ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ ΑΝΑΤΟΜΙΑΣ
Του Παυλίδη Γιώργου
Σε κτίριο ενός κεντρικού δρόμου της Αθήνας στεγάζεται
το Εργαστήρι Ανατομίας. Δε θα βρεις όμως αυτόν τον τίτλο στην πόρτα του.
Το πιθανότερο να έχει αναγραμμένο κάτι παραπειστικό, όπως "Δικολαβικό
Γραφείο Γ. Τ. Ούλα". Τα μέλη του, όμως, - διαπρεπείς ανατόμοι -
ανέχονται αυτό το καμουφλάζ. Παραπάνω κι απ' αυτό, το επιδιώκουν.
Ξέρουν ότι δεν υπάρχει σ' αυτήν τη μεγάλη πόλη κανένας άλλος τρελός
που θα διαθέσει το χώρο εργασίας του για την ημι - παράνομη αυτή
συγκέντρωση της μάλλον αιρετικής αυτής αδελφότητας. Όσο για το
χρόνο του, ας μη μιλάμε. Κατάφερε να κάνει αυτό που δε μπόρεσαν
φυσικοί, συγγραφείς ε.φ. και οραματιστές: να συμπιέσει το χρόνο.
Έτσι το 24ωρό του εκτείνεται - εντείνεται - σε 32 ώρες.
Πώς γίνεται αυτό...
Το πρόσωπο του αιρεσιάρχη θα μας απασχολήσει σε κάποια άλλη σεάνς.
Προς το παρόν ας κάνουμε ένα προφίλ των υπολοίπων ανατόμων.
Τί προφίλ τώρα, και προφίλ και ανφάς (κι αν δεν φας) φυσιολογικοί
φαίνονται οι άνθρωποι. Αλλά μέσα στα κεφάλια τους κάτι ...διαφορετικό
λειτουργεί. Κι αυτό είναι ευχάριστο.
Όσο και να μην το αναγνωρίζει η ευρύτερη κοινότητα - για να μην
αναφέρουμε το ποσοστό του πληθυσμού που δεν το ξέρει - η εν λόγω
αδελφότητα εργάζεται γι' αυτούς και για τις προεκτάσεις
αυτών στο μέλλον. Πάρεργά τους, για ν' αποφευχθεί ο όρος
"παραπροϊόντα", είναι και η γλωσσική αυτοσυνειδησία,
η προσθήκη λίθων και κεράμων και ενίοτε σοβά σ' αυτό που λέγεται
"λογοτεχνία", οι ιστορικές, ιστοριοδιφικές, μυθοπλαστικές
και αισθητικές παρεμβάσεις και, τέλος, η εξέλκυση νέων ιδεών,
νοοτροπιών και κοσμοθεωριών απ' τις σκοτεινές σπείρες των
εγκεφάλων αλλήλων. Αλλά το κύριό τους έργο, αυτό για το οποίο
θα μείνουν ξακουστοί, είναι η ανατομία.
Είναι παραπάνω κι από θαυμαστή η ικανότητα που άοκνα επέδειξαν
να ανατάμουν και να διαχωρίσουν στα εξ' ων συνετέθησαν τα
πνευματικά πονήματα τους. Δεν έμεινε κόμμα αναιτιολόγητο,
δεν έμεινε τελεία χωρίς face-control. Άμεση απόδειξη ότι τα
κείμενα διαβάστηκαν και ανεγνώσθησαν. Και μετά το
μέγα σφάλμα: αναλύθηκαν.
Παρόντες ήταν άνθρωποι απ' τους οποίους η κοινότητα αναμένει
λεπτομερή λογοτεχνική ανάλυση. Μερικοί έμμεσα απέφυγαν αυτό το
ποτήριο. Ξαμολήθηκαν να βρουν το Ιερό Δισκοπότηρο της ουσίας
των πονημάτων, αλλά χωρίς χάρτη. Οι φωνές τους μάλλον χάθηκαν
μέσα στον άνεμο. Έμειναν με ένα απορημένο χαμόγελο και με το
ερώτημα: εμείς θέλαμε το δρόμο να βαδίσουμε, όχι να φτάσουμε
στον προορισμό. "Σύμφωνοι, ο δρόμος" είπε ένα αρχαίο
μέλος "μα αν δεν υπάρχει, δεν πρέπει να τον φτιάξουμε ; ".
