διαβάστηκε στο τέλος του 1ου Εργαστηριού (big bang)
η αρχή, η μέση και...
η αίσθηση του τέλους
robert silverberg, (“the sense of an ending”, asimov’s sf , 1997)
Όπως λέω συνήθως, δεν υπάρχουν παρά τρεις πραγματικά δύσκολες
προκλήσεις για να φτιάξεις μια επιτυχημένη ιστορία: η αρχή, η μέση
και το τέλος.
Από αυτές τις προκλήσεις, η αρχή είναι, νομίζω, το ευκολότερο μέρος — αν
και δεν είναι καθόλου εύκολη. Εδώ και χιλιάδες χρόνια, το σωστό ξεκίνημα για μια
ιστορία θεωρείται το “in medias res” — “στην μέση των πραγμάτων”. Μπείτε
κατευθείαν στη δράση και συμπληρώστε την εικόνα αργότερα. Έτσι, η Ιλιάδα,
αντί ν’ αρχίσει λέγοντάς μας ότι κάποτε έγινε πόλεμος μεταξύ Ελλήνων και Τρώων,
κατά τη διάρκεια του οποίου δύο μεγάλοι Έλληνες στρατηγοί λογομάχησαν άγρια,
ξεκινάει ως εξής: “Η οργή του Αχιλλέα είναι το θέμα μου, αυτή η θανατηφόρα οργή
που έφερε στους Έλληνες τόσα δεινά ...” Η Κόλαση του Δάντη, μας
αναφέρει στην πρώτη κιόλας στροφή ότι ο ποιητής έχει χαθεί σ’ ένα σκοτεινό
δάσος, που αποδεικνύεται ότι οδηγεί στις Πύλες της Κόλασης. Και ο Χαμένος
παράδεισος του Τζον Μίλτον, που δε φημίζεται και για τη γρήγορη αφηγηματική
ροή του, στην αρχή δεν χρονοτριβεί καθόλου: “Για του ανθρώπου την πρώτη
αμαρτία και για τον απαγορευμένο καρπό τραγούδα, ουράνια μούσα”.
Συγγραφείς λιγότερο γνωστοί από τον Όμηρο, τον Δάντη και τον Μίλτον αποκαλούν
αυτόν τον τύπο αρχής “αφηγηματικό αγκίστρι” (narrative hook), κάτι που τραβά
και κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ενώ συγχρόνως αναφέρεται έμμεσα στο θέμα
του διηγήματος που ακολουθεί. Το “αγκίστρι” που μου έρχεται αυτόματα στο μυαλό
είναι η φημισμένη πρώτη πρόταση στο “Ο πόλεμος θα γίνεται με σκακιέρες” των
Κάττνερ - Μουρ (ως Λιούις Πάτζετ): “Το πόμολο της πόρτας άνοιξε ένα γαλανό μάτι
και τον κοίταξε”. “Πιασάρικο” και αξέχαστο. Όμως, δε χρειάζεστε κατ’ ανάγκη
κάτι τόσο έξυπνο. Το μόνο που χρειάζεστε είναι να εντοπίσετε το κέντρο της δράσης
και να ξεκινήσετε από κει.
Όσον αφορά την πραγματική μέση της ιστορίας σας, ε, λοιπόν, είναι δύσκολη,
γιατί έχεις να καταπιαστείς με την μπελαλήδικη δουλειά της σύνδεσης αρχής και τέλους
(δηλαδή να επινοήσεις όλα τα ενδιάμεσα κομμάτια, μια διαδικασία που λέγεται “συγγραφή”).
Είναι δύσκολο γιατί κανένα μέρος από το γράψιμο μιας ιστορίας δεν είναι εύκολο. Αλλά,
ενώ η αρχή απαιτεί εξυπνάδα και τέχνη, η μέση της ιστορίας απαιτεί βασικά αντοχή: την
ικανότητα να προχωράς από τη μια σελίδα στην επόμενη, κρατώντας κάθε στιγμή αμείωτο
το ενδιαφέρον του αναγνώστη, μέχρι τη στιγμή που είσαι έτοιμος για το φινάλε. Αχ,
αυτό το φινάλε....
