Η ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ

(διήγημα της Μαντά - Παπανδρέου Ειρήνης)

 

Στο κάστρο είναι κλεισμένη
χρόνους εκατό,
η Ωραία Κοιμωμένη
κι ένα μυστικό
(Θοδωρής Γκόνης)

 

i

Ο άνθρωπος που περπατούσε το γκρίζο δρόμο ήταν πρίγκιπας. Ήταν γιος βασιλιά παρά τα σκισμένα του ρούχα, την ταλαιπωρημένη του εμφάνιση και το κοκαλιάρικο, σχεδόν ετοιμοθάνατο άτι του. Άλογο και αναβάτης ήταν σε τέτοια άθλια κατάσταση και τόσο γεμάτοι απ' τη γκριζωπή σκόνη της ερήμου, που δεν ξεχώριζαν σχεδόν καθόλου πάνω στο δρόμο, παρεκτός ίσως σα δυο μεγάλα σκαθάρια που χαρχαλεύουν μέσα στις στάχτες.

Οι ατέλειωτες πορείες του πρίγκιπα και τα ταξίδια του τον είχαν φέρει σ' αυτά τα χάλια, και, καθώς ήταν εξόριστος απ' το παλάτι του πατέρα του, του ήταν αδύνατον να επιστρέψει στην πατρίδα του ή σ' οποιαδήποτε άλλη επικράτεια της επιρροής του βασιλιά. Η ανέχεια είχε αναγκάσει τον άλλοτε διάδοχο να ξοδέψει όσους θησαυρούς είχε τύχει να κουβαλάει μαζί του, καθώς και να πουλήσει όλα τα κάποιας αξίας υπάρχοντά του, ακόμα και το χρυσοστόλιστο μεγαλόσταυρο που είχε παραδόξως καταφέρει να περισώσει όταν ο πατέρας του και οι υπουργοί του αφαίρεσαν όλα τα σύμβολα του αξιώματός του. Έτσι τριγυρνούσε, πάμφτωχος και ντυμένος κουρέλια, προσφέροντας το σπαθί και τις υπηρεσίες του όπου του το ζητούσαν κι εξασφαλίζοντας τ' απαραίτητα μ' αυτόν τον τόσο εξευτελιστικό για ένα αρχοντόπουλο τρόπο. Όμως εκείνες τις στιγμές βρισκόταν τόσο κοντά στην απόλυτη απόγνωση-και πιθανότατα και στο θάνατο-όσο σχεδόν ποτέ δεν είχε βρεθεί. Η γκρίζα ερημιά που διέσχιζε φαινόταν να μην έχει τελειωμό και εδώ και μέρες ο πρίγκιπας δεν είχε συναντήσει στο διάβα του ψυχή ζώσα, κι ούτε ακουγόταν ήχος κανείς στην άδεια έκταση εκτός απ' τα πέταλα του αλόγου του πάνω στο κατάξερο έδαφος ή κάπου -κάπου το μακρινό κρώξιμο ενός γύπα.

Το βασιλόπουλο προχωρούσε, έχοντας χάσει σχεδόν κάθε αίσθηση προσανατολισμού. Μοναδικός του στόχος ήταν να βγει από κείνη την άνυδρη και στέρφα πεδιάδα, να επιστρέψει με κάποιον τρόπο στον πολιτισμό, όπου θα μπορούσε από κάπου να ζητήσει φαγητό και νερό με αντάλλαγμα κάποια εκδούλευση, οποιαδήποτε. Σκεφτόταν, δεν μπορεί, η έρημος αυτή κάπου πρέπει να τελειώνει.

Ώσπου.

Ίσια μπροστά του, ίσαμε μισό χιλιόμετρο ή ίσως και λίγο παραπάνω, αντίκρισε να στέκει ένα ύψωμα, μάλλον ένας λόφος, καλυμμένος, απ' όσο μπορούσε να διακρίνει, από πυκνή βλάστηση. Κατευθύνθηκε μ' ενθουσιασμό προς εκείνο το μέρος χωρίς να είναι σίγουρος σε τι ακριβώς ήλπιζε, και, μετά από μερικούς εξουθενωμένους καλπασμούς, έφτασε στο λόφο. Το ύψωμα ήταν ολόκληρο σκεπασμένο από βάτα και στην κορυφή του μισοφαινόταν ένα μεγάλο κτίσμα, ίσως κάποιος πύργος. Ο πρίγκιπας απελπίστηκε μονομιάς. Φαινόταν εξαιρετικά δύσκολο να φτάσει στον πύργο στην κατάσταση που βρισκόταν, κι εξάλλου τί πιθανότητες υπήρχαν να ζει κάποιος σ' αυτή την απομόνωση; Εξαιτίας όμως αυτής του της απελπισίας ο πρίγκιπας αποφάσισε να συνεχίσει.

Εκατό μέτρα πιο πέρα φύτρωναν άγριοι θάμνοι γεμάτοι από αγκάθια, ψιλά και λεπτά σαν ιστοί αράχνης στη αρχή, μα σταδιακά παχύτερα και σκληρότερα καθώς προχωρούσε. Κοντά στους πρόποδες ξεπέζεψε για να περιεργαστεί το αλλόκοτο τοπίο. Εδώ η βλάστηση ήταν σκοτεινή και έδειχνε πολύ συμπαγής, καθώς τα βάτα μπερδεύονταν το ένα μέσα στο άλλο σαν περικοκλάδες, δημιουργώντας μ' αυτόν τον τρόπο ένα φράγμα σχεδόν αδιαπέραστο. Δεν ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικό θέαμα, φαινόταν όμως πως κοντά στο έδαφος φύτρωναν βλαστάρια κάπως τρυφερότερα και το άλογό του άρχισε να βοσκάει λυσσασμένα, με την τυφλή και αδηφάγα εκείνη βουλιμία που χαρακτηρίζει όλα τα ζωντανά πλάσματα όταν βρίσκονται στα πρόθυρα της λιμοκτονίας. Έπειτα από κάποιες βιαστικές μπουκιές το άλογο το διαπέρασαν σπασμοί και το έλουσε ένας αφύσικος ιδρώτας, ενώ απ' τα χείλια του έσταζε κοχλάζοντας ένας απαίσιος ασπροκίτρινος αφρός. Μετά σωριάστηκε χάμω, ψόφιο, προς μεγάλη έκπληξη και απογοήτευση του πρίγκιπα.

Σε άλλες περιπτώσεις θα είχε καθυστερήσει, μπορεί ακόμα και να είχε θρηνήσει, τώρα όμως η προσωπική του απόγνωση δεν του άφηνε περιθώρια για καινούριες λύπες. Χάιδεψε λίγο τα πλευρά του αλόγου και αναστέναξε. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία πως το δυστυχισμένο ζώο είχε πάθει δηλητηρίαση. Φοβερός τόπος, σκέφτηκε, και, γυρίζοντας την πλάτη κίνησε προς το αγκαθόδασος. Υπήρχε μια μικρή πιθανότητα να έφτανε στο κάστρο της κορυφής, και να ζούσαν άνθρωποι εκεί, και να ήταν φιλεύσπλαχνοι και γενναιόδωροι και να τον λυπόντουσαν. Υπήρχε μια αμυδρή ελπίδα, μολονότι είχε ακουστά πως σε τέτοιες ερημιές προτιμούν συνήθως να ζουν οι παράφρονες-ή οι μάγοι. Αν γύριζε πίσω και προσπαθούσε να διασχίσει την έρημο πεζός, ήταν χαμένος πέρα από κάθε αμφιβολία. Σκέφτηκε πως κάπου έπρεπε να υπάρχει νερό, κάποιο ποτάμι ή πηγή που να συντηρεί όλη αυτή τη βλάστηση. Θυμήθηκε τα δηλητηριασμένα βλαστάρια και χαμογέλασε αγριωπά. "Δηλητηριασμένο νερό, κατά τα φαινόμενα. Ωστόσο καλύτερο απ' το τίποτα."

Άρχισε το δρόμο του μέσα στα βάτα, ξεριζώνοντας με τα χέρια του και κόβοντας με σπαθιές, με μια δύναμη που με τίποτα δεν την περίμενε απ' τον εαυτό του. Τα αγκάθια ξέσκιζαν τα ρούχα του και κατόπιν το δέρμα του, το αίμα του έβαφε τα κουρέλια της φορεσιάς του και το μαύρο χώμα κάτω από τα πόδια του, όμως εκείνος συνέχιζε. Κάθε στιγμή που ένιωθε τις αντοχές του να εξαντλούνται, κάθε φορά που πίστευε πως θα κουραζόταν και θα πέθαινε, το σώμα του με κάποιον ανεξήγητο τρόπο αποκτούσε νέα δύναμη και μια ζωτικότητα που είχε καιρό να νιώσει, ακόμα και πριν μπει σ' αυτήν την καταραμένη έρημο και καταπονηθεί τόσο πολύ. Στις μακρινές περιπλανήσεις του είχε συναντήσει πολλών ειδών μαγείες, από τις οποίες μερικές τον γοήτευαν και άλλες τον φόβιζαν, ώστε μπορούσε πια πολύ εύκολα ν' αναγνωρίσει τ' αποτελέσματα της Απαγορευμένης Τέχνης, όταν τα έβλεπε. Δεν είχε καμιά αμφιβολία πως στο αγκαθόδασος ασκούνταν δυνάμεις πάνω και πέρα απ' τα ανθρώπινα. Δεν ήξερε αν ήταν δυνάμεις καλοθέλητες ή όχι, υπήρχαν πάντως. Του είχαν σώσει τη ζωή και ήθελαν για κάποιο λόγο να συνεχίσει να προχωράει, να προχωράει όλο και περισσότερο μεσ' απ' τα βάτα προς τον πύργο. Κάτι ή κάποιος τον ήθελε οπωσδήποτε να φτάσει ως την κορυφή του λόφου... και σε τέτοιες ερημιές επιλέγουν συνήθως να ζήσουν μόνο οι παράφρονες-ή οι μάγοι. Ο πρίγκιπας κρεμιόταν απ' τις στρυφνές κληματσίδες, μαχαίρωνε τους κορμούς, απ' όπου ανάβλυζε ένα πρασινοκίτρινο υγρό σα φαρμακερό ρετσίνι, πετσόκοβε στην κυριολεξία και σχεδόν μ' απόλαυση τη βλάστηση σαν να ήταν σάρκα ζωντανή. Και, πράγματι, του φαινόταν πως είχε να κάνει με ζωντανά πλάσματα... τ' αγκάθια παραμέριζαν κάποιες στιγμές απ' όπου περνούσε και μαζεύονταν έπειτα το ένα κοντά στο άλλο μ' ένα θρόισμα σα συνωμοτικό σιγοψιθύρισμα... τα κλαδιά στριφογύριζαν και σφύριζαν σαν οχιές και τυλίγονταν κάποιες φορές γύρω απ' τα πόδια του σαν να γύρευαν να τον γκρεμίσουν -ή μήπως να τον χαϊδέψουν;- και ρίζες βούλιαζαν και χάνονταν από μπροστά του, αφήνοντας στο δρόμο του γυμνό χώμα.

ii

Καταματωμένος, καταξεσκισμένος, έφτασε κάποια στιγμή στην κορυφή. Με μια γρήγορη ματιά είδε πως το αγκαθόδασος απλωνόταν τώρα πίσω του, μοιάζοντας πολύ με μια τεράστια φωλιά από κουλουριασμένα φίδια. Μπροστά του ορθωνόταν ένα μεγαλειώδες κάστρο. Σκέφτηκε τη λέξη "μεγαλειώδες", μολονότι και ο ίδιος είχε μεγαλώσει σε παλάτι κι είχε δει στη ζωή του ανάκτορα ακόμη πιο θαυμαστά. Όμως η αρχιτεκτονική του κτίσματος πάνω στο λόφο ήταν κάτι το πρωτόγνωρο. Ήταν κατάμαυρο και λαμπερό και δεν ήταν χτισμένο από κανενός είδους πέτρα, γιατί πουθενά δεν υπήρχαν χωρίσματα ή ενώσεις, παρά έδειχνε λαξεμένο κατευθείαν στο μαύρο βράχο που ξεφύτρωνε απ' τη γη.