Κοιταχτήκαμε. Ναι, θέλαμε να τον φτιάξουμε. Αλλά ήταν οι
συνθήκες λίγο ύποπτες. Σχεδόν όλοι, ενσυνείδητα ή μη, έδειξαν
να πιστεύουν ότι ο δρόμος περνά απ' το χειρουργικό τραπέζι.
(Εγώ παίρνω όρκο ότι όταν κάθονται μόνοι τους μπροστά στο
πληκτρολόγιο ή με το μολύβι στο χέρι, δε σκέφτονται τίποτα
απ' αυτά που φάνηκε στο εργαστήρι ότι πιστεύουν. Αλλά
όταν τελειώσει το έργο με ικανοποίηση βλέπουν ότι δεν
παρεξέκλιναν από τις βασικές αρχές τις οποίες πρεσβεύουν.)
Ακόμα κι έτσι όμως έδειξαν την προσήκουσα σ' έναν
επιστήμονα-ανατόμο ευσυνειδησία. Εύγε!
Και αν είχα να πω για τη συνεισφορά του καθενός ξεχωριστά:
Η Ανθίππη: παρά τη μεγαλοπρέπεια του ύφους, το κείμενο παρεξηγήθηκε.
Μα δεν ήταν κανένα μεγαλοϊδεατίστικο μανιφέστο, ένα μικρό κομψό
δείγμα ethnic fantasy ήταν. Παντού υπάρχουν Ανώτατοι Ιερείς,
με δυνάμεις πολλαπλάσιες του δικού της και μάλιστα δανεικές.
Ο εν λόγω αρχιερέας θαυματούργησε, έγινε άυλος κι αόρατος και
άχρονος με τα δικά του κότσια και μόνο. Όλα τα μοτίβα ήταν εκεί:
ο ψευδοπροφήτης, οι ακατανόητες επιγραφές, η κρύπτη, το νάμα,
το ελιξίριο (διάβαζε "μαυροδάφνη").
Μακάρι και τριλογία, Ανθίππη.
Ο Απόστολος: απ' τα πιο τίμια κείμενα. "Φεύγω" και
φευγάτο, κι αυτός φευγάτος αλλά ίσως όχι ακόμα "γάτος" να
συλλαμβάνει τις εμπνεύσεις του πριν αλλάξουν χωροχρόνο. Πολλές
οι ερωτήσεις - πολύς χρόνος για ένα τραχύ σχεδίασμα - καμία
απάντηση, τουλάχιστον καμία απόλυτη. Ήταν όλες παραμετρικές.
Καλύτερα έτσι, δίνει στο μυαλό ελεύθερο χαλινάρι (αγγλισμός).
Εκείνο το "γαλαζοκίτρινος αρλεκίνος", Χμμ! με "Χ"
κεφαλαίο. Δε χρειαζόταν. Ήταν ο τετρώφθαλμος κάθαρμα; Ήταν,
και γιατί όχι; Ποιος είπε ότι όντας μόνος σου για δισεκατομμύρια
χρόνια λύνεις όλα τα προβλήματα; Τουναντίον, ομφαλοσκοπείς
και "βλώσκεις ατέρμονα" (Μπάμπης Μπεχλιβάνης).
Και μένεις μαγκούφης και χαρμάνης. Και, ψιτ!, συνάδελφοι,
κάποια στιγμή να πάψει το φαλλικό "ο αξιωματικός ασφαλείας
τραβάει πιστόλι". Μπορεί να πει "κομπιούτερ, φα' τον
λάχανο!" και τέλος.
Η Ελένη: γυναικείος εφιάλτης, ονείρωξη, προσήλωση, κάτι φροϋδικό
τέλος πάντων. Όλοι παραδέχτηκαν πως η Λάμια μπορεί ακόμα να τρομάζει.
Οι κοινωνικές, σεξουαλικές και άλλες παρεμφερείς προεκτάσεις
παίζαν δευτερεύοντα ρόλο. Το κλίμα έκατσε. Αυτό ήταν το ατού
των "Χαλασμάτων" (δε φαντάζομαι να επιμένεις στο
"Ερείπια", Ελένη). Ο ερωτισμός σε συνεχή άμπωτη
και πλημμυρίδα. Τρυφερά, όχι κραυγαλέα. Καλό. Στο τέλος η Ελένη
υποτονθόρισε "η κριτική ήταν εξ απαλών ονύχων".
