ΤΕΤΑΡΤΗ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΓΙΑ ΨΩΝΙΑ

 

του Παναγιώτη Κούστα

 

"Δεν είναι δυνατόν να μου το λες αυτό, δεν μπορεί να υποστηρίζεις σοβαρά αυτό το τίποτα!"

Ο Ίαν-Αλέξανδρος φώναζε χειρονομώντας στη μέση του καθιστικού ένα απόγευμα Τετάρτης. Στον ένα τοίχο του δωματίου μια επίπεδη γιγαντοοθόνη πλάσματος έπαιζε ένα δελτίο ειδήσεων με κλειστό τον ήχο.

"Αλήθεια;" του απάντησε επιθετικά η Ελένη. "Μήπως μπορείς να μου πείς και γιατί;"

"Γιατί … γιατί δεν είναι καν …", είπε ο Ίαν-Άλέξανδρος και ξαφνικά σταμάτησε.

"Πες το, γιατί δεν το λες;"τον προκάλεσε η Ελένη. "Άνθρωπος! Αυτό δεν ήθελες να πεις;"

"Όχι", απάντησε ετοιμόλογα ο Ίαν-Αλέξανδρος. "Δεν είναι καν Σάρκα, αυτό πήγα να πω. Είναι ανύπαρκτος, μια γαμημένη Τέχνο !"

"Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να κυβερνήσει καλά", επέμεινε η Ελένη. Κι έπειτα, οι Τέχνο δεν εξαγοράζονται, ούτε υποκύπτουν σε πιέσεις."

"Χα!" απάντησε καγχάζοντας ο Ίαν-Αλέξανδρος. "Μόνο που προγραμματίζονται, γλυκιά μου."

"Ναι, ε; Και ποιός δεν προγραμματίζεται;" ρώτησε η Ελένη και πρόσθεσε τονίζοντας δηκτικά τα δύο ονόματά του, σημάδι ατράνταχτο πως είχε γεννηθεί από ανθρώπινη μήτρα. "Μήπως εσύ, Ίαν - Αλέξανδρε; Μήπως νομίζεις πως εσύ δεν προγραμματίζεσαι; Τί κάνεις τότε κάθε απόγευμα μπροστά σ' αυτήν την οθόνη;" Και συνέχισε ειρωνικά. " Ενημερώνεσαι μήπως για το τί συμβαίνει στον κόσμο; Επιλέγεις και ψηφίζεις συνειδητά;"

"Η Σάρκα είναι Σάρκα", είπε δογματικά ο Ίαν-Αλέξανδρος. "'Ο,τι κι αν συμβεί έχει σκέψη. Και ελεύθερη βούληση."

"Και αυτή είναι η ουσία της Δημοκρατίας", απάντησε εκείνη κοροϊδευτικά. "Ωραία λοιπόν, αφού το θέλεις έτσι, να πας εσύ για ψώνια. Προλαβαίνεις. Θα σου φτιάξω λίστα!" έκλεισε την συζήτηση η Ελένη και βγήκε απ' το δωμάτιο.

"Ναι, θα πάω", απάντησε τσαντισμένος ο Ίαν-Αλέξανδρος. "Νομίζεις πως δεν θα πάω; Δεν είναι δα και τόσο δύσκολο να ψωνίσω! Ναι, θα πάω, τ' ακούς, θα πάω!"

"Στο Σούπερ", είπε από την κουζίνα η Ελένη. "Όχι στον φίλο σου τον μαυραγορίτη!"

Πέντε λεπτά αργότερα και με την λίστα στο χέρι ο Ίαν-Αλέξανδρος βρόντηξε πίσω του την πόρτα.

***

Στον δρόμο, όλα ήταν όπως συνήθως. Ένα κόκκινο φωτεινό ποτάμι από φώτα στάσης των μποτιλιαρισμένων αυτοκινήτων απλωνόταν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Μια γυναίκα, πολύ λαμπερή στη σάρκα της για να έχει δυο ονόματα, καθισμένη μέσα στο αυτοκίνητό της έτρεχε ένα λαϊφστάιλ εικονικό περιοδικό καθώς οδηγούσε, αν μπορεί κανείς να θεωρήσει οδήγηση τα λίγα μέτρα που κέρδιζε το αυτοκίνητο κάθε φορά που άναβε το φανάρι. Οι περισσότεροι από τους άλλους οδηγούς, άκουγαν δικτυοσταθμούς, μιλούσαν, υπολόγιζαν νοερά ή με τους φορητούς τους, το χρόνο που απέμενε μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδρομή.

