβώς. Ο ήλιος που είχε ανατείλει
πριν λίγο τον ζέστανε ευχάριστα. Στις οκτώ και μισή μπήκε στο κτίριο όπου
εργαζόταν. Μαζί του μπήκε και η δεσποινίς Γεωργοπούλου. Την καλημέρισε και αυτή
ανταπέδωσε, λίγο ξαφνιασμένη. Κάτι του φάνηκε περίεργο πάνω της αλλά δεν
μπόρεσε να το προσδιορίσει. Μπήκε στο ασανσέρ των υπαλλήλων Α’ κλάσης, όπως ανέφερε
μια περιττή επιγραφή αφού δεν υπήρχαν άλλα ασανσέρ, και ανέβηκε στον δέκατο
όροφο. Η υπόλοιπη μέρα κύλησε ομαλά. Στις τέσσερις και μισή έφυγε για το
ραντεβού στο νοσοκομείο.
Εκεί τον
υποδέχτηκε ο διευθυντής της νευρολογικής κλινικής ο οποίος είχε προγραμματίσει
μια σειρά εξετάσεων βασισμένος στα στοιχεία που του είχε στείλει ο Κώστας μέσω
του διαδικτύου. Θα του κόστιζε ακριβά αυτή η ιστορία αφού οι ασφαλιστικές όσο
πρόθυμα πλήρωναν τα παυσίπονα τόσο δύσκολα κάλυπταν διαγνωστικές εξετάσεις όπως
μαγνητικές τομογραφίες και ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα. Στις έξι και πέντε τον
κάλεσε στο γραφείο του ο διευθυντής.
«Καθίστε κ. Βασιλείου. Γεώργιος
Τζούκοβιτς, διευθυντής του νευρολογικού», συστήθηκε ο ψηλόλιγνος τύπος που
καθόταν απέναντί του.
«Χάρηκα», είπε κοφτά ο Κώστας που
ήξερε ότι η αμοιβή της επίσκεψης χρεωνόταν με τα λεπτά.
«Θα είμαι σύντομος κ. Βασιλείου», του
είπε ο Τζούκοβιτς. « Από ότι φαίνεται εντοπίσαμε την αιτία για αυτές τις
περίεργες κρίσεις που είχατε τελευταία. Δεν είναι κάτι ανησυχητικό. Υπάρχει μια
δυσλειτουργία στους Νευρωνικούς Ελεγκτές Οπτικών Ερεθισμάτων, τους Ν.Ε.ΟΠ.ΕΡ.
Τίποτα που να μη διορθώνεται»
«Σε ποιους;», ρώτησε με έκπληξη ο
Κώστας.
«Στους ΝΕΟΠΕΡ. Μάλλον θα τους ξέρετε
σαν τσιπάκια ευτυχίας ή ούτε έτσι τους έχετε ακουστά;»
«Τσιπάκια ευτυχίας; Εννοείτε αυτά τα
τσιπάκια που σου βάζουν για να νοιώθεις ωραία;»
«Απλουστευτικά, ναι.»
«Μάλλον έχει γίνει κάποιο λάθος»,
είπε ο Κώστας. «εγώ δεν έχω τέτοια τσιπάκια»
«Με συγχωρείτε. Εσείς δεν είστε ο κ.
Κώστας Βασιλείου, κλάσης Α’, κωδικός dna βάσει αλγορίθμου
beck 01110111011 eacf;»
«Ναι, εγώ είμαι αυτός αλλά
επαναλαμβάνω: Εγώ ΔΕΝ ΕΧΩ τέτοια τσιπάκια»
«Ακούστε κ. Βασιλείου. Το
ηλεκτροεγκεφαλογράφημα και η μαγνητική σας είναι τυπικά δείγματα φορέων ΝΕΟΠΕΡ.
Σκεφτείτε καλά πριν απαντήσετε. Δεν έχετε ΝΕΟΠΕΡ ή δεν ξέρατε μέχρι σήμερα ότι
έχετε; Με άλλα λόγια έχετε ξανακάνει αυτές τις εξετάσεις και ήταν αρνητικές;»
«Η αλήθεια είναι ότι δεν χρειάστηκα
ποτέ αυτές τις εξετάσεις αλλά ξέρω σίγουρα ότι δεν έχω κάνει επέμβαση για να τα
τοποθετήσω»
«Α μάλιστα. Μην ανησυχείτε για αυτό.
Θα πρέπει να έχετε τρομερή μνήμη για να θυμάστε μια επέμβαση που έγινε λίγους
μήνες μετά τη γέννησή σας. Ξέρετε δεν είναι η πρώτη φορά που το συναντώ. Πολλοί
γονείς δεν το αναφέρουν στα παιδιά τους μέχρι να μεγαλώσουν αρκετά για να καταλάβουν.
Είδα στο φάκελό σας ότι χάσατε τους γονείς σας σε σχετικά μικρή ηλικία και έτσι
δεν είχατε την ευκαιρία να το μάθετε. Μετά σας υιοθέτησε η εταιρεία που
δουλεύετε. Κάπως έπρεπε να αποζημιωθεί»
« Να αποζημιωθεί; Για ποιο λόγο»
«Ξέρετε πόσο κοστίζει μια προσθήκη
ΝΕΟΠΕΡ; Πολλοί λίγοι ιδιώτες αντέχουν να την πληρώσουν μόνοι τους. Οι
περισσότεροι συνάπτουν συμβάσεις με εταιρείες στις οποίες στη συνέχεια
προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Αυτό έκαναν και οι γονείς σας για εσάς, για το
καλό σας.»