Αν και παρερμηνευμένη η έκφραση, εννοούσε "αυτό ήταν, λοιπόν,
αλληλο - κολακευτήκαμε, γλειφτήκαμε, όλα καλά κι όλα ωραία;
Πού το κριτικό πνεύμα;". Σα να συμφωνώ. Κριτική διάθεση
υπήρχε, κριτικό πνεύμα ίσως όχι. Αλλά "η σαρξ ασθενής".
Πάντως, Ελένη, υποψιάζομαι ότι στα παρασκήνια έτρεξε πολύ αίμα.
Μα πολύ αίμα!
Ο Μάντης (μου αρέσει πιο πολύ με το επώνυμο): αναρχικό το κείμενο,
όχι άναρχο. Η γραφή υπό διάλυση, η λογοτεχνική σχολή υπό κατασκευή.
Κάτι τέτοιο θέλει κουπί ή μια τρελή ιδιοφυΐα. Ενδιαφέρον, πάντως,
το κομμάτι, με highlight τον τίτλο. Ό,τι πρέπει για ν' ανασηκωθούν
ορισμένα βλέφαρα. Άρπυιες και των γονέων. Ήμουν προκατειλημμένος.
Μου 'παν "ο Μάντης δεν αναθεωρεί τα κείμενά του".
Γιατί, μπορεί;
Η Ειρήνη: της αρέσουν τα παραμύθια, της αρέσει το ελληνικό,
της αρέσει το αίμα. Πριν προλάβει άλλος να αποξέσει το δύσοσμο
συρίγγιο του μαγεμένου βασιλείου, το έκανε η ίδια. Σωστή κίνηση.
Σαν αγριόγατα υπερασπίστηκε το δικαίωμα της μυθοπλασίας.
Ανάλογη παρατήρηση για την 'ελληνικότητα' των μύθων - έστω, των
συγκεκριμένων παραμυθιών. Και η ατμόσφαιρα πετυχημένη. Άσε τους
διαλόγους, η περιγραφή πρέπει να πίνεται γουλιά-γουλιά.
Η συνταγή ας είναι "ναι και όχι". caveat: μη
χρησιμοποιείτε αδόκιμα τον όρο "splatter".
h fantasy προτιμά τον "charnel" ή για παραμύθια
ακόμα καλύτερα "eldritch". Το "splatter"
είναι πορνεία, το "charnel" λαγνεία. Ίδιο πράγμα είναι;
Ο Μανώλης: εξαιτίας του, νομίζω, είχε αρχίσει το μάθημα ανατομίας.
"Ήταν-δεν ήταν", "έγινε-δεν έγινε",
"διήγημα - αφήγηση - παρεξήγηση". Στεκόταν και κοιτούσε
πονηρά την ομήγυρη. Όχι υπεροπτικά, όχι πατρικά, αλλά φαίνεται
ότι οι υπόλοιποι ανατόμοι δεν ήταν διατεθειμένοι να διαβάσουν
τα μάτια του δημιουργού. Τους αρκούσε το χαρτί. Εμ, όχι, καλοί μου.
Είναι πολλοί που δεν θεωρούν τον poe συγγραφέα, γιατί, ντεμέκ,
"δημοσιογραφίζει", "κριτικίζει",
"πλατειάζει". Μα δε βλέπουν πως το πιο σημαντικό είναι
ότι η κολασμένη του ψυχή "διασκεδάζει", διασκορπίζει,
δηλαδή, τον πόνο που του επισωρεύει η ποίηση, η ιδιότροπη αυτή
ερωμένη, που κανείς δεν ξέρει πού κρύβεται πριν ή μετά τις
απιστίες της; Θ' αφήσουμε ένα διήγημα να φράξει το δρόμο στην
αρκούδα που ξύπνησε στις εγκεφαλικές κυψέλες; Σύντροφοι, μην
ξανακούσω το κέλευσμα "προσοχή στη χρήση του γραπτού λόγου"
για' θα τραβήξω τις κοτσίδες μου. Εργαστήρι συγγραφέων είμαστε,
όχι κλιμάκιο διεκπεραίωσης.