Εξω από την μαύρη μεταλλική πόρτα που πίσω της βρισκόταν το μαγαζί του Ντάριο-Ηλία, ο Ίαν-Αλέξανδρος ένοιωσε την αποφασιστικότητά του να ξεφουσκώνει. Θα έκανε τα ψώνια του εδώ κι ας πήγαινε στο διάβολο ο σαρκασμός της Ελένης. Άπλωνε ήδη το χέρι του προς το κρυφό κουδούνι όταν, στον τελευταίο έλεγχο που έκανε στο δρόμο, το είδε, παρκαρισμένο στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ένα μαύρο φορτηγάκι με το λογότυπο κάποιου δικτυοσταθμού, που δεν είχε καμμιά δουλειά εκεί. Τράβηξε το χέρι του απ' το κουδούνι και προχώρησε, δήθεν αδιάφορα πιο πάνω. Κοντοστάθηκε.

Η μαύρη πόρτα άνοιξε και, βγήκε ένας άντρας ντυμένος με τα κατάμαυρα ρούχα του Ζηλωτή. Κράτησε την πόρτα ανοιχτή και σήκωσε ψηλά μια σακούλα με ψώνια. Την κούνησε και αμέσως το σκηνικό του δρόμου άλλαξε, το φορτηγάκι ξέρασε δημοσιογράφους και τηλεκατευθυνόμενες κάμερες, μπάτσοι της κατανάλωσης ξεφύτρωσαν από παντού, ενώ μιά διμοιρία των ειδικών δυνάμεων με αυτόματα μπήκε στο μαγαζί. Δυο ένστολοι βαθμοφόροι πλησίασαν τον ψευτοζηλωτή που τώρα φορούσε γυαλιά-καθρέφτες προβολής δεδομένων και κρατούσε ένα περίστροφο στο δεξί του χέρι. Στο αριστερό κρατούσε ακόμα την σακούλα.

Για τρεις χαμένους, σκέφτηκε ο Ίαν-Αλέξανδρος, όταν λίγο αργότερα κοιτούσε την πομπή των συλληφθέντων που έβγαινε από το μαγαζί. Τον Ερρίκο-Γέζους, θεωρητικό της αναρχικής κοινότητας ή όσων είχαν απομείνει απ' αυτήν, τον Φίλιππο-Γκέρχαρντ, ζηλωτή χριστιανό και τον Ντάριο-Ηλία οικολόγο με παράνομη επιχειρηματική δραστηριότητα. Για τρεις χαμένους που πίστευαν πως έκαναν μαζί αντίσταση, ενώ ο καθένας τους μισούσε την ιδεολογία των άλλων.

Δεν έμεινε να δει άλλο. Ήξερε την διαδικασία. Καταγραφή των μετρητών που βρέθηκαν, καταθέσεις από τους γείτονες, σφράγισμα του κτηρίου. Και για τους τρεις, τηλεοπτική ανάκριση, συνοπτική δίκη και τελικά εγκλεισμός σε ίδρυμα καταναλωτικής προσαρμογής. Δεν μπορούσε να κάνει για αυτούς τίποτε. Ίσως ούτε καν να τους λυπηθεί. Μόνο να ελπίζει πως ο Ντάριο-Ηλίας είχε προλάβει να καταστρέψει το πελατολόγιό του. Τώρα, περισσότερο από ποτέ, ο Ίαν-Αλέξανδρος ήταν υποχρεωμένος να ψωνίσει νόμιμα.

