Η ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ
(διήγημα της Μαντά - Παπανδρέου Ειρήνης)
Στο κάστρο είναι κλεισμένη
χρόνους εκατό,
η Ωραία Κοιμωμένη
κι ένα μυστικό
(Θοδωρής Γκόνης)
Ο άνθρωπος που περπατούσε το γκρίζο δρόμο ήταν πρίγκιπας.
Ήταν γιος βασιλιά παρά τα σκισμένα του ρούχα, την ταλαιπωρημένη
του εμφάνιση και το κοκαλιάρικο, σχεδόν ετοιμοθάνατο άτι του.
Άλογο και αναβάτης ήταν σε τέτοια άθλια κατάσταση και τόσο
γεμάτοι απ' τη γκριζωπή σκόνη της ερήμου, που δεν ξεχώριζαν
σχεδόν καθόλου πάνω στο δρόμο, παρεκτός ίσως σα δυο μεγάλα σκαθάρια
που χαρχαλεύουν μέσα στις στάχτες.
Οι ατέλειωτες πορείες του πρίγκιπα και τα ταξίδια του τον είχαν
φέρει σ' αυτά τα χάλια, και, καθώς ήταν εξόριστος απ' το παλάτι του
πατέρα του, του ήταν αδύνατον να επιστρέψει στην πατρίδα του ή σ'
οποιαδήποτε άλλη επικράτεια της επιρροής του βασιλιά. Η ανέχεια είχε
αναγκάσει τον άλλοτε διάδοχο να ξοδέψει όσους θησαυρούς είχε τύχει
να κουβαλάει μαζί του, καθώς και να πουλήσει όλα τα κάποιας αξίας
υπάρχοντά του, ακόμα και το χρυσοστόλιστο μεγαλόσταυρο που είχε
παραδόξως καταφέρει να περισώσει όταν ο πατέρας του και οι υπουργοί
του αφαίρεσαν όλα τα σύμβολα του αξιώματός του. Έτσι τριγυρνούσε,
πάμφτωχος και ντυμένος κουρέλια, προσφέροντας το σπαθί και τις υπηρεσίες
του όπου του το ζητούσαν κι εξασφαλίζοντας τ' απαραίτητα μ' αυτόν
τον τόσο εξευτελιστικό για ένα αρχοντόπουλο τρόπο. Όμως εκείνες τις
στιγμές βρισκόταν τόσο κοντά στην απόλυτη απόγνωση-και πιθανότατα
και στο θάνατο-όσο σχεδόν ποτέ δεν είχε βρεθεί. Η γκρίζα ερημιά που
διέσχιζε φαινόταν να μην έχει τελειωμό και εδώ και μέρες ο πρίγκιπας
δεν είχε συναντήσει στο διάβα του ψυχή ζώσα, κι ούτε ακουγόταν ήχος
κανείς στην άδεια έκταση εκτός απ' τα πέταλα του αλόγου του πάνω στο
κατάξερο έδαφος ή κάπου -κάπου το μακρινό κρώξιμο ενός γύπα.
Το βασιλόπουλο προχωρούσε, έχοντας χάσει σχεδόν κάθε αίσθηση
προσανατολισμού. Μοναδικός του στόχος ήταν να βγει από κείνη την
άνυδρη και στέρφα πεδιάδα, να επιστρέψει με κάποιον τρόπο στον
πολιτισμό, όπου θα μπορούσε από κάπου να ζητήσει φαγητό και νερό
με αντάλλαγμα κάποια εκδούλευση, οποιαδήποτε. Σκεφτόταν, δεν
μπορεί, η έρημος αυτή κάπου πρέπει να τελειώνει.
Ώσπου.
Ίσια μπροστά του, ίσαμε μισό χιλιόμετρο ή ίσως και λίγο παραπάνω,
αντίκρισε να στέκει ένα ύψωμα, μάλλον ένας λόφος, καλυμμένος, απ' όσο
μπορούσε να διακρίνει, από πυκνή βλάστηση. Κατευθύνθηκε μ' ενθουσιασμό
προς εκείνο το μέρος χωρίς να είναι σίγουρος σε τι ακριβώς ήλπιζε, και,
μετά από μερικούς εξουθενωμένους καλπασμούς, έφτασε στο λόφο. Το ύψωμα
ήταν ολόκληρο σκεπασμένο από βάτα και στην κορυφή του μισοφαινόταν ένα
μεγάλο κτίσμα, ίσως κάποιος πύργος. Ο πρίγκιπας απελπίστηκε μονομιάς.
Φαινόταν εξαιρετικά δύσκολο να φτάσει στον πύργο στην κατάσταση που
βρισκόταν, κι εξάλλου τί πιθανότητες υπήρχαν να ζει κάποιος σ' αυτή
την απομόνωση; Εξαιτίας όμως αυτής του της απελπισίας ο πρίγκιπας
αποφάσισε να συνεχίσει.
Εκατό μέτρα πιο πέρα φύτρωναν άγριοι θάμνοι γεμάτοι από αγκάθια,
ψιλά και λεπτά σαν ιστοί αράχνης στη αρχή, μα σταδιακά παχύτερα και
σκληρότερα καθώς προχωρούσε. Κοντά στους πρόποδες ξεπέζεψε για να
περιεργαστεί το αλλόκοτο τοπίο. Εδώ η βλάστηση ήταν σκοτεινή και
έδειχνε πολύ συμπαγής, καθώς τα βάτα μπερδεύονταν το ένα μέσα στο
άλλο σαν περικοκλάδες, δημιουργώντας μ' αυτόν τον τρόπο ένα φράγμα
σχεδόν αδιαπέραστο. Δεν ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικό θέαμα, φαινόταν
όμως πως κοντά στο έδαφος φύτρωναν βλαστάρια κάπως τρυφερότερα και το
άλογό του άρχισε να βοσκάει λυσσασμένα, με την τυφλή και αδηφάγα εκείνη
βουλιμία που χαρακτηρίζει όλα τα ζωντανά πλάσματα όταν βρίσκονται στα
πρόθυρα της λιμοκτονίας. Έπειτα από κάποιες βιαστικές μπουκιές το
άλογο το διαπέρασαν σπασμοί και το έλουσε ένας αφύσικος ιδρώτας,
ενώ απ' τα χείλια του έσταζε κοχλάζοντας ένας απαίσιος ασπροκίτρινος
αφρός. Μετά σωριάστηκε χάμω, ψόφιο, προς μεγάλη έκπληξη και απογοήτευση
του πρίγκιπα.
Σε άλλες περιπτώσεις θα είχε καθυστερήσει, μπορεί ακόμα και να είχε
θρηνήσει, τώρα όμως η προσωπική του απόγνωση δεν του άφηνε περιθώρια για
καινούριες λύπες. Χάιδεψε λίγο τα πλευρά του αλόγου και αναστέναξε.
Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία πως το δυστυχισμένο ζώο είχε πάθει δηλητηρίαση.
Φοβερός τόπος, σκέφτηκε, και, γυρίζοντας την πλάτη κίνησε προς το αγκαθόδασος.
Υπήρχε μια μικρή πιθανότητα να έφτανε στο κάστρο της κορυφής, και να ζούσαν
άνθρωποι εκεί, και να ήταν φιλεύσπλαχνοι και γενναιόδωροι και να τον
λυπόντουσαν. Υπήρχε μια αμυδρή ελπίδα, μολονότι είχε ακουστά πως σε τέτοιες
ερημιές προτιμούν συνήθως να ζουν οι παράφρονες-ή οι μάγοι. Αν γύριζε πίσω
και προσπαθούσε να διασχίσει την έρημο πεζός, ήταν χαμένος πέρα από κάθε
αμφιβολία. Σκέφτηκε πως κάπου έπρεπε να υπάρχει νερό, κάποιο ποτάμι ή πηγή
που να συντηρεί όλη αυτή τη βλάστηση. Θυμήθηκε τα δηλητηριασμένα βλαστάρια
και χαμογέλασε αγριωπά. "Δηλητηριασμένο νερό, κατά τα φαινόμενα. Ωστόσο
καλύτερο απ' το τίποτα."
Άρχισε το δρόμο του μέσα στα βάτα, ξεριζώνοντας με τα χέρια του
και κόβοντας με σπαθιές, με μια δύναμη που με τίποτα δεν την περίμενε
απ' τον εαυτό του. Τα αγκάθια ξέσκιζαν τα ρούχα του και κατόπιν το δέρμα
του, το αίμα του έβαφε τα κουρέλια της φορεσιάς του και το μαύρο χώμα
κάτω από τα πόδια του, όμως εκείνος συνέχιζε. Κάθε στιγμή που ένιωθε τις
αντοχές του να εξαντλούνται, κάθε φορά που πίστευε πως θα κουραζόταν και
θα πέθαινε, το σώμα του με κάποιον ανεξήγητο τρόπο αποκτούσε νέα δύναμη
και μια ζωτικότητα που είχε καιρό να νιώσει, ακόμα και πριν μπει σ' αυτήν
την καταραμένη έρημο και καταπονηθεί τόσο πολύ. Στις μακρινές περιπλανήσεις
του είχε συναντήσει πολλών ειδών μαγείες, από τις οποίες μερικές τον
γοήτευαν και άλλες τον φόβιζαν, ώστε μπορούσε πια πολύ εύκολα ν' αναγνωρίσει
τ' αποτελέσματα της Απαγορευμένης Τέχνης, όταν τα έβλεπε. Δεν είχε καμιά
αμφιβολία πως στο αγκαθόδασος ασκούνταν δυνάμεις πάνω και πέρα απ' τα
ανθρώπινα. Δεν ήξερε αν ήταν δυνάμεις καλοθέλητες ή όχι, υπήρχαν πάντως.
Του είχαν σώσει τη ζωή και ήθελαν για κάποιο λόγο να συνεχίσει να προχωράει,
να προχωράει όλο και περισσότερο μεσ' απ' τα βάτα προς τον πύργο. Κάτι ή
κάποιος τον ήθελε οπωσδήποτε να φτάσει ως την κορυφή του λόφου... και σε
τέτοιες ερημιές επιλέγουν συνήθως να ζήσουν μόνο οι παράφρονες-ή οι μάγοι.
Ο πρίγκιπας κρεμιόταν απ' τις στρυφνές κληματσίδες, μαχαίρωνε τους κορμούς,
απ' όπου ανάβλυζε ένα πρασινοκίτρινο υγρό σα φαρμακερό ρετσίνι, πετσόκοβε
στην κυριολεξία και σχεδόν μ' απόλαυση τη βλάστηση σαν να ήταν σάρκα
ζωντανή. Και, πράγματι, του φαινόταν πως είχε να κάνει με ζωντανά
πλάσματα... τ' αγκάθια παραμέριζαν κάποιες στιγμές απ' όπου περνούσε
και μαζεύονταν έπειτα το ένα κοντά στο άλλο μ' ένα θρόισμα σα συνωμοτικό
σιγοψιθύρισμα... τα κλαδιά στριφογύριζαν και σφύριζαν σαν οχιές και
τυλίγονταν κάποιες φορές γύρω απ' τα πόδια του σαν να γύρευαν να τον
γκρεμίσουν -ή μήπως να τον χαϊδέψουν;- και ρίζες βούλιαζαν και χάνονταν
από μπροστά του, αφήνοντας στο δρόμο του γυμνό χώμα.
Καταματωμένος, καταξεσκισμένος, έφτασε κάποια στιγμή στην κορυφή.
Με μια γρήγορη ματιά είδε πως το αγκαθόδασος απλωνόταν τώρα πίσω
του, μοιάζοντας πολύ με μια τεράστια φωλιά από κουλουριασμένα φίδια.
Μπροστά του ορθωνόταν ένα μεγαλειώδες κάστρο. Σκέφτηκε τη λέξη
"μεγαλειώδες", μολονότι και ο ίδιος είχε μεγαλώσει σε παλάτι κι είχε
δει στη ζωή του ανάκτορα ακόμη πιο θαυμαστά. Όμως η αρχιτεκτονική
του κτίσματος πάνω στο λόφο ήταν κάτι το πρωτόγνωρο. Ήταν κατάμαυρο
και λαμπερό και δεν ήταν χτισμένο από κανενός είδους πέτρα, γιατί
πουθενά δεν υπήρχαν χωρίσματα ή ενώσεις, παρά έδειχνε λαξεμένο
κατευθείαν στο μαύρο βράχο που ξεφύτρωνε απ' τη γη.
Ήταν αξιοπερίεργο θέαμα, δεν ξυπνούσε όμως κανένα καλό προαίσθημα.
Παντού στο κάστρο βασίλευε μια σιωπή παράδοξη κι ανεξήγητη. Δεν έστεκαν
φρουροί στις μισάνοιχτες πύλες ούτε και περιπολούσε κανείς στις
επάλξεις... καμιά φωνή δεν ακουγόταν κι καμιά κίνηση δε φαινόταν,
κι ακόμα κι ο άνεμος έμοιαζε να φοβάται να πλησιάσει το μαύρο κάστρο:
στεκόταν ολομόναχο, αγέρωχο και δυσοίωνα σκοτεινό, καταπλακωμένο
θα 'λεγε κανείς από ένα πανάρχαιο και αιώνιο πένθος. Ο πρίγκιπας
ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται. Δεν είχε και πολλές επιλογές
από το να συνεχίσει, αν και τώρα θα προτιμούσε να μην είχε ποτέ
πλησιάσει το μέρος εκείνο του θανάτου... γιατί έτσι του φαινόταν.