Ήταν αξιοπερίεργο θέαμα, δεν ξυπνούσε όμως κανένα καλό προαίσθημα. Παντού στο κάστρο βασίλευε μια σιωπή παράδοξη κι ανεξήγητη. Δεν έστεκαν φρουροί στις μισάνοιχτες πύλες ούτε και περιπολούσε κανείς στις επάλξεις... καμιά φωνή δεν ακουγόταν κι καμιά κίνηση δε φαινόταν, κι ακόμα κι ο άνεμος έμοιαζε να φοβάται να πλησιάσει το μαύρο κάστρο: στεκόταν ολομόναχο, αγέρωχο και δυσοίωνα σκοτεινό, καταπλακωμένο θα 'λεγε κανείς από ένα πανάρχαιο και αιώνιο πένθος. Ο πρίγκιπας ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται. Δεν είχε και πολλές επιλογές από το να συνεχίσει, αν και τώρα θα προτιμούσε να μην είχε ποτέ πλησιάσει το μέρος εκείνο του θανάτου... γιατί έτσι του φαινόταν. Ήταν σαν όλα τα ζωντανά πλάσματα μέσα στο κάστρο να είχαν βυθιστεί σε αιώνιο ύπνο.

Έκανε αυτή τη σκέψη στην τύχη, μην μπορώντας να φανταστεί πόσο κοντά στην αλήθεια είχε πέσει. Μέσα στον περίβολο του κάστρου τα πάντα βρίσκονταν σε μια κατάσταση τρομακτικής και πλήρους ακινησίας, όχι μόνο οι άνθρωποι, αλλά και τα ζώα, και τα φυτά, και τα έντομα, με δυο λόγια οτιδήποτε κανονικά θα έπρεπε να είναι ζωντανό. Υπήρχαν παρτέρια με παράδοξα φυτά που ο πρίγκιπας δεν είχε ποτέ του ξαναδεί, με ωχροκίτρινα άνθη στο σχήμα της νεκροκεφαλής και μαύρα φύλλα που δε σάλευαν με καμιά δύναμη στον κόσμο και που έκοβαν σαν ξυράφια... υπήρχαν μέλισσες και μύγες-αλλόκοτα παχιές και μεγάλες, με φτερά κόκκινα και βυσσινιά και πολύ εμφανή τα χοντρά τους κεντριά -που είχαν ακινητοποιηθεί καθώς πετούσαν κι έστεκαν σαν επικίνδυνα μυτερά χαλίκια στον αέρα... τεράστια λυκόσκυλα μισοξαπλωμένα στη μοβ χλόη φαίνονταν να παρατηρούν τον πρίγκιπα με τα ψυχρά, γυάλινα μάτια τους και τις γλώσσες να κρέμονται ακίνητες έξω απ' τα ανοιχτά τους στόματα... κι όσοι άνθρωποι βολτάριζαν στα φιδογυριστά, πλακόστρωτα σοκάκια έδειχναν παγωμένοι κι όχι περισσότερο ζωντανοί απ' τα τερατώδη αγάλματα από μαύρο μάρμαρο που στόλιζαν τον κήπο.

Ο πρίγκιπας δεν μπορούσε να φανταστεί τι είδους γούστο είχε ο όποιος αφέντης του κάστρου είχε επιλέξει τέτοια διακόσμηση, γιατί τα περισσότερα αγάλματα ήταν είτε συμπλέγματα, που απεικόνιζαν με κάθε χυδαία λεπτομέρεια φρικαλέες κι αφύσικες ερωτικές περιπτύξεις είτε μορφές θεών και δαιμόνων με πολλά κεφάλια και πολλά άκρα και πρόσωπα με μάτια από ρουμπίνια και σμαράγδια που έδιναν την πολύ έντονη και ανησυχαστική εντύπωση πως μπορούσαν να σε παρακολουθούν σε κάθε σου κίνηση. Το βασιλόπουλο γύρισε την πλάτη του σ' έναν τραγοκέφαλο τριχωτό θεό με έξι γυναικεία στήθη και πάλεψε να επικεντρωθεί στους μαρμαρωμένους ανθρώπους, για ν' απαλλαγεί απ' αυτή την αίσθηση της κατασκοπίας. Το θέαμα δεν ήταν ιδιαιτέρως πιο ενθαρρυντικό.

Οι άνθρωποι -αν θα μπορούσε κανείς να τους αποκαλέσει ανθρώπους- ήταν παράδοξα ντυμένοι, με πολυτελή, παλιομοδίτικα ρούχα, ασφυκτικά στολισμένα από βαρύτιμα πετράδια και χρυσοκεντημένες παραστάσεις που απεικόνιζαν πράγματα που ο πρίγκιπας δεν ένιωθε καμιά επιθυμία να παρατηρήσει από πιο κοντά. Φόραγαν πανύψηλα καπέλα και λοφία από κεφάλια ζώων, κυρίως λύκων και λιονταριών, ή διαδήματα από όνυχα και αχάτη και πράσινο μαλαχίτη, ενώ τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών τους-γιατί πολύ απ' αυτούς περπατούσαν ξυπόλητοι-τέλειωναν σε μακριά, μυτερά νύχια βαμμένα σκούρα κόκκινα ή μαύρα και ήταν τόσο γεμάτα από δαχτυλίδια και βραχιόλια και περικάρπια που σχεδόν σκέπαζαν κάθε σπιθαμή γυμνού δέρματος. Ο πρίγκιπας ένιωσε το στομάχι του ν' ανακατεύεται, μολονότι είχε μέρες να φαει.

Υπήρχε διάχυτη στην ατμόσφαιρα η αίσθηση της κακίας και κυρίως της διαστροφής, κάτι που δημιουργούσε σχεδόν μια εντύπωση δυσοσμίας. Το βασιλόπουλο είχε την ψευδαίσθηση πως κάτω απ' τη μύτη του σερνόταν και τον ακολουθούσε σαν βαρύ πέπλο μια ανυπόφορη μυρωδιά σαπίλας, μολονότι απ' όσο καταλάβαινε κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον, αφού οτιδήποτε κι αν σάπιζε σ' εκείνο το μέρος πιθανότατα δε θα μπορούσε να μυρίζει σ' εκείνη την ανεξήγητη κι απόλυτη κατάσταση της ακινησίας που έδειχναν να έχουν περιέλθει τα πάντα. Έκανε μερικά αβέβαια βήματα ανάμεσα στους κοκαλωμένους ανθρώπους, αναπνέοντας με δυσκολία.

Πολύ κοντά του, στο κέντρο μιας συντροφιάς φανταχτερά στολισμένης με το πολύχρωμο φτέρωμα των παγωνιών, στεκόταν χαμογελαστός ένας ημίγυμνος άντρας μ' υπεροπτικά μάτια κι ανέμιζε μια λαμπερή σπάθα με γυριστή λάμα στον αέρα, επιδεικνύοντας κατά πάσα πιθανότητα τις ικανότητές του στη μονομαχία, ενώ το ψηλό του μέτωπο ήταν στολισμένο από μια σειρά μικροσκοπικά ασημένια κρανία. Οι μύωνές του διαγράφονταν στιβαροί κι εντυπωσιακοί σα χοντρά σκοινιά ή φίδια κάτω απ' το γυαλιστερό, αλειμμένο μάλλον με κάποιο λάδι δέρμα του. Λίγο ξέχωρα απ' τους υπόλοιπους της παρέας, ένας έφηβος με ανδρόγυνη φυσιογνωμία και τα σαρκώδη του χείλη βαμμένα θαλασσιά, έδειχνε να παρακολουθεί τις κινήσεις του πολεμιστή μ' ένα φιλήδονο βλέμμα γεμάτο θηλυπρέπεια και προστυχιά, φορούσε δε πάνω απ' το μανδύα του ένα ζευγάρι γυναικείους μαστούς καμωμένους από σκούρο ξύλο. Ένα ζευγάρι στο βάθος της αυλής έπαιζε ένα παράξενο όσο και αποτρόπαιο παιχνίδι: ο άντρας προχωρούσε στα τέσσερα σα ζώο και η γυναίκα τον είχε καβαλήσει στη ράχη, βαστούσε μάλιστα στο δεξί της χέρι ένα καμτσίκι. Πλήθος είχε συγκεντρωθεί γύρω απ' το ζευγάρι και παρακολουθούσε την όλη σκηνή με σαδιστική ικανοποίηση, άλλοι μορφάζοντας και άλλοι χειρονομώντας άπρεπα και γελοία. Υπήρχαν άνθρωποι που χαριεντίζονταν ή και χαϊδεύονταν ξεδιάντροπα, κάποιοι απ' αυτούς τρεις ή και τέσσερις μαζί, γυναίκες ή άντρες ή και πολύ μικρά παιδιά μεταξύ τους, ενώ μια νεαρή γυναίκα πανέμορφη με μακριά ίσια μαλλιά σα χρυσό ποτάμι φαινόταν έτοιμη να επιδοθεί σε κάποια άσεμνη πράξη με σύντροφό της εν' απ' τα μεγάλα λυκόσκυλα της αυλής. Ένας υπέρβαρος άντρας, ντυμένος σα μάγειρας έβγαινε από μια πόρτα στην απέναντι πλευρά σέρνοντας πίσω του δυο σφαχτάρια δεμένα από τα πόδια: τα γδαρμένα σώματα έμοιαζαν τρομερά με παιδικά, όπως παρατήρησε ο πρίγκιπας με σιχασιά. Ένας κακόμοιρος γέρος κομματιαζόταν δεμένος χειροπόδαρα και αφημένος αλύπητα στα σαγόνια επτά λυσσασμένων σκύλων, ενώ λίγο πιο πέρα οι άνθρωποι που ήταν συγκεντρωμένοι φαίνονταν να στοιχηματίζουν ή και να τσακώνονται μεταξύ τους για το ποιο απ' όλα τα σκυλιά θα κατάφερνε στον αιχμάλωτό τους την καίρια δαγκωνιά. Το βασιλόπουλο είχε κάθε λόγο να φύγει από εκείνο το τρισκατάρατο μέρος και το προσπάθησε, μόνο και μόνο για να ανακαλύψει πως οι πύλες είχαν κλείσει αθόρυβα πίσω απ' την πλάτη του, ενόσω εκείνος περιεργαζόταν το χώρο. Έριξε γύρω του μια απελπισμένη ματιά.

Δεν υπήρχε καμιά διέξοδος κι ούτε μπορούσε να σκαρφαλώσει στα γυαλιστερά, λεία τείχη και να πηδήσει έξω. Δεν είχε παρά να προχωρήσει και ν' αντιμετωπίσει τους νέους τρόμους που τον περίμεναν, ίσως ακόμα και το ίδιο το κακό που ήταν υπαίτιο για όλη εκείνη τη σήψη και να το νικήσει, εάν μπορούσε.

Οι διάδρομοι και οι σάλες του παλατιού καθώς και η μεγάλη αίθουσα του θρόνου ήταν γεμάτες κόσμο, δίνοντας την εντύπωση πως ό,τι και να είχε διακόψει εκείνους τους ανθρώπους, τους είχε πετύχει σε ώρα γιορτής. Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν, φυσιογνωμίες υπερήφανες, αλαζονικές, άγριες, επιθετικές, χυδαίες. Γυναίκες μ' αμφίεση και βάψιμο πόρνης φαίνονταν να χαίρουν εξαιρετικής εκτίμησης και σεβασμού και άντρες με πρόσωπα αιμοσταγούς εγκληματία κορδώνονταν σαν αφέντες. Έπιναν από βαριές καταστόλιστες κούπες ένα κόκκινο υγρό που το βασιλόπουλο ευχόταν να ήταν απλώς κρασί κι έτρωγαν χωρίς μαχαιροπήρουνα, χρησιμοποιώντας για τον ίδιο σκοπό τα πολεμικά τους μαχαίρια και τα σπαθιά ή τα χέρια τους, αρπάζοντας από ασημένιες και χρυσές πιατέλες κομμάτια κρέατα ανάκατα ωμά και ψημένα.