Τα φώτα νέον του σούπερ μάρκετ έβαφαν τις πλάκες του πεζοδρομίου με μιά νοσηρή πορτοκαλιά απόχρωση. Ο Ίαν-Αλέξανδρος έβαλε την κάρτα του στην σχισμή του ηλεκτρονικού δικαστικού αντιπροσώπου, την πήρε πίσω μετά την επιβεβαίωση κι έπειτα πλησίασε την διπλή αλεξίσφαιρη κρυστάλλινη συρόμενη πόρτα, που αμέσως άνοιξε αυτόματα μπροστά του. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άφησε τα βήματά του να τον οδηγήσουν μέσα στον γυάλινο, ασταφτερό κόσμο της Ενημερωμένης Κατανάλωσης.

***

Μια φωνή που δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις αν ήταν αντρική ή γυναικεία - η φωνή της Τέχνο του σούπερ μάρκετ - μουρμούριζε σ' έναν αργό υπνωτικό ρυθμό τις οδηγίες της εφορευτικής επιτροπής για την διαδικασία. Τα μεγάφωνα ήταν παντού και ο Ίαν-Αλέξανδρος ένοιωσε στο κορμί του τη χαλάρωση που υπέβαλλε η φωνή. Κινήθηκε αργά όπως και όλοι οι υπόλοιποι πελάτες μέσα στον αχανή χώρο του σούπερ μάρκετ, βγάζοντας την λίστα από την τσέπη του και αναζητώντας τα προϊόντα που τον ενδιέφεραν. Η Ελένη για μιά ακόμα φορά έπαιρνε την - υπόγεια, όπως και η γενετική της βελτίωση - εκδίκησή της. Η λίστα έγραφε μόνο το είδος. Ζάχαρη, καφές, μακαρόνια, χαρτί υγείας, ντοματοχυμός, γάλα. Ούτε ένα εμπορικό όνομα, ούτε ένα καταγεγραμμένο προϊόν. Έπρεπε να ψάξει μόνος του σ' αυτόν τον τεράστιο λαβύρινθο, όπου οι θέσεις των πι άλλαζαν συνέχεια, σαν αποτέλεσμα της διαμάχης των Τέχνο μεταξύ τους και της εκλογικής τους δύναμης. Ο Ίαν-Αλέξανδρος βρέθηκε, χαμένος, σ' ένα στενό τμήμα γεμάτο από περιβάλλοντα προϊόντων οικιακού καθαρισμού. Μια χοντρή πελάτισσα με το καρότσι της του έκλεινε τον δρόμο. Είχε κάνει το λάθος να ενεργοποιήσει τις Τέχνο δύο ανταγωνιστικών πι, μη ξέροντας ποιό να ψηφίσει. Τώρα κρατώντας στα χέρια της και τις δυό συσκευασίες άκουγε σαστισμένη τις Τέχνο να μαλώνουν.

"…και έτσι, πραγματικά υλοποιώ τη θέση μου για καθαρότερες παραλίες αφού το ποσοστό βιοδιάσπασής μου ξεπερνάει το ενενήντα τοις εκατό…" έλεγε το κουτί που κρατούσε στο αριστερό της χέρι.

Από το ανταγωνιστικό προϊόν ακούστηκε ένα σαρκαστικό γέλιο.

"Ναι, ε; Πόσο δηλαδή ξεπερνάει το ενενήντα τοις εκατό;"

"Ξέρεις πολύ καλά ότι αυτό εξαρτάται από τις καιρικές συνθήκες, τη θερμοκρασία του νερού και κάποιους άλλους παράγοντες. Παρ' όλ' αυτά…"

"Παρ' όλ' αυτά δεν έχεις μετρήσεις. Γιατί δεν το λες αυτό; Εγώ, έχω! Στο γεωγραφικό μήκος και πλάτος που βρισκόμαστε, η βιοδιασπασιμότητά μου είναι σύμφωνα με ανεξάρτητες πανεπιστημιακές έρευνες ενενήντα τέσσερα κόμμα τρία τοις εκατό κατά μέσο όρο! Να ποιός πραγματικά υλοποιεί τις θέσεις του για καθαρότερες παραλίες! "

Η πελάτισσα διστακτικά πήγε να βάλει το τελευταίο πι στο καρότσι της ενώ με το άλλο επέστρεφε το πρώτο στο περιβάλλον του, όταν αυτό άρχισε απεγνωσμένα να φωνάζει.