Ήταν σαν όλα τα ζωντανά πλάσματα μέσα στο κάστρο να είχαν βυθιστεί
σε αιώνιο ύπνο.
Έκανε αυτή τη σκέψη στην τύχη, μην μπορώντας να φανταστεί
πόσο κοντά στην αλήθεια είχε πέσει. Μέσα στον περίβολο του κάστρου
τα πάντα βρίσκονταν σε μια κατάσταση τρομακτικής και πλήρους
ακινησίας, όχι μόνο οι άνθρωποι, αλλά και τα ζώα, και τα φυτά,
και τα έντομα, με δυο λόγια οτιδήποτε κανονικά θα έπρεπε να είναι
ζωντανό. Υπήρχαν παρτέρια με παράδοξα φυτά που ο πρίγκιπας δεν
είχε ποτέ του ξαναδεί, με ωχροκίτρινα άνθη στο σχήμα της νεκροκεφαλής
και μαύρα φύλλα που δε σάλευαν με καμιά δύναμη στον κόσμο και που
έκοβαν σαν ξυράφια... υπήρχαν μέλισσες και μύγες-αλλόκοτα παχιές και
μεγάλες, με φτερά κόκκινα και βυσσινιά και πολύ εμφανή τα χοντρά τους
κεντριά -που είχαν ακινητοποιηθεί καθώς πετούσαν κι έστεκαν σαν
επικίνδυνα μυτερά χαλίκια στον αέρα... τεράστια λυκόσκυλα μισοξαπλωμένα
στη μοβ χλόη φαίνονταν να παρατηρούν τον πρίγκιπα με τα ψυχρά, γυάλινα
μάτια τους και τις γλώσσες να κρέμονται ακίνητες έξω απ' τα ανοιχτά
τους στόματα... κι όσοι άνθρωποι βολτάριζαν στα φιδογυριστά, πλακόστρωτα
σοκάκια έδειχναν παγωμένοι κι όχι περισσότερο ζωντανοί απ' τα τερατώδη
αγάλματα από μαύρο μάρμαρο που στόλιζαν τον κήπο.
Ο πρίγκιπας δεν μπορούσε να φανταστεί τι είδους γούστο είχε ο
όποιος αφέντης του κάστρου είχε επιλέξει τέτοια διακόσμηση, γιατί
τα περισσότερα αγάλματα ήταν είτε συμπλέγματα, που απεικόνιζαν με
κάθε χυδαία λεπτομέρεια φρικαλέες κι αφύσικες ερωτικές περιπτύξεις
είτε μορφές θεών και δαιμόνων με πολλά κεφάλια και πολλά άκρα και
πρόσωπα με μάτια από ρουμπίνια και σμαράγδια που έδιναν την πολύ
έντονη και ανησυχαστική εντύπωση πως μπορούσαν να σε παρακολουθούν
σε κάθε σου κίνηση. Το βασιλόπουλο γύρισε την πλάτη του σ' έναν
τραγοκέφαλο τριχωτό θεό με έξι γυναικεία στήθη και πάλεψε να
επικεντρωθεί στους μαρμαρωμένους ανθρώπους, για ν' απαλλαγεί απ'
αυτή την αίσθηση της κατασκοπίας. Το θέαμα δεν ήταν ιδιαιτέρως
πιο ενθαρρυντικό.
Οι άνθρωποι -αν θα μπορούσε κανείς να τους αποκαλέσει ανθρώπους-
ήταν παράδοξα ντυμένοι, με πολυτελή, παλιομοδίτικα ρούχα, ασφυκτικά
στολισμένα από βαρύτιμα πετράδια και χρυσοκεντημένες παραστάσεις που
απεικόνιζαν πράγματα που ο πρίγκιπας δεν ένιωθε καμιά επιθυμία να
παρατηρήσει από πιο κοντά. Φόραγαν πανύψηλα καπέλα και λοφία από
κεφάλια ζώων, κυρίως λύκων και λιονταριών, ή διαδήματα από όνυχα
και αχάτη και πράσινο μαλαχίτη, ενώ τα δάχτυλα των χεριών και των
ποδιών τους-γιατί πολύ απ' αυτούς περπατούσαν ξυπόλητοι-τέλειωναν
σε μακριά, μυτερά νύχια βαμμένα σκούρα κόκκινα ή μαύρα και ήταν
τόσο γεμάτα από δαχτυλίδια και βραχιόλια και περικάρπια που σχεδόν
σκέπαζαν κάθε σπιθαμή γυμνού δέρματος. Ο πρίγκιπας ένιωσε το
στομάχι του ν' ανακατεύεται, μολονότι είχε μέρες να φαει.
Υπήρχε διάχυτη στην ατμόσφαιρα η αίσθηση της κακίας και κυρίως
της διαστροφής, κάτι που δημιουργούσε σχεδόν μια εντύπωση δυσοσμίας.
Το βασιλόπουλο είχε την ψευδαίσθηση πως κάτω απ' τη μύτη του σερνόταν
και τον ακολουθούσε σαν βαρύ πέπλο μια ανυπόφορη μυρωδιά σαπίλας,
μολονότι απ' όσο καταλάβαινε κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον, αφού οτιδήποτε
κι αν σάπιζε σ' εκείνο το μέρος πιθανότατα δε θα μπορούσε να μυρίζει
σ' εκείνη την ανεξήγητη κι απόλυτη κατάσταση της ακινησίας που
έδειχναν να έχουν περιέλθει τα πάντα. Έκανε μερικά αβέβαια βήματα
ανάμεσα στους κοκαλωμένους ανθρώπους, αναπνέοντας με δυσκολία.