Στην τραπεζαρία τον περίμενε το χειρότερο, καθώς οι δαιμονικοί συνδαιτυμόνες είχαν σφηνώσει στη μέση του βασιλικού τραπεζιού κοντάρια όρθια, που διαπερνούσαν σώματα γυμνών, νέων κυρίως ανθρώπων, ενώ ο βασιλιάς και η βασίλισσα παρακολουθούσαν χαιρέκακα το φαγοπότι και τα μαρτύρια καθισμένοι σε τεράστιους, τρομακτικά σκαλισμένους χρυσούς θρόνους. Τα πρόσωπά τους ήταν τόσο εξωφρενικά βαμμένα ώστε πια δεν έμοιαζαν με ανθρώπινα, και ήταν ντυμένοι με δέρματα τίγρης, στολισμένοι με κατακόκκινα πετράδια που γυάλιζαν σαν σταγόνες παγωμένο αίμα. Στις διάφορες γωνιές και τους τοίχους στέκονταν απειλητικά παμπάλαια ξύλινα και μεταλλικά μηχανήματα ανάμεσα στα οποία ο πρίγκιπας αναγνώρισε με φρίκη τον τροχό, τη σιδερένια παρθένα, τη μπότα, την κλίνη του πόνου και άλλα ακόμα πιο περίπλοκα όργανα βασανιστηρίων που τα θυμόταν από παλιότερες επισκέψεις στα μπουντρούμια του πατέρα του. Δύστυχοι, κουρελιασμένοι νεαροί άντρες σέρνονταν από διαφορετικές κατευθύνσεις προς τις μηχανές του βασανισμού ή προς το μακάβριο τραπέζι πιθανόν για να πάρουν τη θέση των άλλων που κρέμονταν στα κοντάρια και άλλοι μαστιγώνονταν ή και κομματιάζονταν αλύπητα μπροστά στο βασιλικό ζεύγος, ενώ σχεδόν όλοι οι αιχμάλωτοι είχαν στο λαιμό τους, στη θέση ακριβώς της καρωτίδας, δυο κόκκινα σημάδια σαν από δόντια, λες και κάποιος ή κάτι τους είχε δαγκώσει εκεί... και, πράγματι, όπως πρόσεξε το βασιλόπουλο, υπήρχαν πολλές πετρωμένες σταγόνες αίματος στο δάπεδο, σα χάντρες ολοπόρφυρες σκορπισμένες παντού τριγύρω.

Ο πρίγκιπας ανατρίχιασε καθώς αναλογίστηκε τί θα γινόταν αν όλοι αυτοί οι φρικαλέοι άνθρωποι συνέρχονταν ξαφνικά και τον έβλεπαν καταμεσής στη μεγάλη τους αίθουσα, έναν παρείσακτο και ανεπιθύμητο την ώρα του γλεντιού τους. Μήπως όμως αυτό ακριβώς ήταν το μυστικό του κάστρου; Μήπως αυτό ήταν το σχέδιο των αφεντάδων του, μήπως η έρημος και τα δηλητηριασμένα βάτα που ωστόσο υποχωρούσαν στο πέρασμά του, ήταν έργο δικό τους; Μήπως όλα ήταν μέρος του ίδιου τεχνάσματος; Και αυτοί οι κακόμοιροι άνθρωποι που τους είχαν παλουκώσει στη μέση του τραπεζιού, κι εκείνοι που τους τραβούσαν και τους μαστίγωναν, πώς είχαν πέσει στα χέρια τους; Ήταν άραγε κάποτε απελπισμένοι στρατοκόποι, όπως κι ο ίδιος; Μήπως είχαν πέσει στην ίδια παγίδα πριν απ' αυτόν; Ήταν το κάστρο κάποιο δόλωμα; Αν όλα εκεί μέσα ήταν μαρμαρωμένα κι ακίνητα, τότε ποια δύναμη είχε σφαλίσει τις πύλες; Ποια δύναμη τα έλεγχε εντέλει όλ' αυτά, τί τα είχε προκαλέσει; Ή μήπως όλα ήταν μια ψευδαίσθηση, ένα κακόβουλο παιχνίδι εις βάρος της δυστυχίας του, όχι λιγότερο σαδιστικό απ' τις δραστηριότητες των βαλσαμωμένων εκείνων δαιμόνων; Και πώς μπορούσε να ξεφύγει;

Αναλογιζόμενος όλ' αυτά το αίμα του ξαφνικά πάγωσε, γιατί από κάπου ψηλά του φάνηκε πως άκουσε έναν ήχο σα θρόισμα ή σουσούρισμα, καθώς και κάτι που έμοιαζε με πνιχτό τραγούδι. Πανικοβλήθηκε. Αν άρχιζαν τώρα τα τέρατα να ξεμαρμαρώνουν ήταν χαμένος πέρα από κάθε ελπίδα. Η πρώτη του αντίδραση ήταν να το βάλει στα πόδια, αλλά με κάποιον τρόπο τα βήματά του δεν τον έβγαλαν στον περίβολο, παρά τον έφεραν στην αρχή μιας στριφτής σκάλας που οδηγούσε στο επάνω πάτωμα. Άρχισε ν' ανεβαίνει τρέχοντας, έχοντας κατανικήσει το φόβο του ως ένα βαθμό. Όταν ένας άνθρωπος έχει αντικρίσει τόσους πολλούς και διαφορετικούς τρόμους, η ψυχή του γεμίζει κάποιες φορές από νοσηρή περιέργεια και το μόνο που θέλει είναι να συνεχίσει, να προχωρήσει ώσπου ν' ανακαλύψει μέχρι ποιο σημείο είναι δυνατόν να φτάσει η φρικαλεότητα.

Όσο το βασιλόπουλο ανέβαινε, τόσο το θρόισμα και η ψαλμωδία, απ' όπου κι αν προέρχονταν, γίνονταν εντονότερα. Φτάνοντας στο κεφαλόσκαλο στάθηκε λίγο να ξανασάνει και να προσανατολιστεί. Διάδρομοι απλώνονταν δεξιά κι αριστερά του, γεμάτοι από κλειστές πόρτες. Ακολούθησε έναν διάδρομο, στην τύχη.

Ο διάδρομος ξεδιπλωνόταν κάτω από τα πόδια του ατέλειωτος και άδειος, κι εκείνος άνοιγε κι έκλεινε πόρτες μέσα στην απόλυτη νεκρική σιωπή, που του φαινόταν τώρα πιο απειλητική απ' το κάθε τι. Ώσπου, μετά από κάποια λεπτά-ή ίσως ώρες;- το τραγούδι ξανακούστηκε. Αφουγκράστηκε, μ' ελπίδα αυτή τη φορά, και με οδηγό την απόκοσμη ψαλμωδία κατευθύνθηκε προς την πηγή της φωνής. Άνοιξε μια πόρτα από χαλκό και άλλη μια από ασήμι, και, τέλος, μια πόρτα από χρυσάφι. Και τότε, την είδε.

iii

Ήταν απλώς μια γερόντισσα, με το δέρμα της σαν τσαλακωμένο χαρτί απ' τα χρόνια. Τα μαλλιά της έμοιαζαν με μπαμπάκι κι η μύτη της ήταν μακριά και λεπτή. Ήταν ντυμένη μ' ένα απλό γαλάζιο φόρεμα με μια ασημένια ζώνη και πάνω στους ώμους της είχε ριγμένο ένα ασημόγκριζο σάλι. Καθόταν σκυφτή και καμπουριασμένη πάνω απ' τ' αδράχτι της και έγνεθε, ενώ στο δεξί της χέρι είχε μια ρόκα με γαλάζιο νήμα. Ήταν αυτή η γριά που τραγουδούσε, ένα είδος μουντού, καθησυχαστικού νανουρίσματος που έμοιαζε με ξόρκι και που έφερνε νύστα. Ο πρίγκιπας στάθηκε να την περιεργαστεί. Για λίγη ώρα συνέχιζε τη δουλειά της και την ψαλμωδία της σαν να μην τον είχε προσέξει, αλλά έπειτα, παρόλο που εκείνος δεν είχε πει τίποτα ούτε είχε κάνει καμιά κίνηση, σήκωσε το κεφάλι της και τον κάρφωσε μ' ένα διαπεραστικό, γκρίζο βλέμμα. Τα οστά του προσώπου της διαγράφονταν τέλεια κάτω απ' τη λευκή επιδερμίδα και τα μάτια της έλαμπαν μ' ένα είδος αεικίνητης, σχεδόν νεανικής ζωτικότητας,

-Καλώς το παλικάρι, είπε απλά, και η φωνή της ήταν οικεία και ζεστή και του θύμισε παλιούς, ευτυχισμένους καιρούς στο παλάτι του πατέρα του.

-Ώρα καλή, σταυρομάνα, της είπε δειλά.

-Τι σε φέρνει στα μέρη μας, αγόρι μου, δε μου λες;

-Περνούσα την έρημο και... χάθηκα, νομίζω... άρχισε αυτός, αλλά εκείνη τον διέκοψε:

-Δεν είναι τόπος αυτός για ξένους, παιδί μου, δεν είναι τόπος αυτός για ζωντανούς. Δεν είναι τόπος για νεαρά κι όμορφα πριγκιπόπουλα σαν κι εσένα.

-Πώς ξέρεις ότι είμαι βασιλόπουλο;

-Εγώ ξέρω τα πάντα, είπε αινιγματικά η γριά, και μολονότι του φαινόταν πως είχε τη διάθεση ν' αστειευτεί μάλλον μαζί του, ο πρίγκιπας για μια στιγμή ένιωσε πως αυτό μπορεί και να ήταν αλήθεια, πως μπορεί δηλαδή η γυναίκα μπροστά του να είχε πράγματι τη δύναμη να κατέχει και να μαντεύει τα πάντα. Τι είδους πλάσμα ήταν όμως; Στο μεταξύ η γριά είχε στραφεί στην ανέμη ης που παραδόξως δεν είχε σταματήσει καθόλου να γυρίζει καθώς εκείνη του μιλούσε. "Τελοσπάντων", αναστέναξε, μ' έναν τρόπο σαν να του έκανε κάποια παραχώρηση, "το σπαθί σου σε πρόδωσε." Το βασιλόπουλο κοίταξε το οικόσημο του πατέρα του στη λαβή του σπαθιού του και δεν είπε τίποτα.

-Να φύγεις από δω παλικάρι μου, είπε η γρια στοργικά. Μπορώ να σου ανοίξω τις πύλες του κάστρου, να σου δώσω ψωμί και νερό και ό,τι άλλο χρειαστείς και να σε στείλω στην ευχή του θεού. Μπορώ να σου βρω και άλογο.

-Γυρεύεις να με ξεφορτωθείς, κυρά μου; ρώτησε ο πρίγκιπας μ' ένα στραβό χαμόγελο.

-Γυρεύω να σε σώσω.

Έγινε μια παύση κι έπειτα μίλησε πάλι η γριά.

-Βρίσκεσαι σ' ένα κάστρο καταραμένο, είπε. Μέσα στα τείχη του περικλείεται ακινητοποιημένο ένα κακό που αν το άφηνα ελεύθερο, θα μπορούσε να πνίξει όλον τον κόσμο. Με τη μαγεία μου κρατώ μαρμαρωμένους ανθρώπους στις ψυχές των οποίων κατοικούν δαιμόνια. Αν οτιδήποτε παρέμβει, αν κάτι αποσπάσει την προσοχή μου έστω και λίγο, η ανέμη μου θα σταματήσει να γυρίζει. Και θα σπάσει. Και δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ολέθριο θα ήταν κάτι τέτοιο.