«Και η εταιρεία, τι κερδίζει;»
«Πολλά. Οι υπάλληλοι με ΝΕΟΠΕΡ είναι
περιζήτητοι. Εσείς είστε μόλις 35 χρονών και είστε ήδη κλάσης Α’. Η εταιρεία
σας έχει κάνει απόσβεση και κερδίζει από εσάς. Γνωρίζετε πόσοι άνθρωποι με
εξαιρετικά προσόντα και dna πρώτης ποιότητος χαραμίστηκαν
επειδή δεν μπόρεσαν να αντέξουν τη δυστυχία του κόσμου και κατέληξαν είτε στο
περιθώριο είτε στην αυτοκτονία; Αντίθετα οι φορείς ΝΕΟΠΕΡ είναι εξαιρετικά
σταθεροί χαρακτήρες. Τα ιδανικά στελέχη. Υπάρχουν μόνο κάποιες μικρές επιπλοκές
που περιλαμβάνουν μια έλλειψη ποικιλίας και κάποια ομοιομορφία ως προς τη
συμπεριφορά αλλά τίποτα σοβαρό»
Ο Κώστας ήταν προβληματισμένος.
«Δεν μπορώ να πιστέψω ότι οι γονείς
μου έκαναν κάτι τέτοιο χωρίς να μου το πουν», είπε στον Τζούκοβιτς
«Ελάτε τώρα κ. Βασιλείου. Ξέρετε πόσα
εμβόλια κάνουμε στα νεογέννητα., πόσες μικρές ή μεγάλες επεμβάσεις γίνονται αν
κάτι δεν πάει καλά στη γέννα; Άλλωστε τα γράφει όλα το συμβόλαιό σας με την
εταιρεία. Δεν το έχετε διαβάσει;»
«Είναι 2353 σελίδες»
«Συνήθως στη σελίδα 1632 υπάρχει μια
υποσημείωση που αναφέρεται στην προσθήκη των ΝΕΟΠΕΡ και των υποχρεώσεων που
συνεπάγεται. Άλλωστε δεν είναι κάτι για το οποίο θα έπρεπε να ντρέπεστε. Το
αντίθετο μάλιστα.»
«Και πότε χάλασαν αυτά τα τσιπάκια;»,
ρώτησε ο Κώστας.
«Αυτό δεν το ξέρουμε. Μπορεί πριν από
ένα, δύο ή και πέντε χρόνια, τίποτα δεν είναι σίγουρο. Ακόμα και το ότι δε
λειτουργούν το συμπεραίνουμε από τα συμπτώματα. Μόνο αν τα εξετάσουμε
εργαστηριακά μπορούμε να βγάλουμε σχετικά ασφαλή συμπεράσματα»
«Μα εγώ έχω αυτά τα προβλήματα μόλις
τον τελευταίο μήνα. Πριν λίγο καιρό ήμουν μια χαρά»
«Αυτό δεν έχει σημασία, εσείς βλέπετε
μόνο την κορυφή του παγόβουνου τώρα. Τα συναισθήματα είναι πολύπλοκες
διεργασίες, παίρνει χρόνια για να αποκτήσει ο εγκέφαλος τις δομές για να τα
παράγει. Σκεφτείτε το σαν ένα κομμάτι σίδερο που δείχνει σε καλή κατάσταση αλλά
από μέσα το τρώει σιγά, σιγά η σκουριά μέχρι που μια μέρα, μόλις το
ακουμπήσουμε διαλύεται στα χέρια μας. Μη φανταστείτε βέβαια ότι έχετε φτάσει σε
αυτό το σημείο.»
«Και τώρα τι γίνεται;», ρώτησε ο
Κώστας
«Θα πρέπει να υποστείτε μια μικρή
επέμβαση για να διορθώσουμε τη βλάβη. Αν υπάρχει πρόβλημα λογισμικού θα κάνουμε
μόνο έναν αναπρογραμματισμό. Αν πάλι είναι κάτι μηχανικό θα χρειαστεί να
αντικαταστήσουμε τους ελαττωματικούς ΝΕΟΠΕΡ. Δεν πρόκειται να μας πάρει πάνω
από δύο ώρες και το μεγαλύτερο κόστος το καλύπτει η εταιρεία σας. Σας έχουμε
βάλει στο πρόγραμμα για την μεθεπόμενη Τρίτη, αν δεν έχετε αντίρρηση»
«Εντάξει, δεν έχω πρόβλημα», είπε ο
Κώστας.
Ύστερα σηκώθηκε
αργά, χαιρέτησε τον Τζούκοβιτς, άνοιξε την πόρτα σταματώντας το χρονομετρητή
στα είκοσι λεπτά και πήγε στο αυτοκίνητό του. Ήταν πολύ προβληματισμένος με όσα
άκουσε. Τσιπάκια ευτυχίας. Και δεν ήξερε τίποτα τόσα χρόνια. Σαν να λέμε το
τεχνολογικό ισοδύναμο των αντικαταθλιπτικών χαπιών. Ούτε πως δούλευαν δεν
ήξερε. Αφήστε τη δυστυχία πίσω σας, έλεγε η διαφήμισή τους, αλλά δεν είχε ιδέα
πώς το έκαναν αυτό. Υπήρχε όμως κάποιος που μπορούσε να τον βοηθήσει. Ο
Σέμελης.