Πολύ κοντά του, στο κέντρο μιας συντροφιάς φανταχτερά στολισμένης
με το πολύχρωμο φτέρωμα των παγωνιών, στεκόταν χαμογελαστός ένας
ημίγυμνος άντρας μ' υπεροπτικά μάτια κι ανέμιζε μια λαμπερή σπάθα με
γυριστή λάμα στον αέρα, επιδεικνύοντας κατά πάσα πιθανότητα τις
ικανότητές του στη μονομαχία, ενώ το ψηλό του μέτωπο ήταν στολισμένο
από μια σειρά μικροσκοπικά ασημένια κρανία. Οι μύωνές του διαγράφονταν
στιβαροί κι εντυπωσιακοί σα χοντρά σκοινιά ή φίδια κάτω απ' το
γυαλιστερό, αλειμμένο μάλλον με κάποιο λάδι δέρμα του. Λίγο ξέχωρα
απ' τους υπόλοιπους της παρέας, ένας έφηβος με ανδρόγυνη φυσιογνωμία
και τα σαρκώδη του χείλη βαμμένα θαλασσιά, έδειχνε να παρακολουθεί
τις κινήσεις του πολεμιστή μ' ένα φιλήδονο βλέμμα γεμάτο θηλυπρέπεια
και προστυχιά, φορούσε δε πάνω απ' το μανδύα του ένα ζευγάρι γυναικείους
μαστούς καμωμένους από σκούρο ξύλο. Ένα ζευγάρι στο βάθος της αυλής
έπαιζε ένα παράξενο όσο και αποτρόπαιο παιχνίδι: ο άντρας προχωρούσε
στα τέσσερα σα ζώο και η γυναίκα τον είχε καβαλήσει στη ράχη, βαστούσε
μάλιστα στο δεξί της χέρι ένα καμτσίκι. Πλήθος είχε συγκεντρωθεί γύρω
απ' το ζευγάρι και παρακολουθούσε την όλη σκηνή με σαδιστική
ικανοποίηση, άλλοι μορφάζοντας και άλλοι χειρονομώντας άπρεπα και
γελοία. Υπήρχαν άνθρωποι που χαριεντίζονταν ή και χαϊδεύονταν
ξεδιάντροπα, κάποιοι απ' αυτούς τρεις ή και τέσσερις μαζί, γυναίκες
ή άντρες ή και πολύ μικρά παιδιά μεταξύ τους, ενώ μια νεαρή γυναίκα
πανέμορφη με μακριά ίσια μαλλιά σα χρυσό ποτάμι φαινόταν έτοιμη να
επιδοθεί σε κάποια άσεμνη πράξη με σύντροφό της εν' απ' τα μεγάλα
λυκόσκυλα της αυλής. Ένας υπέρβαρος άντρας, ντυμένος σα μάγειρας
έβγαινε από μια πόρτα στην απέναντι πλευρά σέρνοντας πίσω του δυο
σφαχτάρια δεμένα από τα πόδια: τα γδαρμένα σώματα έμοιαζαν τρομερά με
παιδικά, όπως παρατήρησε ο πρίγκιπας με σιχασιά. Ένας κακόμοιρος γέρος
κομματιαζόταν δεμένος χειροπόδαρα και αφημένος αλύπητα στα σαγόνια
επτά λυσσασμένων σκύλων, ενώ λίγο πιο πέρα οι άνθρωποι που ήταν
συγκεντρωμένοι φαίνονταν να στοιχηματίζουν ή και να τσακώνονται μεταξύ
τους για το ποιο απ' όλα τα σκυλιά θα κατάφερνε στον αιχμάλωτό τους
την καίρια δαγκωνιά. Το βασιλόπουλο είχε κάθε λόγο να φύγει από
εκείνο το τρισκατάρατο μέρος και το προσπάθησε, μόνο και μόνο για
να ανακαλύψει πως οι πύλες είχαν κλείσει αθόρυβα πίσω απ' την πλάτη
του, ενόσω εκείνος περιεργαζόταν το χώρο. Έριξε γύρω του μια
απελπισμένη ματιά.
Δεν υπήρχε καμιά διέξοδος κι ούτε μπορούσε να σκαρφαλώσει στα γυαλιστερά, λεία τείχη και να πηδήσει έξω. Δεν είχε παρά να προχωρήσει και ν' αντιμετωπίσει τους νέους τρόμους που τον περίμεναν, ίσως ακόμα και το ίδιο το κακό που ήταν υπαίτιο για όλη εκείνη τη σήψη και να το νικήσει, εάν μπορούσε.
Οι διάδρομοι και οι σάλες του παλατιού καθώς και η μεγάλη αίθουσα του θρόνου ήταν γεμάτες κόσμο, δίνοντας την εντύπωση πως ό,τι και να είχε διακόψει εκείνους τους ανθρώπους, τους είχε πετύχει σε ώρα γιορτής. Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν, φυσιογνωμίες υπερήφανες, αλαζονικές, άγριες, επιθετικές, χυδαίες. Γυναίκες μ' αμφίεση και βάψιμο πόρνης φαίνονταν να χαίρουν εξαιρετικής εκτίμησης και σεβασμού και άντρες με πρόσωπα αιμοσταγούς εγκληματία κορδώνονταν σαν αφέντες. Έπιναν από βαριές καταστόλιστες κούπες ένα κόκκινο υγρό που το βασιλόπουλο ευχόταν να ήταν απλώς κρασί κι έτρωγαν χωρίς μαχαιροπήρουνα, χρησιμοποιώντας για τον ίδιο σκοπό τα πολεμικά τους μαχαίρια και τα σπαθιά ή τα χέρια τους, αρπάζοντας από ασημένιες και χρυσές πιατέλες κομμάτια κρέατα ανάκατα ωμά και ψημένα.
Στην τραπεζαρία τον περίμενε το χειρότερο, καθώς οι δαιμονικοί συνδαιτυμόνες είχαν σφηνώσει στη μέση του βασιλικού τραπεζιού κοντάρια όρθια, που διαπερνούσαν σώματα γυμνών, νέων κυρίως ανθρώπων, ενώ ο βασιλιάς και η βασίλισσα παρακολουθούσαν χαιρέκακα το φαγοπότι και τα μαρτύρια καθισμένοι σε τεράστιους, τρομακτικά σκαλισμένους χρυσούς θρόνους. Τα πρόσωπά τους ήταν τόσο εξωφρενικά βαμμένα ώστε πια δεν έμοιαζαν με ανθρώπινα, και ήταν ντυμένοι με δέρματα τίγρης, στολισμένοι με κατακόκκινα πετράδια που γυάλιζαν σαν σταγόνες παγωμένο αίμα. Στις διάφορες γωνιές και τους τοίχους στέκονταν απειλητικά παμπάλαια ξύλινα και μεταλλικά μηχανήματα ανάμεσα στα οποία ο πρίγκιπας αναγνώρισε με φρίκη τον τροχό, τη σιδερένια παρθένα, τη μπότα, την κλίνη του πόνου και άλλα ακόμα πιο περίπλοκα όργανα βασανιστηρίων που τα θυμόταν από παλιότερες επισκέψεις στα μπουντρούμια του πατέρα του. Δύστυχοι, κουρελιασμένοι νεαροί άντρες σέρνονταν από διαφορετικές κατευθύνσεις προς τις μηχανές του βασανισμού ή προς το μακάβριο τραπέζι πιθανόν για να πάρουν τη θέση των άλλων που κρέμονταν στα κοντάρια και άλλοι μαστιγώνονταν ή και κομματιάζονταν αλύπητα μπροστά στο βασιλικό ζεύγος, ενώ σχεδόν όλοι οι αιχμάλωτοι είχαν στο λαιμό τους, στη θέση ακριβώς της καρωτίδας, δυο κόκκινα σημάδια σαν από δόντια, λες και κάποιος ή κάτι τους είχε δαγκώσει εκεί... και, πράγματι, όπως πρόσεξε το βασιλόπουλο, υπήρχαν πολλές πετρωμένες σταγόνες αίματος στο δάπεδο, σα χάντρες ολοπόρφυρες σκορπισμένες παντού τριγύρω.