"Ανεξάρτητες έρευνες! Τα ξέρουμε αυτά. Χρηματοδοτείς μια έρευνα για να βγάλει τα αποτελέσματα που θέλεις! Μήπως στην ίδια έρευνα έλεγξες και τα ιοντικά τασιενεργά σου; Μήπως περνώντας μέσα από το ίκτυο των υπονόμων δημιουργείς με άλλα λύματα δηλητηριώδεις ανθρακικές ενώσεις;"

Η πελάτισσα πάγωσε στη μέση της κίνησης.

"Αυτό είναι συκοφαντία", φώναξε θιγμένο το δεύτερο πι.

"Είναι;" απάντησε το πρώτο. "Κάνε μου μήνυση τότε, και θα δούμε στα Δικαστήρια αν είναι!"

Ο Ίαν-Αλέξανδρος δεν άντεξε άλλο και τσαντισμένος παραμέρισε το καρότσι της χοντρής. Από το μεγάφωνο του καροτσιού, η Τέχνο του σούπερ μάρκετ ακούστηκε να λέει αυστηρά.

"Αυτό δεν είναι το καρότσι σας. Παρακαλώ επιστρέψτε στην είσοδο όπου υπάρχουν καρότσια πρόθυμα να σας εξυπηρετήσουν και ενημερωμένα για τα κουπόνια ψήφου που δίνει ο εκλογικός νόμος στα προϊόντα που σας ενδιαφέρουν".

"Άντε γαμήσου!" μουρμούρισε μέσα απ' τα δόντια του ο Ίαν-Αλέξανδρος αλλά γύρισε ξανά στην είσοδο. Μια διπλή σειρά από καρότσια το ένα μέσα στ' άλλο, παρέμεναν αδρανή. Ο Ίαν-Αλέξανδρος έπιασε τη χειρολαβή και τράβηξε το καρότσι από την σειρά του. Το καρότσι ενεργοποιήθηκε αμέσως κι απ΄το μεγάφωνό του η ουδέτερη φωνή της Τέχνο, είπε.

"Δέκα δευτερόλεπτα για αναγνώριση προσωπικού προφίλ χρήστη. Παρακαλώ περιμένετε κρατώντας την χειρολαβή."

Ο Ίαν-Αλέξανδρος άρχισε να μετράει από μέσα του αργά. Είχε φτάσει στο οκτώ, όταν η φωνή ξανακούστηκε από το μεγάφωνο. Τώρα ήταν εμφανώς γυναικεία και γεμάτη νάζι.

"Καλησπέρα Ίαν-Αλέξανδρε. Μπορείς να αφήσεις την λαβή. Το προσωπικό σου προφίλ φορτώθηκε."

"Ζάχαρη", είπε τσαντισμένα ο Ίαν-Αλέξανδρος. "Πού στο διάβολο έχετε χώσει την ζάχαρη;"

"Έδρα 18, υποψήφιοι Α έως Ν. Πάρε την διαδρομή του πρώτου παραβάν, έχει λιγότερη κίνηση πελατών αυτή την στιγμή και θα σου πω πού να στρίψεις. Έχεις καιρό να έρθεις για ψώνια. Από το δημοψήφισμα για την Ένωση! Αλήθεια, τί κάνει η Ελένη;"

"Μη μου πουλάς αυτό το δήθεν φιλικό, εντάξει;" φώναξε ο Ίαν-Αλέξανδρος. "Το σιχαίνομαι".

"Μπορώ να γυρίσω στο βασικό μενού, αν θέλεις. Αλλά θα ήταν κρίμα, γιατί μ' αρέσει να συζητώ μαζί σου. Δεξιά, μετά τα αναψυκτικά".

Ο Ίαν-Αλέξανδρος έστριψε το καρότσι σιωπηλός και τα ασφυκτικά γεμάτα με αναψυκτικά, κινούμενα ιπτάμενα περιβάλλοντα έγιναν αμέσως βουνά από στοιβαγμένα μπισκότα.

"Ποιός βγαίνει;" ρώτησε δήθεν αδιάφορα προς την μεριά του μεγαφώνου.