Είχαν χαθεί μετά
το Πανεπιστήμιο αλλά είχε ακόμα το τηλέφωνό του ή μάλλον αυτό που
χρησιμοποιούσε πριν ένα χρόνο. Ο Βασιλείου ένοιωθε τύψεις. Ο Σέμελης τον
έπαιρνε συχνότερα τηλέφωνο και πότε δεν ξεχνούσε τη γιορτή του αλλά ο Κώστας
δεν ήταν τόσο συνεπής. Ντρεπόταν λίγο που τον σκέφτηκε τώρα που τον είχε ανάγκη
αλλά δεν μπορούσε να εμπιστευτεί κάποιον άλλον. Νευρολόγοι σαν τον Σέμελη ήταν
σπάνιοι. Αν δεν είχε εκείνο το γονίδιο της καρδιοπάθειας ίσως να ήταν αυτός στη
θέση του Τζούκοβιτς. Με αυτές τις σκέψεις, ο Κώστας έφτασε στο σπίτι του στις
οχτώ ακριβώς και αμέσως κάλεσε τον αριθμό του Σέμελη.
«Γεια σου Νίκο. Τι κάνεις;»
«Έλα ρε Κώστα, τι γίνεται», ακούστηκε
η φωνή του Σέμελη, κάπως αδύναμη όπως πάντα. «Πώς με θυμήθηκες έτσι ξαφνικά.
Συμβαίνει τίποτα;»
«Καλά το κατάλαβες», είπε ο Κώστας.
«Δεν ξέρω πως ακριβώς να στο πω αλλά χρειάζομαι κάποιες πληροφορίες για τους
Νευρωνικούς Ελεγκτές Οπτικών Ερεθισμάτων»
Μια παύση ακολούθησε, σαν να είχε
πέσει η γραμμή.
«Για τους ΝΕΟΠΕΡ; Πώς και θέλεις να
μάθεις για αυτούς;»
«Είναι δύσκολο να σου εξηγήσω ακριβώς
τι έχει γίνει αλλά όσο και αν σου φαίνεται απίστευτο έχω δύο τέτοιους στο
οπτικό μου νεύρο.»
«Α! Το έμαθες τελικά; Ποιος στο
είπε;», είπε ο Σέμελης.
«Τι θέλεις να πεις; Το ήξερες;»,
ρώτησε έκπληκτος ο Κώστας
«Δεν το ήξερα σίγουρα, αλλά το
φανταζόμουν»
«Το φανταζόσουν; Πώς το φανταζόσουν;»
«Για ρίξε μια ματιά στην κουζίνα σου.
Εξακολουθεί να περιλαμβάνει τέσσερα μπλε πιάτα, έξι ισοϋψή μπλε ποτήρια, τρεις
μπλε κατσαρόλες και όλα αυτά με φόντο κάτι υπέροχα μπλε πλακάκια;»
Ο Κώστας δε χρειαζόταν να κοιτάξει
για να επιβεβαιώσει όσα άκουγε. Μα ήταν τόσο προφανές στους άλλους; Ο Σέμελης
δεν είχε σταματήσει να μιλάει.
«Και μήπως αν ανοίξουμε την ντουλάπα
σου θα θαυμάσουμε μία σειρά από κλωνοποιημένα σκούρα γκρι κουστούμια»
«Εντάξει, εντάξει, κατάλαβα», είπε ο
Κώστας. «Γιατί δε μου είχες πει τίποτα μέχρι τώρα;»
«Αυτά είναι ευαίσθητα πράγματα. Δεν
παίζεις με την ψυχική ηρεμία του άλλου αν δεν είσαι σίγουρος για το τι
πραγματικά συμβαίνει. Άλλωστε δε νομίζω να άλλαζα τίποτα. Γιατί να σε βάλω σε
σκέψεις χωρίς λόγο. Μια χαρά τα πήγαινες»
«Σωστά, αλλά τώρα έχω προβλήματα. Οι
ΝΕΟΠΕΡ έχουν κάποια δυσλειτουργία και αντιμετωπίζω κρίσεις… πώς να το πω,
κρίσεις δυστυχίας. Ο νευρολόγος μου είπε ότι διορθώνεται εύκολα αλλά δε μου
εξήγησε τίποτα άλλο και έτσι πήρα τηλέφωνο εσένα.»
«Ωραία. Τι θέλεις να μάθεις», ρώτησε
ο Σέμελης
«Πως λειτουργούν οι ΝΕΟΠΕΡ, τι
κάνουν, πώς το κάνουν; Τέτοια πράγματα»
«Άκουσε Κώστα, μιας και έχουμε καιρό
να ιδωθούμε, λέω να συναντηθούμε αύριο το απόγευμα στο Πανεπιστήμιο όπου θα
είναι και πιο εύκολο να σου εξηγήσω».
«Σύμφωνοι, στις έξι και μισή στην
κεντρική είσοδο», είπε ο Κώστας.
«Θα είμαι εκεί»
Την άλλη μέρα ο Κώστας
δεν γύρισε σπίτι μετά τη δουλειά αλλά πήγε στο Πανεπιστήμιο όπου συνάντησε τον
Σέμελη στο σημείο του ραντεβού να τον περιμένει καπνίζοντας. Χαιρετήθηκαν, ο
Κώστας έκανε μια παρατήρηση για τις συνέπειες του τσιγάρου, ο Σέμελης κάτι
μουρμούρισε ότι του έφταναν οι επιπλήξεις της μάνας του, γέλασαν και
προχώρησαν προς την είσοδο όπου ο Σέμελης έδωσε μια ολογραφική κάρτα στον
φρουρό και αυτός τους καρφίτσωσε από ένα ειδικό καρτελάκι με το οποίο μπορούσαν
να εισέλθουν στον περιφραγμένο χώρο του πανεπιστημίου.