Ο πρίγκιπας ανατρίχιασε καθώς αναλογίστηκε τί θα γινόταν αν όλοι αυτοί οι φρικαλέοι άνθρωποι συνέρχονταν ξαφνικά και τον έβλεπαν καταμεσής στη μεγάλη τους αίθουσα, έναν παρείσακτο και ανεπιθύμητο την ώρα του γλεντιού τους. Μήπως όμως αυτό ακριβώς ήταν το μυστικό του κάστρου; Μήπως αυτό ήταν το σχέδιο των αφεντάδων του, μήπως η έρημος και τα δηλητηριασμένα βάτα που ωστόσο υποχωρούσαν στο πέρασμά του, ήταν έργο δικό τους; Μήπως όλα ήταν μέρος του ίδιου τεχνάσματος; Και αυτοί οι κακόμοιροι άνθρωποι που τους είχαν παλουκώσει στη μέση του τραπεζιού, κι εκείνοι που τους τραβούσαν και τους μαστίγωναν, πώς είχαν πέσει στα χέρια τους; Ήταν άραγε κάποτε απελπισμένοι στρατοκόποι, όπως κι ο ίδιος; Μήπως είχαν πέσει στην ίδια παγίδα πριν απ' αυτόν; Ήταν το κάστρο κάποιο δόλωμα; Αν όλα εκεί μέσα ήταν μαρμαρωμένα κι ακίνητα, τότε ποια δύναμη είχε σφαλίσει τις πύλες; Ποια δύναμη τα έλεγχε εντέλει όλ' αυτά, τί τα είχε προκαλέσει; Ή μήπως όλα ήταν μια ψευδαίσθηση, ένα κακόβουλο παιχνίδι εις βάρος της δυστυχίας του, όχι λιγότερο σαδιστικό απ' τις δραστηριότητες των βαλσαμωμένων εκείνων δαιμόνων; Και πώς μπορούσε να ξεφύγει;
Αναλογιζόμενος όλ' αυτά το αίμα του ξαφνικά πάγωσε, γιατί από κάπου ψηλά του φάνηκε πως άκουσε έναν ήχο σα θρόισμα ή σουσούρισμα, καθώς και κάτι που έμοιαζε με πνιχτό τραγούδι. Πανικοβλήθηκε. Αν άρχιζαν τώρα τα τέρατα να ξεμαρμαρώνουν ήταν χαμένος πέρα από κάθε ελπίδα. Η πρώτη του αντίδραση ήταν να το βάλει στα πόδια, αλλά με κάποιον τρόπο τα βήματά του δεν τον έβγαλαν στον περίβολο, παρά τον έφεραν στην αρχή μιας στριφτής σκάλας που οδηγούσε στο επάνω πάτωμα. Άρχισε ν' ανεβαίνει τρέχοντας, έχοντας κατανικήσει το φόβο του ως ένα βαθμό. Όταν ένας άνθρωπος έχει αντικρίσει τόσους πολλούς και διαφορετικούς τρόμους, η ψυχή του γεμίζει κάποιες φορές από νοσηρή περιέργεια και το μόνο που θέλει είναι να συνεχίσει, να προχωρήσει ώσπου ν' ανακαλύψει μέχρι ποιο σημείο είναι δυνατόν να φτάσει η φρικαλεότητα.
Όσο το βασιλόπουλο ανέβαινε, τόσο το θρόισμα και η ψαλμωδία, απ' όπου κι αν προέρχονταν, γίνονταν εντονότερα. Φτάνοντας στο κεφαλόσκαλο στάθηκε λίγο να ξανασάνει και να προσανατολιστεί. Διάδρομοι απλώνονταν δεξιά κι αριστερά του, γεμάτοι από κλειστές πόρτες. Ακολούθησε έναν διάδρομο, στην τύχη.
Ο διάδρομος ξεδιπλωνόταν κάτω από τα πόδια του ατέλειωτος και άδειος, κι εκείνος άνοιγε κι έκλεινε πόρτες μέσα στην απόλυτη νεκρική σιωπή, που του φαινόταν τώρα πιο απειλητική απ' το κάθε τι. Ώσπου, μετά από κάποια λεπτά-ή ίσως ώρες;- το τραγούδι ξανακούστηκε. Αφουγκράστηκε, μ' ελπίδα αυτή τη φορά, και με οδηγό την απόκοσμη ψαλμωδία κατευθύνθηκε προς την πηγή της φωνής. Άνοιξε μια πόρτα από χαλκό και άλλη μια από ασήμι, και, τέλος, μια πόρτα από χρυσάφι. Και τότε, την είδε.
Ήταν απλώς μια γερόντισσα, με το δέρμα της σαν τσαλακωμένο χαρτί απ' τα χρόνια. Τα μαλλιά της έμοιαζαν με μπαμπάκι κι η μύτη της ήταν μακριά και λεπτή. Ήταν ντυμένη μ' ένα απλό γαλάζιο φόρεμα με μια ασημένια ζώνη και πάνω στους ώμους της είχε ριγμένο ένα ασημόγκριζο σάλι. Καθόταν σκυφτή και καμπουριασμένη πάνω απ' τ' αδράχτι της και έγνεθε, ενώ στο δεξί της χέρι είχε μια ρόκα με γαλάζιο νήμα. Ήταν αυτή η γριά που τραγουδούσε, ένα είδος μουντού, καθησυχαστικού νανουρίσματος που έμοιαζε με ξόρκι και που έφερνε νύστα. Ο πρίγκιπας στάθηκε να την περιεργαστεί. Για λίγη ώρα συνέχιζε τη δουλειά της και την ψαλμωδία της σαν να μην τον είχε προσέξει, αλλά έπειτα, παρόλο που εκείνος δεν είχε πει τίποτα ούτε είχε κάνει καμιά κίνηση, σήκωσε το κεφάλι της και τον κάρφωσε μ' ένα διαπεραστικό, γκρίζο βλέμμα. Τα οστά του προσώπου της διαγράφονταν τέλεια κάτω απ' τη λευκή επιδερμίδα και τα μάτια της έλαμπαν μ' ένα είδος αεικίνητης, σχεδόν νεανικής ζωτικότητας,
-Καλώς το παλικάρι, είπε απλά, και η φωνή της ήταν οικεία και ζεστή και του θύμισε παλιούς, ευτυχισμένους καιρούς στο παλάτι του πατέρα του.