-Και βέβαια μπορώ, της αντιγύρισε με θράσος ο πρίγκιπας. Τους είδα όλους αυτούς τους κολασμένους. Πώς όμως ξέρω, κυρά, πως δεν είσαι εσύ εκείνη που προκαλεί όλη αυτή την κτηνωδία; Πώς ξέρω πως δεν είσαι εσύ το δαιμόνιο που λες πως κατέχει τις ψυχές σ' αυτό το κάστρο; Πώς ξέρω πως πρέπει να φύγω κι όχι να σε σκοτώσω και να δώσω ένα τέρμα σ' όλ' αυτά;

-Δεν το ξέρεις, είπε η γριά χωρίς ίχνος ανησυχίας στη φωνή. Απλά θα εμπιστευτείς στα λόγια μου, επειδή έτσι κι αλλιώς δεν έχεις τη δύναμη να με βλάψεις. Βλέπεις, δεν καταλαβαίνεις τι αντιμετωπίζεις. Πώς θα μπορούσες άλλωστε.

Σήκωσε τα μάτια και τον παρατήρησε για λίγο, σαν ν' αναμετρούσε τις αξίες του.

-Θα σου πω μια ιστορία, βασιλόπουλο, του είπε τελικά, πολύ αργά και διστακτικά, σαν να αναρωτιόταν αν έκανε το σωστό ή σαν να ριψοκινδύνευε κάτι πολύ σπουδαίο. -Θα σε τιμήσω πρώτη με την εμπιστοσύνη μου, και έχε υπόψη σου πως θα περιμένω να κάνεις και συ το ίδιο.

iv

"Πριν από πάρα πολλά χρόνια ζούσε σ' αυτό το κάστρο ένας μονάρχης πολύ αμαρτωλός, ένας άντρας του οποίου τα εγκλήματα κανείς απλός θνητός άνθρωπος δεν θα άντεχε ούτε να συλλάβει ούτε να διαπράξει. Από πού ήρθε αυτός ο άντρας και με τι σκοπό δεν είναι δική σου δουλειά να μάθεις, πάντως μπορώ να σου πω πως δεν ήταν ολωσδιόλου ανθρώπινο πλάσμα.

"Αυτός ο βασιλιάς λοιπόν ζούσε μέσα στην ακολασία και σιγά-σιγά συγκέντρωσε γύρω του πολλά απ' τα κακοποιά πνεύματα αυτού του κόσμου, που αποτέλεσαν αργότερα τους αυλικούς και τον ανίκητο στρατό του. Έπειτα από πολλά χρόνια παντρεύτηκε κάποια μάγισσα, μια λάμια μισή άνθρωπο και μισή τίγρη, και αυτή του έκανε μια κόρη. Μια κόρη πανέμορφη, απ' αυτές που ανόητα παλικάρια των θνητών σαν και του λόγου σου θα ερωτεύονταν μέχρι θανάτου με την πρώτη ματιά. Αλλά η ψυχή της ήταν πιο μαύρη κι απ' την ψυχή του πατέρα της και της στρίγκλας της μάνας της μαζί, και διψούσε για αίμα. Με τη κυριολεκτική έννοια. Έχεις ακουστά για βρικόλακες, έτσι δεν είναι; Ε, λοιπόν, τέτοια ήταν κι αυτή, και πολύ επικίνδυνη μάλιστα. Παρ' όλ' αυτά, δεν έχουν χαθεί όλες οι ελπίδες για τη σωτηρία της ψυχής της, ούτε για τη λύτρωση των δικών της απ' τα δεσμά της αμαρτίας.

"Οι κάτοικοι του κάστρου δεν έδειχναν πάντα τέτοιοι που ήταν... μπορούσαν ενίοτε και με τη δύναμη της μαγείας τους να σκεπάζουν τη φρικαλεότητα και τα πραγματικά τους πρόσωπα και να φαίνονται καλόγνωμοι και ευγενείς, όταν το καλούσαν οι περιστάσεις, και μπορώ να σου πω πως τη γνώριζαν πολύ καλά αυτή την τέχνη της μεταμφίεσης. Α, βέβαια, μπορούσαν να ξεγελάσουν ακόμα και τους πιο διαβασμένους, ακόμα και τους πιο πονηρούς- και πολύ πιο εύκολα τους αγαθούς, τους ανίδεους κι αγνούς στην καρδιά ανθρώπους. Στην αρχή τα κατάφεραν να εξαπατήσουν ακόμα και μένα." Η γριά αναστέναξε. "Όταν η μικρή έγινε έξι μηνών, με κάλεσαν στο παλάτι τους για να τους τη βαφτίσω και να τη μοιράνω. Ακόμα θυμάμαι εκείνη τη βραδιά, σαν να ήταν μόλις χτες" είπε νοσταλγικά. "Όλες οι αίθουσες ήταν κατάφωτες και η λάμψη χίλιων κεριών καθρεφτιζόταν πάνω στα χρυσάφια και τα διαμάντια των κυράδων, ντροπιάζοντας τη λαμπρότερη μέρα. Μετάξια σέρνονταν στο πάτωμα και αντηχούσαν από παντού μουσικές και κρυστάλλινα γέλια, και το παλάτι μοσχομύριζε απ' τις γιρλάντες που είχαν πλέξει με φρέσκα λουλούδια."

"Ήρθα στη γιορτή τους με δυο ασημένιες άμαξες, στη μια καθόμουν εγώ και στην άλλη είχα φορτώσει τα δώρα της βαφτισιμιάς μου. Φυσικά, τότε δεν ήξερα πως με είχαν καλέσει μόνο και μόνο για να εξασφαλίσουν την καλή τύχη της μοναχοκόρης τους και στο τέλος να με χλευάσουν και να γελάσουν με την αφέλειά μου... στο είπα και πριν, τα είχαν καταφέρει να εξαπατήσουν ακόμα και μένα. Ήμουν λοιπόν ευτυχισμένη, και η καρδιά μου ήταν γεμάτη αγάπη.

"Είχαν το νήπιο σε μια κούνια από τούλι, στολισμένη με τριαντάφυλλα. Άπλωσα το χέρι μου και χάιδεψα το μάγουλο της μικρής πριγκίπισσας. -Τι όνομα να της δώσω; ρώτησα τη μητέρα της, και κείνη μου είπε: -Φεγγαρογέννητη, και καθώς μιλούσε το φως του φεγγαριού μπήκε από ένα παράθυρο ψηλά κι έπεσε πάνω στο πρόσωπό της.

"Αυτό η αρχόντισσα δεν το είχε υπολογίσει. Γιατί όλες οι μάγισσες του σκότους μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν και να φαίνονται διαφορετικές από αυτό που είναι μονάχα όταν δεν τις φωτίζει το φεγγάρι. Και στ' αλήθεια, μόλις τότε πρόσεξα πως όλες οι κουρτίνες ήταν κατεβασμένες και τα παραθυρόφυλλα κλεισμένα προσεκτικά, εκτός από κείνο το μικρό φεγγίτη ψηλά που κατά πάσα πιθανότητα τους είχε ξεφύγει. Έτσι λοιπόν η ομορφιά της βασίλισσας μάδησε και η σεμνότητά της μετατράπηκε μονομιάς σε φιλήδονη προστυχιά, και τόση ήταν η οργή της που πανικοβλήθηκε και αφαιρέθηκε και τα ξόρκια της, που τόσο προσεκτικά τα είχε υφάνει να σκεπάζουν τους υπηκόους της και τον εαυτό της και τον ίδιο το βασιλιά έσπασαν και χάθηκαν. Οι φλόγες των κεριών τρεμόπαιξαν κι έσβησαν κι εγώ βρέθηκα στο άντρο της κόλασης όπου είχα μπει. Η μουσική μετατράπηκε σε ουρλιαχτά και η ευγένεια σε θηριωδία... η ευωδιά των λουλουδιών έγινε δυσοσμία αποσύνθεσης κι από τις σαπισμένες γιρλάντες σύρθηκαν παχιά, γυαλιστερά σκουλήκια. Και τότε η νεαρή πριγκίπισσα άνοιξε τα χείλη της αποκαλύπτοντας ένα μοναδικό μυτερό δόντι στην άκρη τους στόματός της, και, με απροσδόκητη μανία, δάγκωσε το δάχτυλό μου που τη χάιδευε κι άρχισε ν' απομυζεί λαίμαργα το αίμα μου. Εξοργίστηκα, βλέποντας την πλεκτάνη που είχαν στήσει.

"-Ώστε έτσι!" Τους φώναξα, ενώ όλοι τους λούφαζαν γύρω μου τρομοκρατημένοι, "ο χορός μεταμφιεσμένων τελείωσε, οι μάσκες έπεσαν... τί λοιπόν μπορεί να σας γλιτώσει τώρα απ' το δίκαιο θυμό μου;

"Οι βασιλιάδες έπεσαν στα γόνατά μου και σύρθηκαν έντρομοι με την κοιλιά, σαν τα σιχαμερά ερπετά που ήταν, και με ικέτεψαν να δείξω έλεος, για χάρη της κόρης τους, όπως είπαν, που ήταν βρέφος ακόμη και που γνώριζαν καλά πόσο την είχα αγαπήσει. Αλλοίμονο, δεν είχαν άδικο. Για το χατίρι της πριγκίπισσας λυπήθηκα εκείνα τα εκτρώματα και τους χάρισα τη ζωή, για να κολάζουν τους ανθρώπους.

"-Πολύ ωραία, τους είπα, μου ζητήσατε να καλοτυχίσω το βρικόλακά σας και αυτό ακριβώς θα κάνω. Ιδού λοιπόν, ποια θα είναι η μοίρα της: Όταν το παιδί σου γίνει δεκαπέντε χρονών και αν στο μεταξύ εξακολουθεί ν' αποζητά το αίμα των ζωντανών ανθρώπων και σεις δεν έχετε εγκαταλείψει τη λατρεία τους σκότους, θα τσιμπηθεί απ' το αδράχτι μου και θα κοιμηθεί, και σεις θα μαρμαρώσετε μαζί της για πάντα, ώστε να λείψει το κακό σας απ' τον κόσμο και να λάμψει ξανά το φως του ήλιου χωρίς να το ντροπιάζουν τα βδελυρά σας έργα.

-Ω, είσαι σκληρή! είπε η βασίλισσα κι αρπάχτηκε απ' την άκρη του φουστανιού μου.

-Είμαι δίκαιη, είπα εγώ. Σας δίνω μια ευκαιρία και η επιλογή είναι στο χέρι σας. Ειδεμή -σήκωσα και της έδειξα το δάχτυλό μου που μάτωνε ακόμα- όπως με δάγκωσε θα τη δαγκώσω.

"Τους παράτησα σύξυλους να θρηνούν κι έφυγα, παίρνοντας μαζί μου όλα μου τα δώρα.