«Έχω κρατήσει κάποιες επαφές από τον
καιρό που σπούδαζα και βρίσκω εύκολα κάρτες εισόδου για ερευνητές», είπε ο
Σέμελης.
«Και αν δεν έβρισκες, πως θα
μπαίναμε;», ρώτησε ο Κώστας.
«Δεν είναι πολύ δύσκολο. Οι φοιτητές
ανοίγουν συνέχεια τρύπες στα κιγκλιδώματα και ανεβάζουν χάρτες με τις εισόδους
στο διαδίκτυο. Όποιος θέλει να μπει, τελικά θα τα καταφέρει»
«Πού θα πάμε;», ρώτησε ο Κώστας
«Στην Ιατρική. Η βιβλιοθήκη της έχει
μερικά πράγματα που σε ενδιαφέρουν»
Προχώρησαν με αργό βηματισμό, σαν να
έκαναν περίπατο. Πέρασαν μπροστά από τα κτίρια των Χημικό-goodys
και Φαρμακευτικό-bayer και έφτασαν στην Ιατρική σχολή με το
λογότυπο της novartis στην είσοδο. Περπάτησαν για
λίγο μέσα στους διαδρόμους που έσφυζαν από φοιτητές με μακριά μαλλιά και
ιριδίζοντα ρούχα, και έφτασαν στη βιβλιοθήκη της Σχολής. Βολεύτηκαν σε μια θέση
εργασίας μπροστά από μια οθόνη υγρών κρυστάλλων και ο Σέμελης άρχισε να ψάχνει
στον υπολογιστή με λέξεις-κλειδιά μέχρι να βρει αυτό που ήθελε. Μόλις το
εντόπισε, χαλάρωσε επάνω στη θέση του και γύρισε προς τον Κώστα.
«Πρόσεξέ με Κώστα. Οι ΝΕΟΠΕΡ είναι
ολοκληρωμένα που έχουν τοποθετηθεί στα δύο οπτικά σου νεύρα και περιέχουν μια
βιβλιοθήκη πρότυπων κωδικοποιημένων ερεθισμάτων που υποτίθεται ότι προκαλούν
αισθήματα δυστυχίας. Όλα τα οπτικά ερεθίσματα, πριν φτάσουν στον εγκέφαλό σου,
περνούν από τους ΝΕΟΠΕΡ και αν ταιριάζουν με κάποιο από τα πρότυπα τότε
διαγράφονται. Απλά δεν τα βλέπεις ποτέ»
«Και δεν έχεις πρόβλημα με την όρασή
σου; Εγώ πάντα έβλεπα έναν ζητιάνο έξω από τη δουλειά μου αλλά μόλις πριν λίγες
μέρες άρχισα να αισθάνομαι άσχημα για αυτό»
«Ας κάνουμε ένα μικρό πείραμα. Κλείσε
για λίγο τα μάτια σου», του είπε ο Σέμελης.
Ο Κώστας έκλεισε τα μάτια.
«Πόσα κουμπιά έχει το πουκάμισό
μου;», ρώτησε ο Σέμελης.
«Δεν ξέρω»
«Ωραία, άνοιξε πάλι τα μάτια σου.
Βλέπεις, είμαστε τόση ώρα μαζί αλλά δεν πρόσεξες ποτέ πόσα κουμπιά είχε το
πουκάμισο μου. Η σημασία της λεπτομέρειας φίλε μου. Αυτές οι μικρές, φαινομενικά
ασήμαντες λεπτομέρειες, που ίσως τελικά καθορίζουν όλη μας τη ζωή. Αυτό
εκμεταλλεύονται και τα ΝΕΟΠΕΡ, δεν πειράζουν την εικόνα που βλέπεις, αφαιρούν
όμως τις λεπτομέρειες που θα σου προκαλέσουν δυσφορία και ενόχληση. Ούτως ή
άλλως ο εγκέφαλός σου πετάει το 99% αυτών που βλέπεις σαν άχρηστες πληροφορίες.
Δεν τρέχει τίποτα αν πετάξεις λίγο ακόμα. Τι χάνεται μαζί με αυτό το λίγο δεν
πρόκειται να το μάθουμε ποτέ»
«Ναι αλλά.. πως ξέρουν τι προκαλεί
δυστυχία; Πως έφτιαξαν τις βιβλιοθήκες;», ρώτησε ο Κώστας.
Ο Σέμελης πάτησε ένα κουμπί στο
πληκτρολόγιο.
«Ρίξε μια ματιά στην οθόνη», είπε
στον Κώστα.
Ο Κώστας είδε ένα μεγάλο χώρο σαν
σινεμά, γεμάτο με ερευνητές με άσπρες φόρμες μπροστά σε οθόνες υπολογιστή και
δεκάδες ανθρώπους καλωδιωμένους με ηλεκτρόδια να παρακολουθούν μια μεγάλη
κεντρική οθόνη στην οποία εμφανίζονταν διάφορες εικόνες.