"Ξέρεις πολύ καλά, ότι ο εκλογικός νόμος απαγορεύει να σου δώσω αυτήν την πληροφορία. Μπορώ όμως να σου δώσω μια άλλη. Πριν από λίγο οι δυνάμεις περιφρούρησης του αδιάβλητου των εκλογών, σταμάτησαν την λειτουργία ενός χώρου κατανάλωσης, λίγο πιο κάτω. Ήταν ένας παράνομος χώρος, πουλούσε προϊόντα χωρίς κουπόνια ψήφου. Ευτυχώς, τώρα πιά δεν υπάρχει. Και βέβαια οι Αρχές καλούν όσους γνωρίζουν κάτι να το δηλώσουν στην οικεία εφορευτική επιτροπή".

"Ωραία", είπε ο Ίαν-Αλέξανδρος, "ένας μαυραγορίτης λιγότερος ". Και συνέχισε ειρωνικά, "και μερικοί χαφιέδες παραπάνω".

Τα βουνά από μπισκότα μετατράπηκαν σε σωρούς από υγρά πιάτων κι έπειτα από λίγα μέτρα αντικαταστάθηκαν από πολλαπλές συσκευασίες χαρτιών υγείας που σχημάτιζαν πύργους με πολεμίστρες, παράθυρα και πόρτες, κρεμαστές γέφυρες και επάλξεις.

"Η ζάχαρη", ανήγγειλε η Τέχνο από το μεγάφωνο. Κι ο Ίαν-Αλέξανδρος τα είδε. Εκατό περίπου πι αναπαύονταν, σε ένα απλό βουλευτικό έδρανο, σε διαρκή επικοινωνία με τις τέχνο τους. Ο Ίαν-Αλέξανδρος καθάρισε την φωνή του κι έπειτα είπε δυνατά:

"Θα ψηφίσω αυτό που δεν υποστηρίζει ούτε σ' αυτές ούτε στις επόμενες εκλογές τεχνητά νοήμονες υποψηφίους. Ενημερώστε με".

Από ολόκληρο το ράφι, ακούστηκε μόνο μια άχρωμη μεταλλική φωνή με διακοπές σε ηχογραφημένη λούπα. Ο Ίαν-Αλέξανδρος πήρε στα χέρια του την φτηνιάρικη συσκευασία και χωρίς να το θέλει, αναρωτήθηκε τί είδους ζάχαρη περιείχε. Την ίδια στιγμή το καρότσι τον προειδοποίησε πως το προϊόν της επιλογής του δεν κάλυπτε τα ποιοτικά όρια του καταστήματος, αλλά βρισκόταν εκεί μόνο και μόνο για να μην ενεργοποιηθούν οι διατάξεις του εκλογικού νόμου περί ίσης έκφρασης όλων των πολιτικών θέσεων. Και φυσικά είχε παρέλθει η ημερομηνία λήξεώς του.

Ο Ίαν-Αλέξανδρος έβαλε σκεφτικός την ζάχαρη στο καρότσι. Και μετά, με την αποφασιστικότητα - και την απελπισία - ενός μαχητή που ξέρει πως παλεύει σ' έναν χαμένο αγώνα…

Έκανε το ίδιο για τον ντοματοχυμό.

Έκανε το ίδιο αγοράζοντας γάλα.

Έκανε το ίδιο διαλέγοντας μακαρόνια.

Έκανε το ίδιο με το χαρτί κουζίνας.

Έκανε το ίδιο ψωνίζοντας - εκτός λίστας - μπαταρίες, ζαμπόν, σοκολάτες, αναψυκτικά, τυρί, προφυλακτικά και μαρμελάδα.

Κι έσπασε μπροστά στους καφέδες. Έπιασε αποφασιστικά το κουτί με τον αγαπημένο του καφέ και όταν ένοιωσε τις Τέχνο γύρω του να ενεργοποιούνται, είπε με δυνατή αλλά κάπως τρεμάμενη φωνή.