"Έφυγα αποφασισμένη να μην πατήσω ποτέ ξανά το πόδι μου στο κολασμένο τους σπίτι, παρά μόνο την προκαθορισμένη μέρα για να εκπληρώσω την κατάρα. Αλλά η καρδιά μου είχε αγαπήσει τη Φεγγαρογέννητη και δεν έπαυα να σκέφτομαι πως η μικρή μπορεί και να ξέφευγε απ' τις σκοτεινές διδαχές των γονιών της και να σωζόταν, αν την επιτηρούσα εγώ, τουλάχιστον ως ένα βαθμό. Άρχισα να επισκέπτομαι κρυφά τη μικρή και να την παρακολουθώ, αν και η εξέλιξή της δε με ικανοποιούσε καθόλου. Είχα διακρίνει τα σημάδια του βαμπιρισμού από τα πρώτα της χρόνια καθώς και την κακόβουλη διάθεσή της και τη χαιρεκακία και τη λαγνεία της που ήταν κάτι το απίστευτο για ένα τόσο μικρό παιδί, και δεν μπορούσα με τις νουθεσίες μου και τις προσευχές μου να κάνω παρά ελάχιστα για να καταστείλω το κακό που τη δαιμόνιζε. Αγαπούσε από βρέφος σχεδόν να τρώει κρέας και μετά τα επτά της οι μάγειροι την τσάκωναν να το κλέβει ωμό και να το καταβροχθίζει χωμένη κάτω απ' τους πάγκους και τα τραπέζια. Μετά τα δέκα της τριγυρνούσε τις νύχτες χωρίς καμιά προφύλαξη στις κάμαρες των αντρών του παλατιού μη διστάζοντας να ζευγαρώσει ακόμα και με τον πατέρα της, που με τη σειρά του είχε υπόψη του τα καμώματά της και καμάρωνε και κόμπαζε πως όταν η κόρη του θα έκλεινε τα δεκαπέντε της χρόνια θα την τάιζε με τα χέρια του ανθρώπινες σάρκες-βλέπεις, είχαν όλοι τους ξεχάσει εντελώς την κατάρα κι εγώ φυσικά δεν είχα καμιά όρεξη να αντιμετωπίσω την κακία τους ξανά ούτε καν για να τους τη θυμίσω. Αλλά ένοιωθα υπεύθυνη απέναντι στον κόσμο, γιατί αυτοί οι άνθρωποι εξαιτίας της ανοχής και της επιείκειάς μου εξακολουθούσαν να υπάρχουν και να βλάπτουν. Μου φάνηκε πως ήμουν υποχρεωμένη να επέμβω. Δεν μπορούσα να άρω την κατάρα, ούτε και θα έπρεπε, άλλωστε. Όμως χάρη στη μεγάλη μου αγάπη μπορούσα να την τροποποιήσω: ούτε η πριγκίπισσα θα κοιμόταν αιώνια ούτε οι δικοί της θα μαρμάρωναν για πάντα: τόσο ο ύπνος της όσο και η δική τους ακινησία θα λάβαιναν με τη δύναμη της μαγείας μου έναν χαρακτήρα εξαγνισμού. Θα κοιμόντουσαν για εκατό χρόνια και μετά θα τους ξυπνούσα και η κακή τους φύση θα είχε κατανικηθεί.

"Έτσι, όταν έγινε δεκαπέντε χρονών την κάλεσα κοντά μου, για να τη μάθω τάχα να γνέθει. Η κατάρα μου είχε ξεχαστεί απ' όλους και η μικρή δεν είχε ποτέ της την ευκαιρία να τη μάθει. Καταπιάστηκε με το γνέσιμο ανυποψίαστη και τρυπήθηκε με τ' αδράχτι μου και την ίδια στιγμή αποκοιμήθηκε, και το διαβολόσογο της μαρμάρωσε καθώς οργίαζαν κάτω στη σάλα για να γιορτάσουν τα γενέθλιά της. Δημιούργησα ένα δάσος από βάτα που απλώθηκε σ' όλο το λόφο, ώστε να μην πλησιάζει κανείς, ούτε άνθρωπος ούτε ζώο κι έμεινα εδώ, στο κατώφλι της, να γνέθω στην ανέμη της το νήμα τους μαγικού τους ύπνου και να συντηρώ τη διαδικασία του εξαγνισμού με τη δύναμη της προσευχής και της αγαθής μαγείας. Και βλέπεις πως η ώρα της Αφύπνισης πλησιάζει και η μαγεία μου εξασθενεί. Δε θα κατάφερνες να διασχίσεις το αγκαθόδασος λίγους μήνες πριν."

Η γερόντισσα σταμάτησε και τον κοίταξε για λίγο, σαν ν' αναρωτιόταν τί εντύπωση του είχαν κάνει τα λόγια της. Ο πρίγκιπας κάθισε κάτω, νιώθοντας τα γόνατά του να λυγίζουν, εν μέρει απ' την εξάντληση κι εν μέρει απ' το θαυμασμό.

-Έχω πάει σε μέρη μακρινά κι έχω ακούσει ιστορίες απίθανες, όμως αυτή εδώ...

-Δε με πιστεύεις;

-Σε πιστεύω, μάλλον... αλλά γιατί τα είπες σε μένα όλ' αυτά;

-Επειδή, είπε η μάγισσα μ' ένα χαμόγελο, έχω πολλά χρόνια να μιλήσω με κάποιον κι άρχισα να νιώθω μοναξιά. Δεν είναι ευχάριστο πράγμα η απομόνωση, ακόμα και για κάποιον του είδους μου.

-Τι πλάσμα είσαι συ, Κυρά,

-Απ' τις τρεις μοίρες είμαι η πιο δυνατή, είπε απλά η γερόντισσα. Και η πιο σπλαχνική. Γνέθω το νήμα της ζωής και το υφαίνουν οι αδελφές μου. Άργησες πολύ να ρωτήσεις για μένα.

-Θα μου τη δείξεις;

-Ποια;

-Την πριγκίπισσα που κοιμάται.

-Όχι.

v


Ο πρίγκιπας δεν ήταν σε θέση να ταξιδέψει εκείνο το βράδυ, κι έτσι η γερόντισσα υποχώρησε και δέχτηκε να τον φιλοξενήσει στο κάστρο προσωρινά. Τον οδήγησε σ' ένα δωμάτιο στον ίδιο όροφο όπου υπήρχε άφθονο φαγητό για να κορέσει την πείνα ημερών. Έφαγε παστά κρέατα, ζεστές σούπες, σκληρό κίτρινο τυρί και άσπρο ψωμί με φρέσκο βούτυρο και στο τέλος το στομάχι του έγινε τόσο βαρύ που τα πόδια του σχεδόν δεν τον κρατούσαν άλλο. Ξαπλώθηκε στο στρώμα του αναστενάζοντας απ' την πολυφαγία και η μάγισσα ήρθε να του ευχηθεί καληνύχτα.

-Ένα πράγμα θέλω να μου υποσχεθείς, βασιλόπουλο, του είπε αυστηρά, κρατώντας με το ένα χέρι το πόμολο της πόρτας και με το άλλο ένα κηροπήγιο με σπαρματσέτο. Δε θα βγεις καθόλου απ' το δωμάτιό σου όλη τη νύχτα, ό,τι κι αν συμβεί. Δε θα βγεις ούτε το πρωί, θα περιμένεις να έρθω εγώ να σε ξυπνήσω. Πρέπει να μου το υποσχεθείς αυτό γιατί δε θα ήθελα να σε αναγκάσω.

-Πανεύκολο φαίνεται, είπε νυσταγμένα ο πρίγκιπας, στο υπόσχομαι.

-Μην το περνάς καθόλου για εύκολο, είπε η γερόντισσα, να ήξερες μόνο πόσοι μου το 'χουν υποσχεθεί πριν από σένα.

-Ε, τότε, κυρά μου, κλείδωσέ με αν δεν μ' εμπιστεύεσαι, είπε ο πρίγκιπας, που είχε αρχίσει να γίνεται ανυπόμονος.

-Αυτό θα ήταν ο πιο σίγουρος τρόπος, παραδέχτηκε αινιγματικά η γριά. Αλλά όπως σου είπα δε μου αρέσει να εξαναγκάζω τον κόσμο. Καλή σου νύχτα.

Όταν ο πρίγκιπας ξύπνησε στη μέση της νύχτας δε θυμόταν κουβέντα απ' αυτόν τον τελευταίο διάλογό του με τη μάγισσα. Ξύπνησε και παραδόξως ένιωσε τόσο αναζωογονημένος και γεμάτος δυνάμεις, ώστε δεν μπορούσε με τίποτα να ξανακοιμηθεί, δεν το προσπάθησε καν. Είχε την ακατανίκητη επιθυμία να σηκωθεί και να περπατήσει- ίσως ακόμα και να βρει το δωμάτιο της κοιμισμένης πριγκίπισσας και να της ρίξει μια "ματιά" όπως σκεφτόταν. Μια ματιά μονάχα, δε νομίζω να κάνω κανένα κακό με μια μόνο ματιά. Έτσι δικαιολογήθηκε στον εαυτό του, αν και δεν ήξερε να πει για ποιο λόγο ένιωθε πως υπήρχε ανάγκη δικαιολογίας.

Σηκώθηκε απ' το κρεβάτι του και τεντώθηκε για να ξεμουδιάσει. Αναρωτήθηκε πόσος καιρός είχε περάσει απ' την τελευταία φορά που είχε κοιμηθεί σε κανονικό κρεβάτι και πόσος ακόμα περισσότερος καιρός από τότε που κοιμόταν σε τέτοια πολυτελή στρώματα και στρωσίδια, την εποχή που ζούσε ακόμα κοντά στον πατέρα του. Απ' το μυαλό του πέρασε και πάλι για λίγο η αφήγηση της γερόντισσας σχετικά με την κοιμισμένη πριγκίπισσα και την κατάρα. Τι είδους θεά ή δαίμονας να ήταν αυτή η μάγισσα στην πραγματικότητα, αναρωτήθηκε, και πόσο δυνατή πρέπει να ήταν, για να ευελπιστεί πως θ' άλλαζε με την καλή της θέληση και την προσευχή της μόνο την ίδια τη φύση πλασμάτων τόσο βαθιά κακόβουλων, για να μπορεί για τόσα πολλά χρόνια να διατηρεί αυτή την αφύσικη κατάσταση της ύπνωσης -για να μπορεί, στην ουσία, να σταματήσει τον ίδιο το χρόνο, και παράλληλα πόσο ήταν αδύναμη και τρωτή, αθώα και εύπιστη, να ξεγελιέται τόσο εύκολα απ' τις δυνάμεις του κακού και να παρασύρεται απ' τα μητρικά της αισθήματα για μια δαιμόνισα. Ο πρίγκιπας είχε ακούσει κι άλλες φορές για τις τρεις μοίρες, που του είχε αναφέρει η μάγισσα κι είχε υπόψη του πολλές διαδόσεις σχετικές με το νήμα της ζωής που κάποια απ' αυτές το γνέθει και κάποια άλλη το κόβει όταν έρχεται η κανονισμένη ώρα, αλλά και πάλι δεν μπορούσε να είναι σίγουρος πως η γερόντισσα της ανέμης είχε κάποια σχέση. Το ζήτημα τον απασχόλησε για λίγες στιγμές και κατόπιν ξεχάστηκε, κι ο πρίγκιπας απορροφήθηκε να παρατηρεί γύρω του το χώρο.

Μέσα στο δωμάτιο κυριαρχούσε ένα ασημόγκριζο σκοτάδι, μισοφωτισμένο από ένα χλωμό φεγγάρι και λίγα αστέρια που κρυφοκοίταζαν ντροπαλά από ένα παράθυρο στον τοίχο δεξιά του. Το βασιλόπουλο έκανε μερικά βήματα και στάθηκε να χαζέψει τις μαρμαρωμένες φιγούρες που φάνταζαν όμορφες σχεδόν στο φεγγαρόφωτο. Η κοιμισμένη πριγκίπισσα του είχε γίνει έμμονη ιδέα τελικά, συνέλαβε τον εαυτό του να προσπαθεί να υποθέσει πώς θα έδειχνε το πρόσωπό της, που το φανταζόταν πανέμορφο, σ' αυτό το φως, κι ένιωσε πως δε θα μπορούσε να ησυχάσει με τίποτα εκείνο το βράδυ-ίσως μάλιστα και ποτέ στη ζωή του- αν δεν την ανακάλυπτε, αν δεν την έβλεπε έστω και λίγο. Δεν υπήρχε καμία εύλογη εξήγηση για την ξαφνική και τόσο έντονη παρόρμησή του να τη βρει, εξάλλου το όλο θέμα ελάχιστα τον προβλημάτιζε.