«Ιδού η λύση. Παίρνεις μερικούς
πανεπιστημιακούς ερευνητές, βάζεις μερικές εκατοντάδες εθελοντές να βλέπουν
εικόνες σε μια οθόνη, καταγράφεις μια σειρά παραμέτρων με καρδιογράφημα,
εγκεφαλική τομογραφία ποζιτρονίων και φασματογραφία υπέρυθρου, κωδικοποιείς
βάσει κάποιου αλγορίθμου τις εικόνες που πηγαίνουν τις τιμές των παραμέτρων στα
κόκκινα και ιδού το εγχειρίδιο του ευτυχούς και φιλήσυχου πολίτη.»
«Την κάνουν όμως τη δουλειά τους.
Τουλάχιστον την έκαναν σε μένα. Μέχρι σήμερα ήμουν ευτυχισμένος»
«Μάλλον μη δυστυχισμένος.», τον
διόρθωσε ο Σέμελης. «Και περισσότερο υπάκουος και πειθήνιος, για να μην αναφέρω
την ολική έλλειψη αισθητικής»
«Εντάξει άσε τις ειρωνείες. Μόλις βρω
ευκαιρία θα παραγγείλω ένα γαλάζιο κουστούμι και πορτοκαλί πιάτα. Προς το παρόν
πρέπει να σκεφτώ τι θα κάνω.»
«Έχεις δίκιο. Πάντως αν με χρειαστείς
ξέρεις που θα με βρεις. Καλού κακού στείλε μου και τις εξετάσεις».
«Μήπως θα έπρεπε να ανησυχώ και για
το αν υπάρχει τίποτα μέσα στα αφτιά μου;»
«Μόνο αν είσαι νυχτερίδα. Ο άνθρωπος
παίρνει πάνω από το 90% των πληροφοριών του για το εξωτερικό περιβάλλον μέσω
της οπτικής οδού. Η επένδυση στις υπόλοιπες αισθήσεις είναι πεταμένα λεφτά.
Κανείς δεν κάθισε να αναπτύξει κάτι παρόμοιο για αυτές»
«Ωραία, νομίζω ότι τώρα ξέρω τι μου
έχει συμβεί. Δε χρειάζεται να μάθω τίποτα άλλο. Μπορούμε να πηγαίνουμε.»
«Σύμφωνοι», είπε ο Σέμελης.
Βγήκαν από τη βιβλιοθήκη, πέρασαν από
το σημείο ελέγχου της κύριας εισόδου όπου άφησαν τις κάρτες τους και συνέχισαν
μαζί μέχρι το σταθμό του Μετρό όπου χαιρετήθηκαν και χώρισαν, αφού θα έπαιρναν
διαφορετικές γραμμές.
Μόλις ο Κώστας
έφτασε σπίτι του, πήγε στον υπολογιστή και έκανε την παραγγελία που είχε
προαναγγείλει. Την παρέλαβε μετά από δύο ώρες. Έβαλε τα πιάτα και το κουστούμι
στη θέση τους. Τον ξένισε λίγο η χτυπητή αντίθεση στα χρώματα. Αν έβλεπε
κάποιος το σπίτι του θα πίστευε ότι δεν υπήρχαν άλλα χρώματα πέρα από το μπλε
και το γκρι σκούρο. Σκέφτηκε ότι ίσως έπρεπε να κάνει κάποιες ακόμα αλλαγές. Ύστερα,
εξαντλημένος από την κούραση της ημέρας ξάπλωσε και αποκοιμήθηκε αμέσως.
«Για ένα ταξίδι που δεν πήγα
Μια βόλτα ως την παραλία
Για μια βραδιά που ήταν κρύα
Τα μάτια της ποτέ δεν είδα
Για λίγες ώρες στην οθόνη
ίσως για μια υπερωρία
φύγαν οι μέρες μία μία
και το κενό της με στοιχειώνει»
Ο Κώστας είχε ξυπνήσει εδώ και λίγη
ώρα αλλά δεν είχε σηκωθεί. Άκουγε το τραγούδι και συνειδητοποίησε ότι τελικά
του άρεσε. Σίγουρα ήταν μελαγχολικό αλλά κάτι στην αρμονία του, ίσως ακόμα και
η απογοήτευση των στίχων του ένιωθε ότι τον άγγιζαν. Έτσι, μόλις τελείωσε το
τραγούδι στενοχωρήθηκε και έμεινε λίγο ακόμα στο κρεβάτι σιγομουρμουρίζοντας το
σκοπό. Μετά από μία ώρα, βγήκε από το σπίτι. Ένοιωθε πολύ διαφορετικά από τις
προηγούμενες μέρες. Καταρχήν φορούσε το καινούριο γαλάζιο κουστούμι του.
Φαίνεται ότι το γκρίζο χρώμα που συνήθιζε να φοράει τον είχε ποτίσει και είχε
γίνει και αυτός λίγο γκρίζος. Τώρα, με αυτό το ανοιχτό χρώμα αισθανόταν δέκα
χρόνια νεώτερος. Ύστερα, ο ήλιος έκανε τη μέρα ομορφότερη. Τον ζέσταινε και
φώτιζε γλυκά τη συνοικία. Προχώρησε αποφασιστικά προς το αυτοκίνητό του και
ξεκίνησε για τη δουλειά. Άφησε ένα χαρτονόμισμα στο ζητιάνο της γωνίας και
μπήκε στο κτίριο σιγοτραγουδώντας. Για πρώτη φορά στη ζωή του ήθελε να
τελειώσει τη δουλειά γρήγορα μήπως και προλάβει να χαρεί την ημέρα πριν πέσει ο
ήλιος.