Ο Ντέιμον Νάιτ, σ’ ένα δοκίμιο με αφορμή το μυθιστόρημα solar lottery
του Φίλιπ Ντικ, μίλησε για εκείνο το μέρος του βιβλίου που ονομάζει “το συμπέρασμα,
το σημείο που ο συγγραφέας πρέπει να προσπαθήσει να πει τι σημαίνει το αφήγημά του
και πού νομίζει ότι οδηγεί”. Αμφιβάλλω αν ο Νάιτ εννοούσε ότι περιμένει από τον
συγγραφέα να μας πει αυτά τα πράγματα άμεσα και κυριολεκτικά, με μια τελική,
συμπερασματική παράγραφο. Αυτό που νομίζω ότι εννοεί ο Νάιτ είναι ότι ένα μυθιστόρημα
(ή διήγημα, ή θεατρικό έργο, ή επικό ποίημα) πρέπει να έχει νόημα και ο συγγραφέας
πρέπει να ξέρει ποιο είναι, καθώς και ότι οι τελικές σκηνές του έργου πρέπει να
συμπεριλαμβάνουν ένα εμφανές συμπύκνωμα της πρόθεσης ολόκληρης της εργασίας, όπως
επίσης και το “συμμάζεμα” όλου του θεματικού υλικού από το οποίο κατασκευάστηκε
το έργο. Αυτή είναι η τελική ανταμοιβή του αναγνώστη, που ακολούθησε την αφήγηση
μέχρις εδώ.
Φυσικά ένα έργο φαντασίας έχει πολλές ανταμοιβές. Σίγουρα έχει ενδιαφέρον
σενάριο, ενδιαφέροντες ήρωες, φανταστικά σκηνικά και, ίσως, ενδιαφέρουσα χρήση της
γλώσσας. Αλλά το τέλος της ιστορίας είναι το κλειδί γιατί πρέπει να συμμαζέψει τα
πάντα, χωρίς κενά, αφήνοντάς μας με μια αίσθηση πληρότητας. Δεν αναφέρομαι εδώ στην
τελική πρόταση ή προτάσεις της ιστορίας, στην “ατάκα” του τέλους, αλλά στο μέρος που
έρχεται λίγο νωρίτερα και αναγγέλλει την είσοδο του έργου στην τελική του κλιμάκωση.
Έχω παρατηρήσει ότι ο δημιουργός μιας πραγματικά ικανοποιητικής ιστορίας, πάντα
δίνει ενδείξεις για τον ερχομό αυτού του τελικού κομματιού με μια αναγνωρίσιμη αλλαγή
τόνου — δίνοντάς μας κατ’ αυτόν τον τρόπο αυτό που ο κριτικός-φιλόλογος Φρανκ Κέρμοντ
αναφέρει ως “αίσθηση του τέλους”.
Σκεφτείτε τον κύκλο “ring” του Βάγκνερ, ένα επικό μουσικό δράμα που
αναπαριστά την πτώση των νορβηγικών θεών. Κορυφώνεται σε μια πολύπλοκη και βίαιη σκηνή
στην οποία το παλκοσένικο γεμίζει πτώματα και ο μόνος πρωταγωνιστής που επιζεί είναι
η Μπρουμχίλντα, η τραγική “θεά που έγινε θνητή”, κεντρική φιγούρα στις τρεις από τις
τέσσερεις όπερες. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο υπάρχει μια αλλαγή ρυθμού· μια σιγανή,
εισαγωγική μουσική απογειώνει την Μπρουμχίλντα σε μια εικοσάλεπτη περίπου σόλο σκηνή,
όπου διευθύνει την κατασκευή της νεκρικής πυράς για τη σορό του ήρωα Ζίγκφριντ, ξαναλέει
την ιστορία των κατορθωμάτων του, ξανα-αφηγείται όλο το μύθο του Δαχτυλιδιού,
βάζει φωτιά στον οίκο των θεών, την Βαλχάλα, και ήρεμα, χαρωπά ιππεύει το άλογό της
και κατευθύνεται μέσα στις φλόγες, φέρνοντας έτσι αυτή την υπέροχη τετραλογία σε μια
ανεπανάληπτη κλιμάκωση που σε αφήνει κεραυνόπληκτο. Μια τέτοια ακριβώς “αίσθηση του
τέλους” εννοώ.