Με το νου του γεμάτο απ' τη φανταστική εικόνα της πριγκιποπούλας, το έκπτωτο αρχοντόπουλο άνοιξε την πόρτα κι έριξε μια ματιά στο διάδρομο, νιώθοντας κάπως σαν κλέφτης. Μην μπορώντας να εξηγήσει αυτό το δυσάρεστο, ενοχλητικό συναίσθημα της ενοχής που βαθμιαία τον κατέβαλλε, το κατέπνιξε. Από κάπου στο βάθος του μυαλού και της συνείδησής του, ερχόταν μια προειδοποίηση-όμως ήταν τόσο ασαφής και μακρινή που προτίμησε να μην της δώσει σημασία.

Λίγα μέτρα πιο πέρα, η γριά μάγισσα φαινόταν να έχει αποκοιμηθεί. Η αναπνοή της έβγαινε ρυθμικά και γύρω της έλαμπε ένα ασημένιο φως. Μπροστά στα πόδια της η ανέμη γύριζε μόνη της και κοντά σ' αυτόν τον ήχο το βασιλόπουλο άκουγε ξανά, πολύ καθαρά τώρα, το θρόισμα που τον είχε ξαφνιάσει και το απόγευμα στη σάλα του κάστρου. Το θρόισμα φαινόταν τόσο κοντινό που μπορούσε πια χωρίς δυσκολία να προσδιορίσει την πηγή του: ερχόταν από μια πόρτα που, αν και ακριβώς πίσω απ' τη θέση της μάγισσας, δεν την είχε προσέξει καθόλου πριν. Ένωσε να τον τραβάει προς εκείνο το δωμάτιο κάτι θαυμάσιο και συνάμα πανίσχυρο και παραδόθηκε σ' αυτή την έλξη χωρίς καμιά μάχη. Ήταν ένα συναίσθημα μάλλον ευχάριστο. Γλίστρησε πίσω από τη γερόντισσα και όπως το έκανε άγγιξε για λίγες στιγμές με το γόνατό του το ρούχο της-αυτόματα, όλη η επιθυμία του να επισκεφτεί την κλειστή κάμαρα υποχώρησε και τον κυρίεψε ένα σκοτεινό προαίσθημα κινδύνου. Μα μόλις έκανε ένα βήμα παραπέρα η έλξη επέστρεψε, δυνατότερη και πιο ακαταμάχητη και μεθυστική από κάθε άλλη φορά. Η πόρτα μπροστά του μισάνοιξε από μόνη της και από μέσα βγήκε ένα γαλακτερό φως γεμάτο ζεστασιά και καλή προαίρεση. Ή τουλάχιστον έτσι του φάνηκε. Το φως της μάγισσας χλόμιασε, το πρόσωπό της ζάρωσε, ασχήμυνε κι αγρίεψε πέρα από κάθε περιγραφή. Το βασιλόπουλο της γύρισε αηδιασμένο την πλάτη και μπήκε στο φιλόξενο δωμάτιο.

Ήταν μια πραγματική πριγκιπική κρεβατοκάμαρα, προορισμένη για να κοιμούνται παιδιά βασιλιάδων. Τεράστιος χώρος, χτισμένος ολόκληρος από τη μαύρη λαμπερή πέτρα του κάστρου... γυάλιζε απ' το πάτωμα ως το ταβάνι σα δυσοίωνος μυστηριώδης καθρέφτης. Υπήρχε ένα ορθάνοιχτο παράθυρο στο μπόι ανθρώπου, μια ντουλάπα πλούσια σκαλισμένη και στολισμένη με πετράδια και μια τουαλέτα ομορφιάς με περιστρεφόμενο καθρέφτη σε χρυσή κορνίζα και δύο σειρές συρτάρια με κλειδαριές. Και στη μέση όλων αυτών ήταν το κρεβάτι. Ένα βαρύ κρεβάτι καλυμμένο με σκούρα υφάσματα, με ουρανό που υψωνόταν σαν τρούλος από πάνω και κουρτίνες από μπροκάρ, τραβηγμένες στο πλάι.

Πάνω απ' το προσκέφαλο και κάτω ακριβώς απ' τον ουρανό του κρεβατιού έστεκε στον αέρα μια μεγάλη κλεψύδρα. Η άμμος μέσα της ήταν από λαμπρό ασήμι και κυλούσε μ' εκείνο το γνώριμο πια θρόισμα που θύμιζε ψιθύρους ευτυχισμένων φωνών. Ήταν ένας ήχος που δημιουργούσε, κατά κάποιο τρόπο, ένα συναίσθημα απαλότητας και ελαφράδας. Η κατώτερη κοιλότητα της κλεψύδρας ήταν τώρα σχεδόν γεμάτη και στο δοχείο από πάνω δεν είχαν απομείνει παρά ελάχιστοι κόκκοι. Ολόκληρη η κλεψύδρα ακτινοβολούσε σαν ασημένιος ήλιος.

Ο πρίγκιπας πλησίασε αθόρυβα, λες και φοβόταν μήπως ξυπνήσει την κοιμωμένη. Πάνω στα βελουδένια στρωσίδια το άσπρο φως της κλεψύδρας φώτιζε μια ομορφιά σχεδόν εξώκοσμη: ένα λευκόδερμο, λυγερόκορμο κορίτσι με μακριές ολόχρυσες πλεξούδες στολισμένες με κορδέλες, μ' ένα φουστάνι θαλασσί, παρόμοιο στο χρώμα και στην υφή μ' εκείνο της γριάς μάγισσας στο κατώφλι. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, ζωγραφισμένα θα λεγες σε πορσελάνη, πετύχαιναν να του ξυπνήσουν κάθε γλυκιά παλιά ευτυχισμένη του ανάμνηση, συνδυάζοντας στην ψυχή του με τρόπο μαγικό κι ανεξήγητο τα πιο νοσταλγικά κι ευγενή συναισθήματα που είχε ποτέ βιώσει για το αντίθετο φύλο... η κοιμωμένη του θύμιζε την μητέρα και την παραμάνα του και τις αδελφές του και μια χαμένη αρραβωνιαστικιά... κι ωστόσο η δικιά της ωραιότητα κι η τρυφερότητα κι η ζεστασιά τον σκλάβωναν με μιαν ασύγκριτη, μοναδική ισχύ. Μέσα απ' το γαλάζιο ρούχο διαγραφόταν με βασανιστική σαφήνεια κάθε υπέροχη λεπτομέρεια του σώματός της... έδειχνε τόσο μικροκαμωμένη κι εύθραυστη και συνάμα τόσο απίστευτα και τέλεια ώριμη, ήταν τόσο προκλητική η στρογγυλάδα των γοφών και η καμπύλη της μέσης και οι απαλοί λόφοι του στήθους που κάθε τόσο ανασηκώνονταν με την ανάλαφρη αναπνοή... φάνταζε τόσο αθώο αυτό το σώμα, τόσο παιδικό, διατηρώντας ωστόσο μιαν εντονότατη αίσθηση ερωτισμού, μιαν απροσδιόριστη επικινδυνότητα, δίνοντας την εντύπωση μιας εξαιρετικής ευλυγισίας σε συνδυασμό με τη λάγνα νωχέλεια ενός αιλουροειδούς... κι είχε τα λεπτά της χέρια σταυρωμένα στο στηθος και κρατούσε στα δάχτυλά της ένα μεγάλο, γαλάζιο τριαντάφυλλο που μοσχομύριζε. Ο λαιμός, τ' αυτιά, τα γυμνά μπράτσα, οι καρποί, ως κι οι αστράγαλοι της κοπέλας ήταν γεμάτοι χρυσά στολίδια.

Αντίθετα μ' ό,τι του είχε πει η μάγισσα, παρά τα όσα διαισθανόταν κι ο ίδιος, ο πρίγκιπας αποφάσισε πως το πρόσωπο της Φεγγαρογέννητης ακτινοβολούσε από καλοσύνη. Έδειχνε επίσης και πολύ ευτυχισμένη, και κείνος θα έπαιρνε όρκο πως καθώς την πλησίαζε, σχηματίστηκε στα καλογραμμένα της χείλη ένα αμυδρό, σχεδόν ανεπαίσθητο χαμόγελο ικανοποίησης. Βλέποντάς το ο πρίγκιπας, ή, πιο σωστά, νιώθοντάς το, κατάλαβε επιτέλους αυτό που βαθιά μέσα του γνώριζε απ' την αρχή: πως με κάποιο τρόπο η Φεγγαρογέννητη τον είχε καλέσει κοντά της. Ήταν εκείνη που είχε κάνει τα βάτα να υποχωρούν από μπροστά του την προηγούμενη μέρα και του είχε δείξει το δρόμο για το κάστρο... ήταν εκείνη που είχε κλείσει τις πύλες πίσω του, αφού τον είχε αφήσει να μπει, για να μην της ξεφύγει... ήταν, εντέλει, εκείνη, που τον είχε ξυπνήσει και του είχε υποβάλλει την ιδέα να σηκωθεί απ' το κρεβάτι του μέσα στη νύχτα και να την αναζητήσει. Είχε ανοίξει την πόρτα της κάμαράς της και τον περίμενε, προσδοκώντας κάτι απ' αυτόν. Και αυτό το κάτι το επιθυμούσε τόσο έντονα και μ' ένα πάθος που τα μάγια κείνης της γριάς λάμιας απέξω- γιατί σα λάμια τη σκεφτόταν τώρα ο πρίγκιπας- δεν είχαν καταφέρει να τη σταματήσουν. Τί ήθελε όμως; Τί ήταν αυτό που επιζητούσε; Τί ήταν αυτό που της έλειπε και που θα μπορούσε εκείνος να της το προσφέρει, σ' αυτήν που ήταν η τελειότητα, που ήταν η απόλυτη και μοναδική καλλονή που κάθε άντρας ονειρεύεται, μα που σχεδόν ποτέ κανείς δε συναντάει; Κι ενώ αναρωτιόταν και την έτρωγε με τα μάτια, η πριγκίπισσα κουνήθηκε.

Στην αρχή δεν τον πίστεψε, σίγουρος πως η ομορφιά της του είχε παραλύσει το λογικό, όμως έπειτα η πριγκίπισσα κινήθηκε ξανά: ένας απαλός, χαριτωμένος μορφασμός των χειλιών, σαν να προσπαθούσε ν' αναπνεύσει ή να του μιλήσει. Αυτό επαναλήφθηκε τρεις φορές μέχρι ο πρίγκιπας να βεβαιωθεί πως δεν τον γελούσαν τα μάτια του κι άλλη μια μέχρι να εννοήσει τελικά τη σκοπιμότητα της κίνησης: η Φεγγαρογέννητη δε μπορούσε να του το πει, μπορούσε όμως θαυμάσια να του δείξει τι ήταν αυτό που του ζητούσε απ' την αρχή. Και ήταν κάτι που θα της το έδινε έτσι κι αλλιώς, μ' όλη του την ψυχή. Καθώς έσκυβε πάνω απ' το πρόσωπό της του φάνηκε πως μια υπνωτιστική, τρυφερή φωνή του ψιθύριζε από παντού και από πουθενά κι από μέσ' απ' την καρδιά του, τις γλυκές λέξεις:

-Φίλησέ με...
vi


Ενόσω τη φιλούσε ακόμα, άρχισαν να συμβαίνουν πολλά και τρομερά πράγματα ταυτόχρονα. Πρώτ' απ' όλα του φάνηκε πως έτρεμε και σε λίγο κατάλαβε πως έτρεμε μάλλον ολόκληρο το κάστρο σαν να γινόταν σεισμός. Από τη σάλα κάτω ακούστηκε ένα απαίσιος βρυχηθμός, σαν κάποιο ακατονόμαστο τέρας που κοιμόταν για καιρό να ξυπνούσε τώρα και να χασμουριόταν, ενώ απ' έξω απ' το δωμάτιο ήρθε μια απελπισμένη, παρατεταμένη κραυγή, που κατέληξε σε βραχνούς γοερούς θρήνους.