Παρόμοιες αλλαγές
παρατήρησε στον εαυτό του και τις επόμενες μέρες. Μια φορά γύρισε σπίτι του
ενθουσιασμένος, στάζοντας ολόκληρος γιατί είχε ξεχάσει την ομπρέλα του. Άλλαξε
την ταπετσαρία στα δωμάτια γιατί δεν άντεχε άλλο το μπλε χρώμα. Άρχισε να
βρίσκει ελκυστική τη δεσποινίδα Γεωργοπούλου, την οποία αποκαλούσε πια Μαρία.
Έπιανε τον εαυτό του να επινοεί δικαιολογίες για να στριμώχνεται στην καντίνα
των Δ’. Το σαλόνι των Α’ του φαινόταν ψυχρό και άδειο.
Οι κρίσεις του
δεν ήταν πια τόσο επώδυνες. Είχαν πυκνώσει αλλά είτε επειδή τις είχε συνηθίσει
είτε γιατί αυτή ήταν η φυσιολογική τους εξέλιξη, η έντασή τους είχε μειωθεί.
Αυτό που τον προβλημάτιζε ήταν ότι όσο πλησίαζε η μέρα για την επέμβαση τόσο
περισσότερο ήθελε να την αναβάλλει. Όχι γιατί φοβόταν αλλά επειδή επιθυμούσε να
δει που θα κατέληγε όλη η ιστορία. Η προηγούμενη ζωή του ήταν πιο ταχτοποιημένη
και προβλέψιμη αλλά τώρα την έβρισκε βαρετή και ανιαρή. Ίσως πάλι να μην ήταν
παρά η γοητεία του νέου. Πως μπορούσε να είναι βέβαιος ότι σε λίγο καιρό δε θα
κουραζόταν από τα γαλάζια κουστούμια και το φλερτ με τη Μαρία και δε θα
αναπολούσε την ηρεμία του και τη σιγουριά του; Μετά από πολλά χρόνια είχε
βρεθεί σε μια θέση όπου έπρεπε να πάρει αποφάσεις που δε βασίζονταν στο άσπρο
και μαύρο. Δεν είχε συνηθίσει αυτές τις καταστάσεις.
Η πιο δύσκολη ημέρα ήταν η παραμονή της επέμβασης για την επισκευή των
ΝΕΟΠΕΡ. Δεκάδες σκέψεις στριφογύριζαν στο μυαλό του. Πιθανότητες, ενδεχόμενα,
εναλλακτικές λύσεις. Διάλεγε αποφάσεις και τις προέκτεινε στο μέλλον. Έβλεπε
τον εαυτό του πότε στην κορυφή της εταιρείας και πότε απολυμένο να γυρίζει
στους δρόμους. Έπαιρνε τηλέφωνο το νοσοκομείο και το έκλεινε αμέσως. Ήξερε ότι
είχε φτάσει στο οριακό σημείο. Τελικά τηλεφώνησε στον Τζούκοβιτς. Του ζήτησε να
αναβάλλουν την επέμβαση για λίγο. Όχι δεν είχε κάτι σοβαρό αλλά είχε μπλέξει με
τη δουλειά….ένιωθε καλύτερα…οι κρίσεις είχαν σχεδόν σταματήσει….όχι, καλύτερα
να μην ορίσουν νέα ημερομηνία, θα επικοινωνούσε ο ίδιος μόλις είχε ευκαιρία.
Έκλεισε το τηλέφωνο και
απόμεινε να κοιτάει τη συσκευή για λίγα λεπτά. Οι εξελίξεις είχαν αρχίσει να
τον ξεπερνούν αλλά συνειδητοποίησε ότι για πρώτη φορά, έστω και αμυδρά, όριζε ο
ίδιος ένα μέρος της ζωής του. Ίσως αυτό τελικά να τον ώθησε στην απόφασή του.
Οι γονείς του τού είχαν τοποθετήσει τους ΝΕΟΠΕΡ, η εταιρεία δεν τον είχε
ρωτήσει ποτέ για τη δουλειά που του ανέθεσε, ακόμα και ο Τζούκοβιτς είχε
θεωρήσει αυτονόητο ότι ήθελε να επιδιορθώσει τους ΝΕΟΠΕΡ και του είχε κλείσει
το ραντεβού μόνος του. Ξαφνικά η ζωή του μέχρι εκείνη τη στιγμή τού φάνηκε
ανυπόφορη. Σαν άβουλο πιόνι μετακινούταν πάνω στην σκακιέρα από τα χέρια των
σκακιστών. Τουλάχιστον τα πιόνια είναι ανέκφραστα ενώ αυτός έδειχνε να το
απολαμβάνει. Ήρθε ο καιρός το πιόνι να περπατήσει μόνο του, σκέφτηκε με
ανακούφιση.
Η επόμενη απόφαση ήταν
πιο εύκολη. Δεν έπρεπε να αφήσει τα πράγματα να εκκρεμούν. Έπιασε πάλι το
τηλέφωνο και κάλεσε το Νίκο. Του είπε τι είχε αποφασίσει. Μάλλον τον
αιφνιδίασε. Ο Νίκος του ζήτησε να το ξανασκεφτεί αλλά ο Κώστας ήταν ανένδοτος.