Κι ο Τζέιμς Τζόυς ξέρει να σμιλεύει υπέροχα το τέλος μιας ιστορίας. Στη
νουβέλα του “Ο νεκρός”, ο Γκάμπριελ Κονρόυ συνειδητοποιεί εν μέσω μιας φιλικής
συνεστίασης ότι ένα νεανικό ρομάντζο της συζύγου του μ’ ένα αγόρι που είναι πια νεκρό
δεν έχει σβήσει απ’ την καρδιά της. Η γνώση τον θλίβει και του χαλάει το κέφι, γιατί
σκέφτεται πόσο φτωχός συναισθημαστικά είναι ο ίδιος. Κι ύστερα, όταν το γεύμα έχει
τελειώσει, ο Τζόυς μάς δίνει τις πρώτες συγχορδίες του τέλους:
“Ο αέρας του δωματίου του πάγωνε τους ώμους. Τεντώθηκε διακριτικά κάτω από
τα σεντόνια και πλησιάζοντας κοντά στη γυναίκα του. Ένα προς ένα, όλα γίνονταν σκιές.
Κάλλιο να περάσεις με γενναιότητα σε κείνον τον άλλο κόσμο, μ’ όλο το μεγαλείο κάποιου
πάθους, παρά να ξεθωριάσεις και να ξεπεραστείς με το πέρασμα του χρόνου”. Ώσπου
φτάνει στην περίφημη τελευταία φράση: “Η ψυχή του αργά αργά έσβηνε ακούγοντας την
πτώση αδιόρατα μέσ’ απ’ το σύμπαν, κι αδιόρατα πέφτοντας, όπως το πέσιμο του έσχατου
τέλους πάνω σε κάθε τι ζωντανό ή νεκρό”.
Ο Όμηρος, ο Δάντης, ο Βάγκνερ, ο Τζόυς.... τι θα λέγατε για τους δικούς μας;
Για παράδειγμα, στο υπέροχο “Νύχτα” του Ασίμοφ έχουμε: “Κι ύστερα
συνειδητοποίησε ότι το τελευταίο ίχνος ηλιαχτίδας έφθινε και χανόταν. Ταυτόχρονα,
άκουσε έναν πνιχτό στεναγμό από τον Μπήνεϋ, μια άναρθρη κραυγή από τον Σήπιν, κι ένα
υστερικό γέλιο που κόπηκε με ρουθουνίσματα — και μια ξαφνική σιωπή, μια αλλόκοτη,
νεκρική σιωπή απ’ έξω”.
Ο Άρθρουρ Κλαρκ, στο “2001, Οδύσσεια του Διαστήματος” γράφει: “Η
αιώνια στιγμή πέρασε, το εκκρεμές αντέστρεψε την κίνησή του και σ’ ένα άδειο δωμάτιο,
αιωρούμενο ανάμεσα από τις φωτιές ενός διπλού αστεριού, είκοσι χιλιάδες έτη φωτός από
τη Γη, ένα μωρό άνοιξε τα μάτια του κι άρχισε να κλαίει”.
Ο Στέρτζεον, στο Πάνω από το Ανθρώπινο, λέει:
“Στο γυάλινο δωμάτιο επικρατούσε ησυχία. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα,
ο μόνος ήχος ήταν η σφυριχτή ανάσα του Τζέρυ. Ξαφνικά, ακόμα κι αυτός ο ήχος σταμάτησε
καθώς κάτι συνέβη, κάτι — μίλησε.
Ξανακούστηκε.
«Καλωσόρισες».”
Αυτή είναι η αίσθηση του τέλους. Είναι εκείνο το λεπτό μήνυμα προς τον
αναγνώστη ότι όλα τελείωσαν κι ολοκληρώθηκαν, ότι το συμπέρασμα βγήκε, ο λογαριασμός
έκλεισε. Το πιο δύσκολο σε μια ιστορία είναι να κάνεις αυτό σωστά.
(Μετάφραση: Γιώργος Μπούρας)