Από την ίδια κατεύθυνση ακούστηκε και ο ξερός κρότος από κάτι που έσπαγε κι αμέσως μετά ο πρίγκιπας ένιωσε την πεντάμορφη βασιλοπούλα να σαλεύει μέσα στην αγκαλιά του. Για λίγο αυτό τον ενθουσίασε, όμως αργότερα η συμπεριφορά της πριγκίπισσας τον τρομοκράτησε σε σημείο να επισκιάσει οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα. Στην αρχή τον έσφιξε και κείνη πάνω στο στήθος της με μια δύναμη που δε θα διέθετε φυσιολογικά ένα τόσο λεπτοκαμωμένο πλάσμα, κι έπειτα το αγκάλιασμά της απέκτησε μια μανία ξέφρενη και μια λαγνεία που, αν κι ερεθιστική, καταντούσε στο τέλος μάλλον ενοχλητική. Ακόμα και το φιλί της άλλαξε: συνοδευόταν τώρα από μια σειρά μικρά βογκητά και από δαγκώματα και ρουφήγματα των χειλιών που δημιουργούσαν στον πρίγκιπα μια αόριστη αίσθηση αηδίας.

Ήθελε να σηκωθεί και να κατέβει κάτω να δει τι είχε συμβεί, και ίσως, αν τα πράγματα γίνονταν επικίνδυνα, να το σκάσει, γιατί για κάποιο λόγο η ομορφιά της Φεγγαρογέννητης του έκανε πλέον εντύπωση πολύ πιο φτωχή. Αλλά η πριγκίπισσα δεν εννοούσε να τον αφήσει. Τα νύχια της του έγδερναν την πλάτη και τα χείλη της κινούνταν παντού πάνω στο πρόσωπό του, φτάνοντας σιγά- σιγά, χωρίς στιγμή να τον αφήνουν να ξανασάνει, μέχρι τη βάση του λαιμού του. Το στόμα άνοιξε και τον δάγκωσε με λύσσα, μπήγοντας τα κοφτερά της δόντια βαθιά μέσα στη φλέβα. Ο πρίγκιπας ούρλιαξε, ενώ η Φεγγαρογέννητη απομυζούσε λαίμαργα το αίμα του με αλλεπάλληλες κινήσεις των χειλιών και της γλώσσας της. Πάλεψε να της ξεφύγει: το στομάχι του ανακατευόταν, η ανάσα της βρωμούσε σάπια σάρκα και η απώλεια του αίματος ανάκατη μ' αυτή τη δυσοσμία του προκαλούσε ναυτία.

Την έπιασε απ' το λαιμό και την έσφιξε, και, μόλις ένιωσε την αναπνοή της να δυσκολεύει και το σφίξιμό της να χαλαρώνει, την πέταξε από πάνω του με τόση δύναμη, που το πανώριο κεφάλι της χτύπησε στο κάγκελο του κρεβατιού. Από πάνω της η κλεψύδρα άδειαζε. Μόλις. Η κοπέλα του μούγκρηξε κι όλη της η χάρη κι η ευγένεια μεταμορφώθηκε σε φρικαλέα οργή. Τα μάτια της, που ο πρίγκιπας τα έβλεπε τώρα για πρώτη φορά, είχαν ένα βλέμμα βαθύ και καθηλωτικό σαν καμωμένα από φυσητό γυαλί, και το χρώμα τους, που τον ανατρίχιαζε, ήταν το χρώμα του ματιού του τίγρη.

-Είμαι πάρα πολλά χρόνια πεινασμένη για να σ' αφήσω να φύγεις έτσι εύκολα, τον απείλησε, κι απ' το στόμα της έτρεχαν αφρίζοντας σάλια και αίμα. Δεν του μιλούσε με φωνή γυναίκας... η φωνή της ήταν βρυχηθμός πιο στριγκός κι απ' του κόρακα, κι εκείνος αναρωτήθηκε, μέσα σ' όλα, αν η βραχνάδα της οφειλόταν στο θυμό της ή σε κάποια ιδιομορφία των φωνητικών της χορδών... αν η τόση ομορφιά της αντισταθμιζόταν μ' ένα τέτοιο αποκρουστικό ελάττωμα.

-Αν είσαι πεινασμένη, κυρά μου, δε θα σε ταΐσω εγώ, της είπε λαχανιασμένα, κι έφυγε απ' το δωμάτιο παραπατώντας και τρικλίζοντας. Από πίσω του η πριγκίπισσα έκανε μια κίνηση σαν για να τον αρπάξει, αλλά είτε ο μακρόχρονος ύπνος της είτε το χτύπημα στο κεφάλι την είχαν εξασθενίσει.

-Μην αυταπατάσαι ότι θα πας μακριά, μουρμούρισε πικρόχολα, μα ο πρίγκιπας δεν την άκουσε.

Μπροστά στην πόρτα της κάμαρας, η γριά μάγισσα είχε αναλυθεί σε γοερό θρήνο. Η ανέμη στα πόδια της είχε γίνει σκόνη... μια σκόνη ασημόγκριζη και λεπτή που η γριά την ανακάτευε με τα κοκαλιάρικα λευκά της δάχτυλα κι έσκουζε, γέμιζε μ' αυτή τις χούφτες της και τη σκόρπιζε στ' ασπρόμαλλο κεφάλι της και χτυπούσε τα στήθια της με ανοιγμένες τις παλάμες, λες κι είχε μπροστά της τις στάχτες απ' τη νεκρική πυρά κάποιου λατρεμένου προσώπου. Σαν τον είδε να βγαίνει απ' το δωμάτιο της πριγκίπισσας δεν του είπε τίποτα, παρά μονάχα άρπαξε μια χεριά στάχτη απο κάτω και την άφησε να κυλήσει αργά ανάμεσά τους, απλώνοντας κατόπιν μπροστά του την άδεια της παλάμη, κοιτώντας τον με μάτια που έκαιγαν από κατηγόρια και συνάμα από οίκτο. Όλες οι προειδοποιήσεις της κι οι συμβουλές της ήρθαν στο μυαλό του πρίγκιπα εκείνη ακριβώς τη στιγμή, κι επιτέλους κατάλαβε τι συμφορά είχε προκαλέσει με το απερίσκεπτο φέρσιμό του. Είδε την κατεστραμμένη ανέμη και θυμήθηκε τη μαγική κλεψύδρα, που την είχε προλάβει για λίγες μόνο στιγμές, για ελάχιστους κόκκους άμμους με το καταστροφικό του φιλί.

-Τι να κάνω τώρα; της φώναξε απελπισμένος, πες μου, τι μπορώ να κάνω τώρα; Κι έπειτα: -Τι μπορώ να κάνω τώρα; ούρλιαξε, και χύθηκε στο διάδρομο αναζητώντας τις σκάλες, τρελός από τρόμο και τύψεις κι απόγνωση και σκοντάφτοντας και μπερδεύοντας τα πόδια του σαν τυφλό αγρίμι.

Πριν καλά -καλά φτάσει στο ισόγειο, συνειδητοποίησε πως είχε με την επέμβασή του όχι μόνο ξυπνήσει τον κοιμισμένο βρικόλακα, μα είχε επαναφέρει στη ζωή και τόσους άλλους ανίερους δαίμονες που θα ξεχύνονταν τώρα στον κόσμο διψώντας για εκδίκηση, ποθώντας να κερδίσουν με όποιον τρόπο μπορούσαν το χαμένο τους χρόνο. Η αγωνία του και το αίσθημα της ευθύνης για την ανυπακοή του έγιναν σχεδόν αβάσταχτα και θα είχε σκεφτεί την αυτοκτονία αν δεν τον προλάβαινε η προοπτική του θανάτου από άλλη αιτία: Οι καλεσμένοι του διαβολοβασιλιά είχαν συνέλθει και είχαν επιδοθεί χωρίς στιγμή να χάσουν, χωρίς πιθανότατα καν να αναρωτηθούν αν τους είχε συμβεί στο μεταξύ κάτι ασυνήθιστο, στις διεστραμμένες τους διασκεδάσεις... στην πραγματικότητα, το όργιο συνεχιζόταν λες και τίποτα δεν το είχε διακόψει. Από τη σάλα κι όλο το ισόγειο ερχόταν βαριά τσίκνα κακοψημένου ή και σάπιου κρέατος και μυρωδιές απ' τα μεθυστικά λιβάνια που άναβαν για να σκεπάζουν τη δυσοσμία και τα βαριά αρώματα των κυράδων, κι επίσης μια μυρωδιά από αίμα ανάκατο με ιδρώτα ή κι άλλες ανθρώπινες εκκρίσεις και το βασιλόπουλο ένιωσε το στομάχι του ν' ανακατεύεται επικίνδυνα. Φωνές και γέλια και μουσικές παιγμένες από πρωτάκουστα για τον πρίγκιπα όργανα... οι κάτοικοι του παλατιού, πρόσεξε τώρα, μιλούσαν με πολύ βαριά προφορά και χρησιμοποιούσαν κάποιου είδους αρχαίζουσα διάλεκτο που πιθανότατα είχε πολλούς αιώνες να μιληθεί. Έριξε γύρω του μια πανικόβλητη ματιά, αναζητώντας κάποια διέξοδο ή έστω μια κρυψώνα... αλλά μόλις πάτησε το πόδι του στο τελευταίο σκαλί τον έφτασε ένας γιγαντόσωμος στρατιώτης με βαμμένο με χέννα δέρμα και κόκκινη μάσκα γουρουνιού και τον άρπαξε απ' το λαιμό.

-Λοιπόν, παλικαρά μου; Ήρθες να μας ευχηθείς ή έχασες το δρόμο σου; Ή μήπως δεν ξέρεις τι τους κάνει η μεγαλειότητά του όσους έρχονται στα γλέντια του απρόσκλητοι;

Τον τράβηξε με απερίγραπτη δύναμη κοντά του και κόλλησε το γουρουνίσιο του μούτρο στη μύτη του πρίγκιπα.

-Ξέρεις ή δεν ξέρεις, πουτάνας γιε; Ή πρέπει να σε πάω στον αφέντη μου για να στο θυμίσει; Κι ούτε να νομίζεις πως θα σε λυπηθούν, έχουν παλουκώσει ίσαμε τριάντα μέχρι τώρα. Πού στον κόρακα μας έρχεστε ένας διάβολος ξέρει.

Ο πρίγκιπας θυμήθηκε ξαφνικά τους δύστυχους νέους ανθρώπους που βασανίζονταν στη μεγάλη σάλα κι έβαλε αμέσως τα κλάματα, νιώθοντας πολύ απελπισμένος και πολύ φοβισμένος για να καταλάβει πόσο γελοίος γινόταν.

-Να πάρει ο διάβολος-είσαι και δειλός, είπε ο φρουρός, καγχάζοντας. Τί στην ευχή, δε θα παλέψεις, έτσι θα παραδοθείς, χωρίς μάχη; Οι πιο πολλοί από σας στρώνουν τείχος τα πτώματα γύρω τους μέχρι να τους στομώσει η λεπίδα και να τους αφοπλίσουν. Τί άντρας είσαι συ; Σπαθί δεν έχεις;

Τον ταρακούνησε βίαια σαν για να τον συνεφέρει... ήταν αλήθεια πως το βασιλόπουλο δεν είχε πια το σπαθί του, το είχε αφήσει το προηγούμενο βράδυ στην κάμαρα που κοιμόταν, αλλά και να το είχε είναι αμφίβολο αν θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει μέσα στη σύγχυσή του.