Δεν μπορούσε να το εξηγήσει αλλά όλα αυτά που έμοιαζαν πριν λίγο καιρό θολά και
βουτηγμένα στην ομίχλη τώρα έδειχναν διαυγή σαν κρύσταλλο. Ήθελε να το κάνει
αμέσως πριν επανέλθουν οι αμφιβολίες. Δε σήκωνε κουβέντα. Ακόμα και σήμερα, αν
γινόταν, ήθελε να βγάλει τους ΝΕΟΠΕΡ. Δεν τον ενδιέφερε πόσο θα κόστιζε… δεν
μπορεί, ο Νίκος κάποιον θα ήξερε….ναι, έστω και παράνομα, δεν τον ένοιαζε. Ο
Νίκος του ζήτησε να ηρεμήσει. Του είπε να συναντηθούν την επόμενη μέρα στο
κέντρο της Αθήνας και να φέρει μαζί του μετρητά. Γύρω στα 5000 ευρώ. Θα
πήγαιναν στους Κρητικούς. Δεν έπαιρναν πιστωτικές εκεί.. Ήθελε να του πει για
τους κινδύνους.
Ο Κώστας έκλεισε το
τηλέφωνο. Δεν τον ένοιαζαν οι κίνδυνοι. Τίποτα δεν τον ένοιαζε πια. Ένιωσε να
τον πνίγει το σπίτι. Βγήκε στο δρόμο και άρχισε να περπατάει. Στην τύχη, δίχως
κάποιο συγκεκριμένο προορισμό. Όπως ακριβώς περίμενε ότι θα ήταν η ζωή του μετά
την αυριανή μέρα. Αβέβαιη, ρευστή, αναπάντεχη. Περπάτησε πολλή ώρα. Σιγά, σιγά
συνειδητοποίησε ότι και να ήθελε να πάει κάπου δεν ήξερε κανένα με τον οποίο θα
μπορούσε να μοιραστεί τα συναισθήματά του. Δεν μπορούσε να σκεφτεί κάποιον που
να μπορεί να αποκαλέσει φίλο. Γνωστούς, βέβαια, είχε. Σωρό. Αλλά φίλους; Αν τον
απασχολούσαν η οικονομία της Γερμανίας ή η πολιτική της Νέας Σοβιετικής Ένωσης
υπήρχαν αρκετοί πρόθυμοι να συζητήσουν μαζί του. Αλλά, για τους ΝΕΟΠΕΡ, για
αυτό το σαράκι που τον έτρωγε τόσες μέρες δεν μπορούσε να εμπιστευτεί κανέναν
από αυτούς. Μια φωτοηχητική διαφήμιση διέκοψε τη σκέψη του.
«Αγοράστε μετοχές του Γιώργου
Μαυρίδη. Ακροαματικότητα 43%. Τι περιμένετε;»
Η ολογραφική εικόνα του Μαυρίδη
αιωρούνταν δύο μέτρα πάνω από το έδαφος. Πάνε οι εποχές με τα χαλυβδόφυλλα και
τις ασφαλιστικές. Η νέα μόδα ήταν οι τηλεοπτικοί αστέρες. Τραγουδιστές,
ποδοσφαιριστές, φωτομοντέλα. Έχεις ακροαματικότητα, κάνεις limit up. Σε
βαρέθηκαν οι θεατές; Ξεφορτώνονται τις μετοχές σου και οδηγείσαι στον αφανισμό.
Καθαρά πράγματα. Ο Κώστας αποφάσισε να γυρίσει σπίτι για να ξεκουραστεί. Έφτασε
στην πολυκατοικία του λίγο πριν βραδιάσει και ανέβηκε τη σκάλα με βαριά βήματα.
Δεν χρησιμοποίησε τον ανελκυστήρα. Μετά το περιστατικό με τους ΝΕΟΠΕΡ τον είχε
καταλάβει τεχνοφοβία. Ένιωθε μια ιδιαίτερη απέχθεια προς τα τεχνολογικά
επιτεύγματα. Μπήκε στο διαμέρισμα και πήγε κατευθείαν στο κρεβάτι του. Μετά την
αυριανή μέρα δε θα μπορούσε να κάνει πια πίσω. Αυτή η τελευταία σκέψη κάπως τον
ηρέμησε . Δε θα μπορούσε να κάνει πίσω. Ωραία. Καιρός ήταν να προχωρήσει προς
τα εμπρός.
Συναντήθηκε με το Νίκο
κοντά στον παλιό σταθμό Λαρίσης. Αντάλλαξαν ένα σύντομο χαιρετισμό. Η
ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη. Περπάτησαν ένα τέταρτο περίπου μέχρι να φτάσουν στα
«Κρητικά». Καθώς πλησίαζαν ο αέρας μύριζε τσικουδιά και τηγανισμένα ψάρια. Ο
κόσμος φορούσε τα παραδοσιακά μαύρα ρούχα και στις κουβέντες τους περίσσευαν τα
«τση» και τα «κοπέλια». Όπως όλοι σχεδόν οι Έλληνες μετανάστες είχαν φέρει μαζί
τους και τον κόσμο τους. Είχαν αντέξει τη μόλυνση της Μεσογείου που εξαφάνισε
τα ψάρια και κουτσούρεψε τον τουρισμό. Με τα λίγα που έβγαζαν κόλλησαν στο νησί
τους σαν τη πεταλίδα στο βράχο. Μετά, όμως ήρθε η ερημοποίηση. Αυτό που οι
επιστήμονες έλεγαν κλιματική μεταβολή προς ερημικά συστήματα αυτοί το κατάλαβαν
στο πετσί τους σαν άδεια πηγάδια και ξεραμένες σοδειές. Σιγά, σιγά τα μάζεψαν
και μαζεύτηκαν στη Αθήνα, πρόσφυγες στην ίδια τους τη χώρα.