"Ψηφίζω αυτό το πι. Δεν ενδιαφέρομαι για συγκριτικά τεστ θέσεων, ούτε για τίποτε άλλο. Δεν ενδιαφέρομαι να μάθω πόσα κουπόνια ψήφου δίνει το προϊόν στον υποψήφιο που υποστηρίζει. Δεν ενδιαφέρομαι καν για το ποιός είναι αυτός ο υποψήφιος. Δεν θέλω να ενημερωθώ, κάνοντας χρήση του μηνιαίου δικαιώματός μου και δηλώνοντας υπεύθυνα πως δεν το έχω εξασκήσει ξανά τον τρέχοντα μήνα για το ίδιο ή άλλο προϊόν ή υπηρεσία".

Οι Τέχνο των υπολοίπων πι έσβησαν με ένα σιγανό, σχεδόν παραπονιάρικο, μουρμουρητό. Από το κουτί του καφέ της επιλογής του ακούστηκε μια χαϊδευτική φωνή που στ' αυτιά του Ίαν-Αλέξανδρου έφτασε σαφώς γυναικεία, να λέει.

"Η προτίμησή σας με κολακεύει".

Ο Ίαν-Αλέξανδρος έβαλε τον καφέ στο καρότσι. Κι έπειτα, τσακισμένος ψυχικά και με την πικρή γεύση της ήττας, οδήγησε το καρότσι στο πλησιέστερο παραβάν όπου ένα ειδικό μηχάνημα σάρωσε τα επιλεγμένα προϊόντα. Ο Ίαν-Αλέξανδρος τοποθέτησε στην ειδική σχισμή την πιστωτική - εκλογική του κάρτα και μ' αυτήν του την πράξη, ολοκλήρωσε, μαζί με τα ψώνια, την εξάσκηση της εκλογικής του υποχρέωσης και ταυτόχρονα σφράγισε την μοίρα του.



Το ίδιο βράδυ, βράδυ Τετάρτης, η Ελένη γελούσε, μ' αυτό το τόσο χαρακτηριστικό, υπεράνω όλων, γέλιο της, την ώρα που ο Ίαν-Αλέξανδρος έκλεινε τσαντισμένος την τηλεόραση, που είχε μόλις αναγγείλει την σχεδόν απόλυτη εκλογική νίκη του τεχνητά νοήμονος υποψηφίου προέδρου.

"Μπορώ να μάθω γιατί γελάς;" ρώτησε επιθετικά ο Ίαν-Αλέξανδρος.

"Να", απάντησε η Ελένη ακόμη γελώντας, "σκέφτομαι πως η κατάσταση μοιάζει με ανέκδοτο. ¨οχι μόνο θα μας κυβερνάει από δώ και στο εξής ο …Ανύπαρκτος, αλλά θα πρέπει να φάμε και όλα αυτά τα σκατά που ψώνισες για την χαζοαντίστασή σου!"

Ο Ίαν-Αλέξανδρος προσπάθησε να καταλάβει το αστείο, αλλά δεν τα κατάφερε. Γιατί στο μυαλό του είχε κολλήσει η τελευταία φράση που άκουσε να λέει η Τέχνο του Σούπερ Μάρκετ, μέσα από το μεγάφωνο του καροτσιού, την στιγμή που η ειδική συσκευή σάρωνε τα προϊόντα της επιλογής του. Η Τέχνο ψιθύριζε τελετουργικά, το Έκτο - και Τελευταίο - Αξίωμα της Δημοκρατίας.

"Η Δημοκρατία της Κατανάλωσης είναι μια Άμεση Δημοκρατία που δεν μπορεί να χειραγωγηθεί. Και ίσως, το πλησιέστερο προς την Απόλυτη Δημοκρατία, βιώσιμο σύστημα διακυβέρνησης που θα μπορέσει ποτέ να επιτύχει η ανθρωπότητα".

Ο Ίαν-Αλέξανδρος ένοιωσε ξαφνικά τον εαυτό του, καθισμένο μπροστά στην κλειστή του οθόνη, να μουρμουρίζει με τον αυτοματισμό που ψιθυρίζει κανείς μια προσευχή ή ένα ξόρκι, το Έκτο Αξίωμα.

Και ανακάλυψε πως του ήταν αδύνατον να θυμηθεί τα άλλα Πέντε.

ΤΕΛΟΣ