Η Βάσω: χαμηλοί τόνοι, προσέγγιση "μέλισσας" (γλυκά κι
εργατικά), πολύ καλή επαφή με το θέμα. Ένα ψιλοσυνδρομάκι με τους
βίαιους αρσενικούς δεν ενόχλησε, απεναντίας, έδωσε τροφή για
σκέψη (αγγλισμός), πόσο, τέλος πάντων, στηρίζεται η fantasy
στους ανικανοποίητους / ανισόρροπους αρσενικούς να παρέχουν
την πλοκή και τη λύση. Κι όλα αυτά "για ένα πουκάμισο αδειανό,
για μια Νιρέυνα" (ή μήπως "μαγιό"). Διάλεξε απ' τα
κάτωθι: meldyhr, maeldeir, moelduer, mealdyr. Φιλικά, Γιώργος.
Η Πόπη: πρώτ' απ' όλα, νομίζω ότι αυτό το απόσπασμα του Καρυωτάκη
συνάδει με την εισαγωγή της:
ΤΑΦΟΙ
Πόση ησυχία 'δω πέρα βασιλεύει!
Οι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνε,
ενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνε
οι νεκροί γράμματα, βαθιά στα ερέβη.
Δεύτερο, φανερά ήθελε να πει μια απλή ιστορία στο κατώφλι δυο κόσμων.
Δεν ξέρω αν ήθελε να εμβαθύνει και στο πρόβλημα της ταυτότητας
(και ζητώ συγνώμη αν σκαιά επέμεινα). Δε νομίζω, πάλι, ότι το τέλος
επέπρωτο να είναι φαιδρό (φαγωθήκαμε να ζητάμε αιτιολόγηση της μη
επανάκαμψης του φαντάσματος). Μάθημα προς τα σεβαστά μέλη του
σωματείου: "ας έχουμε την υπομονή να παρακολουθούμε και κείμενα
χωρίς σασπένς, χωρίς αίμα και εντόσθια, ακόμα και χωρίς ένα αχ!.
Με κα'να δυό αναγνώσεις θα διαπιστώναμε ότι ούτε άνευρο, ούτε υποτονικό
ήταν". Κι αν λείψει ο μπριόζικος τίτλος, Πόπη, πολύ πιο ωραία
θα μεταδοθεί η θανάσιμη γαλήνη απ' το "χαριτωμένο περιβόλι".
Ο Κώστας: ωραίος. Βρετανικό χιούμορ με την απαραίτητη δόση φλέγματος,
"Γιάνκικη" ετοιμότητα για δράση, gory (αιμοσταγής;) περιγραφή.
Συμμάζεψε κομψά ό,τι - προφανώς - αγαπά στο gothic, τρόμπαρε αρκούντως
την ατμόσφαιρα, προκάλεσε έκρηξη (σχφπλατς! Κθούλχου φταγκν!) και
πέταξε και τη συγγραφέα - γλάστρα να σώσει τους θεούς του τρόμου
(ευτυχώς!). Πάλι πιαστήκαμε με τους διαλόγους... Στο διάολο οι
διάλογοι. "Έχω την εντύπωση ότι κάτι κακό θα συμβεί".
Ατάκα που - παίρνω όρκο - κανείς των Χ. Φ. Λ., Μάχεν και Μπλάκγουντ
δε θα χρησιμοποιούσε για αρχή. Υπάρχει, λοιπόν, μεγαλύτερη τιμή απ' το
να βάλεις τους θεούς της φαντασίας σου να λένε αυτό που ποτέ δε θα
γράφαν ανοιχτά;
Δυο πράγματα που με τρώνε:
1) Μίνι-μνημόνιο για τη "λογοτεχνική" γλώσσα: νομίζω ότι
σημαντικό σημείο στη λογοτεχνία ήταν όταν κάποιοι - πάντα
μεμονωμένοι - δημιουργοί έδωσαν και στον αναγνώστη μερίδιο της
φιλολογικής προσέγγισης. Χρησιμοποίησαν, δηλαδή, τη γλώσσα σα
μέσο επικοινωνίας, παρά σαν όμορφη κορνίζα μέσα στην οποία εξέθεσαν
το αριστούργημά τους. Απ' την άλλη πάλι, δημιουργοί που θεωρούν
τη γλώσσα κάτι όσιο, εμμένουν στη θέση ότι οποιοδήποτε γραπτό έργο
πρέπει να προσθέτει στο ειδικό βάρος της γλώσσας, είτε της
συγκεκριμένης στην οποία εκφράζεται ο δημιουργός, είτε της
γλώσσας σαν ανθρώπινης κατάκτησης. Να σημειωθεί ότι η γνωριμία
με έργα τα οποία θεωρούμε ορόσημα στη λογοτεχνία, αποδεικνύει
ότι ο συγγραφέας έβρισκε άνετα την ισορροπία ανάμεσα στην
καλλιέπεια και την βαρύτητα των νοουμένων.