Ο Νίκος τον πήγε σε ένα
καταυλισμό από παράγκες. Μπήκαν μέσα περνώντας μια αυτοσχέδια πόρτα από ένα
παλιό τρόλεϊ. Ο Κώστας είδε έναν βραχύσωμο νευρώδη τύπο που καθόταν πάνω σε ένα
βαρέλι. Σηκώθηκε και στράφηκε προς το Νίκο.
«Αυτός είναι;», είπε κάνοντας μια
κίνηση του κεφαλιού προς τον Κώστα.
«Ναι», είπε ο Νίκος
Ο τύπος γύρισε προς το μέρος του
Κώστα..
«Σίγουρα τους έχεις ή θα φαμε τζάμπα
την ώρα μας;», τον ρώτησε
«Τι εννοείς», είπε ο Κώστας
απορημένος.
«Παλιά δούλευα σε ιδιωτικό. Κυριλέ
πράγματα. Μας είχαν έρθει μερικοί για να τους επιδιορθώσουμε τους ΝΕΟΠΕΡ αλλά
δεν είχαν τίποτα μέσα στο κεφάλι. Τους είχαν κοροϊδέψει και είχαν πληρώσει ένα
σωρό λεφτά»
«Και πως το καταλάβαινες; Από τη
συμπεριφορά τους;», ρώτησε ο Κώστας.
«Όχι από την ακτινογραφία»
«Μανούσο, όλα είναι εντάξει. Έχω δει
τη μαγνητική», παρενέβη ο Νίκος. «Άσε τα ψαρωτικά για κανέναν άλλον. Πόση ώρα
θα χρειαστούμε;»
«Μία ώρα και είμαστε εντάξει. Με αυτά
τα νέα αναισθητικά ούτε που καταλαβαίνεις ότι σε κοίμισαν»
«Μόνο μία ώρα;», είπε ο Κώστας.
«Νόμιζα ότι είναι λεπτή εγχείρηση η αφαίρεση των ΝΕΟΠΕΡ.»
«Δε θα τους βγάλουμε. Περιττός
κίνδυνος. Απλώς θα βραχυκυκλώσουμε μια-δυο συνδέσεις και θα τους αχρηστέψουμε
πλήρως. Αυτό δε θέλεις:», είπε ο Μανούσος.
«Ναι, αυτό θέλω. Και να μην μπορούν
να ξαναλειτουργήσουν»
«Άστο πάνω μας. Για ελάτε τώρα από
εδώ»
Ο Μανούσος τους πήγε σε ένα καμαράκι
που βρισκόταν στο πίσω μέρος της παράγκας. Κάτι σαν αυτοσχέδιο χειρουργείο. Ο
Κώστας ξάπλωσε σε ένα κρεβάτι, του εφάρμοσαν μερικούς αισθητήρες, οι οθόνες
άρχισαν να δείχνουν τιμές και ύστερα του φόρεσαν τη μάσκα οξυγόνου. Το
τελευταίο πράγμα που άκουσε ήταν τα λόγια του Νίκου προς το Μανούσο. Παρτίδα
Κ-365.
Όταν
ο Κώστας ξύπνησε είδε το Μανούσο και το Νίκο να συζητούν χαμηλόφωνα σε μία
γωνιά του χειρουργείου. Τον είδαν που ξύπνησε και ο Μανούσος ήρθε και του
έβγαλε τη μάσκα.
«Μια
χαρά. Ούτε που φαίνονται οι τομές. Μήπως θέλεις κάτι να φας;», του είπε.
Ο
Κώστας αρνήθηκε. Ήθελε να βγει έξω στον κόσμο, να αρχίσει μια καινούρια ζωή, να
περπατήσει στους δρόμους της πόλης. Μέχρι που σκόπευε να πάρει τηλέφωνο τη
Μαρία για να της κλείσει ραντεβού. Ο Νίκος γέλασε. Από την απόλυτη ευτυχία
πηγαίνεις με μαθηματική ακρίβεια στην απόλυτη δυστυχία, γιατί δεν κάνεις καμιά
ενδιάμεση στάση, του είπε. Ο Κώστας δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Βγήκαν και οι
τρεις στο δρόμο. Ο Νίκος θα έμενε να φαει με τον Μανούσο και έτσι έφυγε μόνος
του. Όταν ο Κώστας προχώρησε λίγο, ο Μανούσος μίλησε στο Νίκο.
«Παρτίδα
Κ-365, ε; Δεν μου το είχες πει.»
«Θα
το ξέχασα »
«Ακόμα
γελάμε με αυτήν. Η εταιρεία της μπήκε χοντρά μέσα με τις αποζημιώσεις. Οι μισοί
ΝΕΟΠΕΡ δε δούλεψαν ποτέ. Δε ξέρω κανέναν που να έπιασε απόδοση πάνω από 55%. »
«Πιστεύεις
ότι πρέπει να το μάθει;», ρώτησε ο Σέμελης.
«Δεν
ξέρω, άλλωστε τι σημασία έχει πια;», είπε ο Μανούσος και κοίταξε το δρόμο.
Στο
βάθος, ο Κώστας απομακρυνόταν σιγοσφυρίζοντας το σκοπό ενός τραγουδιού.
Τ Ε Λ Ο Σ