-Ώρα καλή, σταυρομάνα, της είπε δειλά.
-Τι σε φέρνει στα μέρη μας, αγόρι μου, δε μου λες;
-Περνούσα την έρημο και... χάθηκα, νομίζω... άρχισε αυτός, αλλά εκείνη τον διέκοψε:
-Δεν είναι τόπος αυτός για ξένους, παιδί μου, δεν είναι τόπος αυτός για ζωντανούς. Δεν είναι τόπος για νεαρά κι όμορφα πριγκιπόπουλα σαν κι εσένα.
-Πώς ξέρεις ότι είμαι βασιλόπουλο;
-Εγώ ξέρω τα πάντα, είπε αινιγματικά η γριά, και μολονότι του φαινόταν πως είχε τη διάθεση ν' αστειευτεί μάλλον μαζί του, ο πρίγκιπας για μια στιγμή ένιωσε πως αυτό μπορεί και να ήταν αλήθεια, πως μπορεί δηλαδή η γυναίκα μπροστά του να είχε πράγματι τη δύναμη να κατέχει και να μαντεύει τα πάντα. Τι είδους πλάσμα ήταν όμως; Στο μεταξύ η γριά είχε στραφεί στην ανέμη ης που παραδόξως δεν είχε σταματήσει καθόλου να γυρίζει καθώς εκείνη του μιλούσε. "Τελοσπάντων", αναστέναξε, μ' έναν τρόπο σαν να του έκανε κάποια παραχώρηση, "το σπαθί σου σε πρόδωσε." Το βασιλόπουλο κοίταξε το οικόσημο του πατέρα του στη λαβή του σπαθιού του και δεν είπε τίποτα.
-Να φύγεις από δω παλικάρι μου, είπε η γρια στοργικά. Μπορώ να σου ανοίξω τις πύλες του κάστρου, να σου δώσω ψωμί και νερό και ό,τι άλλο χρειαστείς και να σε στείλω στην ευχή του θεού. Μπορώ να σου βρω και άλογο.
-Γυρεύεις να με ξεφορτωθείς, κυρά μου; ρώτησε ο πρίγκιπας μ' ένα στραβό χαμόγελο.
-Γυρεύω να σε σώσω.
Έγινε μια παύση κι έπειτα μίλησε πάλι η γριά.
-Βρίσκεσαι σ' ένα κάστρο καταραμένο, είπε. Μέσα στα τείχη του περικλείεται ακινητοποιημένο ένα κακό που αν το άφηνα ελεύθερο, θα μπορούσε να πνίξει όλον τον κόσμο. Με τη μαγεία μου κρατώ μαρμαρωμένους ανθρώπους στις ψυχές των οποίων κατοικούν δαιμόνια. Αν οτιδήποτε παρέμβει, αν κάτι αποσπάσει την προσοχή μου έστω και λίγο, η ανέμη μου θα σταματήσει να γυρίζει. Και θα σπάσει. Και δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ολέθριο θα ήταν κάτι τέτοιο.
-Και βέβαια μπορώ, της αντιγύρισε με θράσος ο πρίγκιπας. Τους είδα όλους αυτούς τους κολασμένους. Πώς όμως ξέρω, κυρά, πως δεν είσαι εσύ εκείνη που προκαλεί όλη αυτή την κτηνωδία; Πώς ξέρω πως δεν είσαι εσύ το δαιμόνιο που λες πως κατέχει τις ψυχές σ' αυτό το κάστρο; Πώς ξέρω πως πρέπει να φύγω κι όχι να σε σκοτώσω και να δώσω ένα τέρμα σ' όλ' αυτά;
-Δεν το ξέρεις, είπε η γριά χωρίς ίχνος ανησυχίας στη φωνή. Απλά θα εμπιστευτείς στα λόγια μου, επειδή έτσι κι αλλιώς δεν έχεις τη δύναμη να με βλάψεις. Βλέπεις, δεν καταλαβαίνεις τι αντιμετωπίζεις. Πώς θα μπορούσες άλλωστε.
Σήκωσε τα μάτια και τον παρατήρησε για λίγο, σαν ν' αναμετρούσε τις αξίες του.
-Θα σου πω μια ιστορία, βασιλόπουλο, του είπε τελικά, πολύ αργά και διστακτικά, σαν να αναρωτιόταν αν έκανε το σωστό ή σαν να ριψοκινδύνευε κάτι πολύ σπουδαίο. -Θα σε τιμήσω πρώτη με την εμπιστοσύνη μου, και έχε υπόψη σου πως θα περιμένω να κάνεις και συ το ίδιο.
"Πριν από πάρα πολλά χρόνια ζούσε σ' αυτό το κάστρο ένας μονάρχης πολύ
αμαρτωλός, ένας άντρας του οποίου τα εγκλήματα κανείς απλός θνητός
άνθρωπος δεν θα άντεχε ούτε να συλλάβει ούτε να διαπράξει. Από πού ήρθε
αυτός ο άντρας και με τι σκοπό δεν είναι δική σου δουλειά να μάθεις,
πάντως μπορώ να σου πω πως δεν ήταν ολωσδιόλου ανθρώπινο πλάσμα.
"Αυτός ο βασιλιάς λοιπόν ζούσε μέσα στην ακολασία και σιγά-σιγά
συγκέντρωσε γύρω του πολλά απ' τα κακοποιά πνεύματα αυτού του κόσμου,
που αποτέλεσαν αργότερα τους αυλικούς και τον ανίκητο στρατό του.
Έπειτα από πολλά χρόνια παντρεύτηκε κάποια μάγισσα, μια λάμια μισή
άνθρωπο και μισή τίγρη, και αυτή του έκανε μια κόρη. Μια κόρη πανέμορφη,
απ' αυτές που ανόητα παλικάρια των θνητών σαν και του λόγου σου θα
ερωτεύονταν μέχρι θανάτου με την πρώτη ματιά. Αλλά η ψυχή της ήταν πιο
μαύρη κι απ' την ψυχή του πατέρα της και της στρίγκλας της μάνας της
μαζί, και διψούσε για αίμα. Με τη κυριολεκτική έννοια. Έχεις ακουστά
για βρικόλακες, έτσι δεν είναι; Ε, λοιπόν, τέτοια ήταν κι αυτή, και
πολύ επικίνδυνη μάλιστα. Παρ' όλ' αυτά, δεν έχουν χαθεί όλες οι ελπίδες
για τη σωτηρία της ψυχής της, ούτε για τη λύτρωση των δικών της απ' τα
δεσμά της αμαρτίας.
"Οι κάτοικοι του κάστρου δεν έδειχναν πάντα τέτοιοι που ήταν...