Στα καθ' ημάς, φοβάμαι ότι οι ανατόμοι τρέμουν στην ιδέα μήπως
το νυστέρι τους αποκαλύψει κάτι "μη λογοτεχνικό".
Κρίνουν ότι μια σκιά - ποιος ξέρει ποιων αρχαίων ημών
προγόνων - πλανάται πάνωθέ τους, έτοιμη να κατακεραυνώσει
οποιονδήποτε αμαρτήσει "λεκτικά". Είναι πεπεισμένοι
ότι ο συγγραφέας χρεώνεται κάθε γλωσσική αποκοτιά του ήρωα.
Άραγε όταν γράφουμε, προσποιούμαστε ότι είμαστε εκεί ή ότι
είμαστε εκείνοι; Τέλος πάντων, όταν γράφουμε ανεχόμαστε
καρτερικά τα ηνία της "λογοτεχνίας" ή αντίθετα
μας σφίγγουν και γι' αυτό προσπαθούμε να κατακτήσουμε την
ακριβή μας ελευθερία και τη λύτρωση;
2) Τι είδους κείμενα να τίθενται επί μοκέτης (καθ' όσον οι
τάπητες ακριβοί).
Σε απλά ελληνικά: όταν παρουσιάζεις ένα κείμενο που θεωρείς
ότι είναι το "καλό" σου, δε σηκώνεις πολλά-πολλά.
Μπουκάρεις με ύφος "ακούστε, κόσμε, και θαυμάστε το
αριστούργημά μου" και αναμένεις να ακουστεί η φανφάρα
κι ο διθύραμβος και να μπουν οι ιέρειες που θα σου φορέσουν
το δάφνινο στεφάνι. Στο εργαστήρι, όμως, καλό είναι να μπεις
με κάτι στο οποίο έχεις δυο - τρία βασικά πράγματα ξεκάθαρα
και κάμποσα άλλα υπόψη και θα 'θελες λίγη "διάδραση"
(interaction) για να ολοκληρωθεί, σε πνεύμα αλληλεγγύης και
συντροφικότητας (που, μάλλον, είναι ταυτόσημα).
Ευτυχώς κανείς δεν είχε το ύφος. Κάτι μου λέει, όμως, ότι οι
περισσότεροι φίλοι είχαν ξεχωρίσει το κείμενό τους για την
ικανότητά του να ...ξεχωρίζει, παρά για την εν δυνάμει
διαδρασιμότητά του (πω, πω, τι έβγαλε ο φούρνος!). Ο γράφων
δεν εξαιρείται. (Συγγνώμη, Γ. Ούλα, ο "Ναντραμάς" θα 'ταν
πιο κατάλληλος, είχες δίκιο.) Τα σχόλια που ακούστηκαν θα
χαρακτηρίζονταν "ευνοϊκά" παρά "κολακευτικά" και
μεγάλο μέρος της κριτικής - όταν δε δούλευε μικροχειρουργική -
"εποικοδομητική" παρά "αποδομητική".
Πρυτάνευε η νηφαλιότητα, αν και κάποιοι ίσως το βρίσκουν
αυτό αδυναμία ενός δημιουργικού "εργαστηρίου"...
Κάτι ψιλά - επιγραμματικά - για το τέλος, σχετικά με την παρέα.
Υπέρ: επιμένουν ελληνικά, αστειεύονται (με λίγη παρώθηση), κάθονται
πραγματικά και γράφουν (δεν είναι λίγο).
Κατά: δεν πίνουν, δε μιλάν αμέσως στον ενικό, δε σηκώνουν
αθυροστομίες, έχουν το κινητό τους ενεργοποιημένο.
Να 'στε καλά
Γιώργος Παυλίδης
Ψευδομαντινάδα
Άλλο "γράμμα απ' τη Δράμα"
κι άλλο "πράμα απ' τη Δράμα"
Το κείμενο εστάλη από τον Γιώργο Παυλίδη, που
συμμετείχε στο 2ο Εργαστήρι και διαβάστηκε στη συνάντηση της ΑΛΕΦ
της 1-10-00 (που ήταν αφιερωμένη στον απολογισμό του 2ου
Εργαστηριού)