-Δεν είσαι και τίποτα σπουδαίο, έτσι παλικαρά μου; Ένας επαρχιώτης κακομοίρης, πεινασμένος και κουρελής, και πολύ κακότυχος, φίλε μου, πολύ κακότυχος, για να φτάσεις ως εδώ τέτοια ώρα, μια τέτοια μέρα... δε θα αντέξεις, φίλε μου, αν σ' αρχίσουν εκεί μέσα τα κόλπα τους ούτε μισή ώρα δε θα κρατήσεις. Εκτός αν τυχαίνει κι έχεις τίποτα κρυφά χαρίσματα, πρόσεξέ με, οπότε θα τύχεις της εύνοιας της μεγαλειότητάς της της βασίλισσας, καταλαβαίνεις πού το πάω. Ε; Τι λες; Και, αν είσαι τυχερός, μπορεί και να σε σκοτώσουν προτού σε κάνουν κομμάτια.

Ο στρατιώτης τον πέταξε κάτω κι άρχισε να τον σέρνει από τα πόδια προς τη σάλα, απ' όπου έρχονταν τα θριαμβευτικά γέλια και τα φρικαλέα ουρλιαχτά και η μυρωδιά του φρέσκου αίματος, της σάρκας της ωμής, του κρασιού και του λίπους. Ο πρίγκιπας έβλεπε πάνω απ' το κεφάλι του πρόσωπα κτηνώδικα να τον κοιτούν με χαιρεκακία. Πλήθιος άσεμνα χέρια ψαχούλευαν το κορμί του και σιχαμερά στόματα τον έφτυναν και τον δάγκωναν και τραχιές μαύρες γλώσσες τον έγλειφαν, ενώ καταμέθυστοι ολόγυμνοι σάτυροι τον είχαν κυκλώσει και περιγελούσαν το χάλι του μ' άσπλαχνα γέλια.

Ο φρουρός τον έφερε στη μέση της αίθουσας και τον ξεφόρτωσε σα σακί μπροστά στους θρόνους. Ο πρίγκιπας σύρθηκε λαχανιασμένος στα τέσσερα, αναζητώντας σαν απελπισμένο ζώο μια γωνιά για να λουφάξει και να χαθεί. Μέσα στο θόρυβο και τη φασαρία του γλεντιού το βασιλόπουλο κατάλαβε πως οι άρχοντες του μιλούσαν, του απεύθυναν ερωτήσεις, απορώντας κατά τα φαινόμενα για την παρουσία του στο σπίτι τους κι ωστόσο όχι πάρα πολύ, μια και όπως έδειχναν τα πράγματα δεν ήταν ο πρώτος που τον μάζευαν να περιφέρεται στα χαμένα μέσα στο κάστρο.

-Από πού μας ήρθες λοιπόν, εσύ; τον ρώτησε η βασίλισσα, σιάζοντας ναζιάρικα το ρούχο που φορούσε. Η φωνή της τον ζάλιζε. Έτσι που την έβλεπε ζωντανή και του μιλούσε έβρισκε πως έμοιαζε πάρα πολύ με την κόρη της, και στα τιγρίσια μάτια της οι κόρες ήταν κάθετες. Δεν έχεις όνομα; Ποιανού είσαι γιος;

-Κατέβηκε απ' της θυγατέρας σου, κυρά μου, από πού αλλού, είπε ο βασιλιάς με κακία. Η φωνή του ήταν πολύ βαριά και πολύ βραχνή και θύμιζε περισσότερο μουγκρητό παρά ανθρώπινη ομιλία. Ατά παθαίνει κανείς όταν έχει όμορφη κόρη... Όλοι ετούτοι οι λεβέντες, λαίδη, όλοι κατέβηκαν απ' την κάμαρά της, και να με κάψουν οι Επτά Δαίμονες αν καταλαβαίνω το πώς ή το πότε μπήκαν στο παλάτι. Εσύ- τι έχεις να πεις για τον εαυτό σου; Είσαι κατάσκοπος- ποιος σ' έστειλε, τι έχεις έρθει να κάνεις; Δε μιλάς;

Δεν περίμεναν ωστόσο καμιά απάντηση... χωρίς περαιτέρω σχόλια όλη η συντροφιά ξέσπασαν σε παρανοϊκά γέλια. Ώσπου ο βασιλιάς σοβάρεψε απότομα κι ο πρίγκιπας ένιωσε την καρδιά του να βουλιάζει.

-Λοιπόν, ας μην ασχοληθούμε άλλο μ' αυτό το θέμα... φαντάζομαι πως το αίνιγμα μπορεί να περιμένει γι' αργότερα, δε συμφωνείς, κυρά μου; Πηγαίνετέ τον με τους άλλους... μη φανταστείς όμως πως θα σε ξεχάσω, νεαρέ, κατέληξε, και χτύπησε ανυπόμονα τα χέρια του. Στη στιγμή ο φρουρός με τη μάσκα γουρουνιού τον ξανάπιασε απ' τα πόδια και τον έσυρε σαν ψοφίμι σε μιαν άκρη της αίθουσας, όπου ένας φρουρός με κεφάλι τσακαλιού και ξύλινους μαστούς πάνω απ' το στήθος του κρατούσε δεμένο πισθάγκωνα έναν άλλο κουρελή νεαρό, απ' αυτούς που είχε προσέξει στην αρχή, με τα σημάδια από δαγκωματιές στο λαιμό τους. Ο άγνωστος άντρας τον κοίταξε για λίγες στιγμές με απορία. Ξαφνικά, άρχισε μια σατανική μουσική από ταμπούρλα και αυλούς και καμιά δεκαριά ζευγάρια ντυμένα με δέρματα ζώων όρμησαν στη μέση της σάλας κι άρχισαν να πηδάνε και να χορεύουν ξεδιάντροπα, αλαλάζοντας σαν να τους είχε καταλάβει κάποιο δαιμόνιο.

-Από πού σ' έφεραν εσένα, αδελφέ μου στη δυστυχία; ανάσανε λαχανιαστά ο αιχμάλωτος δίπλα στον πρίγκιπα, παρατηρώντας τον με μάτια που έλαμπαν από απελπισία-ή ίσως από παραφροσύνη. Ήρθες απ' την πριγκίπισσα, έτσι δεν είναι; ψιθύρισε. Είναι πανέμορφη, δε νομίζεις κι εσύ; Τη φίλησες, έτσι δεν είναι; Φίλησες κι εσύ την πριγκίπισσα-κι εκείνη σε δάγκωσε;

-Αυτή σε δάγκωσε και σένα; είπε ο πρίγκιπας χλομιάζοντας. Σήκωσε ένα τρεμάμενο χέρι και ψηλάφισε τις πληγές στο λαιμό του άγνωστου άντρα κι έπειτα τις δικές του.

-Και μένα κι όλους αυτούς που βλέπεις να παιδεύονται εδώ μέσα. Τη φίλησαν -τη φιλήσαμε όλοι, χωρίς καμιά εξαίρεση, πριν αδειάσει η κλεψύδρα, βλέπεις κανείς δεν άντεχε να περιμένει, κανείς και τίποτα δεν της αντιστέκεται- τη φίλησαν και την ξυπνούσαν, την ξυπνούσαμε, ναι, ο ένας μετά τον άλλο... και μετά άρχιζαν τα μαρτύρια. Ο άγνωστος κατάπιε ένα λυγμό. Ω θεέ μου, ω θεέ μου. Τα μαρτύρια. Κάποιους προφταίνουν και τους σκοτώνουν, τους πιο τυχερούς, κάποιους άλλους τους κρατούν γι' αργότερα, τους πιο δυστυχείς, όπως εμένα, ας πούμε, όπως εμένα κι εσένα, ναι, κι εσένα.

Ο πρίγκιπας δάγκωσε τα χείλη του, νιώθοντας τη διανοητική του ισορροπία ν' απειλείται από μιαν αποκάλυψη την οποία με τίποτα δε θα μπορούσε ν' αντέξει. Έσυρε ένα πανικόβλητο βλέμμα μέσα στην αίθουσα, όπου δεκάδες νεαροί άντρες βασανίζονταν ή έστεκαν παλουκωμένοι στη μέση του βασιλικού τραπεζιού... δεκάδες άντρες με τα ρούχα τους κουρελιασμένα απ' τα βάτα του λόφου, με τα σημάδια του θανατηφόρου φιλιού της κοιμωμένης στο λαιμό τους, δεκάδες άντρες νέοι ακόμα μετά από εκατοντάδες χρόνια...

-Κάποιους προφταίνουν και τους σκοτώνουν και κάποιους όχι, ξανάπε ο άντρας δίπλα του, μ' ένα είδος νοσηρής νοσταλγίας. Βλέπεις, πάντα σταματάνε όλα ξανά. Δεν είδες τη μάγισσα; Δεν την είδες εσύ τη μάγισσα; Αυτή το κάνει, αυτή κάτι κάνει, με την ανέμη της, με την κλεψύδρα, δεν ξέρω, δεν μπορώ να καταλάβω. Είδες που σε ρώταγαν από πού ήρθες; Έτσι είναι, δεν ξέρουν, δεν έχουν ακόμα καταλάβει... Έτσι νομίζω τουλάχιστον.

Ο πρίγκιπας έπιασε με τα χέρια του το κεφάλι του. Κάτι άστραψε μέσα στο μυαλό του και την επόμενη στιγμή έχασε κάθε λογική επαφή με το περιβάλλον του κι έβαλε τα γέλια.

Οι βασιλείς πρέπει να τον άκουσαν, γιατί αμέσως μετά έδιωξαν τους χορευτές και ζήτησαν να τον φέρουν ξανά μπροστά τους. Τον έγδυσαν εντελώς κι εκείνος γελούσε, και τον έδεσαν σ' ένα κοντάρι που το στήριξαν όρθιο στο δάπεδο στοιβάζοντας γύρω του τσουβάλια με άμμο. Ή τουλάχιστον, έτσι του φάνηκε. Ένας νεαρός βαμμένος ολόκληρος με κίτρινη χέννα και ανδρόγυνη φυσιογνωμία ήρθε και τον χάιδεψε πρόστυχα, ξεσηκώνοντας παντού γύρω του χυδαία σχόλια και χειρονομίες, και κατόπιν τον περιέλουσε με κάποιο ποτό, ίσως κρασί... κι ωστόσο ο πρίγκιπας δεν μπορούσε με τίποτα να πάψει να γελάει. Ένας φρουρός χωρίς μάσκα τον πλησίασε μ' έναν αναμμένο πυρσό σε κάθε χέρι, κι αυτό του φάνηκε το πιο αστείο απ' όλα...

Κι έπειτα ξαφνικά το γέλιο του κόπηκε απότομα, οι φλόγες έμειναν στον αέρα, τα πρόσωπα πάγωσαν και το γλέντι έμεινε στη μέση.

Στο επάνω πάτωμα, η γριά μάγισσα είχε αναποδογυρίσει την κλεψύδρα. Η ασημένια άμμος άρχισε αργά να κυλάει ξανά, απ' την αρχή. Μ' απαλές κινήσεις και μητρική σχεδόν στοργή η γερόντισσα σκούπισε το αίμα και τους αφρούς απ' τα πανέμορφα χείλη της πριγκίπισσας κι έπειτα έσκυψε και τη φίλησε στο μέτωπο, μ' έναν αναστεναγμό. Το φουστάνι της κοιμισμένης πριγκίπισσας ήταν πράσινο τώρα, κι η φορεσιά της γερόντισσας το ίδιο. Έκανε με τα δάχτυλά της ένα σημείο ευλογίας πάνω απ' το κεφάλι του κοριτσιού κι έδιωξε με τα δάχτυλά της κάποια τελευταία δάκρυα απ' τα γκρίζα της μάτια. Γύρισε την καμπουριασμένη της πλάτη στο κορίτσι και βγήκε απ' το δωμάτιο, κλείνοντας πίσω της την καμουφλαρισμένη πόρτα.

Το νήμα στην ανέμη μπροστά στα πόδια της γριάς ήταν τώρα πράσινο.