μπορούσαν ενίοτε και με τη δύναμη της μαγείας τους να σκεπάζουν τη
φρικαλεότητα και τα πραγματικά τους πρόσωπα και να φαίνονται
καλόγνωμοι και ευγενείς, όταν το καλούσαν οι περιστάσεις, και μπορώ
να σου πω πως τη γνώριζαν πολύ καλά αυτή την τέχνη της μεταμφίεσης.
Α, βέβαια, μπορούσαν να ξεγελάσουν ακόμα και τους πιο διαβασμένους,
ακόμα και τους πιο πονηρούς- και πολύ πιο εύκολα τους αγαθούς, τους
ανίδεους κι αγνούς στην καρδιά ανθρώπους. Στην αρχή τα κατάφεραν να
εξαπατήσουν ακόμα και μένα." Η γριά αναστέναξε. "Όταν η μικρή έγινε
έξι μηνών, με κάλεσαν στο παλάτι τους για να τους τη βαφτίσω και να
τη μοιράνω. Ακόμα θυμάμαι εκείνη τη βραδιά, σαν να ήταν μόλις χτες"
είπε νοσταλγικά. "Όλες οι αίθουσες ήταν κατάφωτες και η λάμψη χίλιων
κεριών καθρεφτιζόταν πάνω στα χρυσάφια και τα διαμάντια των κυράδων,
ντροπιάζοντας τη λαμπρότερη μέρα. Μετάξια σέρνονταν στο πάτωμα και
αντηχούσαν από παντού μουσικές και κρυστάλλινα γέλια, και το παλάτι
μοσχομύριζε απ' τις γιρλάντες που είχαν πλέξει με φρέσκα λουλούδια."
"Ήρθα στη γιορτή τους με δυο ασημένιες άμαξες, στη μια καθόμουν
εγώ και στην άλλη είχα φορτώσει τα δώρα της βαφτισιμιάς μου. Φυσικά,
τότε δεν ήξερα πως με είχαν καλέσει μόνο και μόνο για να εξασφαλίσουν
την καλή τύχη της μοναχοκόρης τους και στο τέλος να με χλευάσουν και
να γελάσουν με την αφέλειά μου... στο είπα και πριν, τα είχαν καταφέρει
να εξαπατήσουν ακόμα και μένα. Ήμουν λοιπόν ευτυχισμένη, και η καρδιά
μου ήταν γεμάτη αγάπη.
"Είχαν το νήπιο σε μια κούνια από τούλι, στολισμένη με τριαντάφυλλα.
Άπλωσα το χέρι μου και χάιδεψα το μάγουλο της μικρής πριγκίπισσας.
-Τι όνομα να της δώσω; ρώτησα τη μητέρα της, και κείνη μου είπε:
-Φεγγαρογέννητη, και καθώς μιλούσε το φως του φεγγαριού μπήκε από
ένα παράθυρο ψηλά κι έπεσε πάνω στο πρόσωπό της.
"Αυτό η αρχόντισσα δεν το είχε υπολογίσει. Γιατί όλες οι μάγισσες
του σκότους μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν και να φαίνονται διαφορετικές
από αυτό που είναι μονάχα όταν δεν τις φωτίζει το φεγγάρι. Και στ'
αλήθεια, μόλις τότε πρόσεξα πως όλες οι κουρτίνες ήταν κατεβασμένες
και τα παραθυρόφυλλα κλεισμένα προσεκτικά, εκτός από κείνο το μικρό
φεγγίτη ψηλά που κατά πάσα πιθανότητα τους είχε ξεφύγει. Έτσι λοιπόν
η ομορφιά της βασίλισσας μάδησε και η σεμνότητά της μετατράπηκε μονομιάς
σε φιλήδονη προστυχιά, και τόση ήταν η οργή της που πανικοβλήθηκε και
αφαιρέθηκε και τα ξόρκια της, που τόσο προσεκτικά τα είχε υφάνει να
σκεπάζουν τους υπηκόους της και τον εαυτό της και τον ίδιο το βασιλιά
έσπασαν και χάθηκαν. Οι φλόγες των κεριών τρεμόπαιξαν κι έσβησαν κι
εγώ βρέθηκα στο άντρο της κόλασης όπου είχα μπει. Η μουσική μετατράπηκε
σε ουρλιαχτά και η ευγένεια σε θηριωδία... η ευωδιά των λουλουδιών έγινε
δυσοσμία αποσύνθεσης κι από τις σαπισμένες γιρλάντες σύρθηκαν παχιά,
γυαλιστερά σκουλήκια. Και τότε η νεαρή πριγκίπισσα άνοιξε τα χείλη
της αποκαλύπτοντας ένα μοναδικό μυτερό δόντι στην άκρη τους στόματός
της, και, με απροσδόκητη μανία, δάγκωσε το δάχτυλό μου που τη χάιδευε
κι άρχισε ν' απομυζεί λαίμαργα το αίμα μου. Εξοργίστηκα, βλέποντας την
πλεκτάνη που είχαν στήσει.
"-Ώστε έτσι!" Τους φώναξα, ενώ όλοι τους λούφαζαν γύρω μου τρομοκρατημένοι,
"ο χορός μεταμφιεσμένων τελείωσε, οι μάσκες έπεσαν... τί λοιπόν μπορεί να
σας γλιτώσει τώρα απ' το δίκαιο θυμό μου;
"Οι βασιλιάδες έπεσαν στα γόνατά μου και σύρθηκαν έντρομοι με την
κοιλιά, σαν τα σιχαμερά ερπετά που ήταν, και με ικέτεψαν να δείξω έλεος,
για χάρη της κόρης τους, όπως είπαν, που ήταν βρέφος ακόμη και που γνώριζαν
καλά πόσο την είχα αγαπήσει. Αλλοίμονο, δεν είχαν άδικο. Για το χατίρι της
πριγκίπισσας λυπήθηκα εκείνα τα εκτρώματα και τους χάρισα τη ζωή, για να
κολάζουν τους ανθρώπους.
"-Πολύ ωραία, τους είπα, μου ζητήσατε να καλοτυχίσω το βρικόλακά σας
και αυτό ακριβώς θα κάνω. Ιδού λοιπόν, ποια θα είναι η μοίρα της: Όταν το
παιδί σου γίνει δεκαπέντε χρονών και αν στο μεταξύ εξακολουθεί ν' αποζητά
το αίμα των ζωντανών ανθρώπων και σεις δεν έχετε εγκαταλείψει τη λατρεία
τους σκότους, θα τσιμπηθεί απ' το αδράχτι μου και θα κοιμηθεί, και σεις θα
μαρμαρώσετε μαζί της για πάντα, ώστε να λείψει το κακό σας απ' τον κόσμο
και να λάμψει ξανά το φως του ήλιου χωρίς να το ντροπιάζουν τα βδελυρά σας
έργα.
-Ω, είσαι σκληρή! είπε η βασίλισσα κι αρπάχτηκε απ' την άκρη του
φουστανιού μου.
-Είμαι δίκαιη, είπα εγώ. Σας δίνω μια ευκαιρία και η επιλογή είναι
στο χέρι σας. Ειδεμή -σήκωσα και της έδειξα το δάχτυλό μου που μάτωνε
ακόμα- όπως με δάγκωσε θα τη δαγκώσω.
"Τους παράτησα σύξυλους να θρηνούν κι έφυγα, παίρνοντας μαζί μου
όλα μου τα δώρα.
"Έφυγα αποφασισμένη να μην πατήσω ποτέ ξανά το πόδι μου στο κολασμένο
τους σπίτι, παρά μόνο την προκαθορισμένη μέρα για να εκπληρώσω την κατάρα.
Αλλά η καρδιά μου είχε αγαπήσει τη Φεγγαρογέννητη και δεν έπαυα να σκέφτομαι
πως η μικρή μπορεί και να ξέφευγε απ' τις σκοτεινές διδαχές των γονιών της
και να σωζόταν, αν την επιτηρούσα εγώ, τουλάχιστον ως ένα βαθμό. Άρχισα να
επισκέπτομαι κρυφά τη μικρή και να την παρακολουθώ, αν και η εξέλιξή της δε
με ικανοποιούσε καθόλου. Είχα διακρίνει τα σημάδια του βαμπιρισμού από τα
πρώτα της χρόνια καθώς και την κακόβουλη διάθεσή της και τη χαιρεκακία και
τη λαγνεία της που ήταν κάτι το απίστευτο για ένα τόσο μικρό παιδί, και
δεν μπορούσα με τις νουθεσίες μου και τις προσευχές μου να κάνω παρά ελάχιστα
για να καταστείλω το κακό που τη δαιμόνιζε. Αγαπούσε από βρέφος σχεδόν να
τρώει κρέας και μετά τα επτά της οι μάγειροι την τσάκωναν να το κλέβει ωμό
και να το καταβροχθίζει χωμένη κάτω απ' τους πάγκους και τα τραπέζια. Μετά
τα δέκα της τριγυρνούσε τις νύχτες χωρίς καμιά προφύλαξη στις κάμαρες των
αντρών του παλατιού μη διστάζοντας να ζευγαρώσει ακόμα και με τον πατέρα
της, που με τη σειρά του είχε υπόψη του τα καμώματά της και καμάρωνε και
κόμπαζε πως όταν η κόρη του θα έκλεινε τα δεκαπέντε της χρόνια θα την τάιζε
με τα χέρια του ανθρώπινες σάρκες-βλέπεις, είχαν όλοι τους ξεχάσει εντελώς
την κατάρα κι εγώ φυσικά δεν είχα καμιά όρεξη να αντιμετωπίσω την κακία τους
ξανά ούτε καν για να τους τη θυμίσω. Αλλά ένοιωθα υπεύθυνη απέναντι στον κόσμο,
γιατί αυτοί οι άνθρωποι εξαιτίας της ανοχής και της επιείκειάς μου
εξακολουθούσαν να υπάρχουν και να βλάπτουν. Μου φάνηκε πως ήμουν υποχρεωμένη
να επέμβω. Δεν μπορούσα να άρω την κατάρα, ούτε και θα έπρεπε, άλλωστε. Όμως
χάρη στη μεγάλη μου αγάπη μπορούσα να την τροποποιήσω: ούτε η πριγκίπισσα θα
κοιμόταν αιώνια ούτε οι δικοί της θα μαρμάρωναν για πάντα: τόσο ο ύπνος της
όσο και η δική τους ακινησία θα λάβαιναν με τη δύναμη της μαγείας μου έναν
χαρακτήρα εξαγνισμού. Θα κοιμόντουσαν για εκατό χρόνια και μετά θα τους
ξυπνούσα και η κακή τους φύση θα είχε κατανικηθεί.
"Έτσι, όταν έγινε δεκαπέντε χρονών την κάλεσα κοντά μου, για να τη μάθω
τάχα να γνέθει. Η κατάρα μου είχε ξεχαστεί απ' όλους και η μικρή δεν είχε
ποτέ της την ευκαιρία να τη μάθει. Καταπιάστηκε με το γνέσιμο ανυποψίαστη
και τρυπήθηκε με τ' αδράχτι μου και την ίδια στιγμή αποκοιμήθηκε, και το
διαβολόσογο της μαρμάρωσε καθώς οργίαζαν κάτω στη σάλα για να γιορτάσουν
τα γενέθλιά της. Δημιούργησα ένα δάσος από βάτα που απλώθηκε σ' όλο το
λόφο, ώστε να μην πλησιάζει κανείς, ούτε άνθρωπος ούτε ζώο κι έμεινα εδώ,
στο κατώφλι της, να γνέθω στην ανέμη της το νήμα τους μαγικού τους ύπνου
και να συντηρώ τη διαδικασία του εξαγνισμού με τη δύναμη της προσευχής και
της αγαθής μαγείας. Και βλέπεις πως η ώρα της Αφύπνισης πλησιάζει και η
μαγεία μου εξασθενεί. Δε θα κατάφερνες να διασχίσεις το αγκαθόδασος λίγους
μήνες πριν."
Η γερόντισσα σταμάτησε και τον κοίταξε για λίγο, σαν ν' αναρωτιόταν
τί εντύπωση του είχαν κάνει τα λόγια της. Ο πρίγκιπας κάθισε κάτω, νιώθοντας
τα γόνατά του να λυγίζουν, εν μέρει απ' την εξάντληση κι εν μέρει απ' το θαυμασμό.
-Έχω πάει σε μέρη μακρινά κι έχω ακούσει ιστορίες απίθανες, όμως αυτή εδώ...
-Δε με πιστεύεις;
-Σε πιστεύω, μάλλον... αλλά γιατί τα είπες σε μένα όλ' αυτά;
-Επειδή, είπε η μάγισσα μ' ένα χαμόγελο, έχω πολλά χρόνια να μιλήσω με
κάποιον κι άρχισα να νιώθω μοναξιά. Δεν είναι ευχάριστο πράγμα η απομόνωση,
ακόμα και για κάποιον του είδους μου.
-Τι πλάσμα είσαι συ, Κυρά,
-Απ' τις τρεις μοίρες είμαι η πιο δυνατή, είπε απλά η γερόντισσα. Και η
πιο σπλαχνική. Γνέθω το νήμα της ζωής και το υφαίνουν οι αδελφές μου. Άργησες
πολύ να ρωτήσεις για μένα.
-Θα μου τη δείξεις;
-Ποια;
-Την πριγκίπισσα που κοιμάται.
-Όχι.